ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

28/4/18

ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΡΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ

ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΡΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
(ΑΦΗΓΗΜΑ)

Σήμερα είχαμε ημιαργία στη δουλειά. Ετσι είναι στο Δημόσιο. Πετάμε τη σκούφια μας για κοπάνα. Σαν πως θα μείνει η παραγωγή στη μέση. Ευκαιρία να βρούμε και αναρτούμε στην κεντρική είσοδο “Εξυπηρέτηση πολιτών για σήμερα μέχρι τις 12.”

Βρίσκομαι στο γραφείο μου κι είμαι έτοιμος να τηλεφωνήσω στη γυναίκα μου και να την ενημερώσω πως σήμερα θα επιστρέψω στο σπίτι νωρίτερα. Πάνω που σήκωσα το ακουστικό, κάτι άστραψε μες το μυαλό μου και με έκανε να ακυρώσω την αρχική μου απόφαση. Γιατί να γυρίσω σπίτι σκέφτηκα; Είκοσι χρόνια τώρα το ίδιο σκηνικό. Χτύπημα κάρτας στις τρεις και το πολύ τρείς και μισή είμαι στο σπίτι. Το τραπέζι στρωμένο, ηθική υποχρέωση της συζύγου προς τον εργαζόμενο σύζυγο μιας και είχαμε την πολυτέλεια να μην είναι απαραίτητο να εργάζεται και η ίδια. Ας είναι καλά οι γονείς μου, που έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, με το συμπάθιο, και έχουμε εμείς σήμερα και σπίτι να μείνουμε αλλά και κανα νοίκι να εισπράττουμε. Ένα τσιγάρο στη βεράντα μετά το φαγητό γιατί στα καθώς πρέπει σπίτια ποτέ δεν καπνίζουμε μέσα μην πάθουνε τίποτα τα κάδρα και η κουρτίνα που ακριβοπληρώσαμε γιατί να πεις για παιδιά ούτε κουβέντα αφού δεν πήγε από θεού να αποκτήσουμε. Ύπνος μετά μέχρι τις έξη και το βραδάκι κλασικά, τηλεορασίτσα καμιά επισκεψούλα ξανά τηλεορασίτσα και νανάκια. 

Δεν ξέρω γιατί όλα αυτά σήμερα μου κάτσαν στο στομάχι κι έπρεπε να εξιλεωθώ χαρίζοντας στον εαυτό μου μια μέρα διαφορετική από τις άλλες. Σαν να θελα να σπάσει το κακό σπυρί, κάνοντας μια μικρή επανάσταση. Σήμερα δεν θα  γυρίσω στο σπίτι νωρίτερα. Σήμερα θα χαρίσω στον εαυτό μου μια βόλτα στην Αθήνα. Αλήθεια πόσα χρόνια είχα να το κάνω. Όσες φορές το πρότεινα στη σύζυγο μου το έβρισκε πολύ ανιαρό και απορρίπτονταν. 

Ήμουν από τους πρώτους που ξεμύτισαν από την υπηρεσία στην οποία εργαζόμουν. Δώδεκα και ένα λεπτό περπατούσα στον δρόμο. Από την οδό Ηπείρου διάλεξα να κατηφορίσω την Αχαρνών. Το βήμα μου ήταν αργό και νωχελικό. Σίγουρα δεν βιαζόμουνα να φτάσω πουθενά. Ευκαιρία ήταν άλλωστε ότι άφηνα ξωπίσω μου βιαστικός τις άλλες μέρες για να προλάβω το χτύπημα της κάρτας, να το δω σήμερα με άλλη ματιά. Σε μια βιτρίνα ενός παλαιού επιπλοποιείου, μαραγκούδικο όπως το έλεγαν παλιά μου τράβηξε την προσοχή μια ξύλινη καρέκλα με κάθισμα από ψαθί. Ο ιδιοκτήτης του που νόμισε πως ήρθε ο πελάτης της ημέρας με καλοδέχτηκε στην πόρτα μένα πλατύ χαμόγελο και με ρώτησε αν θέλω κάτι. Τι να κάνω έκανα πως ενδιαφέρομαι να μάθω την τιμή της. Άρχισε τα παζάρια και με ξενέρωσε. Από τα τριανταπέντε ευρώ το κατέβασε από μόνος του στα είκοσι. Του υποσχέθηκα πως θα το σκεφτώ και ξεκόλλησα. Στο τέλος της Αχαρνών έστριψα δεξιά  προς Μεταξουργείο και σε λίγο βρέθηκα μπροστά από το θέατρο Βέμπο. Και να θελα να προσπεράσω, μια παλιά φωτογραφία σαν να με τράβηξε από το μανίκι. Ίσως να ήταν και από την ίδια την παράσταση που είχα δει  πολλά χρόνια πριν. Μου το είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου με τόσο κομπασμό, σαν να μου χάριζε τον ουρανό με τ´άστρα. Λαϊκή απογευματινή κι ήταν Τετάρτη απόγευμα. Τώρα γιατί σώνει και καλά να έχει και το προσωνύμιο της λέξης “Λαϊκή” δεν το κατάλαβα ποτέ μου. Σήμερα ο όρος εξαφανίστηκε, ίσως γιατί εξαφανίστηκε και η λαϊκή τάξη. Έπαιζε ο Κώστας Χατζηχρήστος. Αυτόν θυμάμαι βασικά αλλά το γέλιο που κάναμε, το θυμάμαι ακόμα. Τι ωραίες εποχές. Η γενιά μου είχε την τύχη να προλάβει τα μεγαλύτερα ονόματα στις τέχνες και στα γράμματα που μεγαλούργησαν μετά τον πόλεμο. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς. Όχι πως δεν υπάρχει θέατρο στις μέρες μας αλλά να εκείνο τον καιρό μπορούσε και η θεία μου να πάει να δει θεατρική παράσταση. Σήμερα η τέχνη έγινε πιο σοφιστικέ, πιο κουλτουριάρικη και δεν αγγίζει τις λαϊκές μάζες, αλλά είπαμε η λαϊκή τάξη έχει πλέον εξαφανιστεί.
Ανεβαίνοντας την Αγ Κωνσταντίνου θυμήθηκα το Αστυνομικό τμήμα που ακόμα λειτουργεί εκεί στο ίδιο σημείο. Υπάρχει κάτι έντονα συγκινησιακό που με συνδέει με αυτή την υπηρεσία. Πολύ μικρός, θα ήμουν γύρω στα δώδεκα με δεκατρία όταν με έφεραν εδώ αφού με συνέλαβαν παρακαλώ στη γύρω περιοχή να πουλάω κουλούρια. Ακριβώς απέναντι υπήρχε μια νεοαναγειρόμενη οικοδομή κι είχε φτιαχτεί μόνο ο σκελετός της. Εκεί μας μάζευαν εμάς τους λαθραίους πωλητές της δεκάρας κι αφού μας κατασχόταν ότι πραμάτεια μας είχε απομείνει, μας άδειαζαν και τις τσέπες με τα χρήματα αφού ήταν κι αυτά προϊόντα του εγκλήματος. Η επιστροφή μου στο Μπραχάμι εννοείται πως έπρεπε να γίνει με τα πόδια αφού στην τσέπη είχε γίνει αφαίμαξη μέχρι δεκάρας. Ακόμα νοιώθω πως περπατάω μετά από αυτή την ξευτίλα που πέρασα. Μα το χειρότερο απ´ όλα και δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω, είναι τα χαστούκια που μου έριξαν. Γιαυτό η μέρα αυτή έχει καταγραφεί στη μνήμη μου σαν μια από τη χειρότερη της ζωής μου κι οι μπάτσοι οι πιο μισητοί εχτροί μου. Αφού μπόρεσαν να χτυπήσουν με τόσο μίσος ένα δωδεκάχρονο βιοπαλαιστή, έχω κι εγώ το δικαίωμα να χαίρομαι άμα τους δω ακόμα και  κρεμασμένους. 

Ευτυχώς που είχα ήδη απομακρυνθεί και είχα φτάσει στο ύψος της Πολυκλινικής. Στ´ αριστερά μου έριξα μια κλεφτή ματιά στην οδό Ζήνωνος που σήμερα απλά είναι ένας από τους πιο κακόφημους δρόμους της περιοχής της Ομόνοιας. Παλιά όμως ερχόμουνα ως εδώ ποδαρόδρομο από την Ακαδημίας που με άφηνε το λεωφορείο του Μπραχαμίου για να πάρω το λεωφορείο του Αγίου Ιεροθέου, για να πάω στο σπίτι του θείου μου του κουλουρά. Στρίβοντας δεξιά ο δρόμος βγάζει στην αγορά της Αθήνας. Εδώ σ´ αυτό το κομμάτι θα συναντήσεις όλες τις φυλές του Ισραήλ που λένε.  Άνθρωποι πολυάσχολοι αλλά και απλά αργόσχολοι οργώνουν τα γύρω σοκάκια. Σήμερα θυμίζει Τσάινα Τάουν αλλά και παλαιότερα, αν αφαιρέσεις τους αλλοδαπούς, το ίδιο χάλι είχε. Πάντοτε μου άρεσε αυτό το ατέλειωτο πήγαινε έλα του κόσμου σ´ αυτή τη γειτονιά. Περίεργος κόσμος με κάτι φάτσες που αλλού δεν θα συναντήσεις. Φτηνή αγορά, φτηνά προϊόντα, ακόμα και οι άνθρωποι φτηνοί, σαν να ήταν ίδιας ποιότητας με τα προϊόντα που πωλούσαν στην περιοχή. Φωνές κορναρίσματα, φασαρία κι αν έμπαινες μέσα στο χώρο της αγοράς το τέλος του πολιτισμού. Μόνιμα το αδιαχώρητο ακόμα και σήμερα που η  κρίση μείωσε την αγοραστική δύναμη. Έμεινε μάλλον το χούι σαν κι εμένα να θέλω να σεργιανάω έτσι χωρίς σκοπό και ν´ ακούω αυτό το πολύβουο μελισσολόι. Το πατσατζίδικο στη μέση της αγοράς ακόμα εκεί. Ο πατσάς βέβαια δεν κοστίζει μια και ογδόντα δραχμές αλλά τα εφτά ευρώ, ε πως να το κάνουμε, είναι πολλά για μια μερίδα ζουμί. 


Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από στιγμή που αποφάσισα αυτή τη μικρή απόδραση στα παλιά. Είπα να πάρω ένα σουβλάκι στην οδό Αθηνάς μιας και το φτιάχνουν με ωραίο κεμπάπ και μπόλικο κρεμμύδι αλλά σκέφτηκα ότι αυτή τη ώρα η γυναίκα μου θα ετοιμάζει το φαγητό της ημέρας. Τι δικαιολογία όμως να της πω άμα δεν έχω όρεξη να φάω; Πρέπει κάπως να δικαιολογηθώ αλλά τι να πω. Και στο κάτω-κάτω γιατί παρακαλώ να απολογηθώ; Και σιγά-σιγά με αφορμή το σουβλάκι ήρθαν και μου φορτώθηκαν κάμποσα και αρκετές σκέψεις που ενοχοποιούσαν τη σημερινή μου απόφαση, να δώσω δηλαδή στη σημερινή τη μέρα μια αλλιώτικη χροιά. Δεν νομίζω πως αδίκησα κανέναν. Ένα μικρό κι αθώο ψέμα θα πω και τίποτε άλλο. Δικαίωμα μου είναι νομίζω σαν ελεύθερος άνθρωπος που είμαι να θέλω να βαφτίσω μια ημέρα από τη ζωή μου, σαν αλλιώτικη από τις άλλες.  Αυτό δεν νομίζω να στερεί από κανέναν, ούτε και από τη γυναίκα μου κανένα δικαίωμα. Αυτή καλά κάνει κι ετοιμάζει αυτή τη στιγμή το φαγητό για το σπίτι. Κι εγώ το πρωί, σηκώθηκα κανονικά και πήγα στη δουλειά μου. Τι δηλαδή κι αν έτυχε να φύγουμε τρείς ώρες νωρίτερα. Θα με κατηγορήσει κανείς γιατί έκλεψα τρείς ώρες από τη δική μου ζωή για να τις χαρίσω πάλη σε μένα; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να γίνει δραγουμάνος στη δική μου τη ζωή; Ναι είμαι παντρεμένος πια κι υπάρχει μια γυναίκα στη ζωή μου. Και πρέπει αυτός ο άνθρωπος να μοιράζεται μαζί μου τις αναμνήσεις μου ακόμα και για το πατσατζίδικο της κεντρικής αγοράς  των Αθηνών; Δεν νομίζω. 
Για κοίτα σκέφτηκα που άρχισαν να με ζώνουνε τύψεις. Άρα η ζωή μας δεν μας ανήκει τελειωτικά. Άπαξ και παραχωρήσαμε μερίδιο συνιδιοκτησίας, λειτουργείς πλέον σαν εταιρεία όπου οι μέτοχοι πρέπει να δίνουν λογαριασμό ο ένας στον άλλον για τα κινήσεις του. Τι ξευτίλα θεέ μου. Και τώρα εγώ που στέκομαι αυτή τη στιγμή στο τέρμα περίπου της οδού Αθηνάς, έξω από ένα παλιό Μοτέλ, τι θα ´πρεπε να πω στη γυναίκα μου. Αγάπη μου εδώ έκανα έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή μου και γουστάρω αφάνταστα να μπω μέσα και να συναντήσω ίσως τη γυναίκα που που χάρισε τις πρώτες γεύσεις του έρωτα; Μοιράζονται αυτά τα πράγματα; Δεν μοιράζονται. Και χωρίς δεύτερη σκέψη βρέθηκα στην είσοδο του Μοτελ. Πίσω από έναν πάγκο, χώρισμα, χώρος υποδοχής ή πέστο όπως θες, ίσα που ξεχώριζε ένα ξανθό γυναικείο κεφάλι. Φαινόταν κουρασμένη γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας. “Ο κύριος;” με ρώτησε μονολεκτικά. Κόμπιασα, σκέφτηκα να κάνω μεταβολή και να φύγω αλλά μου ανέβηκε αυθόρμητα η ερώτηση και την έκανα. “Εδώ πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια δούλευε μια κοπέλα που την έλεγαν Ελπίδα. Ξέρετε ήταν η πρώτη μου φορά και τη θυμάμαι.” “Την Ελπίδα; Τη θυμάσαι καλά;” “Ε τώρα τρόπος του λέγειν, θα μου πείτε όμως;” “Και βέβαια παλληκάρι μου, μπροστά σου είναι. Εγώ είμαι η Ελπίδα. Πέρασαν βλέπεις τα χρόνια κι όπως γίνεται στο ποδόσφαιρο, από παίχτες γίναμε προπονητές, καταλαβαίνεις τι εννοώ.” “Ναι καταλαβαίνω ψέλλισα και σ´ ένα δευτερόλεπτο είχα κάνει τη μεταβολή μου και βρέθηκα στην έξοδο. Η δική μου η έξοδος βρίσκονταν δύο βήματα από τον βρώμικο διάδρομο της Ελπίδας όμως η μοίρα δεν της χάριζε ούτε αυτά τα δύο βήματα. Την καταδίκασε να μαραζώσει εκεί μέσα στη βρωμιά και την ιδρωτίλα του κάθε αρσενικού που δρασκελά αυτό το κατώφλι για έναν πληρωμένο έρωτα. Μ’ αυτές τις σκέψεις κατηφόρισα προς το Μοναστηράκι απολαμβάνοντας τη δική μου ελευθερία διάρκειας τριών ωρών που είπα να χαρίσω σήμερα στον εαυτό μου και να κάνω τη σημερινή μέρα να μην μοιάζει με τις άλλες. Αλήθεια τι είδους πολυτελής προσφορά ήταν αυτή που απολάμβανα σήμερα; Μήπως είμαι στρουθοκάμηλος που κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, μέχρι να ακουστεί το “τέρμα το διάλλειμα, μέσα τα κεφάλια”  Κάτι τέτοιο μάλλον θα συμβαίνει, πανηλήθιε Δημόσιε υπάλληλε και καμώνεσαι πως σήμερα απολαμβάνεις την ελευθερία σου. Ποια ελευθερία σου; Σε μια ώρα από τώρα, τελειώνει η βόλτα της μικρής Λουλούς. Ο κύρης της θα τη βάλει στο παχνί και θα αφαιρέσει το λουρί από το λαιμό.

Μπερδεύτηκα πάλη με τις φιλοσοφίες μου που μόνο τύψεις μου δημιουργούν. Θα κάτσω εδώ σ´ αυτό το μικρό καφέ και θα παραγγείλω ένα ουζάκι. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το στερήσει. Ο δόμος αυτός που είναι γεμάτος με μικρά καφέ πηγαίνει παράλληλα δίπλα από τις γραμμές του ηλεκτρικού μέχρι το Θησείο. Και είναι η μοναδική περίπτωση που το τράκα-τρούκα του συρμού δεν σου δημιουργεί την αίσθηση της φασαρίας. Τι περίεργος συνδυασμός κι αυτός. Από τη μια τα ρετρό καφενεδάκια, και μπροστά ο δρόμος να σφύζει από το σεργιάνι τουριστών. Κάτω από αυτόν σε βάθος δέκα περίπου μέτρων οι γραμμές του τρένου και στην πίσω πλευρά η πολιτιστική μας κληρονομιά, η στοά του Αττάλου. Η γεύση του ούζου μου τόνωσε το ηθικό. Ήλιος φθινοπωρινός στην Αθήνα και ουζάκι κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, μοναδική απόλαυση για πολίτη της Ευρώπης. Κάποια άλλη ύπαρξη φαίνεται πως απολάμβανε το ίδιο με μένα το καφεδάκι της κι έριχνε κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου. Έχει γούστο σκέφτηκα. Αλλά γιατί όχι, η γοητεία ήταν πάντα το ατού μου, δεν την επιδείκνυα όμως τηρώντας τους κανόνες του καλού και πιστού συζύγου. Να όμως που τούτη εδώ ή ύπαρξη ήρθε για να μου τη θυμίσει κι όχι μόνο αλλά να ξεθάψει αναμνήσεις από τις πάμπολλες κατακτήσεις μου στα νιάτα μου που ούτε ο φίλος μου ο Γιάννης δεν το κατάφερνε. Δεν χρειάστηκε να κάνω κάποια κίνηση για να καταλάβει ότι μου αρέσει. Την κίνηση την έκανε μόνη της με μια ερώτηση που μου απήφθηνε μάλλον επίτηδες. “Ο ναός της θεάς Αθηνάς δεν είναι αυτός που βλέπουμε απέναντι.” “Όχι, τσακίστηκα να της απαντήσω. Είναι η στοά του Αττάλου” “Α ναι. Εδώ δεν είναι που έγινε η τελετή για την υπογραφή της εισόδου της Ελλάδας στην νομισματική ένωση;” και κουβέντα στην κουβέντα βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι να της εξηγώ όσα ήξερα για την αρχαία αγορά και τα προπύλαια. Μου εκμυστηρεύτηκε πως βρίσκεται στην Αθήνα παρέα με έναν πολιτιστικό σύλλογο. Αυτή δεν είχε καμία δραστηριότητα μαζί τους γιαυτό ακολουθεί δικό της πρόγραμμα στις εξόδους της και πως θα βρίσκεται εδώ για άλλες τρείς ημέρες. “Φαίνεσαι αξιόλογο άτομο” μου είπε. Πήγε να μου μεταφέρει κάποιες φοβίες που είχε για τέτοιες τυχαίες γνωριμίες αλλά χωρίς πολύ κόπο ομολογώ πως την έπεισα να με εμπιστεύεται απόλυτα. Πλήρωσα εγώ τον λογαριασμό και για τους δύο και κατευθυνθήκαμε προς την Πλάκα, κοντά στη Φιλελλήνων που ήταν το ξενοδοχείο της.  Το βράδυ κανονίσαμε να βγούμε παρέα. Θα την άφηνα εκεί να ξεκουραστεί κι εγώ θα γυρνούσα σπίτι μου να προετοιμαστώ για τη βραδινή μας έξοδο. “Για να δούμε, μου είπε. Θα καταφέρεις όπως λες να με κάνεις να περάσω αξέχαστα στην Αθήνα;”  Η ώρα είχε ήδη στοχεύσει τρείς και μισή και οι παλμοί μου άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Ο ένας λόγος ήταν πως άρχισα να της κρατάω το χέρι από την μέση περίπου της διαδρομής κάτι που δέχτηκε αδιαμαρτύρητα και τρυφερά και ο άλλος πως ούτε στις τέσσερες και μισή δεν με έβλεπα να ξεμπερδεύω κι άλλη μισή ώρα για να γυρίσω σπίτι καλές πέντε. Τι λένε τώρα; Ένοιωθα σαν διερμηνέας που έπρεπε να μεταφράζει σε δύο γλώσσες. Να μιλώ στη Μαριάννα, έτσι την έλεγαν την κοπέλα, με τα καλύτερα λόγια και με το μυαλό μου να φτιάχνω σενάρια που θα δικαιολογούσαν όχι για το τι έγινε από τις δώδεκα που λείπω από το γραφείο αλλά πως θα δικαιολογήσω την επιθυμία μου για νυχτερινή έξοδο. Αποχαιρέτησα τη Μαριάννα με ένα φιλί στο μάγουλο. Ξέρετε τι ήταν αυτό για μένα; Το εισέπραξα σαν τη σφραγίδα που μπαίνει στα διαβατήρια κι επιτρέπει στον κάτοχο του να περάσει ελεύθερα στη χώρα που διάλεξε να επισκεφτεί. Τελικά δεν ήταν μόνο μια μέρα που ήθελα να μη μοιάζει σαν τις άλλες. Τα όμορφα πράγματα είναι σειρήνες που σε γητεύουν από μακριά και σου ζητάνε ν´ αλλάξεις πορεία και να πας κοντά τους ν´ ακούσεις το τραγούδι τους. Στο λεωφορείο που πήρα για το σπίτι κάθε μέτρο που καλύπτονταν και με έφερνε πιο κοντά, μου πλήγωνε την καρδιά. Δεν σκέφτηκα ποτέ μου να απατήσω τη γυναίκα μου κι ούτε ποτέ μάζευα μες το μυαλό μου φτηνές δικαιολογίες για να την κάνω με  ελαφρά πηδηματάκια. Πως τότε έτσι χωρίς περίσκεψη για μια άγνωστη ξανθιά από τη Φλώρινα ήμουν έτοιμος να αθετήσω αυτά που με τόση ευκολία πάλη εξομολογούνται τα ζευγάρια στα προσωπικά τους τετ-α-τετ, περί παντοτινής αγάπης;  Και μέσα σ´ αυτές τις σκέψεις, στο μυαλό μου άρχισε να “παίζει” μια πολύ αγαπημένη μου μελωδία που λέει “que sera sera what ever will be will be” Αλήθεια γιατί άραγε μου άρεσε πάντα αυτό το τραγούδι; μήπως όλα τελικά προϋπάρχουν μέσα μας κι ανάλογα όπως συμβαίνει όταν παίζεις χαρτιά, παίζεις ασφαλώς με τα φύλλα που σου μοιράζουν. Έτσι και στη ζωή την αντιμετωπίζεις σύμφωνα με αυτά που σου προκύπτουν. 

Είμαι στο ασανσέρ κι ανεβαίνω για το διαμέρισμα μας κι ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι θα πω και πως θ´ αντιμετωπίσω την κατάσταση. “what ever will be will be” σκέφτηκα, και μπήκα μέσα. Απόλυτη ησυχία και το πιο περίεργο ήταν πως το τραπέζι στην κουζίνα δεν ήταν στρωμένο. Στάθηκα αμήχανος στο μέρος της κουζίνας. Διαπιστώνω ότι κάτω από τη γυάλινη φρουτιέρα υπήρχε διπλωμένο ένα χαρτί. Το πήρα στα χέρια και έμεινα στήλη άλατος. Δεν χρειάζονταν να το διαβάσω ολόκληρο για να καταλάβω το νόημα του. 

“Σίγουρα θα μου ανάφερες κάποια δικαιολογία για να καλύψεις τη σημερινή σου απουσία. Η ουσία όμως είναι πως η απουσία σου, τουλάχιστον η ψυχική, άρχισε να γίνεται ορατή χρόνια τώρα και δεν σε είδα να κάνεις τίποτα για να το διορθώσεις. Κράτα λοιπόν τις δικαιολογίες σου γιατί όπως και νάναι ψεύτικες θα ήταν, γιατί εγώ από σήμερα αποφάσισα να δώσω άλλο νόημα στις μέρες που θα ‘ρθούν για μένα”

Απρίλιος 2018

Αφιερωμένο στην πιο αγαπητή μου φίλη τη Μαρία

Δεν υπάρχουν σχόλια: