ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

21/2/12

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

φωτογραφικά Χρονικά

Προοίμιο

Σήμερα θα σας καταθέσω την τρίτη ιστορία από την ενότητα φωτογραφικά Χρονικά. Οφείλω όμως μια διευκρίνιση. Οι ιστορίες αυτές δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Έχουν σασπένς, κρύβουν ίντριγκες και δολοπλοκίες συμβαίνουν όμως σπάνια και γι αυτό το λόγο γίνονται «είδηση» Γιατί όπως λένε στη γλώσσα της δημοσιογραφίας, είδηση δεν είναι αν ένας ελέφαντας φάει έναν κυνηγό, αλλά εάν ο κυνηγός φάει μια μέρα έναν ελέφαντα.
Οφείλω επίσης να παραδεχθώ πως εκατοντάδες ζευγάρια που παραβρέθηκα στους γάμους τους ήταν χάρμα ομορφιάς σε σημείο να τα καμαρώνω κι εγώ (θα γράψω κάτι αργότερα και γι αυτά τα παιδιά)
Και κάτι ακόμα. Συνήθως μέσα στον κύκλο των πελατών μας αρκετοί ήσαν γνωστοί, παλαιοί συμμαθητές, συγγενείς και φίλοι κι ως εκ τούτου η γνώση πέντε πραγμάτων παραπάνω, από τα προσωπικά τους, με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα το γιατί των πραγμάτων.
Ηθικό δίδαγμα μετά από αυτά; Μη αναθέτετε το γάμος σας σε γνωστό σας φωτογράφο.

Ιστορία 3η
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

Η Φωτεινούλα από το Γυμνάσιο που τη θυμάμαι ήταν αυτό που λέμε πάντα low profile. Δεν ήταν δα και καμιά θεογκόμενα. Μετρίου αναστήματος, καστανή ομιλητική και ανοιχτή στις συζητήσεις με τα αγόρια. Δεν το ‘παιζε δηλαδή και μοιραία, όπως κάποιες άλλες ομορφούλες. Το βιογραφικό της όμως ήταν καταγραμμένο ήδη με αρκετές ιστοριούλες από εφηβικές αμαρτίες, τις οποίες όμως ούτε διαλαλούσε, ούτε τις αρνιόταν. Προσωπικά την είχα σχεδόν ξεχάσει γιαυτό παραξενεύτηκα όταν ήρθε από το πουθενά στο μαγαζί μας για να κλείσει το γάμο της. Το εκτίμησα πολύ που με θυμήθηκε κι έδειξα ιδιαίτερη χαρά. Να που αυτό το απλό κοριτσάκι ήξερε να τιμά τους παλιούς της φίλους.
Ώριμη πια, αλλά αρκούντος συμπαθητική στην εμφάνιση, προβάλει στην είσοδο του μαγαζιού, μ’ ένα χαμόγελο καλά καρφωμένο στα χείλη της, που το κράτησε εκεί μέχρι να διαπιστώσει αν η έκπληξη με την παρουσία της, θα άγγιζε και τον παλιό της συμμαθητή. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ποια είναι αυτή η ευχάριστη φατσούλα που είχα έτσι στο ξαφνικά απέναντί μου. Στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από τη σιωπή, μέχρι το κλασικό «βρε βρε σαν τα μάτια μου τα δυό. Τι κάνεις βρε θηρίο;» η μηχανή του χρόνου έκανε όπως κάνει συνήθως το δικό της φλας μπακ. Το έχετε παρατηρήσει εσείς αυτό; Σε χρόνο μηδέν που λέτε μπορεί να παρελάσουν από το μυαλό χίλια δυο πράγματα. Έτσι για καλωσόρισμα. Ένα φιξάρισμα γεγονότων για να μη μας βρει ο άλλος απροετοίμαστους κι αμήχανους. Το κακό όμως με την περίπτωση που σχολιάζουμε τώρα, η σκηνή που πέρασε από τη λήθη στο σήμερα, έτοιμη να ξεχυθεί εκεί μπροστά μας, και να ‘χω απέναντί μου αυτά τα δυό μικρά αλλά σαγηνευτικά ματάκια της Φωτεινούλας, δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί. Και τι να πεις δηλαδή, «Θυμάσαι βρε Φωτεινούλα εκείνο το πάρτη στο σπίτι του Βαγγέλη που ήταν το φλερτ σου εκείνη την εποχή; Δεν το ‘θελες μου είπες αλλά το φιλί που σου ‘δωσα δεν ήταν καθόλου πεταχτό ούτε στιγμιαίο. Κλείδωσα λοιπόν ξανά στο χρονοντούλαπο την ανάμνηση του φιλιού της και προχώρησα στο τυπικό καλωσόρισμα του συντρόφου της όπως επιβάλλονταν άλλωστε και από επαγγελματικό καθωσπρεπισμό.
Αφού ρυθμίσαμε τα διαδικαστικά του γάμου, χαιρετηθήκαμε με μια αόριστη υπόσχεση πως θα τα ξαναπούμε.

Την επόμενη μέρα κιόλας το πρώτο τηλέφωνο που χτύπησε στο μαγαζί ήταν της Φωτεινούλας. Άφησε στη πάντα τα προσχήματα και με πολύ λίγα λόγια μου ξεκαθάρισε τις προθέσεις της και τι ζητούσε από μένα.
- Θέλω, μου είπε, στο γάμο μου να καλέσω κάποιους παλαιούς συμμαθητές.
- Όπως; Τη ρώτησα με περιέργεια.
Και μου ανάφερε χωρίς να πάρει ανάσα τέσσερα ονόματα στη σειρά. Τον Τάσο, το Φώτη, τον Κολοτούμπα, έτσι τον θυμόταν χωρίς το πραγματικό του όνομα και τον Βαγγέλη. Μόλις άκουσα το όνομα Βεγγέλης παραξενεύτηκα και οι πρώτοι «ψήλοι στ’ αυτιά», άρχισαν να κόβουν τις βόλτες τους.
- Τι δουλειά έχει ο Βαγγέλης στο γάμο σου;
- Θέλω να φτιάξω ένα χάπενινγκ και ο Βαγγέλης έμαθα ότι έγινε επαγγελματίας και πολύ καλός μπουζουξής.
- Και μόνο γι αυτό τον θέλεις; Ρώτησα αφήνοντας σαφώς πολλά υπονοούμενα.
- Έλα βρε. Μην το πας αλλού. Μα είναι δυνατόν στο γάμο μου;
- Είναι-είναι και μη μου λες εμένα τέτοια γιατί τα μάτια μου έχουν δει πολλά. Τέλος πάντων. Με τους άλλους τι τρέχει;
- Με φέρνεις σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις σου και με κάνεις να ντρέπομαι. Θα σου τα εξηγήσω όλα αλλά πες μου μπορείς να με βοηθήσεις να τους εντοπίσουμε;

Δεν ήταν δύσκολο τελικά. Για τον Βαγγέλη βρήκαμε άκρη από την αδελφή του που έμενε ακόμα στο πατρικό τους σπίτι που μου ήταν γνωστό. Ο Τάσος με το Φώτη εντοπίστηκαν από τον χρυσό οδηγό, αλλά δεν ήταν εύκολη η ανεύρεση του Αντώνη του κολοτούμπα. Ο Αντώνης από μικρός είχε μπλέξει με μικροσυγκροτήματα rock μουσικής σαν κιθαρίστας κι έκτοτε απ’ ότι μαθαίναμε στη γειτονιά, ήταν όπου γης και πατρίς. Μέχρι και στην Ολλανδία έφτασε η χάρη του να παίζει σε μικρά μπαράκια. Επειδή πάντα ισχύει το ρητό που λέει πως ρωτώντας πας στην πόλη, μέσω κοινών γνωστών έμαθα τελικά πως μένει στη Σαλαμίνα παντρεμένος με μια αλλοδαπή.
Με όλους ήρθα προσωπικά σε επικοινωνία για να τους μεταφέρω την πρόσκληση της Φωτεινούλας. Το παράξενο ήταν που κανείς τους δεν την αρνήθηκε, παρ’ ότι τους έβαζε σαν όρο, με ευγενικό τρόπο βέβαια, να μην έχουν μαζί τους συζύγους παιδιά και τέτοια.

Η αίθουσα της δεξίωσης αρκούντος συμπαθητική κι οι καλεσμένοι αρκετοί. Ο γάμος που προηγήθηκε απ’ ότι κουβέντιαζαν πήγε πάρα πολύ καλά. Η νυφούλα τρισχαριτωμένη μέσα στο υπέροχο και μάλλον ακριβό νυφικό της που αντί για κατάλευκο έπαιρνε ανάλογα με το φωτισμό που δέχονταν επάνω του, μια γλυκιά απόχρωση του ροζ. Το ζευγάρι πάντα γελαστό, σημάδι ενός ευτυχισμένου ζευγαριού. Στο Video-Wall της αίθουσας, άρχισε ήδη να προβάλλεται ένα ερασιτεχνικό βίντεο με σκηνές από την εκκλησία την ώρα του μυστηρίου, που πράγματι επαλήθευε τα σχόλια των καλεσμένων. Οι περισσότεροι είχαν είδη πάρει τις θέσεις τους στην αίθουσα και ο δικός μου βιντεολήπτης έπαιρνε κοντινά πλάνα από τους παραβρισκόμενους που προβάλλονταν αυτόματα στο video-wall. Έστω κι αν ζούμε στην Αθήνα, η γειτονιά είναι πάντα γειτονιά. Αρκετές φατσούλες που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν την ενοχλητική παρουσία της κάμερας, είτε για να μη γίνει αισθητή η παρουσία τους αλλά μάλλον κατ’ εμέ, για να μη φανούνε δημόσια τα σημάδια που άφησε ο χρόνος πάνω τους, όλοι πάντως, θύμιζαν ο ένας στον άλλον πως κάπου αυτόν που βλέπουν τον έχουν ξαναδεί. Όταν στο πλάνο εμφανίστηκαν τα τέσσερα πρόσωπα από το γωνιακό τραπέζι εκτός από το ότι κι αυτοί μπορεί να ψιλοέδειχναν γνωστοί, δεν μπορούσε όμως γι αρκετούς να ερμηνευτεί, το για ποιον λόγο ήταν αυτοί προσκεκλημένοι στο γάμο. Εγώ σαν κοινός γνωστός λόγω της επαγγελματικής μου ιδιότητας, άρχισα τάχα μου διακριτικά να δέχομαι αυτές τις περίεργες αλλά καταλυτικές ερωτήσεις του τύπου, «Δε μου λέτε κύριε φωτογράφε, τα παιδιά εκεί πέρα στο βάθος, ποια είναι;» το να απαντούσα πως δεν τους γνωρίζω δεν θα έπειθα γιατί ήταν ξεκάθαρο από τις κινήσεις μου πως ήταν για μένα, αρκετά γνωστοί. Διάλεξα λοιπόν μια στερεότυπη φράση « φίλοι παλιοί είναι, φίλοι» και τους προσπερνούσα.

Οι φίλοι μου λοιπόν με τη σειρά τους έδειχναν να απολαμβάνουν το πάρτυ, και φρόντιζαν επί τούτου να διαχέουν με τις γκριμάτσες τους το μυστήριο της παρουσίας τους. Κάποιες στιγμές μάλιστα την ενίσχυαν, τσουγκρίζοντας με φασαρία τα ποτήρια τους. Με τον ερχομό του ζευγαριού και την όπως πάντα ηχηρή είσοδό του γαμπρού και της νύφης στην αίθουσα, οι τέσσερεις φίλοι μας την υποδέχθηκαν με παρατεταμένο χειροκρότημα εξ ίσου ηχηρό όσο και το εμβατήριο του γάμου.
Το έμπειρο μάτι του φωτογράφου όμως που «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόων έγνων» άρχισε να παρατηρεί τις πρώτες αρρυθμίες στη συμπεριφορές κάποιων ανθρώπων. Διαπίστωσα κατ’ αρχήν πως στον πρώτο χορό του ζευγαριού, η νυφούλα δεν ήταν και τόσο προσηλωμένη στα ματάκια του συντρόφου της ως είθισται τουλάχιστον, αλλά στην κυριολεξία πίσω από την πλάτη του, άλλωστε αυτή τη θέα έχει ένα ζευγάρι που χορεύει αγκαλιαστό, μοίραζε χαμόγελα κάθε φορά που η ματιά της έφτανε ως το τραπέζι στο βάθος της αίθουσας. Και οι ενδιαφερόμενοι σαγηνεμένοι λες από το κάλεσμα της Κίρκης ξεροκατάπιναν ή ρουφούσαν αμήχανα μια γουλιά απ’ το ποτήρι τους. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τουλάχιστον οι πλησιέστεροι, άρχισαν να ψηλαφίζουν το γόρδιο δεσμό με φανερή προσπάθεια να τον λύσουν και μάλλον μερικοί τα κατάφερναν. Ειδικά για το who is who του Βαγγέλη και του Αντωνάκη του κολοτούμπα, είχαν τότε ακουστεί κάτι περισσότερο απ’ αυτά που επιτρέπουν τα προσωπικά δεδομένα να διαρρεύσουν.

Η ώρα έχει προχωρήσει και η μουσική έχει αρπάξει με το έτσι θέλω την προσοχή των καλεσμένων λόγω της έντασης αλλά και λόγω το προσεγμένου προγράμματος που είχε επιμεληθεί ο μαέστρος της, που δεν ήταν άλλος από το φίλο μας τον Βαγγελάκη, πράγμα άγνωστο για όλους σχεδόν μιας και ο ίδιος ο μαέστρος προτίμησε να μη συμμετέχει στο πρόγραμμα.
Πάνω στο τσακίρ κέφι η μουσική σταμάτησε, τα φώτα χαμήλωσαν αρκετά για να ξανανάψουν έντονα όταν στο κέντρο της πίστας ο Βαγγέλης με το μπουζούκι του έπαιζε τις πρώτες νότες από το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Μετά το πρώτο κουπλέ του τραγουδιού, τα κεντρικά φώτα έσβησαν εντελώς, ενώ ταυτόχρονα ο ειδικός συγκεντρωτικός προβολέας του κέντρου, φώτιζε τη μια γωνιά της πίστας πάνω στη φιγούρα του Φώτη, που με το ρυθμό του ζεϊμπέκικου συνέκλινε προς το κέντρο της. Το ίδιο έγινε και με τον Τάσο σε λίγο. Τελικά ο προβολέας εστίασε ολόσωμα στον Βαγγέλη με το μπουζούκι του. Η μέθοδος αυτή για τους μυημένους στη νύχτα, αποσπά την προσοχή του θεατή σε ότι δείχνει το φως, για να μην αντιληφτείς κινήσεις που προετοιμάζονται για τη συνέχεια. Και πια ήταν η συνέχεια. Ο προβολέας να εστιάζει πια μόνο στη Φωτεινούλα και να την ακολουθεί μέχρι το κέντρο της πίστας, πλήρως πια φωταγωγημένη και να παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο χορό, με τους φίλους μας να τη συνοδεύουν με ανάλογα ρυθμικά παλαμάκια. Το σκηνικό άρεσε πολύ δεν λέω. Ο κόσμος το ευχαριστήθηκε. Ακόμα κι ο γαμπρός έτρεξε στο τέλος να συγχαρεί τη Φωτεινούλα αλλά και τα παιδιά.
The show must go on που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι κι όλα μοιάζαν μαγικά. Αυτοί οι περίεργοι όμως που πάντα τους αρέσει να δίνουν απαντήσεις όταν αυτές μοιάζουνε κρυμμένες, άρχισαν να ψάχνουν εντονότερα άκρες για να δικαιολογήσουν το τι ήθελε να πει ο ποιητής με το show και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Στο ίδιο μήκος κύματος έδειχνε και η μαμά της Φωτεινούλας που ως συνήθως κάθε μαμά την ώρα του γάμου κάθε κόρης, μετατρέπετε σε αόρατο φύλακα άγγελο της νύφης για να αποσβήσει κάθε κραδασμό που ήθελε παρουσιαστεί κατά την διάρκεια ενός γάμου. Από ένα απλό άκακο και φυσιολογικό τρακ έως τις πιο σοβαρές περιπτώσεις που η απερισκεψία της νιότης δημιουργήσει. Τι το θελε αυτό η Φωτεινούλα τώρα; Όσο κι αν δεν γνώριζε από την προσωπική ζωή της κόρης της, ήρθαν όλα τώρα κι έδεσαν μες’ το μυαλό της κι από υποψίες έγιναν διαπιστώσεις. Μαύρα φίδια την έζωσαν την καημένη, ειδικά όταν από το τραπέζι που κάθονταν δικοί της συγγενείς, δέχθηκε την πρώτη ερώτηση.
- Καλέ ο Βαγγελάκης δεν ήταν που ερχόταν σπίτι σας και διάβαζαν μαζί με τη Φωτεινούλα;
- Ναι Ναι. Ο Βαγγελάκης. Φίλοι από παιδιά τα δυό τους. Οι καλύτεροι φίλοι.
Σιγά μην έπεισε με την απάντησή της. Τώρα άλλον έπρεπε να πείσει, την κορούλα της. Γι αυτό πήγε όσο πιο διακριτικά μπορούσε κοντά της και της είπε.
- Κόψε αμέσως κάθε ενδιαφέρον προς τους τέσσερεις φίλους που μου κουβάλησες απόψε εδώ και φρόντισε πλάι με τον άντρα σου να ασχοληθείς με οτιδήποτε άλλο, γιατί θα σε καρυδώσω απόψε, εδώ μπροστά στον κόσμο. Και πατώντας της μια γερή τσιμπιά στο μπράτσο, δεν άφησε κανένα περιθώριο στη μικρή ώστε να μην καταλάβει ότι η μαμά έχει αγριέψει κι ότι «τα έχει πάρει στο κρανίο» όπως λένε.
Το μήνυμα μάλλον ελήφθη άμεσα. Η Φωτεινούλα, με όσο νάζι και τσαχπινιά διέθετε, άδραξε τον αντρούλη της που τα έλεγε με μια παρέα συγγενών του και πέρασε στην κεφαλή του χορού αφού έκανε νόημα στην ορχήστρα πως ήθελε πιο ξεσηκωτικά τραγούδια. Για μια ώρα τουλάχιστον δεν ξανακάθισε κάτω. Η μαμά της αντίθετα, θρονιάστηκε σε μια καρέκλα στην άκρη του νυφικού τραπεζιού και καμάρωνε αμήχανα στο πουθενά. Αφού η παρέμβασή της έφερε αποτελέσματα, δεν την ένοιαζε πλέον ούτε ο χορός ούτε το φαγητό ούτε τίποτε άλλο. Το κουαρτέτο της ιστορίας μας αφού έπαψε να αποτελεί το σημείο ενδιαφέροντος στην δεξίωση, τα μάζεψε κι έφυγε, αφού μάταια έψαχναν με τα μάτια να επικοινωνήσουν με τη Φωτεινούλα, για να της δηλώσουν ότι φεύγουν. Εν τέλει ούτε και για μένα δεν έδειξε ενδιαφέρων να χαιρετήσει όταν με είδε ότι άρχισα να μαζεύω τα εργαλεία της δουλειάς μου. Χαιρέτησα όμως με ευχαρίστηση τη μάνα της και της είπα με νόημα
- Συγχαρητήρια, ήταν όλα υπέροχα απόψε κι όλα πήγαν μια χαρά.
- Μένω υπόχρεη, μου ανταπάντησε, γιατί είδα το προσωπικό σου ενδιαφέρων την κατάλληλη στιγμή.
- Να ζήσουν λοιπόν τα παιδάκια σου και σύντομα γιαγιά.
Βγήκα από την αίθουσα με μια σταγόνα αισιοδοξίας γιατί πάντα χαίρομαι να βλέπω στο τέλος μιας βραδιάς γάμου σημάδια ότι πράγματι, όλα θα πάνε καλά.

ΥΓ
Εχω τηνν υποχρέωση αυτή την ιστορία να την αφιερώσω στη φίλη και συνάδελφό μου από το ΤΥΔΚΥ της Λάρισας. Της το έχω υποσχεθεί. Όχι γιατί έχει καμιά σχέση με την ιστορία που σας διηγήθηκα, αλλά να, εδώ που τα λέμε η ηρωίδα έχει κάτι από την δική της γλυκειά τρέλα
Φιλάκια πολλά Βαγγελίτσα μου.

Φεβρουάριος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: