ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

25/8/11

Δια ασήμαντον αφορμή


Προοίμιο

Σήμερα θα σας καταθέσω την δεύτερη ιστορία από την ενότητα φωτογραφικά Χρονικά. Οφείλω όμως μια διευκρίνιση. Οι ιστορίες αυτές δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Έχουν σασπένς, κρύβουν ίντριγκες και δολοπλοκίες συμβαίνουν όμως σπάνια και γι αυτό το λόγο γίνονται «είδηση» Γιατί όπως λένε στη γλώσσα της δημοσιογραφίας, είδηση δεν είναι αν ένας ελέφαντας φάει έναν κυνηγό, αλλά εάν ο κυνηγός φάει μια μέρα έναν ελέφαντα.
Οφείλω επίσης να παραδεχθώ πως εκατοντάδες ζευγάρια που παραβρέθηκα στους γάμους τους ήταν χάρμα ομορφιάς σε σημείο να τα καμαρώνω κι εγώ (θα γράψω κάτι αργότερα και γι αυτά τα παιδιά)
Και κάτι ακόμα. Συνήθως μέσα στον κύκλο των πελατών μας αρκετοί ήσαν γνωστοί, παλαιοί συμμαθητές, συγγενείς και φίλοι κι ως εκ τούτου η γνώση πέντε πραγμάτων παραπάνω, από τα προσωπικά τους, με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα το γιατί των πραγμάτων.
Ηθικό δίδαγμα μετά από αυτά; Μη αναθέτετε το γάμος σας σε γνωστό σας φωτογράφο.

Ιστορία 2η
Δια ασήμαντον αφορμή

Το πρόγραμμα του ταξιδιού αυτή τη φορά περιλάμβανε νησί του Αιγαίου. Η κυρία Λίλα δεν τον άλλαζε το Δημητράκη με τίποτα. Τόχε που λένε ταμένο πως ότι και να γίνει, ο Δημητράκης θα είναι φωτογράφος στο γάμο της κόρης της. Το θεωρούσε κάπως «in» να καμαρώνει πως κουβαλά μαζί της και τον προσωπικό της φωτογράφο από την Αθήνα. Σε μερικούς μάλιστα, της ξέφευγε κι έλεγε πως αυτός ήταν και στο δικό της γάμο. Για όνομα του θεού. Ο Δημήτρης, όταν αυτή παντρεύονταν η μόνη σχέση του με τη φωτογραφία ήταν όταν στο χωριό του τον έστησαν μωρό μπροστά από μια απλωμένη φλοκάτη όπου πάσχιζε ο φωτογράφος του χωριού, να πάρει την πόζα που ήθελε. Τέτοιο μυαλό η Κυρία Λίλα.
Τα ανέκδοτα με τις ξανθιές δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’90. μοντέρνοι καιροί βέβαια και τότε. Τα διαζύγια μόλις που είχαν αρχίσει να παίρνουν τα πάνω τους επικίνδυνα. Αφού ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, νιόπαντρη σχεδόν, εκτός από μερικά περιττά κιλά που φρόντισε να απαλλαγεί, απαλλάχθηκε και από τον άντρα της, διότι όπως διέδιδε η ίδια, δεν ήταν άξιος να κυκλοφορεί μαζί της, ένας άξεστος παλιοκρητίκαρος με μακριές μουστάκες. Φυσικά δεν έκανε ρούπι από την ολοκαίνουργη διαμερισματάρα που αναγκαστικά της παραχώρησε το δικαίωμα ο κρητίκαρος να μείνει, για να μεγαλώσει η κόρη του που είχε εν τω μεταξύ γεννηθεί Αλλά με μια εξήγηση. Μετά τα δεκαοκτώ του παιδιού να κόψει το λαιμό της να βρει σπιτικό γιατί το σπίτι αγοράστηκε από το βιός του πατέρα του και δεν της το χάριζε. Τον πρώτο καιρό το πήρε αψήφιστα. Καλά πέρναγε και η μικρή, ένα πανέμορφο κατάξανθο αγγελούδι, της ανέβαζε το πρεστίζ γιατί όλοι είχαν να λένε στη γειτονιά για τα κάλλη της. Αργότερα που η μικρή έγινε γκοτζαμάν κοπέλα, τότε να δεις δόξες και μεγαλεία στο σπίτι της. Πότε για τη μαμά και πότε για την κόρη. Κάθε μέρα παρέλαση οι «φίλοι» Η κυρία Λίλα είχε ανοιχτό μυαλό, όπως της άρεσε να κομπορεύεται και γι αυτό με την κόρη της ήταν περισσότερο φίλες και δεν έκρυβε τίποτα η μία από την άλλη. Ως και τους αγαπητικούς ανταλλάσανε χωρίς παρεξήγηση. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο γνωστός μας άγνωστος, ο φίλος και συνεργάτης μου ο Δημητράκης. Όχι που θα του ξέφευγε τέτοιο τεφαρίκι μέσα στα πόδια του. Η μικρή είχε ξετρελαθεί μαζί του και ειδικά όταν στην πρόσοψη του μαγαζιού αναρτήθηκε ένα καλλιτεχνικό πορτραίτο της οι μετοχές της ανέβηκαν. Στη γειτονιά και στην ευρύτερη περιοχή, πιο πιθανό ήταν να γνώριζε κανείς ποια είναι η Νταίζη (αυτό ήταν το όνομά της) παρά τον Μέγα Αλέξανδρο.

Τα χρόνια περνούσαν κι ο κρητίκαρος εμφανίστηκε από το πουθενά να πάρει πίσω αυτό που πρόσκαιρα τους παραχώρησε, το σπίτι. Κι έτσι στα ξαφνικά, μάνα και κόρη και μάλιστα άνεργες και οι δυο, ξέμειναν να γυρεύουν προστασία από το Δημήτρη που τον θεωρούσαν ματσωμένο λόγω της σταθερής επαγγελματικής του κατάστασης. Ένα διάστημα έμειναν και μαζί σ’ ένα μικρό δυάρι στην ταράτσα, αλλά γρήγορα η κυρία Λίλα αντιλήφτηκε πως εδώ ο χρόνος περνάει τσάμπα χωρίς αποκατάσταση. Ως εθελοντής πυροσβέστης εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ντουράν-Ντουράν. Παλιός φίλος κι αυτός από την περίφημη φουρνιά του νυχτερινού σχολείου. Το παρατσούκλι του έχει να κάνει βέβαια με το γνωστό ροκ συγκρότημα, αλλά δεν ξέρω γιατί στην τωρινή φιλική επανασύνδεσή μας λόγω Λίλας και Νταίζης, κάθε φορά που τον συναντούσα κι άκουγα το υποκοριστικό του, μου ταίριαζε περισότερο για όνομα σκύλου, παρά για ανθρώπου.

Θυσία λοιπόν ο Νουράν-Ντουράν. Οσφυοκάμπτης μέχρι αηδίας μέχρι να μπορέσει να γευτεί κι αυτός τους καρπούς της Εδέμ. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως ήτανε λίγο για τις δυο πριγκηπέσες. Πολλά τα έξοδα, τι να προτοπληρώσει. Ένα μεροκάματο έβγαζε ο δόλιος και το ακουμπούσε στην ποδιά τους. Δεν έφτανε όμως κι έτσι ένα καλοκαίρι μέσω ενός γνωστού, οι κυρίες έπιασαν δουλειά για τη σαιζόν του καλοκαιριού σε νησί. Και να ξανά οι μετοχές της εταιρείας Λίλα & Νταίζη στα χάι τους. Κατά τον Οκτώβρη, άμα την επιστροφή τους στην Αθήνα, η είδηση δεν έκανε ούτε εικοσιτέσσερις ώρες για να κυκλοφορήσει. Η Νταίζη μας αρραβωνιάστηκε ένα φοβερό παλικάρι από το νησί. Ήταν το μικρό αφεντικό που τις είχε στη δούλεψή του. Η Νταίζη μας δεν άργησε να αναλάβει υπεύθυνη στο μαγαζί και οι εισπράξεις αυτή τη χρονιά χάρην της παρουσίας της, πήγαν στα ύψη.
- Ζωή Δημητράκη μου, μας εξιστορούσε μια μέρα στο μαγαζί. Επιτέλους τέρμα η μιζέρια. Και να δεις πόσο την αγαπάει τη Νταιζούλα μας. Σαν τρελός. Ναι σαν τρελός σου λέω. Αφού την ταρακουνάω τη δικιά μου. Μην το παρακάνεις της λέω γιατί θα κλωτσήσει.
Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα, έμοιαζε να λέει από μέσα του ο φίλος μου. Είχε βαρεθεί να την ακούει να του εξιστορεί για την τύχη που της ξανοίγεται. Αλλά η Λίλα δεν είχε σταματημό. Όλα της τα πρωινά τα έβγαζε στο μαγαζί μιας και αποφάσισε να περιορίσει τις κινήσεις της για να μη δημιουργηθεί κανένα παρατράγουδο και πετάξει το κελεπούρι που άκουγε στο όνομα Στέλιος.

Ο Στέλιος δεν έμοιαζε να έχει καμιά σχέση ούτε με τον Δημητράκη και φυσικά απείχε παρασάγγας από τον Ντουράν-Ντουράν. Τυπάκι έξυπνο και περπατημένο. Ήξερε να μαζεύει τα λουριά σε μια γυναίκα. Χωρίς ποτέ να το αναφέρει, έμοιαζε να είναι ο τύπος του «παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω» Ποιος το περίμενε πως η κυρία Λίλα θα φρόντιζε κάθε μέρα να έχει έτοιμο φαγητό για τον γαμπρούλι της και η Νταίζη μας να πηγαίνει και πάλη για δυο χρονιές στο νυχτερινό σχολείο για να τελειώσει το λύκειο. Κελεπούρι το παλικάρι. Δυο χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία και στο τέλος ρυθμίστηκε τον Δεκαπενταύγουστο να γίνει στο νησί κι ο γάμος.

Οι πελατεία της εταιρείας Λίλα & Νταίζη είχε εξαφανιστεί. Αφού ψάχναμε όλοι μαζί μια μέρα στο μαγαζί να βρούμε ποιους θα μπορούσε να καλέσει στο γάμο ε να μην είμαστε και τρείς κι ο Κούκος. Αυτοί γκοτζαμάν σόι είχαν από την πλευρά τους στο νησί. Όσο κι αν ξεφυλλίζαμε τις σελίδες της μνήμης μας όλοι μαζί, δεν βρίσκαμε κανέναν αξιοπρεπή και άξιο, αλλά και που να θέλει να συνοδεύσει το ψίκοι στο γάμο. Όλες οι σχέσεις της μια ζωή ήταν περιστασιακές. Κάποιοι συγγενείς και ξαδέλφια είχαν δει από νωρίς κόκκινη κάρτα, γιατί της χάλαγαν τη ζαχαρένια. Κι έτσι αποφασίστηκε εκτός από εμάς τους δυο να συμμετέχει και η δική μου η γυναίκα, αλλά και ο Ντουράν-Ντουράν που τον βαφτίσαμε για τις ανάγκες του «έργου» βοηθό φωτογράφου. Ευκαιρίας δοθήσης για τσάμπα διακοπές, δήλωσε παρών κι ένας εξάδελφος του Δημήτρη μαζί με τη γυναίκα του κι αυτός. Μαζευόμαστε μέχρι στιγμής έξη. Έπρεπε όμως κατά τις εκτιμήσεις της Λίλας να είμαστε τουλάχιστον δέκα για να μη μοιάζουμε με φτωχούς συγγενείς κι έτσι επιστρατεύτηκε ο σπιτονοικοκύρης της με τη γυναίκα του μαζί με την κόρη του φυσικά και με τον σύζυγο της.

Τέτοιο φοβερό κι αλλόκοτο casting ούτε στην εκπομπή της Ανίτας Πάνια δεν θα έβρισκες. Κανείς δεν πήγαινε κανέναν. Απλά για όλους ήταν μια ευκαιρία να πάμε στο νησί με όλα τα έξοδα πληρωμένα.

Άμα το πλοίο έδεσε στο λιμάνι είχαμε και το πρώτο ευχάριστο χάπενινγκ. Στην αποβάθρα, μας περίμενε ένας λαουτιέρης μ’ ένα βιολί. Πριν καλά-καλά μας δουν άρχισαν να παίζουν νησιώτικους σκοπούς. Λίγο πιο εκεί, τρείς άμαξες με αλογάκι μας περίμεναν κι εμείς χωρίς να κουνήσουμε ούτε το δακτυλάκι μας για τις αποσκευές, καμαρώναμε την περασάντζα μέσα από τη χώρα, αφήνοντας πίσω μας τους τουρίστες να μας κοιτούν σαν ατραξιόν. Ο γαμπρός, μας περίμενε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού και μας υποδέχθηκε με φιλιά σαν να περίμενε την πριγκηπέσα του. Όλα μοιάζαν μαγικά που λέει και το τραγούδι. Τίποτα δεν πρόδιδε το παραμικρό. Πως μπορούσε δηλαδή μέσα σ’ αυτή τη χλιδή και την ομορφάδα του ελληνικού παραδοσιακού τοπίου, θα γινόταν αφορμή να στιγματίσει αυτό το γάμο. Ο Στέλιος έλιωνε για την Νταίζη κι όλοι στο σπίτι του, φαίνονταν να ήταν δασκαλεμένοι να της προσφέρουν και να εκτελούν κάθε της επιθυμία. Αλλά επειδή ο διάβολος έχει πολλά ποδαράκια τσάκισε ένα από αυτά κι έβαλε ψήλους στ’ αυτιά του γαμπρού, με τη φάτσα του Ντουράν-Ντουράν που για τις ανάγκες του στημένου έργου θυμηθήκαμε, ακόμα κι εμείς που τον ξέραμε σαν κάλπικη δεκάρα, πως τον έλεγαν Λευτέρη. Κάτι του γρατζουνούσε τη θύμηση του γι αυτόν, κάτι είχε πάρει τ’ αυτί του, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει συγκεκριμένο. Εκείνο που δεν άρεσε του ανθρώπου ήταν η έντονη παρουσία του Ντουράν-Ντουράν και η συχνή αναφορά του στο όνομα της Νταίζης. Κι έτσι εγώ με τη Νταίζη κι αλλιώς εγώ με τη Νταίζη κι ετούτο κι εκείνο και τ’ άλλο. Είχε απόλυτο δίκαιο ο έρμος αφού κι εμένα ήρθαν διάφοροι και με ρωτούσαν. Καλά ποιός είναι αυτός ο Λευτέρης;

Κάποια στιγμή ο Στέλιος εντελώς φιλικά, πλησίασε την πεθερά του που τα είχε πάντα καλά μαζί της αλλά να ομολογήσουμε πως κι αυτή τον υπεραγαπούσε κι έπινε νερό στ’ όνομα του, για να της πει.
- Κάνε μου τη χάρη Λίλα μου, κάνε κάτι. Πες’ σ’ αυτό το χαμένο να ηρεμίσει. Είπαμε σε γάμο είμαστε αλλά τα παραλέει ο βλάκας.
- Σώπα αγόρι μου ηρέμησε. Άστο σ’ εμένα. Άντε φύγε τώρα. Οι φίλοι σου σε περιμένουν.
Η Λίλα από μέσα της δαγκώθηκε. Το μαλάκα, είπε κι άνοιξε το πακέτο της και πήρε τσιγάρο. Όντως έχει δίκιο το παλικάρι μου. Κοίτα να δεις για ένα μαλάκα να πάει να γίνει παρεξήγηση. Χωρίς να σκεφτεί περισσότερο άνοιξε την πόρτα ξέροντας σίγουρα ότι εκεί θα βρει την κόρη της. Χωρίς να σκεφτεί πως μες’ το δωμάτιο υπήρχαν αυτάκια έτοιμα ν’ αλέσουν την όποια πληροφορία τους δοθεί, η Λίλα μπήκε αμέσως στο θέμα και μ’ όσο πιο έντονο τρόπο της είπε
- Καλά εσύ όλο τσιγάρο κι άγιος ο θεός είσαι;
- Τι συμβαίνει μαμά, όρεξη έχεις;
- Όχι μωρέ, μαλάκωσε λιγάκι τη φωνή της η Λίλα, για να μην την αποπάρει κιόλας. Να εκείνο το χαμένο ο Ντουράν-Ντουράν, πολλά λέει βρε κορίτσι μου. Βγες λιγάκι έξω και πες’ του καμιά κουβέντα.
- Τι να του πω καλέ μαμά; Φίμωτρο θα του βάλω;
- Καλά κατά πως πάει αυτός, σε λίγο θα πει και πως σε πήδαγε.
Αυτό ήταν. Έγινε το μοιραίο λάθος. Αμέσως μετά μια σκιά πέρασε από δίπλα τους και σε χρόνο μηδέν άνοιξε κι έκλεισε την πόρτα και διάβηκε προς την αυλή, κατ’ ευθεία προς το τραπέζι που κάθονταν ο Στέλιος με τους φίλους του. Της Λίλας, που είδε τη σκηνή, της κόπηκε το αίμα. Πράττοντας σωστά δεν έδειξε την ανησυχία της στην κόρη της και βγήκε κι αυτή σχεδόν μηχανικά έξω από την πόρτα κι άναψε με διάχυτη νευρικότητα τσιγάρο. Ο Στέλιος κοίταζε με ενδιαφέρον τον καλό του άγγελο και φαίνονταν ν’ ακούει μ’ ενδιαφέρον τα μαντάτα που του εξιστορούσε η καλοθελητής στ’ αυτί. Γι αυτό μόλις που τέλειωσε η αφήγηση, σηκώθηκε φανερά εκνευρισμένος και με δυο δρασκελιές βρέθηκε να στρίβει το πόμολο της πόρτας. Σχεδόν σαν να μην υπήρχε εκεί δίπλα η Λίλα, θες από τα νεύρα του θεσ’ από αμηχανία, δεν της έδωσε σημασία και πήγε κατ’ ευθεία στη Νταίζη. Η Λίλα ακολούθησε αλλά προτίμησε να παρακολουθήσει την παράσταση από μακριά.
- Δε μου λες, της είπε σχετικά ήρεμα στην αρχή, Αυτός ο χαμένος ο Λευτέρης, τι μέρους του λόγου είναι;
- Τι θεσ’ μωρέ κι εσύ κι η μάνα μου και με ζαλίσατε με τον Λευτέρη, νομίζοντας πως μ’ αυτή την απαξίωση θα πάρει τέλος η συζήτηση.
- Λοιπόν. Εδώ, αυτό το λοιπόν είχε όσο περισσότερο στόμφο μπορούσε να χωρέσει μια λέξη. Σε πέντε λεπτά σε περιμένω στην κρεβατοκάμαρα να μου εξηγήσεις. Τ’ άκουσες, σε πέντε λεπτά.
- Βρε άντε χέσου που πας να μου το παίξεις νταής εικοσιτέσσερις ώρες πριν από το γάμο μας. Δεν έχω ν’ απολογηθώ σε κανέναν, τ’ άκουσες. Ορίστε μας, και στραπατσάρισε βιαστικά το τσιγάρο της στο τασάκι.
Η Νταίζη δεν έδειξε να έχει διαβάσει καλά το δελτίο καιρού κι έκρινε σκόπιμο να αδιαφορήσει μάλλον από αφέλεια για την πρόσκληση του μέλλοντα συζύγου της. Η κυρία Λίλα πιο καλά διαβασμένη στις κακοτοπιές, πέρασε από δίπλα της και με δυο μισόλογα της είπε.
- Κανόνισε να τα καταστρέψεις όλα απόψε, με τη βλακεία σου.
- Βρε άντε παράτα με κι εσύ. Τι θέλει δηλαδή να μας το παίξει, ο άντρας ο πολλά βαρύς. Δε μασάω, εντάξει;
- Καλάααα, μουρμούρισε η Λίλα και βγήκε στην αυλή.
Την ξέρετε την παροιμία που λέει «καλωστηνε τη συμφορά, φτάνει να είναι μόνη.» Ε, εδώ ταιριάζει απόλυτα. Ο έτερος Καπαδόκης, ο Δημητράκης μας δηλαδή, που είχε μυριστεί τα δρώμενα, όχι που δεν θα το έπαιζε προστάτης, των αδικημένων γυναικών, μια συνήθεια που την είχε από παλιά, ανέλαβε δράση. Σαν να έπαιζε στην έδρα του ο ηλίθιος, μπουκάρισε στο δωμάτιο και σαν να έγινε ότι έγινε για πάρτη του, ρώτησε τη Νταίζη.
- Τι συμβαίνει Νταίζη, μας την έπεσε ο δικό σου; Κοίτα να δεις, μη μας το παίζει καμπόσος γιατί το πρωί τα μαζεύω και φεύγω.
Εμ' βέβαια. Τα μαζεύει και φεύγει. Σαν πως ο ίδιος έχει τίποτα να χάσει. Το δικό του γάμο θα κατέστρεφε; Αυτός τα μαζεύει και φεύγει. Αμ’ η Νταίζη; Σαν να ήθελε να συναγωνιστεί το Δημήτρη στην ηλιθιότητα, χάραξε πορεία ίδια με τη δική του.
- Δημήτρη, με ξέρεις εμένα, έτσι; Δεν κωλώνω εγώ σε απειλές.
- Εγώ πάντως είμαι εδώ δίπλα σου να ξέρεις, κι έσκυψε να της δώσει ένα φιλί.
Αυτό που δεν ερμήνευσε καλά η ίδια η κυρία που απόψε της έλαχε ο κλήρος να είναι ο μαντατοφόρος άσχημων ειδήσεων είναι αν το φιλί ήταν τυπικό ή ερωτικό. Αν δόθηκε στο μάγουλο ή στα χείλη και τελικά αν η όλη συμπεριφορά του φωτογράφου έκρυβε κάτι πονηρό ή όχι. Όπως και να τα μετέφερε πάντως στο γαμπρό, είμαι σίγουρος πως ο λόγος της δεν θα είχε ίχνος αμεροληψίας.

Η Νταίζη δεν πήγε στο ραντεβού της κρεβατοκάμαρας. Σίγουρα όμως αυτό που ακολούθησε είχε να κάνει και μ’ αυτό. Ενώ δεν ήταν προγραμματισμένο, ανακοινώθηκε σχεδόν μονολεκτικά κι αυτό δια στόματος μιας θείας του Στέλιου, ότι τα παιδιά θα παταχτούν μέχρι τη χώρα για να γλεντήσουν λίγο. Φυσικά μέσα στην ομάδα των παιδιών δεν προσκλήθηκαν τα παιδιά της Αθήνας. Το καράβι άρχισε να μπάζει νερά. Η Λίλα ή Νταίζη ο Ντουράν-Ντουράν, ο Δημήτρης, ακόμα και οι αδιάφοροι στα γεγονότα συνακόλουθοι από την Αθήνα, ήταν φανερό πως διακατέχονταν πια από ανησυχία. Άρχισαν μάλιστα να γυρεύουν πληροφορίες για την ώρα αναχωρήσεως του πρωινού πλοίου. Αυτό το ξαφνικό bachelor party ήταν που σηματοδότησε την αρχή του κακού. Ακόμα και η Νταίζη που μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζε πως είχε δεμένο καλά το γάιδαρο της από το φουστάνι, άρχισε ν’ αναρωτιέται. Αλλά ακόμα και τώρα, όπως πάντα δηλαδή, προς τη λάθος κατεύθυνση. Αν είναι δυνατόν να δώσει χρήσιμες συμβουλές ο Δημήτρης τέτοια ώρα.
- Έλα Τούλα. Άκουσε κορίτσι μου, κατέβα τώρα στη ρεσεψιόν και πέσ' τους να έχουν υπ’ όψιν πως μπορεί να χρειαστούμε κι ένα διπλό δωμάτιο γι απόψε, εντάξει;
Έδωσε αμέσως τις κατευθυντήριες γραμμές ο μεγάλος προστάτης κάνοντας το τηλέφωνο στη γυναίκα μου που ήταν από ώρα στο ξενοδοχείο. Έτσι για να νομίζει η Νταίζη πως δεν είναι μόνη της.
- Μωρέ δεν είσαι καλά, του αντέτεινα εγώ, που θα πάρουμε την κοπέλα από εδώ για να πάμε στο ξενοδοχείο.
- Όχι που θα την αφήσω εδώ, να της πουλάει τσαμπουκά ο γαμπρός, ακόμα δεν την παντρεύτηκε.
- Πάψε ανάθεμα σε που είστε όλοι έτοιμοι για το χειρότερο. Εντάξει ο Στέλιος πήγε στη χώρα να γλεντήσει. Έχει κάθε δικαίωμα να είναι θυμωμένος, θα του περάσει, μη το τραβάτε το σχοινί. Έτσι Νταιζούλα μου. Ήρεμα κούκλα μου.
Η Νταίζη είτε γιατί δεν είχε τι να πει, είτε γιατί είχε κουραστεί και νύσταζε, μάλλον συμφώνησε και ζήτησε από τη μάνα της να τη βοηθήσει να πάει να κοιμηθεί. Ευτυχώς που για λόγους εθίμου η νύφη δεν θα κοιμόταν απόψε με το γαμπρό κι έτσι δεν θα ήταν υποχρεωμένη να υποστεί την επιστροφή του Στέλιου που σίγουρα θα ήταν σουρωμένος. Οι άλλοι μαζέψαμε τα πράγματα μας και πήραμε το δρόμο για τον ξενώνα.

Την επόμενη μέρα, μέρα του γάμου, όλα ξημέρωσαν απλά. Σαν να μην έγινε τίποτα την προηγούμενη. Ο Στέλιος με το πρόσχημα της μέθης κοιμότανε μέχρι τις δώδεκα και κάτι. Η πεθερά με τη νύφη είχαν από το πρωί καταναλώσει από ένα πακέτο τσιγάρα κλωθογυρίζοντας την κουβέντα τους στις πιθανότητες για το τι μέλη γενέσθαι. Θα του περάσει, δεν θα του περάσει, συμπέρασμα δεν έβγαζαν. Κατά τις δυο το μεσημέρι, άρχισε να μαζεύεται κόσμος στο σπίτι και τα κοριτσόπουλα άρχισαν να στρώνουν ένα μεγάλο τραπέζι στην αυλή για φαγητό.
- Καλό σημάδι αυτό, είπε η Λίλα στην κόρη της. Να δεις που όλα θα πάνε καλά. Μη μου στεναχωριέσαι.
- Ναι κι αν δεν πάνε, σιγά τον πολυέλεο
- Σιώπα, σιώπα τώρα κι άιντε να πάμε να κάτσουμε στο τραπέζι. Να ήρθαν και τα παιδιά. Πάμε για να μην είναι μόνοι τους.
Ποιο βουβή συνύπαρξη γάμου δεν έχω ξαναδεί. Όλοι έδειχναν πως το μόνο που τους ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν η απόλαυση του φαγητού. Λες κι έτρωγαν κάτι για πρώτη φορά. Ο μαέστρος σ’ αυτή τη περίεργη ορχήστρα ήταν ο γαμπρός και μόνο αυτός. Όποτε το θυμόταν κι ετούτος, σήκωνε το ποτήρι του κι έλεγε.
- Άιντε στην υγεία μας ρε σεις. Και στους λεύτερους τώρα. Το ΄λεγε αυτό σαν να εξέφραζε απειλή και μετά βυθίζονταν κι αυτός στο πιάτο του με το αρνί και τις πατάτες.
- Στην υγειά σου ρε Στέλιο, η ώρα η καλή. Στην υγεία σου κι εσένα νυφούλα, να μας τον προσέχεις, παίρνεις καλό παιδί.
Λόγια στεγνά, ξύλινα σαν των πολιτικών. Λεγόντουσαν έτσι για να σπάει η ησυχία, αφού ούτε ο αέρας δεν καταδέχονταν να αναδεύσει για λίγο τα φύλλα από τις μουριές και τον ευκάλυπτο που κάλυπταν την αυλή. Από την πλευρά της κουστωδίας της νύφης, η σιωπή των αμνών. Ήταν πλέον φως φανάρι πως αυτό το πράγμα δεν ήταν φυσιολογικό. Και μόνο το ότι σε κανένα νησί της πατρίδας μας δεν γίνεται γάμος χωρίς λαούτα και βιολιά, έβαζε στου καθενός το μυαλό βάσιμες αμφιβολίες για τη συνέχεια αυτού του γάμου. Η Κυρία Λίλα πιο μπασμένη στις κακοτοπιές, από μέσα της έβραζε, αλλά για να καλύψει το κενό της κόρης της που ήξερε μόνο να λέει σαν απειλή (τρείς φορές τουλάχιστον την άκουσα κι εγώ,) πως αν καταλάβει στα σίγουρα πως κάτι παίζεται πίσω από την πλάτη της, τα βροντάει και φεύγει, μοίραζε λοιπόν χαμόγελα δεξιά κι αριστερά. Ο αιώνιος δαίμων του τυπογραφείου κύριος Δημήτρης, ο αγαπητός μου συνεργάτης, που ένας θεός ξέρει πως ακόμα δεν βρέθηκε κανείς να μας κάνει μαύρους στο ξύλο, από τις ηλίθιες συμπεριφορές του, φλερτάριζε και πάλι με την πιθανότητα να συμβεί αυτό, εδώ σε τούτο το γάμο. Αγνοώντας πως δουλειά του ήταν να παίρνει και κανένα πλάνο που και που, είχε στρογγυλοκαθίσει στο τραπέζι και με τις τεράστιες ματάρες του σκόπευε τον κάθε καλεσμένο. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και μετακόμισε στη διπλανή καρέκλα της νύφης, δηλαδή στο στόμα του λύκου. Στη σειρά τώρα έβλεπες, τον Στέλιο, τη Νταίζη και το φίλο μας το Δημητράκη. Ακόμα κι εγώ που πάσχιζα να καλύψω τα κενά κι έκανα πως δούλευα, παίρνοντας κάποια πλάνα, πότε με το βίντεο και πότε φωτογραφικά, σάστισα με τη μυστήρια κι επίφοβη συνύπαρξη και πλησίασα περισσότερο στο τραπέζι γιατί ήθελα να ξέρω από πρώτο χέρι τι θα ειπωθεί εκεί, γιατί ήμουν σίγουρος πως ο φίλος μου δεν πήγε εκεί για πλάκα.
- Πάντως μπαγάσα μας της έσκασες, χθες το βράδυ, απήφθηνε το λόγο προς τον Στέλιο. Και δεν έδωσες σημάδι να έρθουμε κι εμείς για να δούμε πως γλεντάνε οι νησιώτες τα βράδια.
- Εσύ κύριε Δημήτρη είχες υποχρεώσεις πίσω σου.
Άρπαξε την πρώτη μαχαιριά ο φίλος μου, αλλά μάλλον δεν κατάλαβε και ζήτησε διευκρινήσεις.
- Τι υποχρεώσεις δηλαδή;
- Μην ξεχνάς πως είσαι ο επίσημος συνοδός της Λίλας και της Νταίζης, του είπε αινιγματικά, σαν να 'θελε συνάμα να του πει πως τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
- Η Νταίζη δεν χρειάζεται εμένα σαν συνοδό, Η Νταίζη έχει συνοδό εσένα, βρήκε να του ανταπαντήσει αλλά μάλλον άστοχα γιατί απλά ήταν πολύ τετριμμένο για να ‘ναι αληθινό.
- Εμένα θα με έχει από αύριο, αν όλα πάνε καλά, απάντησε με νόημα κι έκανε ν΄ ανάψει τσιγάρο σημάδι πως ήθελε να τελειώνει εδώ η κουβέντα.
Δεν έπιασαν λοιπόν οι διαπραγματευτικές προσπάθειες του Δημήτρη. Και γιατί να πάνε δηλαδή, αφού ο άνθρωπος δεν κάτεχε ντιπ από διπλωματία. Μόνο μαγκιά κι ομορφιά ήξερε να πουλάει κι αυτά περισσότερο στις γυναικούλες. Τέθηκε όμως επί τη ευκαιρία θέμα για συζήτηση. Κάποιος ηλικιωμένος, τράβηξε προς τα μέσα του σπιτιού το γαμπρό, μάλλον για να τον νουθετήσει, αν κρίνω από το στυλ και τους μορφασμούς του ανθρώπου. Η Νταίζη κατσάδιασε τον Δημήτρη και του συνέστησε να μην ανακατεύεται και η κυρία Λίλα ήρθε πιο κοντά να μάθει τα καθέκαστα.
- Τι είπε Νταίζη μου ο Στέλιος είπε τίποτα;
- Τι να πει ρε μάνα. Μας το παίζει άντρας τώρα. Άκου εκεί, αν όλα πάνε καλά.
- Είπε «αν όλα πάνε καλά» και τα φίδια την έζωσαν μέχρι το λαιμό. Αχ!!! Δεν μου έμοιασες μωρέ καθόλου. Με τις βλακείες σου, αφήνεις τη τύχη σου να χαθεί μέσα από τα χέρια σου. Πρόσεχε κακομοίρα μου τις επόμενες στιγμές να πάνε όλα καλά, γιατί θα σε μαδήσω.
- Ε όχι κυρά Λίλα μου. Εγώ εκβιασμούς δεν σηκώνω. Εγώ αν ήθελα να κάνω την πάπια, θα είχα κάνει τρείς γάμους ως τώρα. Κι έδειξε μια απαξίωση για το ότι συμβαίνει γύρω της, λες και τα γεγονότα δεν αφορούσαν τον εαυτό της. Άλλωστε όταν η Νταίζη αποκαλούσε τη μάνα της με το μικρό της όνομα, σήμαινε πως δεν συμφωνούσε με την άποψη της, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα.
- Βρε Δημήτρη, πέσ' της κάτι. Εδώ είναι στραβό το κλίμα, το τρώει και ο γάιδαρος. Είναι κρίμα ρε γαμότω.
Ο Δημήτρης, το 'χε χούι ο κερατάς, όταν διαπίστωνε πως από την άποψη του εξαρτώνται πολλά, έδειχνε μια ολύμπια αδιαφορία και ψιλοφτοίαχνονταν να σε βλέπει να σιγοψήνεσαι στον καημό σου. Κουσούρι που το καλλιεργούσε επιμελώς.
- Εγώ τι να πω. Η Νταίζη παντρεύεται εγώ τι να της πω, μη χάσει το κελεπούρι. Βρε άντε αφήστε με.
Βρε τι έχω πάθει η καψερή. Κοίτα να δεις που θα πετάξει το πουλάκι μέσα από τα χέρια μας.

Για την ώρα τα δυο πουλάκια μας ετοιμάζονταν και στολίζονταν γιατί η ώρα του μυστηρίου κόντευε. Ήρθαν και τα βιολιά και να η νύφη έτοιμη στο κεφαλόσκαλο, για την πεζή πορεία προς την εκκλησιά, έθιμο που ακόμα κρατά στη νησιωτική κυρίως Ελλάδα. Όλα καλά κι όλα ωραία που λέει και το γνωστό τραγούδι. Η παλμοί της κυρίας Λίλας πήραν και πάλι τους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Η Νυφούλα φαίνονταν να χαίρεται το happening, το νυφικό, τα βιολιά, τον κόσμο που την καμάρωνε, γιατί κακά τα ψέματα, από ομορφιά διέθετε αρκετή και τώρα με το νυφικό ήταν σκέτη κουκλίτσα. Η δουλειά η δικιά μου, ήταν να βρίσκομαι στην εκκλησία για να καταγράψω τα στιγμιότυπα από την αναμονή του γαμπρού εκεί. Ο Ντουράν-Ντουράν χρειάστηκε ν’ αποδείξει ότι πράγματι ήταν ο βοηθός του συνεργείου, ακριβός σ’ αυτό το σημείο. Να καλύψει δηλαδή τη διαδρομή της νύφης προς την εκκλησία.
Για ν’ ανέβεις προς την εκκλησία έπρεπε να ανηφορίσεις γύρο στο εκατό σκαλοπάτια. Κάτασπρα βαμμένα για τις ανάγκες του γάμου στολισμένα με κορδέλες άσπρες και ροζ δεξιά κι αριστερά. Τα τρία πλατύσκαλα που μεσολαβούσαν μέχρι την είσοδο στον Αϊ Νικόλα, ήταν στρωμένα με ροδοπέταλα κι έκαναν το τοπίο πραγματικά φανταστικό.
Ο γαμπρός έκανε μόνος του μερικά βήματα μπροστά για να απολαύσει τη σκηνή και ξωπίσω του κι εγώ για να μη χάσω τίποτα από αυτές τις μαγευτικές στιγμές. Συνήθως σε ώρα δουλειάς, τα συναισθήματα του φωτογράφου δεν μπορεί να είναι συγχρονισμένα ανάλογα με ότι συμβαίνει γύρω του. Η κούραση πολλές φορές αλλά και το άγχος της δουλειάς, μας αποστασιοποιεί από τα γεγονότα. Τούτη όμως τη συγκεκριμένη στιγμή, μου 'ρθε από μέσα μου να φωνάξω ζήτω, σαν άκουσα το Στέλιο να μονολογεί.
- Το κέρατο μου μέσα. Είναι Θεά. Δεν είναι ρε φωτογράφε;
- Καταπληκτική του απάντησα μονολεκτικά κι ο νους μου επικεντρώθηκε στο να έχω τις καλύτερες πόζες.
Καλά το λένε λοιπόν πως μια γυναίκα μπορεί να σ’ ανεβάσει στον έβδομο ουρανό ή να σε κατεβάσει στον άδη. Ο Στέλιος μας ακριβώς αυτή τη στιγμή βρίσκονταν στο τέρμα θεού κι είμαι σίγουρος πως από το μυαλό του πρέπει να είχαν κάνει φτερά όλες οι κακές σκέψεις που πιθανά τον απασχόλησαν τις τελευταίες ώρες. Τη στιγμή που ανταμώσανε γαμπρός και νύφη στο τελευταίο κεφαλόσκαλο, αφού προηγούμενα είχε φροντίσει να ενημερώσει τους δικούς του πως δεν θέλει να είναι κανείς δίπλα του, όλοι απολαύσαμε ένα από τα πιο ωραία ερωτικά φιλιά ζευγαριού πριν από το μυστήριο. Ακριβώς τη στιγμή αυτή, ένας ολοστρόγγυλος και κατακόκκινος ήλιος, έλουζε τα κατάξανθα μαλλιά της Νταίζης σαν να ‘ταν συμφωνημένο την συγκεκριμένη ώρα να βρίσκεται εκεί για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για χάρη του ζευγαριού αλλά και του φωτογράφου που είχε απροσδόκητα έναν θαυμάσιο συνεργάτη. Όμως πριν από το φιλί διημείφθη μια μικρή συμφωνία που εκτός από το θεό και το ζευγάρι, είχα την τύχη να ακούσω κι εγώ. Περισσότερο όμως μπέρδεψε τις σκέψεις μου παρά τις απάλυνε αυτό που άκουσα και σκέφτηκα, αν ήταν δυνατόν να το άκουγε αυτό η Λίλα τι συμπέρασμα θα έβγαζε.
- Σήμερα είσαι μια θεά που μ’ έχει μαγέψει. Τι λες μ’ αγαπάς ακόμα; Πριν τελειώσει τη φράση κρατώντας δυο της χέρια σχεδόν από το ύψος του ώμου, την έφερε με δύναμη και πάθος μπροστά από τα χείλη του
- Σ’ αγαπάω βρε χαμένο, κι ήταν αυτό ειπωμένο με τόση χάρη και σκέρτσο που και άγιος ακόμα θα έλειωνε.
- Φίλησε με, της είπε επιτακτικά, σαν γνήσιο αρσενικό που διεκδικεί τη λεία του.
Κι ακολούθησε το φιλί που σας προανέφερα που συνοδεύτηκε από ένα παρατεταμένο χειροκρότημα ιδιαίτερα από εκείνους που γνώριζαν από το σπίτι πως κάτι δεν πάει καλά.

Το μυστήριο ξεκίνησε με το γνωστό αργόσυρτο και βασανιστικό τέμπο των ιερέων της επαρχίας, που δεν μπορούν να επιβάλουν καμία τάξη στους καλεσμένους του γάμου οι οποίοι με τη σειρά τους με τα μουρμουρητά και την ανταλλαγή ασπασμών μεταξύ τους, κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Για να μη κατηγορώ πάντα τον συνεργάτη μου το Δημήτρη, θα ‘λεγα πως έδινε τα ρέστα του για να έχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Μόνο εγώ που είμαι της δουλειάς μπορούσα να το εκτιμήσω αυτό. Είχε αναλάβει τη φωτογράφιση του γάμου κι εγώ το βίντεο. Αντιμετωπίζαμε όμως κατά τη διάρκεια του μυστηρίου πρακτικά προβλήματα ιδιαίτερα λόγω της παρέμβασης μέσα στα πόδια μας άσχετων ανθρώπων που δεν γνώριζαν που έπρεπε να σταθούν. Δόξα το θεό όμως, έμπειροι κι οι δύο μας ένοιωθα πως τα καταφέρναμε μια χαρά. Πολλές φορές εμείς οι φωτογράφοι, προκειμένου να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας και να διορθώσουμε τυχόν λάθος στήσιμο του γαμπρού ή της νύφης ή για να αλλάξουμε όσο μπορούμε τη διάθεση και να τους κάνουμε έστω για μια στιγμή να ξεχάσουν το τρακ, προσπαθούμε με νεύματα, μ’ ένα χαμόγελο ή μια γκριμάτσα. να τους τραβήξουμε την προσοχή. Κάτι τέτοιο θα επιχείρησε ο Δημήτρης προς τη Νταίζη, η οποία έκανε το λάθος ν’ ανταποδώσει με μια εμφανή γκριμάτσα φιλιού με παράλληλο κλείσιμο του ματιού. Ο Στέλιος το αναλήφθηκε αμέσως μιας και τυχαία εκείνη τη στιγμή κοιτούσε προς το μέρος της. Η διάθεση του άλλαξε με μιας. Κάρφωσε πάνω της το βλέμμα του σαν να αναζητούσε να βρει το αδύναμο σημείο της για να την καρφώσει έστω με τη ματιά του. Σιγομουρμούρισε κάτι, αλλά δυστυχώς ακούστηκε κι ήταν σαν να έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα που λένε. που για όλους σημαίνει, τώρα αρχίζει το ματς.
- Τελικά εσύ δεν βάζεις μυαλό με τίποτα. Θα το μετανιώσεις πικρά αυτό. Από εκείνη τη στιγμή δεν την ξανακοίταξε.
«Κι ευθύς ηνιόχθησαν οι ουρανοί, το καταπέτασμα της γης εσείσθη κι έγινε μέγας τρόμος»(Οδ. Ελύτης) Μ’ αυτά τα λόγια του ποιητή θα μπορούσα ν’ αποδώσω καλύτερα την έκφραση της ματιάς του γαμπρού. Το συμβάν ως δια μαγείας, μεταδόθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου σ’ όλο το εκκλησίασμα. Αφού κι ο παπάς πήρε χαμπάρι και την ώρα που διάβαζε το Ευαγγέλιο μια ματιά έριχνε στο ιερό βιβλίο και μια ματιά στο ζευγάρι, εναλλάξ, σαν να περίμενε κάτι να συμβεί και που δεν έπρεπε να χάσει.

Το μυστήριο τέλειωσε σε λίγο, για να πάρουμε όλοι όσοι αγωνιούσαμε την πρώτη δόση που θα μας έφερνε κοντά στη λύση του αινίγματος. Το τυπικό της διαδικασίας λέει πως με το πέρας του μυστηρίου, το ζευγάρι στέκεται σε κάποιον προκαθορισμένο χώρο, για να δεχθεί τις ευχές των καλεσμένων. Εδώ ο Στελάκης αποφάσισε να ρίξει το πρώτο του θανατερό βέλος. Κάνοντας μεταβολή μετά το «Δι ευχών» του παπά, ανακοίνωσε προς τον κόσμο ότι δεν θα γίνουν οι καθιερωμένες χαιρετούρες, αλλά θέλω να σας δω όλους στην πλατεία που θα γίνει το γλέντι. Είναι κανένας που δεν κατάλαβε τι θέλει να πει ο ποιητής; Δε νομίζω. Αποσβολωμένοι όμως όλοι από την είδηση ακολουθήσαμε πειθήνια την προσταγή του Στέλιου. Γρήγορα τα τραπέζια της πλατείας άρχισαν να γεμίζουν. Το μόνο που ήταν άδειο ήταν το λεγόμενο γαμπριάτικο τραπέζι. Από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε διαδοθεί πως το ζευγάρι πήγε στο σπίτι να αλλάξει και θα επιστρέψει σε λίγο. Ακόμα κι εμείς, οι συνδαιτυμόνες της Αθήνας δηλαδή πήραμε την εντολή να μείνουμε στην πλατεία. Ο Στέλιος, η Νταίζη και η Λίλα χώθηκαν γρήγορα σ’ ένα αυτοκίνητο και τράβηξαν για το σπίτι. Μόνο η Λίλα πρόλαβε πριν μπει στο αμάξι να μας πει πως η δουλειά μας τέλειωσε εδώ. Ο γαμπρός δεν θέλει ούτε φωτογραφίες ούτε βίντεο ούτε τίποτα. Αμηχανία και μούδιασμα νοιώσαμε τις πρώτες στιγμές. Ήταν πλέον ηλίου φαεινότερο πως το γλέντι είχε σχολάσει κι όταν πρόωρα σχολάει αυτό, σχολάει και ο γάμος.

Το τελευταίο επεισόδιο του γάμου δεν άργησε να παιχθεί. Προάγγελος του τι θα γίνει, ήταν η βιαστική κίνηση των σερβιτόρων, την ώρα που επέστρεφε στην πλατεία ο Στέλιος η Νταίζη και μαζί καμιά δεκαριά συγγενείς που ακολουθούσαν με σκυφτό κεφάλι, αυτοί, με κινήσεις γρήγορες, χώρισαν το νυφικό τραπέζι στα δύο και φρόντισαν μάλιστα να είναι σχετικά απόμακρα το ένα κομμάτι από το άλλο. Δεν ήταν πλέον περίεργο αυτό που είδαν τα μάτια όλων. Το σόι του γαμπρού κάθισε στο ένα κομμάτι και η Λίλα με τη Νταίζη στην αρχή στο άλλο μισό. Αργότερα μαζεύτηκαν και τα δικά μας κομμάτια του πάζλ, Ντουράν-Ντουράν, ο Δημήτρης, η αφεντιά μου και οι λοιποί.
Η ορχήστρα δεν είχε ακόμα αρχίσει και φαίνονταν καθαρά πως κάτι περίμεναν. Ένας από τους βιολιτζήδες δοκίμασε το μικρόφωνο το οποίο και παρέδωσε στα χέρια του γαμπρού.
- Φίλες και φίλοι, κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ όλους που μου κάνατε την τιμή να βρίσκεστε απόψε μαζί μου. Δεν θέλω να σας πω πολλά, υπεκφυγές και αηδίες, αλλά όπως θα έχετε ίσως κάποιοι διαπιστώσει αυτός ο γάμος έμελε να κρατήσει ως εδώ. Από εδώ και πέρα απλά γλεντάμε, και θέλω να ευχαριστηθείτε ένα γνήσιο παραδοσιακό νησιώτικο γλέντι. Σαν γνήσιοι και φιλόξενοι νησιώτες θα παραχωρήσουμε τη θέση μας για χορό, στους καλεσμένους μας. Καλή μας διασκέδαση.
Και το πρώτο τραγούδι της ορχήστρας άρχισε ν’ αντηχεί δυνατά στην πλατεία. Τώρα τυχαία, ή επίτηδες ο πρώτος σκοπός ήταν το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι «Να σ’ αγαπώ ήντα ‘θελα» κι από μικροφώνου ο τραγουδιστής κάλεσε την παρέα της Λίλας και της Νταίζης να σύρουν πρώτοι το χορό. Τώρα όποιος θα στοιχημάτιζε πως η πρόσκληση για χορό δεν θα εύρισκε ανταπόκριση θα έχανε. Μόνο εγώ και η γυναίκα μου μείναμε εμβρόντητοι από αυτό που είδαμε. Όλοι πλην ημών σαν καλοκαρδισμένα στρατιωτάκια βρέθηκαν στο κέντρο του χορού για να φέρουνε τις βόλτες τους. Το υπόλοιπο του γλεντιού το άκουγα αναγκαστικά από το ανοιχτό παράθυρο του ξενώνα που φτάσαμε μετά τη ηρωική έξοδο του γαμπρού γιατί δεν ήταν δυνατόν να συνυπάρχω άλλο σ’ αυτή την απαίσια έκφανση μιας ιστορίας που ξεκίνησε τόσο ρομαντικά, αλλά κατέληξε σε παρωδία μάλλον για ασήμαντη αφορμή αφού η αιτία ήταν μια η πιθανότητα μιας πράξης που ανάγονταν στο παρελθόν και μια γκριμάτσα την ώρα του γάμου που σίγουρα δεν περιείχε κανένα υπονοούμενο.

ΥΓ
Το κείμενο αυτό γράφτηκε δια πυρός και σιδήρου αφου τα γεγονότα που βιώνω τον τελευταίο καιρό με έχουν τσακίσει.

Αύγουστος 2011

3 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Μυαλό καθόλου η κυρία... αχ τι να πω δεν ξέρω. Ίσως υπονοούμενο να μην υπήρχε από την μεριά του Δημητράκη αλλά από εκείνη... αχ πες τα Κωνσταντίνε μου να μαθαίνουμε. Εγώ άλλωστε να παντρευτώ δεν θέλω :P Τέτοια όμως δεν θα κάνω!!

Unknown είπε...

Κωνσταντίνε μου,
απορώ με τον Δημητράκη Σου ..

Λυγάμε αλλά δεν τσακίζουμε ..

Αύγουστος ήταν και πέρασε ή .. θα περάσει

την αγάπη μου

Κωνσταντίνος Μαντζούρης είπε...

@Sweet truth!
Είπαμε δεν είναι έτσι ο κανόνας, αλλά ζούν κι αυτοί οι άνθρωποι ανάμεσά μας. Ας τους δούμε ως παράδειγμα προς αποφυγή.....
και τα δεν παντρεύομαι μας τα είπαν κι άλλοι.

Να πούμε αντίο στο καλοκαίρι, ή την άλλη φορά;

@meggie
Ο Δημητράκης μου ήταν αναγκαίο κακό στη ζωή μου γιατί μου έμαθε τη δουλειά.
Η ιδιομορφία του σαν χαρακτήρας ήταν που τον έκανε πρωταγωνιστή στα διάφορα γεγονότα.

Ευτυχώς που υπάρχει κι ο Δημητράκης με τις ιστορίεςτ του για ν' απασχολείται το μυαλό και να μην βλέπει πως πέρασαν τα καλοκαίρια.

Σ' ευχαριστώ που είσαι κοντά μου πάντα με τον καλό σου το λόγο.
Ας μη ζηλέψει η άλλη μου φίλη. Ισχιει και γι αυτή.

Σας φιλώ και να περνάτε καλά.