ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

13/7/09

Διαβάστε το. Ισως να μη σας τύχη να "ανταμώσετε" ξανά με αυτό το κείμενο. Είναι της Μαρίας Πολυδούρη

  Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ 
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστεί απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!

  Έζησα, τ' ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.

  Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;

  Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;

  Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.

  Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα!

  Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενιά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.

  Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.

  "Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μείς που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν ποια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμιά σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.

  Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κοιτάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είναι τόσο μεγάλος ο καημός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.

  Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια ποιά νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθει η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μείς τα παίρναμε για γκρίνια.

  Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κοιτώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν ποιά μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.

  Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.

Πιστή μεταφορά κειμένου Της Μαρίας Πολυδούρη

Δεν υπάρχουν σχόλια: