ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

1/8/19

Η Νεφέλη μου


Κατηγορία: Νουβέλα

Καλοκαίρι θυμάμαι. Μικρά εγώ και η Ελένη, η αδερφή μου, δυο χρόνια μικρότερή μου, πηγαίναμε στο χωριό και μέναμε στο σπίτι του παππού. Εκεί περνούσαμε όλα τα καλοκαίρια. Ματώναμε χτυπούσαμε αλλά τρέχαμε όλη τη μέρα. Τρέχαμε μέσα στην καταπράσινη φύση. Εκεί όπου δεν χρειάζεσαι πανάκριβα παιχνίδια αγορασμένα από τους μεγάλους παιχνιδότοπους. Το μόνο που χρειαζόσουνα εδώ ήτανε όρεξη για τρεχάλα, αλλά και αυτή σου την παρείχε απλόχερα η ίδια η φύση που σε προκαλούσε με την ομορφιά της και σε καλούσε καθημερινά να πας κοντά της. 
Το αγρόκτημα του παππού είχε μια αφάνταστη ομορφιά και γοητεία. Το παλιό αρχοντικό ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός λόφου κι έβλεπε τη θάλασσα πιάτο. Σε αντίθεση με τα άλλα σπίτια, δεν ήταν χτισμένο στην άκρη του δρόμου. Περπατούσες περί τα διακόσια μέτρα ώσπου να πατήσεις το κατώφλι του. Αυτή όμως η απόσταση είχε το σκοπό της για να υπάρχει. Δεξιά κι αριστερά σε κανονισμένα διαστήματα είχαν φυτευτεί ευκάλυπτοι  που με τα χρόνια είχαν το μπόι του ουρανού. Ανάμεσα στα μεσοδιαστήματα γέμιζαν το κενό πολλές ιτιές  και μπροστά από αυτά κι από τις δυο μεριές, ένα παρτέρι με πολύχρωμα λουλούδια. Η τέλεια είσοδος του παραδείσου που σε έβγαζε σ´ ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο ξέφωτο γεμάτο με τριανταφυλλιές, για να σε υποδεχτεί πίσω από αυτές ο παππούς πάντα στην ίδια θέση, στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού. Δρασκελίζοντας το κατώφλι του έβλεπες αμέσως πως εδώ εκτός από ανθρώπους δεν έχει διαβεί τίποτε άλλο από αυτό που λέμε σύγχρονος τρόπος ζωής. Έλα όμως που κανέναν μας δεν τον ένοιαζε αυτό. Το μόνο που μας κούραζε ήταν που οι δυο όροφοι επικοινωνούσανε μόνο εξωτερικά με μια πέτρινη σκάλα κι έτσι σε όποιον έλαχε να κοιμάται στο πάνω πάτωμα δοκίμαζε καθημερινά τις αντοχές του στο ανεβοκατέβασμα.
Πιο κάτω υπήρχε μια ρεματιά κρυμμένη μέσα σε πελώρια πλατάνια. Το τέλειο σκηνικό για τα παιδικά μας παιχνίδια. Συνωμότης στις σκανταλιές μας η ίδια η φύση. Μέσα στις φυλλωσιές της πραγματοποιούσαμε όποια τρέλα μας κατέβαινε και δεν άφηνε να φανεί τίποτα προς τα έξω κι έτσι δεν ακούσαμε ποτέ τα όχι και τα μη των μεγάλων.

Πιο πέρα ήταν το εξοχικό του κυρίου Γιάννη. Ο κύριος Γιάννης ήταν στρατιωτικός. Κάθε καλοκαίρι έρχονταν οικογενειακά με τα δυο τους παιδιά. Το Διονύση και την Νεφέλη. Από μικρά κάναμε παρέα και οι τέσσερις μας. Ο Διονύσης ήθελε πάντα να το παίζει αρχηγός της παρέας μιας και με περνούσε ένα χρόνο στην ηλικία. Η Νεφέλη ήταν στην ίδια ηλικία με την αδερφή μου την Ελένη. Κάθε απόγευμα, μετά το μπάνιο στη θάλασσα, οι τέσσερίς μας κατεβαίναμε στον ποταμό και παίζαμε με τις ώρες. Η Νεφέλη ήταν ένα όμορφο καστανόξανθο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια. Θα έλεγες ότι ήταν ένας άγγελος σε ομορφιά. Το ίδιο και η αδερφή μου η Ελένη. Μελαχρινή με ωραίο πρόσωπο και πολύ χιούμορ. Πάντα ήθελε να σκαρώνει φάρσες σε όλους μας· κι αυτό μας διασκεδάζαμε πολύ!

Ο πατέρας μας τεχνίτης με δικό του μηχανουργείο στην πόλη μας, πάντα πολυάσχολος. Η μητέρα μας, η Αντιγόνη, καθηγήτρια χορού. Αυτή μας έμαθε τα πάντα γύρω από το χορό. Εκείνη με έκανε να αγαπήσω τους ευρωπαϊκούς χορούς και να τους χορεύω. Πάντα μου έλεγε ότι έχω ταλέντο. Τα καλοκαίρια μάλιστα έδειχνε χορό και στο Διονύση με τη Νεφέλη. Η Νεφέλη όμως τον λάτρευε το χορό, όσο κι εγώ γιαυτό πολύ γρήγορα ξεχωρίζαμε από την αδερφή μου και το Διονύση. Πολύ συχνά οι δυο τους  βαριόντουσαν και με διάφορες προφάσεις δεν συμμετείχαν στις πρόβες. Εγώ με τη Νεφέλη ήμαστε πάντα πρόθυμοι και ευδιάθετοι για το χορό. Πολλές φορές απορούσε και η μάνα μου πώς βρίσκαμε τόσες αντοχές. Πολλές φορές χορεύαμε και κάναμε πρόβες με τη Νεφέλη μέχρι και τρεις ώρες συνέχεια. Θυμάμαι μάλιστα που μας έβαζε να χορεύουμε με τη Νεφέλη, όταν ήταν εκεί η κυρία Μαρία, η μάνα της Νεφέλης. Μας καμάρωναν. Άκουγα, που έλεγαν το πόσο ταιριαστά χορεύουμε. Συνέχεια μας ξόρκιζαν με τα φτου και φτου για να μη μας ματιάσουν.
Με λίγα λόγια μεγάλωσα με την αίσθηση του λυγερού κορμιού της μικρής Νεφέλης να λικνίζεται μέσα στα χέρια μου. Αν και ήμουν παιδί ακόμα, κάθε επαφή με τη Νεφέλη με ανέβαζε στα ουράνια κι αυτό το συναίσθημα με πλημύριζε με ευτυχία.

Μεγαλώνοντας η Ελένη κι ο Διονύσης έχασαν το ενδιαφέρον για το χορό. Εγώ με τη Νεφέλη όμως, συνεχίσαμε. Θυμάμαι κάποια μέρα που οι οικογένειές μας ήταν καλεσμένες σε ένα γάμο, πήρα τη Νεφέλη και χορέψαμε ένα βαλς την ώρα πού χόρευε η νύφη κι γαμπρός. Ήμαστε τότε δεκατεσσάρων εγώ και δώδεκα η Νεφέλη. Κλέψαμε την παράσταση. Ο πατέρας της Νεφέλης καμάρωνε, σα γύφτικο σκεπάρνι που έβλεπε την κόρη του να χορεύει τόσο όμορφα. Θυμάμαι, σαν να ναι τώρα, όταν τελείωσε το βαλς, εγώ έκανα μια ιπποτική υπόκλιση, ενώ η Νεφέλη έπιασε το φόρεμά της κι και υποκλίθηκε. Το έκανε όμως με τόση χάρη λες και ήταν επαγγελματίας μπαλαρίνα. Τότε σηκώθηκαν όλοι και μας καταχειροκρότησαν. Όταν τέλειωσαν οι υποκλίσεις και ήρθε με φόρα να με αγκαλιάσει ένοιωσα πρώτη φορά ένα ανείπωτο ρίγος να διαπερνά το κορμί μου κι ότι κρατούσα στα  χέρια μου κάτι πολύ δικό μου ίσως το ποιο πολύτιμο αγαθό που πέρασε ποτέ στη ζωή μου.  Όλο το βράδυ οι γονείς μας δέχονταν τα συγχαρητήρια από τους καλεσμένους.

Μεγαλώσαμε, σιγά-σιγά. Φτάσαμε να έχουμε εκτός από το παιχνίδι και άλλα ενδιαφέροντα. Άρχισαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Η αδελφή μου η Ελένη παριστάνοντας πια τη μεγάλη ξέκοψε θα έλεγα με τη Νεφέλη που τη θεωρούσε ακόμα μικρή. Εγώ όμως όχι. Την έβλεπα, όχι μόνο στο εξοχικό του παππού, αλλά και στην πόλη που μέναμε. Η Νεφέλη όσο μεγάλωνε, τόσο ομόρφαινε και έπαιρνε πλέον τα χαρακτηριστικά μιας όμορφης και γοητευτικής κοπέλας. Μια μέρα στο σχολείο που πήγα να την συναντήσω, τσακώθηκα με κάποια αγόρια που θέλησαν να της πάρουν της σχολική τσάντα και να την πετάξουν στο σκουπιδοτενεκέ. Ήταν κι ο Διονύσης εκείνη τη μέρα εκεί, πιο κάτω με κάτι φίλους του, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία στο σκηνικό με την αδερφή του. Εγώ θυμάμαι, πήγα και τους περίλαβα στις φάπες. Ήμουν από μικρός γεροδεμένο παιδί. Τους πήρα την τσάντα και μάλιστα, συνόδεψα τη Νεφέλη μέχρι το σπίτι. Μας είδε θυμάμαι ο πατέρας της. Θύμωσε, όταν άκουσε από τη Νεφέλη, ότι ο Διονύσης δεν έδωσε σημασία στην αδερφή του. Μάλιστα μου είπε να περάσω μέσα, για να με κεράσει πορτοκαλάδα. Όταν γύρισε ο Διονύσης, άκουσε μια κατσάδα, που εμένα με έκανε να νιώσω άσχημα. Έφυγα, αφού τους χαιρέτησα ευγενικά. Από τότε η Νεφέλη με είχε για τον ήρωα της. Δε χάναμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε πιο συχνά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία.

Το επόμενο καλοκαίρι βρεθήκαμε πάλι στο εξοχικό. Οι συναντήσεις μας εδώ ήταν ολοήμερες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ένα ατέλειωτο παιχνίδι. Ο Διονύσης έφευγε συνήθως με φίλους του, το ίδιο και η Ελένη. Μια μέρα που οι δικοί μας είχαν πάει στη θάλασσα, η Νεφέλη κι εγώ καθόμαστε στην αιώρα που είχε ο παππούς μου στην αυλή. Λέγαμε διάφορα. Ζέστη. Η Νεφέλη, ξαφνικά, πιάνει ένα ποτήρι νερό και μου το πετάει πάνω μου. Θύμωσα στην αρχή. Άρχισε να γελάει και να με κοροϊδεύει. Προσπάθησα να την πιάσω.

- Θα σε πιάσω βλαμμένο και θα σε βάλω να το πιείς από κάτω, της είπα.

- Ναι, αλλά πρέπει να με πιάσεις πρώτα! Χα, χα!

Έτρεξε τον κατήφορο προς τον ποταμό. Κρύφτηκε πίσω σε έναν ανθισμένο θάμνο τριανταφυλλιάς. Την είδα, αλλά ήταν μάταιο να την κυνηγήσω, μια κι εκείνη ήταν πολύ γυμνασμένη και γρήγορη στο τρέξιμο. Έκανα πως την έψαχνα. Σε κάποια στιγμή προσποιήθηκα πως λιποθύμησα. Τρόμαξε. Ήρθε πάνω μου. Εγώ έκανα τον ψόφιο κοριό. Με έπιασε και με κούναγε το κεφάλι να συνέλθω. Την έπιασα από τα μπράτσα και την τράβηξα πάνω μου.

- Σ’ έπιασα, της λέω.

Άρχισε να με σπρώχνει να φύγει.

- Άσε με βρε βλαμμένε με κατατρόμαξες!

Ήταν αδύνατο. Έπεσε πάνω μου, σχεδόν ξάπλωσε πάνω μου, το γέλιο της σταμάτησε. Σοβαρέψαμε κι οι δυο. Τα σώματά μας ήταν σε επαφή και προκαλούσαν ένα πρωτόγνωρο ερεθισμό και αναστάτωση και στους δύο. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Οι ανάσες μας καυτές και κοφτές. Νιώθαμε ο ένας την ανάσα του άλλου. Την έπιασα και τη φίλησα στα χείλη. Με κοίταξε απορημένη. Την άφησα. Με χαστούκισε. Δεν αντέδρασα. Σηκώθηκε λίγο στα γόνατα. Νόμισα ότι θα φύγει. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε κι αυτή. Ένα τρυφερό φιλί!

- Σ’ αγαπώ της λέω. Θέλω να είσαι το κορίτσι μου.

Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Φιληθήκαμε ξανά. Εκείνο το ζεστό απόγευμα κάτω από τη σκιά των δέντρων δώσαμε όρκους αιώνιας αγάπης. Με όλη τη αθωότητα της ηλικίας μας. Ήταν ο ένας για τον άλλο ο πρώτος έρωτας, ο πιο αγνός, ο πιο τρυφερός. Της κρατούσα το χέρι, έγειρε πάνω μου. Μείναμε έτσι αρκετά. Ταξιδεύαμε σε πελάγη ευτυχίας. Ήταν τόσο όμορφα! Σηκώθηκα, έκοψα ένα τριαντάφυλλο και της το έδωσα. Το έβαλε στα ξανθά μαλλιά της. Ήταν σωστή νεράιδα!

Μας πήρε το σούρουπο καθισμένους στο σημείο εκείνο. Ξαφνικά ακούσαμε την Ελένη να μας φωνάζει. Σηκωθήκαμε πήγαμε στο σπίτι. Στα πρόσωπά μας ήταν ζωγραφισμένη η ευτυχία που νιώθαμε. Η Ελένη μας κοίταξε λίγο περίεργα στην αρχή. Σα να κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει μεταξύ μας. Ο αγνός αυτός έρωτάς μας ήταν ένα συναίσθημα που συνεχώς μεγάλωνε μέσα στις καρδιές μας. Είτε στην πόλη, είτε στο χωριό, βρίσκαμε χρόνο να είμαστε μαζί. Η Αδερφή μου, όταν το έμαθε από την ίδια τη Νεφέλη, πέταξε από τη χαρά της. Δεν έχανε ευκαιρία, να μας λέει πόσο ταιριαστοί είμαστε οι δυο μας.

Είχαμε πλέον φτάσει εγώ στα δεκαοχτώ και η Νεφέλη στα Δεκάξι. Ήταν καλοκαίρι και ήμαστε στο χωριό όπως πάντα. Μάλιστα ο κυρ Γιάννης έφτιαξε κι ένα μικρό λαχανόκηπο στο εξοχικό τους. Τον συντηρούσε ο παππούς μου. Παρ´ ότι συχνά, πήγαινα και βοηθούσα τον πατέρα μου στο μηχανουργείο, τις μέρες εκείνες ο πατέρας μου με έστειλε στο χωριό να βοηθήσω τον παππού σε κάποιες δουλειές. Ύστερα ήρθε κι αυτός.

Ήταν απόγευμα. Οι δικοί μου και οι γονείς της Νεφέλης πήγαν παρέα στην θάλασσα. Εγώ προφασίστηκα πονοκέφαλο. Όλοι τότε το απέδωσαν στο άγχος για τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Μόλις πέρασε λίγο η ώρα, άκουσα να χτυπάει το τζάμι η Νεφέλη. Βγήκα έξω. Τραβήξαμε για την ποταμιά. Στο σημείο που είπαμε το πρώτο σ’ αγαπώ, στο σημείο που πρωτοφιληθήκαμε. Μόλις φτάσαμε, πήγαμε σε ένα σημείο που δε μπορούσε ανθρώπου μάτι να μας δει. Αγκαλιαστήκαμε. Η Νεφέλη φορούσε μια φούστα πάνω από το γόνατο. Εγώ ήμουν με μια βερμούδα. Ξαπλώσαμε κάτω στα χόρτα. Τα φιλιά μας γινόταν όλο και πιο παθιασμένα. Άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα τον όμορφο στήθος πάνω από τη μπλούζα. Σιγά σιγά τα φιλιά μου εξερευνούσαν κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Αισθανόμουν ότι ζω σε παραμύθι. Φιλιόμαστε με πάθος. Ανάψαμε κυριολεκτικά. Όλο αυτό το σκηνικό κράτησε περίπου ένα τέταρτο. Όσο μου επέτρεπε το πάθος μου να δω μπροστά μου στη θέα της μορφής της Νεφέλης μου η αίσθησή μου άγγιζε την τρέλα. Το προσωπάκι της είχε τέτοια θεϊκή ομορφιά που καμιά λέξη δεν βρίσκω για να την περιγράψει.

Δεν είχα εμπειρία με άλλη γυναίκα. Ούτε κι ίδια. Σ´ αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν δίνεις εξετάσεις για να πάρεις μετά το πτυχίο σου με την αναλυτική βαθμολογία για τις επι μέρους επιδόσεις σου. Ο θεός έρωτας θα σε καθοδηγήσει. Προχώρησα σιγά-σιγά.

- Θέλω να σε κάνω δική μου, της είπα.

- Σ’ αγαπώ Δημήτρη μου! Σε λατρεύω! Μου ψιθύρισε στο αυτί.

Στην αρχή πονούσε. Παραπονέθηκε και μου ζήτησε να σταματήσω. Φοβόταν. Δε σταματήσαμε τα φιλιά και τα χάδια λειτούργησαν σαν βάλσαμο Με τίποτα πια δεν θα σταματούσε αυτή η μέθεξη. Ένα αχ πόνου βγήκε από το στόμα της που θα μπορούσε να αντικαταστήσει όλες τις ερωτικές λέξεις του κόσμου. Μπορούσε να σημαίνει σ´ αγαπώ, σε θέλω, σφίξε με κι άλο στην αγκαλιά σου κι οτιδήποτε άλο.
Συνεχίσαμε . Ο πόνος που ένιωθε αντικαταστάθηκε από ηδονή. Έσφιξε τα χείλη της και με αγκάλιασε δυνατά! Για τα επόμενα λεπτά ότι ζήσαμε ήταν σαν όνειρο.  Αγκαλιαστήκαμε τρυφερά.

- Σε λατρεύω κοριτσάκι μου! Θα σ’ αγαπώ για πάντα.

- Κι εγώ σ’ αγαπώ Δημήτρη μου! Θα είμαι για πάντα δική σου!

Φιληθήκαμε στο στόμα. Είχε περάσει η ώρα. Έπρεπε να φύγει πριν έρθουν οι δικοί της. Εγώ έφυγα μετά από ένα τέταρτο. Είχα ξαπλώσει ευτυχισμένος και κοίταζα τα δέντρα, τον ουρανό. Τα πάντα γύρω μου ήταν τόσο όμορφα! Γύρισα στο σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος! Τόσο ερωτευμένος!

Την άλλη μέρα πήγαμε κι εμείς στη θάλασσα. Μαζί μας αυτή τη φορά ήταν κι ο Διονύσης. Έπρεπε να μην υποψιαστεί κανείς τίποτα.

- Εγώ θα βγω Διονύση, είπα. Δεν έχω όρεξη.

- Τι έπαθες, είσαι καλά;

Ήρθε σε λίγο εκεί που στεκόμουν. Ύστερα εγώ με το Διονύση καθίσαμε κάτω από μια ομπρέλα. Τον ρωτούσα για τη σχολή που πέρασε στρατιωτικός. Μου έλεγε διάφορες ιστορίες. Γυρίσαμε το αργά το απόγευμα.

Το βράδυ με τη Νεφέλη βρεθήκαμε στο ίδιο σημείο στις όχθες του ποταμού. Μόλις συναντηθήκαμε αρχίσαμε τα φιλιά. Δεν αργήσαμε να γυμνωθούμε τελείως. Ξαπλώσαμε χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο τρυφερά. Μείναμε αγκαλιασμένοι φιλώντας τρυφερά ο ένας τον άλλον. Το βράδυ εκείνο δε θέλαμε να τελειώσει. Φύγαμε για τα σπίτια μας. Όλο το βράδυ στέλναμε ο ένας τον άλλο ερωτικά μηνύματα στα κινητά μας.

Όλο το καλοκαίρι βρισκόμαστε στην κρυψώνα μας, όποτε μπορούσαμε. Του δίναμε και καταλάβαινε στον έρωτα. Δεν ήταν απλά σεξ, ήταν έρωτας. Λίγο να αργούσε ο ένας στο ραντεβού, ο άλλος αγωνιούσε!

Το καλοκαίρι έφτασε στο τέλος του. Εγώ πέρασα σε μια πολυτεχνική σχολή. Βλέπεις, οι επιρροές του πατέρα μου στο μηχανουργείο. Από μικρός μου άρεσαν οι μηχανές και οι κατασκευές. Γυρίσαμε στα σπίτια μας στην πόλη. Η Νεφέλη έμπαινε κι αυτή στο χορό της προετοιμασίας των πανελληνίων. Της άρεσε η τέχνη. Δεν είχαν αντίρρηση και οι δικοί της· μια κι ο πατέρας ης θεωρούσε ότι ο άντρας πρέπει να είναι αυτός που θα πρέπει να εργάζεται. Η γυναίκα έπρεπε να είναι στο σπίτι και να υπηρετεί τον άντρα. Παλιές αντιλήψεις, αλλά δε σήκωνε αντίρρηση στις απόψεις του ως στρατιωτικός.

Τον πρώτο χρόνο ως φοιτητής πηγαινοερχόμουν συχνά. Μια και η πόλη που σπούδαζα ήταν κοντά στη δική μου. Με τη Νεφέλη βρισκόμαστε κάθε φορά που ερχόμουν στο σπίτι ενός φίλου μου. Ήταν θυμάμαι Χριστούγεννα. Είχα έρθει για διακοπές στους δικούς μου. Η Νεφέλη ήταν στην Τρίτη Λυκείου. Η ζωή της ήταν διάβασμα, σχολείο, φροντιστήριο. Όταν της είπα ότι θα έρθω, πέταξε από τη χαρά της.

- Μωρό μου θα σε περιμένω πώς και πώς να περάσουμε μαζί αυτές τις μέρες.

- Κι εγώ, αγάπη μου, δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή, της απάντησα.

Πήγα. Την πρώτη μέρα βρήκαμε την ευκαιρία να συναντηθούμε στο πάρκο της πόλης. Παρόλο που έκανε κρύο η Νεφέλη ήταν ντυμένη με μια μίνι φούστα, κι ένα παλτό που τη σκέπαζε ως τα νύχια. Μάλιστα, όπως μου είπε, η μητέρα της άρχισε να υποψιάζεται ότι υπάρχει κάτι, κάποιος δεσμός. Καθίσαμε για λίγο σε ένα καφέ μέσα στο πάρκο κι ύστερα τραβήξαμε στο σπίτι του φίλου μας. Μπήκαμε μέσα. Είχε παγωνιά. Ανάψαμε μια σόμπα. Σε λίγο η ατμόσφαιρα έφτιαξε.

Καθόμαστε στον καναπέ του σαλονιού αγκαλιασμένοι και φιλούσε ο ένας τρυφερά τον άλλο. Γυμνωθήκαμε. Την έβαλα να ξαπλώσει και άρχισα να τη φιλάω παντού και το ταξίδι μας στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων μόλις ξεκίναγε.
- Σε λατρεύω Δημήτρη μου! Πρόλαβε να μου ψιθυρίσει στ´ αυτί κι αφέθηκε στην  παραζάλη της στιγμής 
Τη φίλησα στο στόμα.

- Σ’ αγαπάω Νεφέλη μου! Σε λατρεύω.


Ξέπνοοι πια μείναμε αγκαλιασμένοι για να μας συνεφέρει το χτύπημα από το κινητό της Νεφέλης. Ήταν η μάνα της. Της είπε αυστηρά ότι την έψαχνε ο πατέρας της. Φύγαμε. Η Νεφέλη γύρισε στο σπίτι. Με το που μπήκε μέσα ο πατέρας της της έδωσε ένα χαστούκι.

- Δεν θα σε ρωτήσω με ποιον ήσουν! Ξέρω, της είπε. Με το τσογλάνι το Δημήτρη, το γιο του Κώστα. Τα έμαθα όλα. Αλλά έννοια σου! Από σήμερα και πέρα κομμένα όλα αυτά. Μόνο διάβασμα και τίποτα άλλο.

Εγώ αυτά τα έμαθα από τη Νεφέλη, όταν την είδα στα πεταχτά μια μέρα, που πήγαινε στο φροντιστήριο. Οι δικοί μου τα έμαθαν από τον ίδιο τον πατέρα της. Μάλιστα πήγε στη σχολή χορού, που είχε η μάνα μου, και της έκανε επεισόδιο. Ο πατέρας μου θύμωσε πάρα πολύ με την κίνηση που έκανε. Ήθελε να πάει να του τα πει ένα χεράκι.

- Τι νομίζει ο μαλάκας, για φαντάρους του μας πέρασε; Με ποιο δικαίωμα μας συμπεριφέρεται έτσι; Ο άξεστος! Κοίτα Δημήτρη μου. Τη Νεφέλη εγώ τη συμπαθώ σα να είναι δικό μου παιδί. Αλλά πρόσεξε αυτόν τον ηλίθιο. Είναι μαλάκας και εγωιστής. Έτσι είναι κι ο γιος του.

- Έχει δίκιο ο πατέρας σου Δημήτρη μου, είπε η μάνα μου! Η κα Μαρία διαφέρει ως άτομο, αλλά δεν την παίρνει να κάνει και κάτι. Πρόσεχε!

Εκείνο τα βράδυ κάθισα και σκέφτηκα. Σκέφτηκα πολύ. Τη Νεφέλη την αγαπούσα όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν θα ήθελα να τη χάσω. Συναντήθηκα με τη Νεφέλη και τα είπαμε. Συμφωνήσαμε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Πάντα βρισκόμαστε στο ίδιο σπίτι και ξεδίναμε. Έφτασαν οι εξετάσεις. Η Νεφέλη τα πήγε καλά. Μάλιστα, ο πατέρας της ήταν εκεί όταν έφτιαχνε το μηχανογραφικό της. Της απαγόρεψε, μάλιστα, να δηλώσει σχολές στην πόλη που σπούδαζα εγώ. Το καλοκαίρι τους πήρε και πήγαν σε άλλο μέρος διακοπές.

Όταν τελείωσε η άδειά του και έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά του, η Νεφέλη κι εγώ ξεκλέψαμε μια βδομάδα καιρό και πήγαμε στο εξοχικό του παππού. Εκεί ζήσαμε τον απόλυτο έρωτά μας. Μάλιστα τη βδομάδα αυτή ο παππούς ήταν με τους δικούς μου για να περάσει κάτι γιατρούς. Ήμαστε μόνοι μας. Κάθε μέρα για μπάνιο. Τα απογεύματα φτιάχναμε ένα φραπέ. Και αράζαμε στην τριανταφυλλιά μας κοντά στο ποτάμι. Ήταν το σημείο που φιληθήκαμε για πρώτη φορά.

Ήταν βράδυ. Το φεγγάρι κόντευε να γεμίσει. Καθόμαστε στην αιώρα στην αυλή του σπιτιού. Τη κρατούσα αγκαλιά. Δεν μιλούσαμε. Μόνο κοιτάζαμε τον ουρανό με το φεγγάρι.

- Ξέρεις, της λέω. Μια που οι δικοί μας το ξέρουν, μια που η μάνα σου δεν έχει αντιρρήσεις, λέω να αρραβωνιαστούμε. Εγώ μωρό μου θα τελειώσω σε δύο τρία χρόνια τη σχολή. Εσύ κάνε τα χαρτιά για μια μετεγγραφή. Πού ξέρεις;

- Και πώς βρε αγάπη μου θα ξεπεράσουμε το εμπόδιο που λέγεται πατέρας μου; Κι ύστερα είναι κι ο Διονύσης. Το βλαμμένο. Είναι κι αυτός ίδιος με τον πατέρα μου.

- Δεν αντέχω να σε χάσω, δεν αντέχω άλλο να είσαι μακριά μου αγάπη μου… δεν το καταλαβαίνεις;

Με φίλησε στο μάγουλο και με χάιδεψε τρυφερά.

- Όμορφέ μου, νομίζεις ότι εγώ υποφέρω λιγότερο; Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα.

Την πήρα αγκαλιά κι εκείνη έμεινε σφιγμένη επάνω μου. Μια βδομάδα ήταν και πέρασε. Μια εβδομάδα θεϊκή. Μια εβδομάδα στον παράδεισο.

Έφτασε ο Αύγουστος. Η Νεφέλη πέρασε φιλόλογος στην Αθήνα. Για δυο χρόνια πήγαινα τακτικά στην Αθήνα και την έβλεπα. Ήρθε καλοκαίρι. Εγώ τελείωσα τη σχολή μου. Ένα βράδυ βγήκαμε με τη Νεφέλη. Εκεί μου είπε ότι ο πατέρας της, της βρήκε κάποιον και την προξένευε. Εγώ έπεσα από τα σύννεφα.

- Καλά βρε αγάπη μου, γιατί δε μου το είπες πιο πριν;

- Μήπως το ήξερα κι εγώ; Τώρα μας το ξεφούρνισε, το μεσημέρι στο τραπέζι. Αύριο βράδυ θα τον φέρει από το σπίτι. Θα είναι εκεί κι ο Διονύσης.

- Κι εσύ; Τι λες;

- Τι να πω. Φυσικά αρνήθηκα, αλλά έγινε στο σπίτι χαμός. Μόνο που δεν έδειρε και τη μάνα μου. Τη θεώρησε υπεύθυνη για τη σχέση μας.

- Του είπες για μας;

- Ναι. Το αφτί μου ακόμα βουίζει από το χαστούκι που έφαγα.

- Εσύ τον ξέρεις αυτόν;

- Ναι, είναι ο Στάθης. Ο γιος αυτουνού που έχει τα εμπορικά.

- Αυτό το βόδι, ο χοντρός; Καλά αυτός είναι κοντά στα σαράντα. Κατάλαβα, μυρίστηκε λεφτά ο μπαμπάκα σου.

- Γιατί τι λες αυτό;

- Γιατί έτσι είναι. Και εσύ το σκέφτηκες; Τι θα κάνεις; Θα το δεχθείς; Τη ρώτησα με μια παγωμάρα.

- Όχι! Είμαι σε απόγνωση. Δεν ξέρω πώς να το χειριστώ. Εγώ μόνο εσένα θέλω.

- Μα… είσαι ενήλικη!

- Δεν ξέρεις τον πατέρα μου!

- Αυτό δε θα το αφήσω να γίνει.

- Τι θα κάνεις;

- Πάμε να φύγουμε οι δυο μας, τώρα!

- Δεν γίνεται, η μάνα μου; αυτή θα πληρώσει για όλα μετά.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Ο πρωί σηκώθηκα ήπια τον καφέ μου. Ζήτησα από την Ελένη να μου σιδερώσει ένα κουστούμι. Με κοίταξε περίεργα.

- Μεσημέρι, κουστούμι· για γαμπρός θα πας;

- Ναι, ακριβώς! Για γαμπρός! Και της εξήγησα τι είχα σκοπό να κάνω.

Σε λίγο βρισκόμουν με μια ανθοδέσμη στο σπίτι. Μου άνοιξε η μάνα της η κυρία Μαρία. Μόλις με είδε δαγκώθηκε.

- Είναι μέσα ο κύριος Γιάννης;

- Παιδί μου, δεν είναι καλό αυτό που πας να κάνεις!

- Ποιος είναι Μαρία; Ακούστηκε από μέσα ο πατέρας της Νεφέλης.

- Εγώ είμαι κύριε Γιάννη, ο Δημήτρης.

Σε λίγο είδα και το Διονύση με τη Νεφέλη να κατεβαίνουν από τη σκάλα του πάνω ορόφου.

- Και τι θέλεις;… με ρώτησε, αν και κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψής μου.

Δίνω τα λουλούδια στη Νεφέλη. Ο πατέρας της με τον αδερφό της με κοιτούσαν με ένα ειρωνικό ύφος και χαμογελούσαν.

- Σου ζητάω το χέρι της Νεφέλης. Αγαπιόμαστε χρόνια τώρα.

Γέλασε ειρωνικά.

- Και τι να σε κάνει εσένα βρε ταλαίπωρε; Δεν την έχω για πέταμα την κόρη μου. Αντί να κοιτάξεις να βγάλεις κανένα μεροκάματο με τον πατέρα σου, ήρθες μεσημεριάτικο να μου πεις το πιο γελοίο πράγμα που θα μπορούσα να ακούσω από το στόμα σου. Δε στη δίνω νεαρέ μου. Φύγε. Κι άλλη φορά να μην ξαναπλησιάσεις την κόρη μου. Δεν είναι για τα μούτρα σου!

Θύμωσα. Η Νεφέλη με κοιτούσε δακρυσμένη. Κατάλαβα πόσο πονούσε εκείνη τη στιγμή, που έβλεπε να με προσβάλει ο πατέρας της με αυτό τον απαίσιο τρόπο. Με πλησίασε ο Διονύσης. Με έπιασε από τα πέτα στου σακακιού και με έσπρωξε προς την πόρτα.

- Φύγε ρε μαλάκα! Μου φώναξε θέλεις να τις φας;… και προσπάθησε να με χαστουκίσει.

Του έπιασα δυνατά το χέρι και του το κατέβασα. Φάνηκε η έκπληξή του με τη δύναμη που είχα. Δεν το περίμενε.

- Άκου να σου πω καραβανά. Σε μένα δεν θα απλώσεις χέρι. Θα σου το σπάσω από τον ώμο. Και τον έσπρωξα πίσω με δύναμη. Δεν τελειώσαμε κύριοι. Εγώ τη Νεφέλη θα την πάρω.

Έφυγα. Καθώς κατέβαινα τα σκαλιά της εισόδου είδα την ανθοδέσμη να περνάει πάνω από το κεφάλι μου. Την πέταξε ο Διονύσης. Ο πατέρας της είχε ένα θυμωμένο και παγωμένο ύφος. Κι αυτό ήταν που με τρόμαζε πιο πολύ. Δεν μπορούσα να φανταστώ την επόμενη κίνησή του.

Έφυγα. Πήγα στο κατάστημα του Στάθη. Βρήκα τον ίδιο. Του τα είπα. Ήταν τόσο εγωιστής. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Μάλιστα μου είπε ότι αν ξαναπλησιάσω την Νεφέλη, θα βάλει να με ξεκάνουν.

Αρπαχτήκαμε στα χέρια μέσα στο μαγαζί του. Βγήκαν από την αποθήκη δύο αλλοδαποί υπάλληλοι. Με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Γύρισα στο σπίτι. Με είδε η αδερφή μου η Ελένη έτσι και τρόμαξε. Της τα είπα.

- Δεν θα γίνει Ελένη μου αυτό απόψε! Θα το σταματήσω! Θα δεις!

- Μην κάνεις καμιά τρέλα βρε Δημήτρη μου, και με αγκάλιασε όλο στοργή.

Σε λίγο ήρθε κι Γιώργος, το αγόρι που τα είχε η Ελένη. Του τα είπε.

- Κοίτα Δημήτρη. Ο πατέρας της Νεφέλης δεν είναι κι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Ένας απατεώνας είναι. Με μίζες έβγαλε όλα αυτά τα λεφτά και καβάλησε το καλάμι. Πρόσεχε! Δεν είναι από εκείνους που αστειεύονται. Ούτε κι αυτός που θέλει για γαμπρό του είναι καλό πετσί. Τι νομίζεις ότι όλα τα εμπορικά τα έχει με νόμιμο τρόπο; Μια λέρα είναι!

- Δε με νοιάζει!

Ύστερα τα παιδιά βγήκαν έξω. Έμεινα μόνος μου. Η μάνα μου με τον πατέρα μου πήγαν στο χωριό και θα γύριζαν αργά το βράδυ. Έστειλα μήνυμα στη Νεφέλη.

- «Θα έρθω το βράδυ να σε πάρω με το ζόρι»

- «Θα σε περιμένω, αγάπη μου!»

Ξαφνιάστηκα με την άμεση απάντηση. Τότε κατάλαβα ότι κάποιος άλλος απάντησε στο κινητό της. Την πήρα στο καπάκι τηλέφωνο. Δεν το σήκωνε. Το είχα πάρει απόφαση. Το βράδυ θα τους έκανα χαλάστρα. Κάθισα και ήπια δύο τρία ουίσκι. Έφτασε το βράδυ. Πήγα έξω από το σπίτι της. Η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή. Πέρασα χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μάνα της.

- Τι κάνεις εδώ παιδί μου;… φύγε μη γίνει κανένα κακό!

Πριν τελειώσει τη φράση της, ο πατέρας της Νεφέλης ήταν πίσω της.

- Ήρθα να πάρω τη Νεφέλη, του είπα με ένα έντονο ύφος.

- Τώρα περίμενε να σου τη φέρω, είπε ο πατέρας της με ένα ειρωνικό ύφος.

Πριν τελειώσει τη φράση του δύο μπράβοι του γαμπρού πετάχτηκαν από μέσα και με αρπάξανε. Με τράβηξαν βίαια στην αυλή του σπιτιού και με χτύπησαν άσχημα. Ύστερα με πέταξαν στο δρόμο. Έκλαιγα από τα νεύρα μου.

- Νεφέλη! Νεφέλη! Φώναζα με όση δύναμη είχα.

Βγήκε στο παράθυρο κλαμένη. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα όλο πόνο. Έβλεπα, που στο πρόσωπό της· είχε τον πόνο και την απόγνωση.

- Σ’ αγαπάω Νεφέλη. Να το θυμάσαι αυτό αγάπη μου! Θα σ’ αγαπάω για πάντα. Να το θυμάσαι καρδιά μου… φώναζα με όση δύναμη είχα.

Μόλις που πρόλαβε να ανοίξει για λίγο το παράθυρο.

- Και εγώ σ' αγαπάω. Να μην το ξεχάσεις ποτέ Δημήτρη μου!

Και τότε είδα τον αδερφό της να την τραβάει μέσα, να τη χαστουκίζει κι ύστερα να κλείνει το παράθυρο. Ήμουν ένα ερείπιο. Πήγα στο σπίτι. Με είδε ο Γιώργος με την Ελένη που μόλις γύρισαν και τρόμαξαν. Κατέβασα ένα μπουκάλι ουίσκι. Δε μιλούσα σε κανένα. Ήθελα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή! Την άλλη μέρα ήταν όλοι στο σπίτι. Δε με άφηναν από τα μάτια τους. Πέρασα τη μέρα μόνος. Δε μιλούσα σε κανένα. Έπεσα σε κατάθλιψη. Την επόμενη σηκώθηκα να πιώ νερό. Ζαλίστηκα έχασα τις αισθήσεις μου. Συνήλθα στο νοσοκομείο. Εκεί, ο πατέρας μου μού είπε ότι ο πατέρας της Νεφέλης ζήτησε με περιοριστικά μέτρα από γνωστό του εισαγγελέα να μην πλησιάζω το σπίτι μετά από κάποια μέτρα. Του το ανακοίνωσε η αστυνομία όσο ήμουν αναίσθητος στο νοσοκομείο.

Όταν βγήκα, πήγα στο εξοχικό του παππού. Μου έκανε και του έκανα παρέα. Εκείνος ήξερε να με προσεγγίζει. Δε μιλούσα πολύ. Ήμουν πικραμένος. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο ποτάμι. Καθόμουν δίπλα στην τριανταφυλλιά και έκλαιγα. Πέρασε το καλοκαίρι. Άρχισα να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο ξανά. Όταν το τελείωσα και γράφτηκα σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Το Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς με επισκέφτηκαν η Ελένη με το Γιώργο. Μου είπαν για το γάμο. Μου έπεσε κεραμίδα. Θύμωσα μαζί τους που δεν μου το είπανε πιο πριν. Πέρασε ένας χρόνος. Άρχισα να συνέρχομαι. Δεσμό δεν έκανα, αν και είχα πολλές ευκαιρίες. Δε μπορούσα. Σε κάθε γυναίκα έβλεπα τη Νεφέλη μου. Τελείωσα το μεταπτυχιακό και γύρισα πίσω. Έδειχνα να έχω συνέλθει κάπως.

Ένα βράδυ ήμουν στο πάρτι ενός φίλου μου. Εκεί γνώρισα την Άννα. Μια κοπέλα όχι ιδιαίτερα όμορφη, με ένα κορμί ιδιαίτερα γυμνασμένο και διατηρημένο. Μελαχρινή με καρέ μαλλιά και καστανά μάτια. Ήταν γυναίκα του πάθους, όπως μου έλεγε ο φίλος μου που έκανε το πάρτι. Έμαθα ότι καταγόταν από το ίδιο μέρος με μένα. Κι επειδή, πότε έμεναν στη Θεσσαλονίκη και πότε στην πόλη μας, δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούμε. Μάλιστα έμαθα ότι τα είχε και με ένα δικηγόρο, με τον οποίο χώρισε πρόσφατα, η καλύτερα τη χώρισε πρόσφατα. Η Άννα ήταν μεγαλύτερή μου κατά τρία χρόνια. Δεν της φαινόταν όμως. Θυμάμαι την άλλη μέρα μετά το πάρτι, η Άννα μου ζήτησε να βγούμε. Πήγαμε για καφέ. Η Άννα ήταν ζωγράφος. Οι δικοί της ήταν αρκετά εύποροι. Καθίσαμε για καφέ κι ύστερα βγήκαμε να περπατήσουμε.

Ήμαστε στο πάρκο. Εκεί που έβλεπα κρυφά τη Νεφέλη. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ήταν το ίδιο, που καθόμαστε πάντα με τη Νεφέλη όταν βρισκόμαστε στο πάρκο. Όλα πέρασαν σαν τρέιλερ από σινεμά στο μυαλό μου. Δεν ήθελα να καθίσω σε εκείνο το παγκάκι ποτέ πια. Της ζήτησα να πάμε λίγο πιο πέρα. Περπατούσαμε και ξαφνικά με έπιασε από το χέρι, κοιταχτήκαμε, με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο.

- Σε γουστάρω… μου λέει.

- Και εγώ σε γουστάρω… της απάντησα.

Θεώρησα ότι ήταν μια διέξοδος για μένα. Πήγαμε στο αυτοκίνητό της. Σε λίγο βρεθήκαμε στο σπίτι της. Αφού καθίσαμε λίγο με παίρνει και με οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα. 
Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα.

Παρ´ ότι μοιάζαν όλα αρμονικά , το πέσιμο, η στάση της, αλλά κι ο τρόπος που έκανα έρωτα μαζί της με έκαναν να είμαι μαγκωμένος. 
- Έλα Δημήτρη μου! Σε θέλω πολύ.
 Εκείνο το βράδυ με την Άννα δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Ένα άγριο κι άγνωστο για μένα ένστικτο είχε ξυπνήσει μέσα μου που δεν είχε να κάνει με τίποτα με τον τρόπο που έκανα έρωτα με τη Νεφέλη. Έμεινα στο σπίτι της μέχρι το πρωί. Την άλλη μέρα πήγα στο σπίτι μου. Βρήκα τους δικούς μου όλους εκεί. Φάγαμε ένα καλό γεύμα που ετοίμασε η Έλενα με τη μάνα μου. Ήταν κι ο Γιώργος εκεί. Εκείνη τη μέρα ο Γιώργος ήρθε και κανονίσαμε το γάμο τους. Έβλεπα την Ελένη μας ευτυχισμένη και χαιρόμουν. Με τα παιδιά, την Έλενα και το Γιώργο, βγήκαμε για ένα ποτό το βράδυ, να το γιορτάσουμε. Με πήρε τηλέφωνο η Άννα στο κινητό. Ήθελε να με δει.

- Πού είσαι αγόρι μου;

- Στο γνωστό κλαμπ είμαστε Άννα μου… της είπα.

- Άννα μου;… είπε η Ελένη. Ποια Άννα βρε Δημήτρη;

- Κάνε υπομονή και θα δεις.

Σε λίγο έσκασε μύτη η Άννα. Συστηθήκανε. Δε γνωρίζονταν. Ο Γιώργος όμως ήταν μαγκωμένος. Ίσως και σκεπτικός. Σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Αυτό το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε από την αδερφή μου. Πήγε αργά. Εγώ με την Άννα φύγαμε πριν από τα παιδιά. Πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι της. Μόλις μπήκαμε μέσα, ήπιαμε άλλο ένα ποτό. Έβαλε μια αισθησιακή μουσική στο στέρεο και αράξαμε στον καναπέ. Η Άννα ήξερε να οδηγεί το παιγνίδι με έναν άντρα. Έδειχνε ότι είχε την εμπειρία. Με τρέλανε κυριολεκτικά.


- Έχω πάθει μαζί σου Δημήτρη μου. Σε θέλω συνεχώς μαζί μου, κάθε μέρα σε ποθώ και περισσότερο.

- Κι εσύ με έχεις τρελάνει.

Φιληθήκαμε. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Το πρωί της άλλης μέρα βγήκαμε να πιούμε καφέ στο κάστρο, έξω από την πόλη. Από μακριά διέκρινα την Νεφέλη με τον άντρα της. Αναστατώθηκα. Ταράχτηκα. Αλλά και κάπου ένιωσα ένα παράπονο και ένα θυμό. Θυμό για την πρώτη μου αγάπη, που δεν αντιστάθηκε καθόλου στον πατέρα της. Που τους υπάκουσε σαν σκλάβα. Όμως δε μπορούσα να λέω ψέματα και στον εαυτό μου. Την αγαπούσα ακόμα. Πολλές φορές τα βράδια τη σκεφτόμουν. Με έπαιρνε ο ύπνος βλέποντας στο νου μου την εικόνα της. Πολλές φορές την έβλεπα στα όνειρά μου να κλαίει, όπως εκείνο το μοιραίο βράδυ στο παράθυρο του σπιτιού της. Κι εκείνο το «Κι εγώ σ’ αγαπάω, να μην το ξεχάσεις ποτέ Δημήτρη μου», που μου φώναξε στο παράθυρο, το άκουγα στη σκέψη μου κάθε βράδυ, κάθε βράδυ· και τα μάτια μου δάκρυζαν.

Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα να πω στην Άννα να φύγουμε, αλλά όμως, το πάλεψα. Πήγαμε σε ένα τραπέζι όπου θα ήμαστε ορατοί από όλους. Δεν κατάλαβα γιατί το διάλεξε αυτό η Άννα. Εγώ δεν της είχα πει τίποτα για τη Νεφέλη. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και με είχε μέσα στα φιλιά και στα χάδια. Εγώ αδιαφόρησα για τη Νεφέλη. Δέχτηκα παθητικά της συμπεριφορά της Άννας. Η Νεφέλη με είδε. Καρφώθηκε πάνω μας. Πράγμα που έγινε αντιληπτό από τον Στάθη. Εκείνος όμως αντί να φύγει, κάθισε εκεί. Η Νεφέλη προφανώς του ζήτησε να φύγουν. Εκείνος μάλλον κατάλαβε, ότι βλέποντας εμένα μέσα στα σιρόπια με την Άννα θα την έκανε να αλλάξει γνώμη. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν. Πάντως, ένα ήταν σίγουρο, υπέφερε πολύ από όλο το σκηνικό. Το έβλεπα στο πρόσωπό της. Το διάβαζα στα μάτια της. Με την Άννα φύγαμε μετά από μία ώρα ακριβώς. Μόλις έφευγε και μια παρέα με δύο ζευγάρια. Στα σκαλιά όπως κατεβαίναμε η Άννα χαιρετήθηκε με έναν άντρα της παρέας.

- Γεια σου Τηλέμαχε!

- Γεια σου Άννα.

Ήταν ένας ξερός χαιρετισμός, που όμως έδειχνε ότι κρύβει κάποιο υπονοούμενο. Θυμάμαι επίσης ότι αυτός ο Τηλέμαχος μίλησε σε μια στιγμή και στη Νεφέλη με το Στάθη. Δε μπορούσα να εξηγήσω τίποτα. Είχα τόσο ταραχτεί από την συνάντηση με τη Νεφέλη, που θα έλεγα, ότι ήρθα σε σύγχυση και δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου. Γυρίσαμε στο σπίτι της. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η μητέρα μου. Μου ζήτησε να πάω γρήγορα στο σπίτι. Μας ειδοποίησε ότι ο παππούς δεν είναι καλά. Όταν έφτασα στο σπίτι βρήκα και την Ελένη. Πήραμε το αυτοκίνητό μου και πήγαμε στο χωριό. Σε μισή ώρα φτάσαμε. Βρήκαμε το παππού να έχει χτυπήσει. Ζαλίστηκε και έπεσε από τη σκάλα. Τον πήραμε και πήγαμε στο νοσοκομείο της πόλης. Βγήκε το ίδιο βράδυ μια και δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Το βράδυ μιλήσαμε λίγο με την Άννα στο τηλέφωνο και ύστερα κάθισα με το Γιώργο και την Ελένη στο σαλόνι.

- Γιώργο, να σε ρωτήσω κάτι, χωρίς παρεξήγηση.

- Ναι αμέ, ρώτα με τι θέλεις Δημήτρη;

- Την ξέρεις την Άννα;

- Εγώ, όχι προσωπικά. Γιατί;

- Μου φάνηκες μαγκωμένος, όταν ήμαστε στο μπαρ το βράδυ.

- Κοίτα Δημήτρη, θα σου πω εγώ, πετάχτηκε η Ελένη. Η Άννα δεν είναι κι ό,τι καλύτερο από γυναίκα. Είναι λίγο αδίστακτη. Είναι εμφανίσιμη, αλλά ξέρει να χειρίζεται τους άνδρες. Τα είχε με ένα δικηγόρο. Τηλέμαχο τον λένε νομίζω. Αυτός την παράτησε στα κρύα του λουτρού και αρραβωνιάστηκε με άλλη. Δεν είναι πολύς καιρός που έγινε αυτό.

- Κοίτα Δημήτρη, λέει ο Γιώργος. Ο Δικηγόρος αυτός έμαθα από ένα κοινό φίλο που έχουμε ότι δεν την παράτησε απλά, αλλά την κάλεσε και στο γάμο του για σπάσιμο. Δεν ξέρω τι διάολο παίζει μεταξύ τους. Αλλά πρόσεχέ τη! Δεν είναι από καλή πάστα. Ούτε κι ο δικηγόρος είναι καλός άνθρωπος. Απλά σου τα λέω να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα.

Την άλλη μέρα βρεθήκαμε με την Άννα. Βρεθήκαμε στο σπίτι της. Μαγείρεψε και με κάλεσε να φάμε μαζί το μεσημέρι. Καθόμαστε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Κάποια στιγμή μου σκάει το μυστικό για το γάμο του Τηλέμαχου. Και μάλιστα είπε ότι είμαστε καλεσμένοι και οι δυο.

- Εγώ ρε μωρό μου πώς να έρθω; Από πού κι ως πού; Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο.

- Δεν πειράζει. Θα πούμε ότι είσαι αρραβωνιαστικός μου. Μην ανησυχείς. Θα πάμε… ε, κι αν δεν γουστάρουμε φεύγουμε και ερχόμαστε στο σπίτι μας. Τι λες;

- Και γιατί να μην πούμε ότι είσαι απλά το κορίτσι μου; Γιατί να πούμε ένα τέτοιο ψέμα δημόσια.

- Ε, μωρέ, δημόσια; Στον Τηλέμαχο θα το πούμε. Δεν θα μας ανακρίνουν κιόλας! Λοιπόν τι λες;

- ΟΚ.

Δεν ξέρω γιατί δέχτηκα. Φευγαλέα πέρασε η σκηνή που ο Τηλέμαχος χαιρέτησε το Στάθη. Και πέρασε από το μυαλό μου ότι θα είναι κι εκείνος εκεί με τη Νεφέλη.

Το Σάββατο που θα γινόταν ο γάμος ήρθε. Εγώ φτιαχνόμουν όλη μέρα. Ζήτησα από την αδερφή μου να με κουρέψει μια και τα κατάφερνε τέλεια. Φόρεσα ένα καλό καινούργιο κουστούμι. Σε μια στιγμή η Έλενα μου λέει.

- Καλά βρε συ, τόσο όμορφος άντρας και θα συνοδέψεις αυτό το γελοίο υποκείμενο;

- Γιατί το λες αυτό βρε συ;

- Κοίτα αδερφούλη μου. Δε μπορώ να το κρατήσω άλλο μυστικό. Δε θέλω εξάλλου να πληγωθείς περισσότερο από όσο πληγώθηκες. Εκεί θα είναι και η Νεφέλη με τους γονείς της, τον αδερφό της, τη μνηστή του και τον άντρα της, το βόδι, το χοντρό.

- Ε, και;

- Τι, ε και μωρέ;

- Θα στεναχωρηθεί πολύ με το όλο σκηνικό. Κρίμα δεν είναι.

- Μας με έχει δει με την Άννα.

Και της εξήγησα για τη συνάντησή μας.

- Δημήτρη, αυτό είναι άλλο.

- Κι εγώ στεναχωρήθηκα, Ελένη μου, όταν πήγε και παντρεύτηκε το χοντρό, το μαλάκα. Αλλά δεν έκανε κάτι να το αποτρέψει. Ήταν ενήλικη. Θα μπορούσε απλά να φύγει μαζί μου. Προτίμησε να με πληγώσει. Αναρωτήθηκε κανείς πώς ένιωσα εγώ τότε. Πού βρήκα το κουράγιο και δε λύγισα;

- Να σου πω εγώ. Κάπου έλπιζες μέσα σου για τη Νεφέλη. Και να σου πω και κάτι άλλο... σε αγαπάει ακόμα. Είδες να έχει παιδί μαζί του; Όχι. Ή δεν μπορούν ή η ίδια με πονηρό τρόπο το αποτρέπει. Τη Νεφέλη την απείλησαν τότε και ο αδερφός της και ο πατέρας της, καθώς και το γουρούνι που την πάντρεψαν. Την απείλησαν ότι θα σε σκοτώσουν. Το ήξερα εγώ εδώ και πολύ καιρό τώρα. Μου το είπε η ίδια. Βρεθήκαμε και πήγαμε για καφέ. Μια και μοναδική φορά μετά από τόσον καιρό. Δεν έπαψε να σ’ αγαπάει. Και να ξέρεις· απόψε πρόσεξε τη συμπεριφορά σου. Μην τη βάλεις σε μπελάδες. Είναι καθίκι ο χοντρός.

Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου. Κάθισα σκεφτικός. Αποφάσισα να ακολουθήσω η συμβουλή της Ελένης. Θα ήμουν τυπικότατος. Έφυγα και πήγα στην Άννα. Όταν με είδε μου ζήτησε να κάνω μία στροφή.

- Με τέτοιο κούκλο, θα σκάσουν όλες από τη ζήλεια τους απόψε!

Η Άννα φορούσε μια ακριβή τουαλέτα. Ήταν όμορφα ντυμένη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Φτάσαμε σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Πήγαμε στην εκκλησία. Κατάλαβα σε μια στιγμή, ότι πολλά βλέμματα ήταν καρφωμένα επάνω μας. Όπως και αυτό του Στάθη με της Νεφέλης. Αδιαφόρησα. Μετά την τελετή πήγαμε στο κέντρο όπου θα δινόταν η γαμήλια δεξίωση. Μπήκαμε στο κέντρο κι ο υπάλληλος μας έδειξε το τραπέζι που θα καθόμαστε. Καθίσαμε από τους πρώτους. Άρχισε ο κόσμος να έρχεται κι η αίθουσα και τα τραπέζια γεμίζανε. Σε λίγο είδα τον υπάλληλο να οδηγεί την παρέα του Στάθη. Τον κύριο Γιάννη, την κα Μαρία και τον Διονύση με την μνηστή του την Καίτη στο ίδιο τραπέζι με μας.

- «Ωραία είπα μέσα μου. Πιο ωραία παρέα δεν θα μπορούσε να είμαστε», σκέφτηκα.

Για κάποια στιγμή ήθελα να φύγω αμέσως από τη δεξίωση. Ύστερα το ξανασκέφτηκα. «Θα έδειχνε απλά δειλία και τίποτα άλλο», είπα μέσα μου. Σηκώθηκα και τους χαιρέτησα ευγενικά όλους. Σύστησα την Άννα ως μνηστή μου. Η Νεφέλη μαγκώθηκε όταν το άκουσε. Εγώ μιλούσα για διάφορα θέματα με την Άννα. Σε λίγο άρχισαν να καλούν να πάμε να γεμίσουμε τα πιάτα στο μπουφέ. Πάντα διασκέδαζα με αυτή τη στιγμή. Το έλεγα, θυμάμαι, και στη Νεφέλη και γελούσαμε σχολιάζοντας τα ευτράπελα από κάθε γάμο. Η μητέρα της Νεφέλης ήταν, όμως, διαφορετικός άνθρωπος, λεπτός. Μου άνοιξε συζήτηση, μιας και καθόταν δίπλα μου. Οι υπόλοιποι ήταν τσιτωμένοι μαζί μου.

- Δημήτρη μου τι κάνεις; Τι νέα;

- Τίποτα ιδιαίτερο κυρία Μαρία. Τελείωσα τις σπουδές μου και επίσης και το μεταπτυχιακό μου. Μου έγινε πρόταση από τον καθηγητή μου να κάνω διδακτορικό. Μου πρότειναν ήδη και μια συνεργασία στο πανεπιστήμιο.

Εκεί από πείσμα πρόβαλα τις επιτυχίες μου μπροστά στον πατέρα της Νεφέλης.

- Μα αυτά κι αν είναι σπουδαία νέα παιδί μου!

Ο κ. Γιάννης άκουγε τα όσα έλεγα στη γυναίκα του.

- Μπράβο Δημήτρη παιδί μου… είπε θέλοντας να δείξει ότι είναι υπεράνω.

Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων και με το Στάθη. Ο άνθρωπος ήταν άξεστος.

- Ξέρεις Άννα με τις κυρίες και τους κυρίους γνωριζόμαστε χρόνια. Με το Διονύση και την Νεφέλη μεγαλώσαμε σχεδόν μαζί.

Η συζήτηση κύλισε χαλαρά. Η Νεφέλη έριχνε κάποιες ματιές κατάματα. Όποτε συναντιόνταν οι ματιές μας αλλάζαμε βλέμμα. Δεν ήθελα κι εγώ να τη φέρω σε καμιά περίπτωση σε δύσκολη θέση. Εξάλλου, η Άννα ήταν ένα καλό ξεκάρφωμα. Λέγαμε αστεία.

Ήρθε η σειρά μας να πάρουμε φαγητό. Πήγαμε με την Άννα. Εγώ ίσα που πήρα ελάχιστο. Η Άννα αφέθηκε στη λαιμαργία της λίγο και γέμισε το πιάτο περισσότερο. Γύρισα στο τραπέζι. Ο κ. Γιάννης, ο Διονύσης και ο Στάθης γέμισαν τα πιάτα τους λες και ήταν χρόνια πεινασμένοι. Μόλις τους είδα χαμογέλασα. Η Νεφέλη το κατάλαβε και γέλασε κι αυτή. Καιρό είχα να δω το όμορφο χαμόγελό της. Κι η ίδια πήρε ελάχιστο, όσο και εγώ.

Μετά ήρθε η ώρα του γαμπρού και της νύφης. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα βαλς. Χόρευαν μόνο ο γαμπρός και η νύφη. Ήταν μόνοι τους στην πίστα. Ύστερα έπαιξαν το βαλς που είχα χορέψει κάποτε με τη Νεφέλη. Σηκώθηκε κι ένα άλλο ζευγάρι και έκαναν πως χόρευαν, απλά κουνιόταν. Ζήτησα αρχικά από την Άννα να χορέψουμε. Δεν ήθελε με τίποτα.

- Δεν ξέρω βρε Δημήτρη μου. Θέλεις να γίνουμε ρεζίλι;

Η Νεφέλη το άκουσε, χαμογέλασε. Και χαμήλωσε το βλέμμα της. Η κα. Μαρία έσκυψε μελαγχολικά το κεφάλι της. Χαμογέλασε με μια πίκρα, που έβγαινε στο ύφος της. Τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση. Σηκώθηκα σαν Εγγλέζος τζέντλεμαν και ζήτησα την άδεια από το Στάθη να χορέψω το βαλς με τη Νεφέλη. Πρώτος κουμπώθηκε ο Διονύσης.

- Παρακαλώ, μου είπε ο Στάθης θέλοντας να δείξει ανωτερότητα.

Βγήκαμε στην πίστα. Επιστράτευσα τον καλύτερό μου εαυτό στο χορό. Το ίδιο έκανε κι η Νεφέλη. Την κράτησα αρχικά από τη μέση κι αρχίσαμε να χορεύουμε ταλαντεύοντας τα σώματά μας σε απόσταση. Η Νεφέλη είχε προς τα κάτω τα χέρια με χάρη μπαλαρίνας. Άγγιξα το χέρι της τρυφερά, σαν να ήταν κάτι εύθραυστο. Η κίνηση ρυθμικά πάνω κάτω, την οδηγούσα και ακολουθούσε αισθησιακά στο ρυθμό της μουσικής. Της έπιασα το χέρι και την κράτησα πιο σταθερά. Με κοιτούσε και την κοιτούσα στα μάτια. Το βλέμμα μου χάθηκε μέσα στο δικό της.

- Ας αφιερώσουμε το χορό αυτό στα δύο άλφα, της είπα.

Ήταν ένα συνθηματικό, που βγάλαμε όταν πρωτοφιληθήκαμε μικρά. Από το «αιώνια αγάπη».

Τα μάτια της άστραψαν, το πρόσωπό της έλαμψε. Το άγγιγμα των χεριών μας ήταν πιο πολύ άγγιγμα καρδιάς. Αρχίσαμε να χορεύουμε οδηγώντας ο ένας κι ακολουθώντας ο άλλος. Κινήσεις απόλυτα συντονισμένες· όπως μας έμαθε η κυρία Αντιγόνη. Την έπιασα από τη μέση και αρχίσαμε τις δυνατές φιγούρες. Φιγούρες που ποτέ δεν ξεχάσαμε. Κερδίσαμε τα βλέμματα όλων. Ο χορός τελείωσε. Εγώ έκανα μια καθόλα ιπποτική υπόκλιση στη Νεφέλη.

Και ξαφνικά με πλησιάζει ο Τηλέμαχος, ο γαμπρός.

- Δημήτρη, θέλω να μας αφιερώσετε άλλο ένα βαλς, είναι παράκληση τόσο δική μου όσο και της αγαπημένης μου. Χορεύετε κι δυο τόσο υπέροχα!

Δε μπορούσαμε να αρνηθούμε, μια και ήταν επιθυμία των νεόνυμφων. Η πίστα άδειασε κι όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω μας. Χορέψαμε με τρόπο που νόμιζε κανείς ότι γλιστράμε στην πίστα. Όσο χορεύαμε κοιτούσε ο ένας τον άλλο βαθιά μέσα στα μάτια. Ο κόσμος γύρω μας έπαψε να υπάρχει. Ήμαστε οι δυο μας, αφεθήκαμε στη θάλασσα της μαγευτικής μελωδίας. Ο χορός τελείωσε. Στο τέλος έκανα μια ιπποτική υπόκλιση στη Νεφέλη. Την έπιασα από χέρι και κάναμε μια υπόκλιση στο κοινό. Μας καταχειροκρότησαν. Τη συνόδεψα σαν να ήταν δική μου ντάμα στο τραπέζι. Τράβηξα την καρέκλα της να καθίσει.

- Σε ευχαριστώ πολύ.

- Κι εγώ σ’ ευχαριστώ για το χορό. Μεγάλη μου τιμή! Και υποκλίθηκα ελαφρά.

Η Άννα μας κοιτούσε αμήχανη. Το ίδιο κι ο Στάθης. Δεν πίστευε ότι η γυναίκα του ξέρει τόσο καλά να χορεύει. Είδα την κα Μαρία να δακρύζει και να σκουπίζει διακριτικά τα δάκρυά της, προκειμένου να μη δώσει αφορμή για επεισόδιο. Φύγαμε. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η Άννα με ρώτησε…

- Έχεις ή είχες κάποια σχέση εσύ και η Νεφέλη;

- Όχι, της είπα.

- Μα δε μου λες, μοιάζω για ηλίθια; Την είδα πώς σε κοίταζε. Σε είδα πώς την κοίταζες κι εσύ. Έμοιαζε λες και λέγατε ερωτόλογα με τα μάτια. Μη μου κρύβεσαι Δημήτρη! Δεν είμαστε παιδιά.

- Θα σου τα πω όλα.

Και κάθισα και της τα είπα όλα. Η Άννα δεν πίστευε στα αφτιά της. Δεν περίμενε με τίποτα να ακούσει όλα αυτά που περάσαμε. Σε κάποια στιγμή δάκρυσε. Συγκινήθηκε.

- Τώρα, μου λέει, δεν ξέρω… να θυμώσω, να σε βρίσω για το θέατρο, όχι θα σε… δεν ξέρω τι να κάνω, κι έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, και σκούπισε τα δάκρυά της.

- Εγώ ήμουν ειλικρινής μαζί σου. Και θα σου πω και κάτι ακόμα, επειδή δε μου αρέσει να κρύβομαι, της είπα. Την αγαπάω ακόμα. Δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ. Κι ίσως δεν καταφέρω να αγαπήσω άλλη γυναίκα, όπως αγάπησα τη Νεφέλη.

Σώπασε… Δάκρυσε.

- Δεν ήταν έντιμο από μέρους σου όμως, είπε. Με μένα γιατί ξεκίνησες κάτι, ενώ αγαπούσες εκείνη;

- Κοίτα, με σένα τι; Κι εσύ δεν με χρησιμοποίησες; Εσύ δεν ξεκίνησες την όλη φάση; Ήθελες Άννα να κάνεις σπάσιμο στον Τηλέμαχο. Νομίζεις δεν το κατάλαβα; Ας είμαστε λίγο ειλικρινείς μεταξύ μας!

Με κοίταξε άφωνη.

- Έχεις δίκιο. Τον Τηλέμαχο τον αγαπούσα. Ήθελα απλά να του μπω στο μάτι, έχοντας μαζί μου έναν άντρα όμορφο, γοητευτικό και νεότερο. Είσαι κι ένας μορφωμένος άνθρωπος, δεν είσαι ότι να 'ναι. Δεν έχεις καμιά σχέση μπορώ να πω με όλους αυτούς τους άξεστους που καθόμαστε στο τραπέζι. Μιλάω για τον ανδρικό πληθυσμό. Η Νεφέλη και η μητέρα της διαφέρουν. Συγγνώμη!

- Δεν πειράζει Άννα μου. Οι αλήθειες είναι καλό να λέγονται, όσο κι αν μας πικραίνουν, είναι πάντα το καλύτερο γιατρικό.

- Πάντως ωραία περάσαμε· δεν νομίζεις;

- Ναι, είσαι καταπληκτική γυναίκα. Σου εύχομαι να βρεις αυτό που αξίζει πραγματικά. Εγώ θα φύγω τώρα.

- Εσύ τι θα κάνεις με τη Νεφέλη; Αφού την αγαπάς και σ’ αγαπάει. Την άφησες τότε, γιατί δε μπορούσες να κάνεις αλλιώς, τώρα μην το κάνεις. Τώρα μπορείς. Η ίδια μπορεί να χωρίσει τον άντρα της. Αφού κι εκείνη εσένα αγαπάει. Μιλούσε το πράγμα. Αυτό το βλέμμα σας! Θα μου μείνει αξέχαστο! Πρώτη φορά έχω δει ανθρώπους, να κοιτάζονται τόσο βαθιά ο ένας με τον άλλον, να μιλάνε με τα μάτια και να χορεύετε τον πιο ερωτικό χορό που έχω δει ποτέ μου! Κάποια στιγμή θα το αποθανατίσω σε ένα πίνακα αυτό το βλέμμα σας που είδα απόψε.

- Δεν ξέρω τι θα γίνει!

- Σου εύχομαι τα καλύτερα Δημήτρη.

Σηκώθηκα να φύγω. Σηκώθηκε κι η ίδια. Με φίλησε με ένα φιλί στο στόμα. Γύρισα στο σπίτι μου. Άνοιξα το κινητό μου που είχε κλείσει. Βρήκα ένα μήνυμα από τη Νεφέλη. «Αγάπη μου σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά. Αύριο το απόγευμα θα πάρω το αμάξι να πάω στο εξοχικό. Ξέρεις πού θα με βρεις». Τρελάθηκα, σηκώθηκα και έκοβα βόλτες πέρα δώθε. Ύστερα ξάπλωσα. Χαμογελούσα μόνος μου. Ήμουν ξανά ευτυχισμένος, μετά από τόσο καιρό! Κοντά στα χαράματα με πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα κατά τις δέκα. Κάθισα στην κουζίνα να πιώ τον καφέ μου. Ήρθε η μάνα μου και κάθισε παρέα. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στα μαλλιά.

- Έχω πολύ καιρό να δω αυτό το πρόσωπο. Λες και ήρθε η άνοιξη μέσα σου. Τι έγινε στο γάμο; Πώς περάσατε με την Άννα; Πώς και δεν έμεινες εκεί απόψε;

- Χωρίσαμε!

- Χωρίσατε;

- Ναι, δεν ήταν καμιά σχέση που θα κρατούσε και περισσότερο. Ήταν για να εξυπηρετήσει έναν εγωισμό και μόνο. Τέλειωσε, είπα με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

- Όλοι σας συζητάνε.

- Ποιους, εμένα με την Άννα;

- Όχι! Και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσένα και τη Νεφέλη!

- Α! κυρία Αντιγόνη τα έμαθες βλέπω! Ε, ναι λοιπόν δώσαμε, όπως παλιά, τα ρέστα μας στο χορό που μας έμαθε η καλύτερη δασκάλα του χορού στον κόσμο…

Κι έσκυψα και τη φίλησα στο μάγουλο.

- Να προσέχεις παιδί μου! δεν θέλω να πληγωθείς ξανά. Ούτε κι αυτή να την πληγώσεις. Είναι καλή κοπέλα. Ξέρεις, ότι παρ' όλα όσα έγιναν, την αγαπάω σαν παιδί μου.

- Θα τη δω μάνα!

- Πού; Τρελάθηκες;

- Στο χωριό σήμερα το απόγευμα!

- Να προσέχεις!

Δεν έβλεπα πώς και πώς να έρθει το απόγευμα. Έφυγα με το αμάξι. Έφτασα μετά από μισή ώρα. Πήγα στο εξοχικό του παππού. Κοίταξα προς το εξοχικό τους. Δεν είχε φως. Μια αγωνία με έπιασε. Σκέφτηκα ότι ίσως στράβωσε το πράγμα. Κάθισα λίγο σκεφτικός. Σκέφτηκα στην αρχή να την πάρω τηλέφωνο. Αλλά ύστερα σκέφτηκα μήπως της δημιουργήσω πρόβλημα. Κατηφόρισα στον ποταμό. Ήταν χειμώνας ακόμα. Τα δέντρα γυμνά. Πήγα στο δέντρο που είχαμε σκαλίσει κάποτε μια καρδιά με τα αρχικά μας και τα δύο άλφα. Το βρήκα. Άπλωσα το χέρι μου και χάιδευα αυτό που είχαμε χαράξει κάποτε. Ήταν εκεί… ανεξίτηλο, όπως κι αυτά που ένιωθα μέσα στην καρδιά μου. Ήμουν μέσα στην απογοήτευση. Το μυαλό μου ταξίδευε στο παρελθόν. Ξαφνικά ένιωσα δυο τρυφερά χέρια να μου κλείνουν τα μάτια από πίσω. Ξαφνιάστηκα. Γύρισα ύστερα προς το μέρος της.

Κοιταχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Τα χείλη μας ενώθηκαν σε ένα φιλί όλο πάθος. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε αγκαλιασμένοι. Όταν ξεχωρίσαμε να πάρουμε ανάσα, μια λέξη βγήκε από το στόμα μου… αγάπη μου. Ύστερα πήγαμε στο σπίτι μου. Καθίσαμε μέσα. Άναψα τη σόμπα. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα. Δεν κάναμε τίποτα άλλο από το να είμαστε αγκαλιά και να φιλάει ο ένας με πάθος τον άλλο. Ήμαστε κι οι δυο τόσο ευτυχισμένοι. Ζούσαμε ένα όνειρο. Έκλεισε το κινητό της.

- Κι αν σε ψάχνουν;

- Σκοτίστηκα αγάπη μου! Άφησα ένα σημείωμα ότι πάω στη Θεσσαλονίκη. Ας πάνε εκεί να με βρουν.

- Με τι ήρθες;

- Με δανεικό αμάξι μιας φίλης μου. Έλα κλείσε κι εσύ το κινητό σου. Γιατί να μας ενοχλήσουν;

Το έκανα.

- Τέρμα πια Δημήτρη μου. Δε μπορώ άλλο μακριά σου. Θα τον χωρίσω το Στάθη. Εξάλλου μη νομίζεις ότι θα τον νοιάξει. Με τσούλες γυρνάει κάθε βράδυ. Έχουμε να έχουμε επαφή εδώ και οχτώ μήνες και καλύτερα. Αλλά και πριν η επαφή μαζί του ήταν μια αηδία. Τέλος πάντων, εγώ χαίρομαι αγάπη μου, που είμαι μαζί σου. Μετά το γάμο κάθισα και σκέφτηκα το λάθος που έκανα τότε. Φοβήθηκα για σένα μωρό μου. Δεν άντεχα στην ιδέα να πάθεις κάτι κακό. Τρελάθηκα από την αγωνία μου. Αν πάθαινες κάτι δεν θα ήθελα να ζω.

- Μην τα σκέφτεσαι αγάπη μου, τώρα είμαστε μαζί. Θα είμαστε μαζί από εδώ και πέρα.

Φιληθήκαμε ξανά. Το σπίτι σε λίγο ζεστάθηκε. Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Ξαπλώσαμε. Αρχίσαμε τα φιλιά. Το πάθος ήταν μεγάλο και από τους δυο. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί κι οι δυο στο κρεβάτι. Άρχισα να τη φιλάω Η απόλαυση ήταν η ίδια όπως παλιά. Η Νεφέλη με χάιδευε στο κεφάλι όσο τη φιλούσα. Κι αφέθηκε εντελώς σαν μικρό κουταβάκι στα χάδια και τα φιλιά μου.


- Σ’ αγαπάω Δημήτρη μου!

- Μωρό μου, λατρεία μου!
Με έσφιγγε με τα χέρια της. Έχωνε τα νύχια της στην πλάτη μου. Δεν με άφηνε με τίποτα. Οι ανάσες μας γρήγορες. Η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά. Χαλαρώσαμε. Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα. Έβαλε το μπράτσο μου μαξιλάρι και γύρισε προς τα μένα. Πήγα κάτι να πω.

- Σ… Μην πεις τίποτα καρδιά μου. Απλά να ξέρεις ότι δεν έπαψα να σ’ αγαπώ. Ποτέ!

Έγειρα το κεφάλι προς το μέρος της. Ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι! Μας πήρε ο ύπνος για μια δυο ώρες. Ξυπνήσαμε από το κρύο. Η Σόμπα έσβησε και έπρεπε να κάνω κάτι. Σηκώθηκα και πήρα ξύλα από την αποθήκη. Ύστερα φτιάξαμε ένα καφέ. Τον ήπιαμε στην κουζίνα. Έβγαλα μπριζόλες από την κατάψυξη που είχε ο παππούς. Το βράδυ φάγαμε κι δυο το πιο ευτυχισμένο δείπνο της ζωής μας. Ύστερα απολαμβάναμε την συντροφιά ο ένας του αλλουνού αγκαλίτσα. Μέσα σε μια απέραντη ευτυχία. Μετά από δύο ώρες η Νεφέλη άρχισε τα πειράγματα όπως παλιά. Ύστερα ντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Το κρύο λίγο τσουχτερό, αλλά είχε ένα ολόγιομο φεγγάρι. Ήταν πολύ όμορφα. Μετά από μισή ώρα μπήκαμε μέσα. Πήγαμε στο κρεβάτι μας κατευθείαν. Ξαπλώσαμε. Δε θέλαμε πολλά. Το σώμα μας μιλούσε από μόνο του. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Κάναμε έρωτα μέχρι το πρωί. Δε χορταίναμε ο ένας τον άλλον. Μας πήρε ο ύπνος τα χαράματα. Το μεσημέρι ξυπνήσαμε μέσα στις γλύκες. Η Νεφέλη έφτιαξε ένα υπέροχο πρωινό. Ύστερα πήρα ένα κλαδευτήρι και πήγαμε και κλαδέψαμε την τριανταφυλλιά μας, που ήταν κάτω στον ποταμό. Έριξα κοπριά από την αποθήκη του παππού.

- Θέλω, όταν θα έρθει η άνοιξη, να τη δω ανθισμένη. Θέλω το πρώτο τριαντάφυλλο να το κόψω και να στο χαρίσω, να το βάλεις στα μαλλιά σου όπως παλιά.

- Θα το βάλλω αγάπη μου. Και μόλις το βάλω θα σου δώσω ένα φιλί όπως το πρώτο μας.

Ανεβήκαμε προς το σπίτι αγκαλιασμένοι.

- Ξέρεις Δημήτρη μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη, που φοβάμαι ότι κάτι θα συμβεί και θα μας χαλάσει αυτή την ευτυχία μωρό μου!

- Σε καταλαβαίνω. Δεν πέρασες και λίγα. Εκείνο που πρέπει πάντα να έχεις στο μυαλό σου είναι ότι αγάπη μας είναι τόσο δυνατή, που άντεξε και στο χρόνο και στις τόσο μεγάλες δυσκολίες. Κανείς δεν μπορεί να μας νικήσει όσο έχουμε ασπίδα την αγάπη μας.

Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο.

- Θα σ’ αγαπάω πάντα καλέ μου!

- Και εγώ ομορφούλα μου!

Στο σπίτι μείναμε τέσσερις μέρες. Τα κινητά μας δεν τα ανοίξαμε καθόλου. Δε θέλαμε κανείς να μας χαλάσει αυτό που ζούσαμε. Η Νεφέλη πήρε τις αποφάσεις της. Θα χώριζε το Στάθη μόλις γύριζε στο σπίτι. Εγώ από την πλευρά μου θα τη στήριζα. Θα φεύγαμε από την πόλη μας, αν χρειαζόταν. Όσο για τους δικούς της, ελάχιστα την ένοιαζε. Θα το δεχόταν με τον καιρό. Εξάλλου η κα Μαρία έβλεπε όλα αυτά τα χρόνια που ήταν δυστυχισμένη και υπέφερε κι εκείνη. Γυρίσαμε πίσω. Πήγαμε στο σπίτι μου. Η μάνα μου μόλις μας είδε έμεινε.

- Εσύ εδώ Νεφέλη μου;

- Ναι κυρία Αντιγόνη. Εδώ. Και θα μείνω για πάντα αν με θέλετε. Και θα είμαι από εδώ και μπρος δίπλα στον παντοτινά αγαπημένο μου.

- Θα μπλέξουμε βρε παιδί μου! φοβάμαι!

- Μη φοβάσαι μάνα. Θα το κανονίσουμε εγώ με τη Νεφέλη. Έξυπνα αυτή τη φορά.

Η Νεφέλη πήρε τηλέφωνο το Στάθη. Εκείνος άρχισε να ωρύεται στο τηλέφωνο και να ξεστομίζει απειλές.

- Κοίτα Στάθη, τις απειλές αλλού. Στις Τσούλες που γυρνάς, όχι σε μένα. Καλά ρε μαλάκα δεν έχεις εγωισμό; Αφού ήξερες, πάντα, ότι ήμουν με το Δημήτρη πολύ ερωτευμένη. Τι ήθελες μαζί μου; Τι νόμιζες, με τα νταηλίκια και τους τσαμπουκάδες θα μπορείς για μια ζωή να κάνεις ό,τι θέλεις; Τελειώσαμε Στάθη!

- Θα τα πούμε πουτάνα, τον άκουσα να λέει από το τηλέφωνο.

Ύστερα πήρα τηλέφωνο την Άννα. Ζήτησα να μου δώσει το τηλέφωνο του Τηλέμαχου. Το έδωσε με προθυμία. Της εξήγησα αυτό που κάναμε με τη Νεφέλη.

- Με συγκίνησες κωλόπαιδο, για άλλη μια φορά. Ανάθεμά σε! Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Πήρα τον Τηλέμαχο στο γραφείο και ζήτησα να τον δω. Βρεθήκαμε οι τρεις μας. Ετοίμασε την αίτηση διαζυγίου. Η Νεφέλη δε ζητούσε τίποτα άλλο παρά μόνο την ελευθερία της. Οι δικοί της αντέδρασαν έντονα. Ο Διονύσης πήγε να τη χτυπήσει. Μπήκε η μνηστή του μπροστά και τον σταμάτησε.

- Καίτη φύγε από τη μέση, της είπε με έντονο ύφος.

- Γιατί τι θα μου κάνεις; Θα με δείρεις; Για τόλμα, του είπε. Καλά βρε βλάκα, ενδιαφέρεσαι ή όχι για την ευτυχία της αδερφή σου; Ναι ή όχι; Τι το περάσατε κι εσύ κι ο πατέρας σου το σπίτι και την οικογένεια, στρατόπεδο; Πάτε καλά; Της καταστρέψατε τη ζωή. Τόσο καθάρματα είστε; Η Νεφέλη ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει το Δημήτρη. Τι δεν καταλαβαίνετε; Το βράδυ που χορέψανε δεν το πήρατε είδηση ή δεν σας άφηνε ο εγωισμός σας, να δείτε δυο υπέροχους ανθρώπους, που αγαπιούνται πραγματικά. Ο Διονύσης έσκυψε το κεφάλι. Κι ο πατέρας της κάθισε στον καναπέ συνοφρυωμένος. Τα λόγια της Καίτης τους αφόπλισαν. Η κα Μαρία έπιασε την Καίτη και τη φίλησε. Η Καίτη έπιασε τη Νεφέλη από το χέρι.

- Κάνε ό,τι λέει η καρδούλα σου. Αρκετά βασανιστήκατε κι οι δυο σας.

Εγώ όλα όσα διαδραματίστηκαν στο σπίτι τους τα έμαθα από τη Νεφέλη την ίδια μέρα που βρεθήκαμε. Ο Στάθης υπέγραψε την αίτηση για το διαζύγιο τη μεθεπόμενη μέρα. Υποχώρησε τελικά, όταν είδε ότι στην απόφαση της Νεφέλης συναίνεσαν κι οι δικοί της, περισσότερο για να μη γίνει θέμα στην πόλη. Την Κυριακή που ήρθε, πήγα στο σπίτι της Νεφέλης. Αυτή τη φορά με περίμεναν με άλλη στάση. Όταν μπήκα μέσα, τους χαιρέτησα ευγενικά. Ο Διονύσης και ο πατέρας του ήταν μαγκωμένοι. Το ίδιο και εγώ στην αρχή. Η κυρία Μαρία με αγκάλιασε και με φίλησε.

- Καλωσόρισες Δημήτρη μου!

- Καλώς σας βρήκα κυρία Μαρία.

Κι εκείνη φυσικά που χάρηκε ανοιχτά, ήταν η Καίτη.

- Κοίτα την αγαπημένη σου! Πετάει από χαρά Δημήτρη μου! Φαίνεται, δε φαίνεται;…

είπε η Καίτη κάνοντας την ατμόσφαιρα πιο ζεστή. Εκείνη τη μέρα ξεκαθάρισα τη θέση μου απέναντι στο αδερφό και στον πατέρα της. Δεν τους κρατούσα κακία για ό,τι κι αν μου κάνανε. Εκείνοι δεν το πήραν και με καλό μάτι. Απλά, θα έλεγα συμβιβάστηκαν. Ύστερα πήρα τη Νεφέλη και φύγαμε. Με τη Νεφέλη πήγαμε στο εξοχικό του παππού ξανά. Όταν φτάσαμε βρήκαμε τον πατέρα μου και τον παππού να μας περιμένουν. Ο παππούς αγγάρεψε τον πατέρα μου να πάρουν κάτι προμήθειες. Ύστερα θα φεύγανε από το χωριό. Ο παππούς μου μας κοίταξε με ένα σοφό βλέμμα που είχε πάνα.

- Παιδιά τα εφόδια φτάνουν και περισσεύουν μέχρι το Πάσχα που θα έρθουμε όλοι μας. Ε, αν λείψει και κάτι, πετάγεστε μέχρι την πόλη. Αυτοκίνητο έχετε. Α, κι αν θέλετε μπορείτε να έρχεστε πότε-πότε να πίνουμε κανένα καφέ.

Άνοιξε την αγκαλιά του και αγκάλιασε την Νεφέλη.

- Να μου τον προσέχεις κόρη μου… και να προσέχεις κι εσύ!

- Έννοια σας παππού, θα προσέχει ο ένας τον άλλο.

Εμείς τακτοποιήσαμε τα πράγματα και η Νεφέλη μαγείρεψε. Το μεσημέρι φάγαμε όλοι μαζί.

- Ε τέτοια νοικοκυρά και να τη χάσουμε; Είπε ο παππούς με χιούμορ πού πάντα τον διέκρινε. Κορίτσι μου δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι πού σας βλέπω μαζί. Έχω να σας δω τόσο ευτυχισμένους πολύ καιρό. Έλαμψε το πρόσωπό σας.

Έπειτα σηκώθηκαν και έφυγαν. Η Νεφέλη συμμάζεψε κι εγώ άναψα την σόμπα. Καθίσαμε στην κουζίνα. Ήπιαμε ένα καφέ κι ύστερα βγήκαμε να περπατήσουμε λίγο έξω. Νύχτωσε σχεδόν και το κρύο άρχισε να τσιμπάει. Μπήκαμε μέσα. Κάναμε ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσουμε. Πρώτος μπήκα εγώ. Εκεί που είχα γεμίσει τη μπανιέρα και κάθισε μέσα, η Νεφέλη χτύπησε την πόρτα.

- Μπορώ να μπω αγάπη μου;

- Ναι μωρό μου και το ρωτάς;

Άνοιξε την πόρτα.

- Λες να μας χωρέσει και τους δυο η μπανιέρα;

- Μμ, τι να σου πω; της απάντησα με νάζι. Έλα και βλέπουμε.


Πέρασε ένας μήνας μέσα στις γλύκες και την τρυφερότητα. Ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Μια μέρα χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η μητέρα μου. Μου είπε ότι είχε έρθει μια ειδοποίηση να πάω επιτέλους να υπηρετήσω φαντάρος. Στεναχωρηθήκαμε κι δυο. Το διαζύγιο δεν είχε βγει ακόμα. Ο πατέρας της δεν ήξερα τι θα έκανε, όσο θα έλειπα. Μείναμε άλλες δεκαπέντε μέρες στο χωριό. Ύστερα γυρίσαμε στο σπίτι μου στην πόλη. Την επόμενη μέρα η Νεφέλη πήγε στο σπίτι της. Ο πατέρας της έκανε επεισόδιο. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει ούτε μένα, ούτε την ίδια για ό,τι συνέβη τον τελευταίο καιρό. Η Νεφέλη νευρίασε. Πήρε τα πράγματά της και έφυγε. Ήρθε να μείνει μαζί μου. Εγώ παρουσιάστηκα να υπηρετήσω τη θητεία μου. Με κάποιο «ανεξήγητο» τρόπο η μετάθεσή μου ήταν στη Λήμνο. Σημείο δύσκολο να βρίσκομαι με την καλή μου. Δε με ένοιαζε. Επικοινωνούσαμε συχνά.

Κάποτε ήρθε στο νησί που υπηρετούσα φαντάρος. Τότε είχα ακόμη πέντε μέρες κανονική άδεια. Δεν ήθελα να φύγω από το νησί, για να μη χάσω πολύτιμο χρόνο. Εξήγησα στο διοικητή το λόγο που θα ήθελα εκείνη την περίοδο την άδειά μου και κάποια φορά που τα συζητούσα στο γραφείο με ένα συνάδελφο λέγοντάς του την περιπέτειά μου, την άκουσε κι ο διοικητής. Η Νεφέλη ήρθε. Εγώ βγήκα και πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο. Εκεί δεν θα μας ενοχλούσε κανείς. Δεν με ένοιαζε που δε θα έφευγα από τη νησί.

Με το που ήρθε η Νεφέλη, πήγαμε κατευθείαν να φάμε. Πεινούσαμε σαν λύκοι κι οι δύο. Εκεί που καθόμαστε ξαφνικά είδα το διοικητή μου με τη γυναίκα του και το παιδί του. Τον χαιρέτησα. Με χαιρέτησε κι αυτός ευγενικά. Σε μια στιγμή με πλησιάζει

- Μπορεί να πέρασες πολλά βάσανα, αλλά για τέτοιο άγγελο άξιζε κι  ύστερα έφυγε προς το αμάξι. Με τη Νεφέλη περάσαμε ένα υπέροχο τετραήμερο. Όνειρο. Έφυγε. Γύρισε στους δικούς της. Έμεναν πέντε μήνες να απολυθώ. Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή. Μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Μετά από ένα μήνα μου είπε ότι θα μου έχει μια έκπληξη όταν επιστρέψω. Αργότερα, από κύκλους μέσα στο στρατόπεδο, έμαθα ότι ο κυρ Γιάννης μεσολάβησε για την «ευνοϊκή» μετάθεσή μου. Ο καιρός πέρασε. Απολύθηκα.

Τη μέρα που επέστρεφα, ήρθαν και με πήρε η Έλενα με το Γιώργο. Απόρησα γιατί δεν ήρθε η Νεφέλη. Στο δρόμο μου είπαν ότι η Νεφέλη ήταν στο σπίτι της, κι εδώ και τρεις τέσσερις μήνες δεν έβγαινε καθόλου. Ζήτησα από τα παιδιά να πάμε στο σπίτι της.

- Εννοείται ότι θα σε πάμε από εκεί λέει η Ελένη. Σε περιμένει πώς και πώς. Μην κοιτάς που δεν ήρθε να σε υποδεχθεί, μπορεί να έχει τους λόγους της.

- Μου κρύβετε τίποτα;

- Εμείς όχι! Πώς σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό! μου είπε ο Γιώργος με ύφος που, άλλα εννοούσε.

Με περίμεναν πιο κάτω στη γωνιά του δρόμου. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η κα Μαρία και με αγκάλιασε μόλις με είδε.

- Καλώς τον Δημήτρη!

- Πού είναι η Νεφέλη της είπα.

- Θα την ειδοποιήσω να έρθει Δημήτρη μου.

Περίμενα με αγωνία στο σαλόνι. Σε λίγο φάνηκε η κυρία Μαρία. Πίσω της η Νεφέλη. Με το που την είδα σηκώθηκα και την αγκάλιασα. Η κοιλιά της φουσκωμένη.

- Αγάπη μου μη μου πεις…

- Ναι αγάπη μου, Περιμένω παιδί. Το παιδί μας!

Την αγκάλιασα. Πέταξα από τη χαρά μου. Η κα. Μαρία δάκρυσε από συγκίνηση. Σχεδόν αμέσως μπήκε κι ο πατέρας της.

- Α, εδώ είσαι και του λόγου σου; Ήρθες; Πάρε την και φύγετε κι δυο από το σπίτι. Αρκετά με ρεζιλέψατε κι οι δυο.

- Άκου κύριε Γιάννη! Εγώ θα την πάρω και θα φύγουμε. Κάπου σε καταλαβαίνω, να έχεις ακόμα θυμό. Αφού ξέρω, ότι δε σου έφυγε, και κανόνισες να περάσω όσο μακρύτερα γίνεται τη θητεία μου. Δεν πειράζει όμως. Όπως σας είπα και παλιότερα, εγώ δεν κρατάω κακία. Να το ξέρετε αυτό. Εγώ, τη Νεφέλη μου, θα την κάνω γυναίκα μου, και θα την κάνω την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.

Πήρα τη Νεφέλη από το χέρι και φύγαμε. Η κα Μαρία μας ξεπροβόδισε. Στην πόρτα της αυλής τους με αγκάλιασε και με φίλησε.

- Να μου την προσέχεις γυιόκα μου!

- Έννοια σας κα Μαρία, θα την έχω σαν τα μάτια μου.

Η Νεφέλη έμεινε με τους δικούς μου. Δίπλα της η μητέρα μου και η Έλενα. Συχνά ερχόταν και η κυρία Μαρία. Εγώ έπιασα δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία που είχε αναλάβει ένα μεγάλο έργο στα μέρη μας. Έτσι ήμουν σπίτι με τη μέλλουσα γυναίκα μου, με την αγάπη μου.

Το διαζύγιο βγήκε. Παντρευτήκαμε σε ένα εκκλησάκι στο χωριό μας. Την ίδια μέρα, μαζί με μας, παντρεύτηκαν κι η Έλενα με τον Γιώργο. Ήταν όλοι εκεί, εκτός από τον κ. Γιάννη. Ένα μήνα αργότερα η Νεφέλη μου γέννησε το γιο μας. Όταν συνήλθε από τη γέννα, πήραμε το παιδί και πήγαμε στο σπίτι της. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε ο πατέρας της. Η Νεφέλη στεκόταν πιο πίσω με το παιδί στα χέρια. Εκείνος τα έχασε. Έστεκε σα χαμένος στην πόρτα. Έμοιαζε σαν να μην ήξερε τι να κάνει.

- Καλημέρα κύριε Γιάννη. Ξέρετε κύριε Γιάννη, ο μικρός Γιαννάκης θα κρυώσει αν μείνει κι άλλο έξω. Είναι μικρούλης ακόμα! είπα.

Εκεί τον είδα για πρώτη φορά να δακρύζει. Αγκάλιασε την κόρη του. Με χτύπησε στην πλάτη. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι.

- Μαρία! τρέξε να δεις ποιοι ήρθαν…

φώναξε με ένα πρωτόγνωρο, για όλους μας, ενθουσιασμό. Σε κάποια στιγμή με κοίταξε, όπως ήμαστε όρθιοι. Με αγκάλιασε.

- Σε ευχαριστώ για την τιμή. Τελικά είσαι μεγάλη ψυχή! Σε αδίκησα βρε Δημήτρη. Σου ζητάω ταπεινά συγγνώμη.

- Κύριε Γιάννη, όπως σας εξηγήθηκα και την άλλη φορά, δεν κρατάω κακία. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου.

Η κα Μαρία στεκόταν δίπλα-δίπλα με τη Νεφέλη δακρυσμένη, κρατώντας το παιδί στα χέρια της. Γύρισα προς την Νεφέλη. Την αγκάλιασα.

- Τελικά τα δύο άλφα νίκησαν αγάπη μου, της είπα.

- Ναι, αγάπη μου, νίκησαν. Και τώρα και πάντα. Κι έγειρε το κεφάλι της επάνω μου.

Τη φίλησα στοργικά στο κεφάλι και της χάιδεψα τα μαλλιά. Η ίδια με αγκάλιασε και με κράτησε σφιχτά.


Ιούλιος 2019

12/10/18

ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ

Τριανταπέντε χρόνια περάσαμε μέσα από τους δρόμους της ζωής λες μόνο για ν’ ασπρίσουμε. Γέμισε η γκλάβα μας γνώσεις κι εμπειρίες για να τις απλώνουμε τώρα σαν πραμάτεια σε λαϊκή αγορά, σν πώς να ‘χαμε και πελατεία; Εγώ για σένα κι εσύ για μένα.
Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω, τι στο διάολο τα θέλαμε και καθόμασταν νύχτες ολάκερες, μέρες απανωτές και ρουφάγαμε σταγόνα-σταγόνα όλη της εποχής τη διανόηση. Αριστερή φιλοσοφία με τη σχετική της κουλτούρα και Καζαντζάκης, Τσε Κώστας Χατζής και νέο κύμα στην Πλάκα. Ναι ‘’εμείς του 60 οι εκδρομείς’’ που λέει και το τραγούδι του Νιόνιου. Για πού τραβούσαμε άραγε; Το μάθαμε ποτέ φίλε μου Γιάννη; Εγώ ακόμα αναρωτιέμαι.
Χρόνια συλλέκτες τεκμηρίων. Βάλαμε ρότα αριστερή και μας ήρθαν όλα Δεξιά (με την πολιτική έννοια του όρου). Μα τίποτα στο διάολο δεν καταφέραμε; Γιατί μωρέ Γιάννη; Μήπως οι άλλοι ήταν περισσότεροι; Που πήγαν οι κόποι από τη δική μας επανάσταση; Τι κρίμα να μιλούν γι αυτή σήμερα, μόνο μερικοί χαζορομαντικοί συγγραφείς, για να μην πω γι αυτούς που την έκαναν γαργάρα τη δουλειά κι έφτυσαν και το κουκούτσι ακόμα. 
Ναι κι εσύ κι εγώ παραδεχόμαστε σήμερα πως νικηθήκαμε κατά κράτος. Αφού δεν ήμασταν ικανοί να κουλαντρίσουμε τα του οίκου μας, τι τις θέλαμε τις επαναστάσεις;

ΙΟΥΛΙΟΣ 2013

5/9/18

Το χρονικό της ξεφτίλας (Αφήγημα)

Το χρονικό της ξεφτίλας (Αφήγημα)

Πεθύμησα που να πάρει, εκείνα τα χρόνια της νεανικής κραιπάλης. Ξενύχτι στην παραλία του Μπάτη και βόλτα τα Σαββατοκύριακα στην Πλάκα, έτσι χωρίς προορισμό μιας και η τσέπη μας συμβάδιζε κι αυτή με το μυαλό μας, ήτανε άδεια. Μ’ ένα τσιγάρο για μαγκιά κολλημένο στα χείλη μας και τις ατέλειωτες πρόβες του ροκ συγκροτήματος που είχαμε σκαρώσει σύμβολο ή η ντροπή της γειτονιάς αν θέλετε. Αχ, αυτή η παλιά παρέα των όμορφων χρόνων χάθηκε. Σκόρπισε δεξιά και αριστερά. Για κάποιους κάτι γνωρίζω, για άλλους τίποτα λες και άνοιξε και τους μάσησε μέχρι το κόκκαλο η γη.

Ποιος να φανταζόταν την πορεία μας… Οι πεθαμένες μανάδες μας σίγουρα όχι. Η κάθε μια με τον τρόπο της μας είχε για ξοφλημένους. Ρεμπεσκέδες μας ανέβαζαν, ανεπρόκοπους μας κατέβαζαν. Κι όμως έπεσαν έξω. Όταν ξεθύμανε η τρέλα με τις κιθάρες και τα συγκροτήματα. Όταν τα μακριά μαλλιά αρχίσαμε να τα κουρεύουμε στα κομμωτήρια κι όταν ξεκολλήσαμε επιτέλους από τα σφαιριστήρια και τα μπιλιάρδα, τις διαψεύσαμε τις μανούλες μας που πάντα ήτανε με την αμφισβήτηση στα χείλη. Αλλά δεν ζούνε πια για να δούνε την καινούργια μας ξεφτίλα. 

 Τότε ήμασταν παιδιά, που μυαλό. Αλλά σήμερα είμαστε θαρρώ περισσότερο ξεφτίλες από εκείνα τα χρόνια
Το μυαλό του ανθρώπου κολλάει παράξενα πολλές φορές. Δεν ξέρω εάν πρέπει να λυπάμαι, ή να νιώθω ευτυχής για τον φίλο μου τον Βαγγέλη παραδείγματος χάριν. Από αριστερός, θυμάμαι είχε ξεκινήσει εκείνα τα χρόνια πουλώντας ακόμα και «Ριζοσπάστη» αλλά η ζωή τον εξέλιξε. Μνημονιακός τώρα σε λανθάνουσα κατάσταση, πιστεύω από παράπλευρη απώλεια, αφού φοβάται μη βγει ο ΣΥΡΙΖΑ και του πάρει τις καταθέσεις. Ακόμα κυριαρχεί στις συζητήσεις μας το ύφος του, της συνωμοσίας για κάτι παλιές γκόμενες. Η επανάσταση του ξεθύμανε μετά το γάμο του και ποιος ξέρει πια με τι γεμίζει τις ανίερες ώρες του.
Ο φίλος μου λοιπόν (είπαμε να μη ΄λέμε ονόματα), πρώτος στα σούρτα-φέρτα με τα κορίτσια. Το πρώτο του μηχανάκι, ένα ΖΑΚΣ με τρείς ταχύτητες. Πιο μικρό ποτέ η παραγωγή δεν έβγαλε. Το φθηνότερο της αγοράς. Η δουλειά μας να γίνεται. Καλομεταχειρισμένο 10 ετών. Ευκαιρία.
Αυτό όμως του έδωσε το διαβατήριο να βγει από τα στενά πλαίσια της γειτονιάς, που όλοι μας τότε ήμασταν εγκλωβισμένοι. Σπάνια συναντούσες στην πλατεία Καλογήρων παιδί απο το Μπραχάμι. Οι αποστάσεις τότε είχαν άλλη διάσταση και μοιάζανε μακρινές. Ο Φίλος μας όμως εκεί, περπατημένος δηλαδή. Προορισμοί που εμείς οι υπόλοιποι ανακαλύψαμε πολλά χρόνια μετά. 
Παντρεμένος σήμερα με το σπιτάκι του και τα εξοχικούλια του. Σε κανέναν δεν χρωστάει κι ούτε που ζήτησε ποτέ βοήθεια από κανέναν. Χράτσα-χρούτσα χράτσα-χρούτσα χωρίς πολλούς κόπους και βάσανα, φιγουράρει σήμερα βολεμένος στη διαμερισματάρα του, που ποτέ δεν έμαθα ή δεν μου ‘δωσε να καταλάβω, αν όταν παντρεύτηκε την γυναίκα του, ποντάριζε και στη βόλεψη του.

Κι εγώ που μπορεί να μην έκανα όλα όσα σχεδίαζα στη ζωή μου, όμως πάντα μου αρέσει να κοιτάζω πίσω μου τα γεγονότα με συμπάθεια, αλλά και γιατί ανακαλύπτω πως αυτή η ριμάδα η ευτυχία πάντοτε αθόρυβα, από πολλά υποσχόμενη, καταφέρνει να διαρρηγνύει κάθε πιθανό σενάριο που γράφουμε με όνειρα κι ελπίδα στα παιδικά μας χρόνια

Ο άλλος ο Δημήτρης (ας πούμε ότι τον λέγαν έτσι), τα έφτιαξε με μια παντρεμένη. Δύο παιδιά αυτή κι ένα ο Δημήτρης, τρέχα γύρευε. Κόλλησε κοντά της κι έμεινε εκεί στα χνώτα της. Στα σεντόνια της μέσα. Ούτε οικογένεια ούτε τίποτα. Αφότου έχασε τη γυναίκα του πάνω στο άνθος της ηλικίας της, όλοι είπαμε πως πάει του παιδιού, του τη βάρεσε. 
Ιδεολόγος της Αριστεράς στο σχολείο. Δεν ξέρω όμως αν μέσα από αυτή την ιδεολογία κατάφερε να ξεπεράσει συναισθηματισμούς κι αξίες κι απ’ ότι μαθαίνω τώρα στα πενήντα έξι του ο φίλος σέρνεται από κρεβάτι σε κρεβάτι. Θα γελάει εύκολα όπως τότε και θα τις ρίχνει όλες με τον τρόπο του. Με το τσιγάρο κρεμασμένο στη δεξιά μεριά των χειλιών του. Τον είχε τον τρόπο του με τις γκόμενες. Ήταν άλλωστε πολύ όμορφος κι έκανε καλή παρέα. 
 Κάποιος άλλος, έγινε ‘’μεγάλος’’ όπως ο ίδιος μου δήλωσε όταν τον πέτυχα τυχαία επάνω στη βιασύνη του στο σύνταγμα. Δεν είχε χρόνο για καφέ, αλλά χάρηκε που με είδε. Το μισό πόδι στο φεύγα. Στην Κρήτη ιδιοκτήτης διαμερισμάτων, χωρισμένος και ξαναπαντρεμένος, που τα πήγαινε πολύ καλά.  Εισοδηματίας δηλαδή… Μου έριξε μια φιλική στη πλάτη κι εξαφανίστηκε, σαν να ‘χε στερέψει από λέξεις κι έπρεπε να φύγει πριν ξοδέψει και την τελευταία. Εγώ τον ήξερα υπάλληλο παντρεμένο με ένα παιδί και γυναίκα που τον έφτυνε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Που το ‘παιζε όμως γκόμενα ικανοποιώντας τις ορέξεις νυσταγμένων γιατρών στα Νοσοκομεία που δούλευε ως αποκλειστική. 
Στα δεκάξι του το απόλυτο τίποτα. Το χαρτζιλίκι του ήμασταν εμείς. Ο βασιλιάς της τράκας. Το ‘χε όμως και μας γοήτευε. Πήγαινε όπου τον στέλναμε. Ταχυδρόμος στα ραβασάκια μας. Το άλλοθι μας στις μανάδες μας. ‘’Είμαστε με τον Θεόφιλο (ή μήπως τον λέγανε αλλιώς)’’ δεν χωρούσε αμφισβήτηση, τελεία και παύλα. Εγγύηση, γιατί πως τα είχε καταφέρει ο άχρηστος και είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη ακόμα και της κυρά Μαρίκας
Όταν κάποτε πήγα διακοπές στην Κρήτη, έψαξα και τον βρήκα. ‘’Βολεμένος’’ ο έρμος σε μια γκαρσονιέρα μιας κι όλα τ΄άλλα είχαν πουληθεί, με χρέη μέχρι το λαιμό και το στόμα του φαρμάκι από την ατσιγαρία. Όλες του οι χαρές που είχε ζήσει μου εξομολογήθηκε πως άρχιζαν και τελείωναν στα κατορθώματα της παρέας μας, ιδιαίτερα μιας περιπέτειας στα Μέθανα, όταν μας έκλεψαν τα ρούχα κι επιστρέψαμε στον Πειραιά με τη συνδρομή της αστυνομίας, που μας έντυσε με κάτι ρούχα της ζητιανιάς, λες και τα είχαν από τον  πόλεμο της Κορέας.
 Ένας άλλος φίλος μας, έγινε γιατρός. ''το ‘χε'' από μικρός. Διάβαζε και χανόταν από τις παρέες. Από καλή οικογένεια που είχε τον ''τρόπο'' της. Καλό παιδί. Τα αστεία του ήταν κάπως περίεργα και οι αντιδράσεις του τώρα που το σκέφτομαι το ίδιο. Ούτε μπιλιάρδο έπαιζε καλό και είχε ένα χιούμορ που λέγαμε και πιο πριν, κάπως ιδιαίτερο, εγώ όμως τον καταλάβαινα. Παιδί συντηρητικής οικογένειας. Όπου κι αν πηγαίναμε έδινε το στίγμα του κι έρχονταν ο πατέρας του να τον πάρει με το αυτοκίνητο. Ακόμα και στην περιπέτεια των Μεθάνων κατέφθασε οδικώς, αλλά εμείς ήδη επιστρέφαμε με το καράβι, μαζί βέβαια με τον γιό του. Πόσο το ευχαριστήθηκα για το άσκοπο ταξίδι του, δεν λέγεται. 
Παντρεύτηκε και χώρισε μου είπαν. Ο διάολος τα έφερε να πιάσει τη γυναίκα του με το αρνί στη πλάτη. Με τα φιλιά στο στόμα δηλαδή. Την έδιωξε. Δεν είχε το θάρρος για συγχώρεση. 
 Σε καλό μας!
Πριν από κάμποσο, πέρασα από το Νοσοκομείο που δούλευε και πάνω στο ‘’μακρύ περίμενε’’ κάποιων εξετάσεων, είπα να ρωτήσω. Κανείς δεν τον ήξερε. Πάει το έσχατο ίχνος του. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω εάν λυπάμαι νοσταλγώντας. Μετά από χρόνια οι φιλίες υποβιβάζονται.

Ο πιο άξιος απ’ όλους μας ήταν ο Χρήστος (λες να τον έλεγαν έτσι;). Κατάφερνε αυτό που λέμε και την πίτα ολόκληρη να έχει αλλά και τον σκύλο χορτάτο. Άξιος κατ΄ αρχάς γιατί δεν είχε έρθει σε ρήξη με κανέναν. Στο σχολείο σωστός, αν και εκ πεποιθήσεως δεν στόχευε ψηλά. Οι βλέψεις του όμως ήταν αλλού κι εκεί τα κατάφερε. Δεν ακολούθησε γυμνάσια και γράμματα. Τον πήρε βοηθό από μικρό ένας μάστορας με μια μικρή βιοτεχνία (που αργότερα έγινε δική του). Για τη φρονιμάδα του απέναντι στους γονείς, του παραχωρήθηκε η άδεια να κάνει χρήση μια μικρή αποθηκούλα όπου εκεί στεγάστηκαν όχι μόνο τα δικά του όνειρα, αλλά κι όλης της παρέας ως θιασώτες ή μέλη του συγκροτήματος ‘’The anchious’’(Οι ανήσυχοι) Οι ανησυχίες όμως φούντωσαν την Κυρά Μαρίνα όταν μυρίστηκε θηλυκό κίνδυνο που άκουγε στο όνομα Νανά και οι τίτλοι ‘’Τέλος’’ έπεσαν όχι μόνο στο συγκρότημα αλλά και στην παρέα ολόκληρη που χτύπησε διάλυση.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αν στη ζωή η αξιοσύνη πρέπει να συνοδεύεται κι από παραίτηση και συμβιβασμούς που μπροστά στα υπαρκτά ‘’Θέλω’’ πρέπει να καταθέσεις ώρες ατέλειωτες εργασίας από τις έξη το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα ασταμάτητα, για να μπορείς να πηγαίνεις μια φορά το χρόνο ακόμα και στη Μύκονο για διακοπές ή Χριστούγεννα και Πάσχα, εκδρομές στην Πράγα και την Αγγλία. Αν κάποιοι κοιμούνται όρθιοι και το λέμε μεταφορικά, αυτός κοιμόταν όρθιος στην κυριολεξία λόγω έλλειψης ύπνου, για να μην πω και μεταφορικά γιατί ‘’θου κύριε φυλακή τω στοματί μου’’ η γυναίκα που παντρεύτηκε ποτέ δεν με έπεισε για πολλά από αυτά που καμαρώνουν οι ευτυχισμένοι.
Σήμερα που μιλάμε, δεν έχει βγει ακόμα στη σύνταξη, αν και το δικαιούται, γιατί έχει να εξοφλήσει ακόμα κάτι γραμμάτια.

Και τέλος η αφεντομουτσουνάρα μου. Διανοούμενος και κουλτουριάρης μια ζωή. Δεν ξέρω λόγω ιδιοτέλειας αν θα καταφέρω να με περιγράψω σωστά. Για ένα όμως είμαι σίγουρος. Κατάφερα ως σήμερα, μόνο να ονειρεύομαι. Ότι ιδανικό μπορεί να απογειώνει την ύπαρξη μου βρίσκεται ακόμα καλά κρυμμένο στο μυαλό μου. Λίγα από αυτά έγιναν πραγματικότητα. Με φάγανε τα ‘’πρέπει’’ και οι μικροαστικές φοβίες μην τυχών και μπω στο κλαμπ των διαλυμένων οικογενειών όπως ήταν αυτή που με έφερε στον κόσμο. Ένα πράγμα κατάλαβα καλά στη ζωή μου, πως ότι ποθείς περισσότερο, τόσο αυτό απομακρύνεται, έτσι σαν να θέλει να σε εκδικηθεί. Τα άλλα, τα  απλά καθημερινά πράγματα, τα έκανα έτσι για να έχει να λέει ο κόσμος ‘’έλα μωρέ, τι κλαίγεσαι, μια χαρά είσαι’’ Τα υπόλοιπα στην άλλη ζωή, αν δεν γεννηθώ σκουλήκι.

ΥΓ
Οι ιστορίες που αναφέρω πιθανά να έχουν ψίγματα αλήθειας. Καμιά όμως δεν είναι απόλυτα αυθεντική.

Μαντζούρης Κων/νος
14/1/2015


3/5/18

Όσοι ανήκετε σε αυτές τις ηλικίες θα καταλάβετε

Όσοι ανήκετε σε αυτές τις ηλικίες θα καταλάβετε...


«H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε...
Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή, περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να...μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε.
Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους.
Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».
Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά..
Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα.
Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια.
Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση..
Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει.
Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάζαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους».
Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου.
Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε. Ποτέ δεν πηγαίναμε κλαίοντας στις μανάδες μας για να της πούμε «Μαμά τα παιδιά μου κάνουνε bulling» Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.
Δεν θυμάμαι ποτέ η μανούλα μου να βγει έξω να με αναζητήσει ή αν έκανε αυτό το λάθος μου φώναζε από μακριά «αχ αμα σε πιάσω, θα σε μεταλάβω»
Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντας μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.
Δεν είχαμε Playstation, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε..
Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία.
Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα.. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση.
Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.
Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο!
Πώς τα καταφέραμε;
Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη.
Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι.. Τι φρίκη! Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ..
Και ξέρετε και κάτι ακόμα. Παρ’ ότι εμείς είμασταν τα αληθινά παιδιά του δρόμου, όχι δεν γίναμε αλήτες, κάπνιζε που και που κανένας κανα τσιγαράκι αλλά ως εκεί. Τα ναρκωτικά τα μάθαν άλοι πολύ αργότερα.
Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας « ; ) : D : P ».
Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια!
Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...»!