Από καιρό με
προκαλούσε ένα βιβλίο που βγήκε στην επικαιρότητα από γνωστό Έλληνα δημιουργό,
που έχει σαν θέμα την κατάθλιψη. (το όνομα δεν θέλω να το αναφέρω, όχι υποτιμώντας
το άτομο, ούτε την αξία του βιβλίου του αλλά να δεν θέλω μπλεξίματα με
αντιπαραθέσεις) Περισσότερο δε αντέδρασα σαν έτυχε να δω και δυο συνεντεύξεις
του στα ΜΜΕ. Δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τον άνθρωπο, ούτε κι έχω διαβάσει το
βιβλίο του. Απλά τα λεγόμενά του με ξένισαν από λίγο έως αρκετά κι αυτά και
μόνο με αυτά θα ΄θελα να αντιπαρατεθώ γιατί πιστεύω πως με κριτήριο τις
προσωπικές του εικόνες, δίνει λαθεμένες συμβουλές γιατί δεν εκτιμά άλλες
παραμέτρους πέρα από τις δικές του και βλέπει την υπόθεση μονοδιάστατα.
Εγώ πάλη, με
τη σειρά μου, δεν είμαι και κανένας ειδικός που θα αποκαταστήσει την τάξη και
θα εξετάσει το ζήτημα σφαιρικά και διεξοδικά. Απλά την άποψη μου θέλω να
καταθέσω για να επισημάνω πως υπάρχουν κι άλλες παράμετροι που πρέπει να
λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του σαν εξετάζει αυτό το τέρας της κατάθλιψης. Τηρουμένων
των αναλογιών βεβαίως γιατί δεν πρόκειται να γραφεί κανα καινούργιο σύγγραμμα.
Μέσα σε λίγες γραμμές θα προσπαθήσω να μεταφέρω κι εγώ τις δικές μου απόψεις.
Ομοιοπαθής κι
εγώ, σχεδόν δέκα χρονάκια κι απ’ το πενήντα μου, άρχισα τα σούρτα φέρτα με
γιατρούς, ψυχοφάρμακα και νοσηλείες.
-
Μη στεναχωριέσαι, μου είπε η σύντροφος μου σαν
πήραμε την πρώτη επίσημη γνωμάτευση. Κανείς δεν πέθανε από αυτή την πάθηση.
Προσπάθησε να το διασκεδάσει χαριτολογώντας.
Ναι κανείς.
Αλλά εγώ από εκείνη την ημέρα, μόνο προβλήματα απέκτησα. Προσέξτε, όχι ιατρικής
φύσεως, αλλά ανθρώπινα, προσωπικά, κοινωνικά. Παράπλευρες απώλειες ένεκα της
πάθησης αυτής. Μαζί δε με μια άλλη πάθηση που δυστυχώς είχα την τύχη γνωρίσω καλά κι αυτή ως πάσχων, (φυματίωση στα
εικοσιένα μου χρόνια) θεωρώ πως είναι από τις πιο ύπουλες περιπτώσεις που ο
καλός θεούλης αποφάσισε να μου φορτώσει ως κάματο στη ζωή μου. Πολλές φορές,
μεταξύ σοβαρού κι αστείου λέω στους δικούς μου πως θα προτιμούσα να είχα μια
πάθηση που έχει απτά τα σημάδια της ύπαρξης της, παρά αυτές τις δυο που μου
έτυχαν κι έπρεπε, σε σημείο που έχω βαρεθεί πλέον, να απολογούμαι και να εξηγώ
για να πείσω από τι πάσχω, γιατί αν δεν τα καταφέρω, κινδυνεύω να θεωρηθώ ο κατά
φαντασίαν ασθενής, ο μίρλας, ο κλάψας, φύση απαισιόδοξος κι εν τέλει ο βαρετός
της παρέας.
Να λοιπόν το
σοβαρότερο «αμάρτημα αυτής της αρρώστιας. Η αμφισβήτηση από τον περίγυρο. Μόνο σ’ αυτές τις λίγες
γραμμούλες θα αναφερθώ ξανά στην αντίθετη άποψη που έχω με τον επώνυμο κύριο. Μετά
θα αναφερθώ σ’ ότι εγώ νομίζω πως συμβαίνει, χωρίς να σημαίνει ντε και καλά πως
τα πάντα σχετίζονται ως αντίθετη άποψη στις απόψεις του εν λόγω βιβλίου.
Η αμφισβήτηση λοιπόν είναι η νούμερο ένα εξωγενής απειλή του πάσχοντος. Σχεδόν
κανείς δεν θα τον πιστέψει ότι πάσχει. Μπορεί αυτό να του προκύψει ακόμα κι από
το συγγενικό του περιβάλλον. Βέβαια ο συγγραφέας
που αναφερθήκαμε δεν νομίζω να το ένοιωσε αυτό, γιατί ποιος θα τολμήσει ν’
αντιπαρατεθεί με τον προϊστάμενο του. Να του πει ο υφιστάμενος τι; Δεν μας
αφήνεις ήσυχους ρε; Αφεντικό ήταν κι αν δεν είχε διάθεση για δουλειά ή την
παράταγε ή την ανέθετε σ’ άλλον. Άνοιγε το παράθυρο στο γραφείο του για να
πάρει αέρα κι αν δεν αισθάνονταν καλά, έπαιρνε το καπελάκι του και πήγαινε να
φάει ψάρι στο Τουρκολίμανο. Οι δικοί του άνθρωποι (δεν ξέρω βέβαια και την
οικογενειακή του κατάσταση) όταν θα αντιλήφθηκαν πως κάτι συμβαίνει σίγουρα θα ανησύχησαν
γιατί σαν αξιόλογος κι επιτυχημένος επιχειρηματίας (καρατσεκαρισμένο αυτό χωρίς
ειρωνείες, το καλό να λέγεται και μπράβο του επί τη ευκαιρία) θα ήταν προφανώς
ο πυλώνας στήριξης της οικογενειακής του οικονομίας και ευημερίας. Δεν αφήνουμε
λοιπόν τους πυλώνες να καταρρεύσουν; Δήλωσε άρρωστος; Να οι καλύτεροι γιατροί
και οι θεραπείες. Δήλωσε ότι απαλλάχθηκε από το τέρας; Όλοι τον καλωσόρισαν
στον κόσμο των υγειών και οι συνεντεύξεις να δίνουν και να παίρνουν. Αμ δεν
είναι για όλους έτσι τα πράγματα φίλε μου.
Όταν πριν δέκα
χρόνια, άρχισε να με επισκέπτεται κι εμένα το τέρας, όπως το αποκαλείς εσύ (εγώ
δεν θα το ξαναφέρω έτσι γιατί δεν έχω την πατρότητα της έμπνευσης), άρχισαν να
με ζώνουν τα φίδια. Και τώρα πως καλύπτουμε τη μειωμένη απόδοση στη δουλειά;
Παρ’ ότι Δημόσιος υπάλληλος, έπρεπε οι υποχρεώσεις να βγουν. Σαν ταμίας της
υπηρεσίας που συναλλάσσονταν με κόσμο, δεν μου έδινε κανείς το δικαίωμα ούτε
καν να χρονοτριβήσω. Έβγαλα τη μπέμπελη μέχρι ν’ απαλλαγώ κι αυτό όχι γιατί με
λυπήθηκε κανείς. Αντίθετα, κεραυνούς εξαπέλυε ο ακατανόμαστος (ούτε το όνομά
δεν θέλω να αναφέρω του εν λόγω κυρίου, πολιτικού προϊστάμενου της υπηρεσίας
μου) Κάποια μέρα με πήγαν σχεδόν σηκωτό στο Αρεταίειο Νοσοκομείο. Τις αναρρωτικές
άδειες που πήρα στη συνέχεια από τότε τις πλήρωσα πολύ ακριβά. Όταν κάποτε
επέστρεψα στα καθήκοντά μου, φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για ευνοϊκή
συμπεριφορά. Έφτυσα το γάλα της μάνας μου. Κι όλα αυτά γιατί όλα έδειχναν
μακροσκοπικά βέβαια, πως χαίρω άκρας υγείας. Να λοιπόν η πρώτη αμφισβήτηση που
σας έλεγα και ήταν φυσικό αφού δεν ήμουν ο κάποιος για να τους πω «άντε πάγαινε
παραπέρα ρε»
Η εξάμηνη
νοσηλεία ήταν η μόνη περίοδος που δεν είχα κανένα διάολο πάνω από το κεφάλι
μου. Είχα βρει εκεί την ηρεμία μου. Μετά όμως φαίνεται πως ξεχάστηκε η πάθησή
μου. Αφού βγήκα από το νοσοκομείο μάλλον καλά θα πρέπει να είμαι. Ναι ήμουν καλύτερα.
Πως όμως; Με φαρμακευτική αγωγή.
Αχ αυτά τα φάρμακα. Τώρα τι να σας πω. Τι ζημιά κάνουν τον πρώτο καιρό μέχρι ο
μεταβολισμός σου να βρει το δρόμο του και τα φάρμακα να επιτελέσουν το δικό
τους έργο; Καταστροφή. Αυτά τα καλά φαρμακάκια λοιπόν το πρώτο που επιτυγχάνουν
είναι η καταστολή. Κι όταν λέμε καταστολή, παίρνει σβάρνα πολλά μαζί.
Σεξουαλική απραξία, νωχέλεια, άρνηση για αρκετά πράγματα. Να είσαι,
παραδείγματός χάριν, σε τροχόσπιτο και να κοιμάσαι σχεδόν όλη μέρα, είκοσι
μέτρα από τη θάλασσα και να μην έχεις διάθεση να κάνεις μπάνιο. Το ζήτημα δεν
είναι το μπάνιο που χάθηκε. Η έκδηλη νωθρότητα που είχα λόγω της όψιμης
φαρμακευτικής αγωγής, άρχισε ν’ αυξάνει σιγά σιγά τη μουρμούρα της συντρόφου
μου που κατέληγε με τη γνωστή επωδό σαν προτροπή αντί άλλης βοήθειας «πάρτο αλλιώς
γιατί θα βρεις» Και μ’ αυτό το παιδικό μάλωμα νόμιζε η δόλια πως με βοηθάει να αναστηλωθώ.
Που να γνωρίζει τώρα ο καθένας τι δουλειά κάνουν τα ψυχοφάρμακα. Σαν πως κι εγώ
τα γνώριζα; Στην πράξη τα έμαθα. Όλοι νομίζουν πως με τα φάρμακα γενικά τα
παίρνεις και σε κάνουν καλά. Υπάρχουν βέβαια και οι γνωστές εξαιρέσεις με τις
ανίατες ασθένειες. Εδώ όμως το πράγμα έχει αλοιώς. Ο πρώτος στόχος των
ψυχοφαρμάκων δεν είναι για να σε γιατρέψουν, αλλά για να καταστήλουν τάσεις (κι
ας μην επεκταθούμε τώρα σε ιατρικό επίπεδο.) Αυτή η αιτία είναι που σε πρώτο
στάδιο σε κάνει νωθρό κι αυτή μου τη νωθρότητα έμελε να την πληρώσω ακριβά.
Εδώ είναι που εισέρχεται
ένας άλλος εξωγενής αρνητικός παράγοντας. Οι
φίλοι κι ο κοινωνικός περίγυρος. Επειδή είμαι φύση πεισματάρης και δεν
καταθέτω εύκολα τα όπλα, ούτε και φημίζομαι για διπλωματικός τύπος, σε συναθροίσεις
φίλων, έδινα τη μάχη μέχρι τέλους για να αντισταθώ στις φραστικές τους
επιθέσεις, ένεκα της αμφισβήτησης που λέγαμε, γιατί όλοι, σχεδόν όλοι, μου
απέδιδαν τον τίτλο του κατά φαντασία ασθενή, που εκμεταλλεύομαι στο έπακρο, όχι
την ασθένεια μου, που δεν την παραδέχονταν ούτως ή άλλως, αλλά την καλή μου
γυναικούλα που μου προσφέρει η χαζή, τα πάντα στο χέρι. Έτσι σιγά σιγά ή εγώ
έδιωξα αρκετούς από τους φίλους μου γιατί τους βαρέθηκα, ή αρκετοί από αυτούς, φρόντισαν
να μου γυρίσουν την πλάτη και ν’ απομείνω μόνος και μαγκούφης μέσα σε τέσσερεις
τοίχους. Η αφάνταστη επιχειρηματολογία τους για το περί δικαίου αίσθημα δεν
έλεγε να κοπάσει. Πάνω απ’ όλα ο καθωσπρεπισμός. «Δεν κάνεις καλά εδώ» «Δεν τα
βλέπεις σωστά εκεί» «Δεν έχουν έτσι τα πράγματα», όλα αυτά με έπνιγαν σαν θηλιά
στο λαιμό. Ανοχή κι ελαστικότητα καμία. Άτεγκτοι και σκληροπυρηνικοί. Μπορεί να
είχαν δίκιο σε πολλά, δε λέω, αλλά, όπως συνηθίζω εγώ να απαντώ, δεν μπορεί να
απαιτείς από έναν κουτσό να τρέξει τα εκατό μέτρα σε δέκα δευτερόλεπτα. Σε όλα
υπάρχει ένα αλλά.
Από το «όσα
παίρνει ο άνεμος» δεν ξέφυγαν δυστυχώς ούτε τα παιδιά μου, τα οποία μπορεί να
επικαλούνται άλλους λόγους που τους ανάγκασε να κόψουν μυρωμένα ρόδα,
ευθύνονται όμως γιατί στη δεδομένη στιγμή, δεν κερνάς με τέτοιο ποτήρι ένα
καταθλιπτικό άτομο και μάλιστα όταν αυτό το άτομο τυγχάνει να είναι ο γονιός
σου. Όλοι ξέρουμε σε τέτοιες περιπτώσεις πως το πρώτο θεραπευτικό φάρμακο είναι
οι υγιείς και ανθρώπινες σχέσεις κι όχι αυτό καθ’ εαυτό το σκεύασμα. Ας
όψονται.
Μερικοί
επικαλούνται πως με την αναγκαστική εσωστρέφεια,
που βιώνεις λόγω της πάθησης, σου δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσεις καλύτερα τον
εαυτό σου και μέσα από αυτή τη γνώση, θα βρεις τη δύναμη τελικά να
ορθοποδήσεις. Δουλευόμαστε; Τι απαντήσεις να δώσει μια λαβωμένη ψυχή; Ισα ίσα.
Εγώ πιστεύω πως πιθανά έφτασε ως εδώ γιατί δεν υπήρχαν απαντήσεις προγενέστερα.
Τώρα θα βρει άκρη, ανήμπορος όπως είναι; Αυτή η εσωστρέφεια είναι που σου
ραγίζει την ψυχή. Μέχρι χθες δεν το έκανες, όπως δεν το κάνουμε σχεδόν όλοι
μας. Έχοντας μπει για τα καλά στο ποτάμι της ζωής, η μόνη μας έννοια είναι ο
αγώνας για την επιβίωση που αποσπά την προσοχή μας τον περισσότερο χρόνο. Κι
έτσι ανεκπαίδευτοι όπως είμαστε στην περισυλλογή, αρχίζουμε να διαπιστώνουμε
απουσίες. Είμαστε που είμαστε λόγω της πάθησης πιο ευάλωτοι στο συναισθηματικό
τομέα, τα πρώτα μεγάλα «Γιατί» γιγαντώνονται μέσα μας κι αρχίζει η απογοήτευση.
Στα τόσα χρόνια που παλεύω μ’ αυτή την πάθηση, δεν συμφώνησε κανείς στην
ερμηνεία αυτής της έννοιας. Τι θα πει κατάθλιψη; Για να βρω επιτέλους έναν
κοινό τόπο συνεννόησης, ανοχής κι εν τέλει, αποδοχής. Για να νοιώσω επιτέλους
πως ο ένας δικός μου άνθρωπος με ακούει, με καταλαβαίνει κι έχει διάθεση να με
βοηθήσει. Τι θα πει κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη μπορεί
να πει κανείς πως είναι η αιτία που σε κάνει να αισθάνεσαι λυπημένος, δυστυχισμένος,
άκεφος, μελαγχολικός, πεσμένος ψυχολογικά ή στις "μαύρες" σου. Οι
περισσότεροι νιώθουμε έτσι σε κάποια περίοδο της ζωής μας.
Η κλινική κατάθλιψη όμως (που
χρήζει ιατρικής παρακολούθησης) είναι μια διαταραχή της διάθεσης, στην οποία τα
συναισθήματα λύπης, απώλειας, θυμού ή απογοήτευσης παρεμβαίνουν στην
καθημερινότητα για μακρά χρονική
περίοδο.
Υποσημείωσα
επίτηδες την αρχή των δυο παραγράφων γιατί. Καλοθελητές κι απαίδευτοι, συγχέουν
τη διαφορά της μιας περίπτωσης από την άλλη γι αυτό και «τυραννούν» με την επιχειρηματολογία
τους τον πάσχοντα καταθλιπτικό. Φράσεις όπως «κι εγώ αισθάνομαι έτσι αλλά το
ξεπέρασα» «Μου έδωσε κι εμένα ένας γιατρός φάρμακα άλλα τα πέταξα και βρήκα ξανά
το δρόμο μου» «Τι να κάνουμε τώρα, πέρασα κι εγώ αυτά που μου διηγείσαι εσύ,
αλλά δεν αντέδρασα έτσι» κι άλλα πολλά παρεμφερή, ήταν συχνά οι αιτίες που στο
άκουσμά τους από δικούς μου ανθρώπους, ήθελα, ένοιωθα εκείνη τη στιγμή, ν’
αρχίσω να τρέχω για να μην τους ακούω άλλο. Ο καταθλιπτικός, δεν ζει στο
κρεβάτι του πόνου, εκεί που συνήθως όλοι υποκλινόμαστε και συμπάσχοντας με τον
άνθρωπό μας, εφαρμόζουμε τον άγραφο νόμο πως «στο σπίτι του κρεμασμένου, δεν
μιλάνε για σχοινί» Ο καταθλιπτικός έχει την ατυχία να ζει ανάμεσά μας κάτι που
τον φέρνει στο ίδιο επίπεδο με όλους τους γύρω του. Από δεινή θέση λοιπόν, εισπράττει
κι αυτός κάθε αρνητική επιρροή από τον περιβάλλοντα χώρο και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η διαφορά είναι στο φιλτράρισμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ο ένας διαθέτει
τα κατάλληλα φίλτρα απαραίτητα για την άμυνα του οργανισμού του κι ο άλος, ο καταθλιπτικός,
όχι μόνο δεν μπορεί ν’ αντιπαρέλθει τις καταστάσεις, αντίθετα, επηρεάζεται
άμεσα απ’ αυτές κι επιβαρύνει περισσότερο την κλινική του κατάσταση.
Μια άλλη
βασική παράμετρος που επηρεάζει αρνητικά ένα καταθλιπτικό άτομο, είναι το οικονομικό. Στην αρχή, αν οι
δυνατότητές του είναι περιορισμένες, φίδι που τον έφαγε. Στο Δημόσιο φορέα
υγείας, δεν θα συναντήσει και ότι καλύτερο για να απευθυνθεί με σιγουριά για
μόνιμη ιατρική φροντίδα. Πιθανότατα να προστρέξει σε ιδιωτικό γιατρό, αλλά το
κόστος εδώ είναι μεγάλο. Και κάτι άλλο. Η πάθηση αυτή θέλει ξεγνοιασιά,
φροντίδα, εκδρομούλες, κι άνευ χρημάτων, μένεις κλεισμένος μέσα στους τέσσερες
τοίχους καλή ώρα σαν κι εμένα τώρα. Τους ιδιωτικούς γιατρούς τους ξέχασα. Τα
φάρμακα που τώρα πια πληρώνουμε συμμετοχή, τα έκοψα σταδιακά, παρ’ ότι η
διάθεση μου μου λέει πως έτσι μόνος δεν θα τα καταφέρω. Όποιος κάτω από τέτοιες
συνθήκες πιστεύει πως θα ξεγλιστρήσει από την κατάθλιψη, πλανάτε πλάνη οικτρά.
Τι δεν σας
είπα. Α, για την κατάθλιψη. Για αυτή καθ εαυτή την πάθηση. Δεν χρειάζεται
νομίζω. Τους σοβαρότερους εχθρούς της, μόλις τους ανάφερα. Είναι ο άνθρωπος και
το χρήμα. Αποκαταστήστε αυτούς τους δύο παράγοντες και η κατάθλιψη κάποια μέρα,
θα πάρει τη βαλιτσούλα της και θα φύγει. Να το ξέρετε πως η κατάθλιψη, μισεί
την ανθρωπιά, και την αγάπη. Γι αυτό και σήμερα, αυτό που βιώνουμε στην Ελλάδα,
αφήνει ανοιχτές κεκρόπορτες, και βρίσκει η ριμάδα η ασθένεια δρόμους να χωθεί
μες τις ψυχές μας. Αντισταθείτε λοιπόν. Απλώστε το χέρι στους δίπλα σας. Κι αν δεν
μπορείτε ν’ αγκαλιάσετε όλο τον κόσμο, κάντε το στον δικό σας άνθρωπο, στον
άνθρωπο του σπιτιού σας.
Μαντζούρης
Κων/νος
Απρίλιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου