ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

28/4/18

Από τη θεωρεία στην πράξη

Από τη θεωρεία στην πράξη.
(ΑΦΗΓΗΜΑ)

Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Διαμαντής. Πως λέμε πως ο άλλος είχε ταλέντο στη μουσική κι έγινε μεγάλος και τρανός στο είδος του; Ε ο Διαμαντής ήτανε να γίνει έξυπνος. Από μικρός με ότι καταγίνονταν έβρισκε λύσεις. Ας μην υπερβάλουμε όμως. Δεν ήταν ούτε ο Αϊνστάιν, ούτε ο σούπερμαν. Για σταθείτε και μην παίρνετε φόρα.  Αλλοίμονο αν όλοι οι άνθρωποι της γης ήτανε σούπερ, τότε δεν θα τη λέγαμε γη αλλά αιώνιο παράδεισο. Ο Διαμαντής λοιπόν δεν έκανε τίποτε άλλο από το να συνθέτει μεθοδικά το πάζλ της ζωής, να ζει με ανοιχτά τα μάτια και τ´ αυτιά για να αφουγκράζεται τη γνώση και να είναι σε θέση να μπορεί να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Αυτό έκανε απλά και θέλει πολύ δουλειά για να τα καταφέρεις. Δεν σπούδασε, πέρα από το Λύκειο, που κι αυτό νύχτα το έβγαλε και πάλευε για εφτά ολόκληρα χρόνια. Από τη δουλειά στο θρανίο, τι να κάνει αφού οι συνθήκες της ζωής δεν του επέτρεπαν άλλου είδους πολυτέλεια.

Ήταν έφηβος όταν μεσουρανούσαν στην Ελλάδα τα πιο βαριά ονόματα της Λογοτεχνίας. Καζαντζάκης, Λουντέμης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπαδιαμάντης Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κι άλλοι πολλοί που όμοιούς τους δεν ξανάδαμε από τότε. Ότι καλύτερο είχε να της δώσει ο θεός αυτής της χώρας της το έδωσε, για να μη μιλήσουμε τώρα για τους αθάνατους Σωκράτη και Αριστοτέλη και τα άλλα ιερά τέρατα της εποχής τους.  Η αφορμή για ν’ ανταμώσει μαζί τους και να ρουφήξει όπως η μέλισσα τη γύρη, τα πρώτα ψήγματα της  γνώσης και να γίνουν το εφαλτήριο για τις πρώτες του φιλοσοφικές ανησυχίες ήταν ένα τυχαίο περιστατικό που έκανε τον δεκαεξάχρονο Διαμαντή να πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Η πρώτη φιλεναδίτσα που γυρόφερνε, μεγαλύτερη του κάνα δυο χρονάκια αλλά συνηθισμένο πράγμα για νυχτερινό σχολείο οι ηλικίες των μαθητών να είναι δυσανάλογες, απήγγειλε απ μνήμης στίχους του Ρίτσου και συχνά πυκνά έβαζε στην κουβέντα της παραδείγματα από τα βιβλία του Καζαντζάκη. Ο Διαμαντής τι θα έλεγε δηλαδή, ιστορίες για αγρίους ή για τον Παναθηναϊκό. Πήγε το ξενύχτι σύννεφο λοιπόν για να αποκτήσει όσες γνώσεις μπορούσε για να είναι ή να φαίνεται ενήμερος στα λογοτεχνικά. Γιαυτό εκείνα τα χρόνια έλαμπε το άστρο δεκάδων ανθρώπων του λόγου και της τέχνης κι αυτό γιατί υπήρχαν διψασμένοι άνθρωποι ν΄ ακούσουν και να μάθουν, ιδιαίτερα η νέα γενιά. Για χάρη της μορφονιάς όμως, έμαθε και το τσιγάρο, εμ΄ τι ξενέρωτος θα διεκδικούσε τα φιλιά της. Τεκές γινότανε το κουζινάκι που είχε για δωμάτιο του, μιας και δωμάτιο για τα παιδιά ήταν όνειρο απατηλό γι αυτή τη γενιά που μεγάλωσε ένεκα της φτώχειας βολεμένη σε καμαρούλες μια σταλιά.

Ηταν μια σχολή μαθητείας η περιπέτεια αυτή, πώς να το κάνουμε. Οι επόμενες ιστορίες ήταν απλώς τσιλιμουρδήματα, γιατί ήθελε δεν ήθελε, βαρύς έπεφτε ο ίσκιος από την προηγούμενη εμπειρία. Που να ‘ξερε η έρμη η Σουλίτσα ότι σημάδεψε με την παρουσία της μια ολόκληρη ζωή. Μετά από τόσα και τόσα ξενύχτια αναλύοντας το νόημα της ζωής που στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε να κάνει με αγκαλίτσες και φιλάκια αλλά, όπως θα έλεγε με στόμφο κι ο σιορ’ Διονύσιος Σαββόπουλος, «με το τι θέλει να πει ο ποιητής» του έμεινε το κουσούρι της διανόησης και της αναζήτησης κι έκανε τον Διαμαντή να γίνει σκέτο σφουγγάρι που διψούσε για μάθηση. Ακόμα και σήμερα σαράντα χρόνια μετά, εκεί γυροφέρνει ο νους. Στις μυστικές συναντήσεις με τον παιδικό του φίλο τον Γιάννη, σαν άλλη μυστική ομάδα σαν τον κύκλο των χαμένων ποιητών, όταν καταφέρνουν να ξεφύγουν απο την παρουσία των συντρόφων τους, αναπλάθουν συνέχεια και συνέχεια όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που έζησαν, που όσο μικρές κι ασήμαντες κι αν έμοιαζαν τότε, στάθηκαν όμως ικανές να γεμίζουν σήμερα, βράδια ολόκληρα με όνειρα και νοσταλγία.

Αν και η μοίρα δεν τον προίκισε  με βασικά αγαθά, ένα φτωχόπαιδο ήτανε που από τη μέρα που γεννήθηκε στερήθηκε πολλά ώσπου να μεγαλώσει, ακόμα και το φαγητό, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του στάθηκαν κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες που τον βοήθησαν πολύ να ανοίξει τα φτερά του και να κερδίσει τη ζωή. Ο Διαμαντής είχε το χάρισμα της γραφής. Το ανακάλυψε από μικρός. Από το δημοτικό θα έλεγα. Απόρροια της αχαλίνωτης φαντασίας του από τα μικράτα του, όταν επί μέρες, βδομάδες, μήνες, προσπαθούσε να γεμίσει τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του, εκεί στο χωριό που γεννήθηκε, χωρίς παιχνίδια και το βασικότερο χωρίς τη φυσική παρουσία της μάνας ή του πατέρα που ξημεροβραδιάζονταν για την εξασφάλιση του επιούσιου. Εκεί λοιπόν σπούδασε ο Διαμαντής. Εκεί ακόνισε το μικρό του μυαλουδάκι, ταξιδεύοντας. Στην έκτη δημοτικού, μόνιμος κάτοικος πλέον της πρωτεύουσας, αφού το τρένο της ζωής άδειασε τη μισή φτωχολογιά της υπαίθρου και μεταξύ αυτών και την οικογένεια του, στα πέριξ του κλεινού άστεως που ήρθαν να διεκδικήσουν μια καλύτερη μοίρα, ένα τυχαίο περιστατικό που συνέβη στο σχολείο, ήταν αυτό που σημάδεψε τη συγγραφική του καριέρα. Μοιάζει αστείο αυτό που θα σας πω αλλά μάλλον εκεί αποδίδεται η αιτία.

Κάθε χρόνο το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο βράβευε σε κάθε σχολείο με έπαθλο έναν ειδικό κουμπαρά, την καλύτερη έκθεση με θέμα ‘’Το αγαθό της αποταμίευσης’’ Η δική του επιλέχθηκε ως πρώτη. Επειδή όμως γράφτηκε στο σπίτι, ο δάσκαλος είχε την υποψία πως κάτι προφανώς δεν πήγαινε καλά με τον μαθητή του. Δεν έδενε στο μυαλό του πώς αυτό το χωριατόπαιδο που είχε δεν είχε πέντε έξη μήνες στην Αθήνα,   κατάφερε να συντάξει μια τόσο ωραία έκθεση. Αφού του παρέδωσε το βραβείο, για να ικανοποιήσει την περιέργεια του ο δάσκαλος, που μάλλον τον έτρωγε, είπε στα παιδιά να γράψουν, στο σχολείο αυτή τη φορά, μια έκθεση με το ίδιο ακριβώς θέμα. Ο Διαμαντής εδώ τα έκανε θάλασσα. Προσπάθησε ο έρμος να θυμηθεί και να μεταφέρει ότι είχε γράψει προ ημερών και το μόνο που κατάφερε ήταν να φτιάξει μια καρικατούρα που καμιά σχέση δεν είχε με την προηγούμενη βραβευμένη έκθεσή του. Το τι ντροπή ένοιωσε δεν λέγεται όταν του ζητήθηκε να επιστρέψει πίσω τον κουμπαρά ο οποίος και απονεμήθηκε σε άλλον συμμαθητή του την ώρα του μαθήματος. 
Ναι αυτή ήταν η αιτία. Ο Διαμαντής θύμωσε πάρα πολύ. Ήθελε να πάρει το αίμα του πίσω. Τέτοια ντροπή δεν έπρεπε να μείνει αναπάντητη. Από εκείνη την ημέρα, κάθε έκθεση που γράφονταν στο σχολείο, έπρεπε να είναι η εκδίκηση του. Πώς; Απλά έπρεπε να ήταν η καλύτερη και ήταν. Πως το κατάφερνε; Δεν υπάρχει απάντηση. Θα έλεγα, ποιητική αδεία, πως ο καλός θεούλης του χάρισε το μυστικό κλειδί για να μπορεί ο Διαμαντής να ξεκλειδώνει τον απέραντο κόσμο των λέξεων και των εικόνων για να ταξιδεύει μακριά καβάλα στα φτερά της φαντασίας σε κόσμους μαγικούς, πλάθοντας ιστορίες γραμμένες από την πένα του.

Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο ο Διαμαντής ήταν το καμάρι του κάθε φιλόλογου καθηγητή, μέχρι που στις δυο τελευταίες τάξεις είχε αποκτήσει το δικαίωμα (μόνο αυτός) κάθε φορά που είχανε έκθεση, να γράφει ελεύθερα όποιο θέμα επιθυμούσε ο ίδιος και ήταν βέβαια η ατραξιόν της βραδιάς (γιατί βράδυ το τελείωσε το σχολείο ο έρμος, από την αρχή μέχρι το τέλος) όταν την επόμενη εβδομάδα διαβάζονταν και σχολιάζονταν στην τάξη οι εκθέσεις. Μια μέρα (εντάξει βραδιά είπαμε) ο καθηγητής του, θέλοντας να τιμήσει τις επιδόσεις και το ταλέντο του μαθητή του, σκαρφίστηκε κάτι που έκανε το Διαμαντή να απογειωθεί. Τη βραδιά εκείνη θα σχολίαζαν τις εκθέσεις που γράφτηκαν την προηγούμενη βδομάδα. Μπαίνοντας στην τάξη κάλεσε τον Διαμαντή να πλησιάσει στην έδρα κι όταν αυτός βρέθηκε κοντά του απευθύνθηκε προς τους άλλους συμμαθητές και τους ανακοίνωσε πως σήμερα τιμής ένεκεν προς τον συμμαθητή τους, παραχωρεί την έδρα του σε αυτόν κι ο ίδιος για όλη την υπόλοιπη ώρα θα παρακολουθήσει το μάθημα από τη θέση που κάθονταν ο Διαμαντής. Τέτοιους δασκάλους είχαμε εκείνα τα χρόνια κι όχι Δημόσιους υπάλληλους. Η κίνηση αυτή, έστειλε τον Διαμαντή στον Παράδεισο. Εκείνο το βράδυ ήταν σαν να κλείστηκε μια μυστική συμφωνία μεταξύ ενός ονειροπόλου μαθητή και της λογοτεχνίας. Μια συμφωνία που χρόνια τώρα ο Διαμαντής, προσπαθεί να τιμήσει υπηρετώντας την.

Η ενασχόληση του με τον κόσμο των λέξεων πλάτυνε το νου του κι ήταν πλέον φανερό πως αυτό τον βοηθούσε να είναι ξεχωριστός με ότι καταπιάνονταν. Σ’ όλες τις δουλειές που έκανε από μικρός, κέρδιζε αμέσως τη συμπάθεια των εργοδοτών του, γιαυτό πάντα αμείβονταν και με κάτι παραπάνω από άλλους συναδέλφους του.
Έφηβος σχεδόν, έπιασε δουλειά στις οικοδομές. Καμιά ιδέα σχετικά. Ο Μιχάλης, το αφεντικό του, είχε συνεργείο που αναλάμβανε καθαρισμούς μαρμάρων δαπέδου. Την πρώτη μέρα τον πήρε μαζί του για να του δείξει τι ακριβώς είναι η δουλειά που κάνουνε. Με μια ηλεκτρική μηχανή που έμοιαζε με ηλεκτρική σκούπα αλλά βαρέως τύπου και πολλαπλών κιλών, σάρωνε το δάπεδο για να έρθει σε λεία μορφή. Οι κινήσεις όμως πρέπει να ήταν πολύ προσεγμένες γιατί αν έμενε η μηχανή στο ίδιο σημείο παραπάνω δευτερόλεπτα, υπήρχε ο κίνδυνος να δημιουργηθεί λακκούβα στο μάρμαρο κι άντε μετά να το αποκαταστήσεις. Όλη εκείνη την ημέρα ο Διαμαντής δεν έκανε τίποτα, απλά παρατηρούσε. Όταν σχόλασαν του είπε το αφεντικό την επόμενη μέρα να τον περιμένει στο ίδιο σημείο μέχρι να ‘ρθει κι αυτός για να του δείξει περισσότερα πράγματα. Την άλλη μέρα ο Διαμαντής ήταν στην ώρα του. Το αφεντικό του ο Μιχάλης όμως δεν έλεγε να φανεί. Η αναμονή ήταν αφόρητη. Κατά τις εννιά ο Διαμαντής πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έβαλε μπροστά τη μηχανή κι άρχισε να εφαρμόζει όσα παρατήρησε χθες ολόκληρη τη μέρα. Κατά τις τρεις φάνηκε και τ’ αφεντικό. Μόλις αντίκρισε το Διαμαντή να κρατά τη μηχανή και να σαρώνει το δάπεδο, έπιασε το κεφάλι του. Πήγε να τρελαθεί. Με μιας κάνει έτσι και κλείνει τον διακόπτη κι αμέσως μετά πιάνει μια σκούπα για να καθαρίσει το πάτωμα από τη μαρμαρόσκονη για να δει (γιατί ήταν σχεδόν βέβαιος για την καταστροφή) τι απέμεινε όρθιο από αυτή την παρέμβαση. Δεν πίστευαν τα μάτια του με αυτό που έβλεπε. Όλα ήταν άψογα. Καμιά ατέλεια κανένα ψεγάδι. Από την επόμενη μέρα ο Διαμαντής εργάζονταν στο συνεργείο σαν ισότιμος μάστορας και με τον ανάλογο μισθό.

Κάτι τέτοια περιστατικά ή και μερικά άλλη ήσσονος σημασίας έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού. Λειτουργούσαν πάντα σαν εφαλτήριο για να κατακτήσει τη ζωή με ακόμα καλύτερες προοπτικές. Τα μπράβο και οι αναγνώριση των δεξιοτήτων του, σμίλευαν το πείσμα του και την εσωτερική του ανάγκη στο να υπόσχετε στον εαυτό του πως πρέπει να φανεί αντάξιος σε όλους αυτούς που αναγνώριζαν την αξία του. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά περιστατικά που η καταλυτική παρουσία του Διαμαντή σε διάφορες δουλειές έκανε σχεδόν πάντα τη διαφορά. Χρειάζονται όμως κανα δυο ακόμα για να μη φανεί πως το προηγούμενο περιστατικό δεν ήταν απλή σύμπτωση.

Μόλις έχει απολυθεί από το στρατό και η πρώτη δουλειά που κατάφερε να βρει παρ’ ότι δεν τον ενθουσίαζε καθόλου, τη δέχτηκε ένεκα της μαύρης ανάγκης να έχει μια δουλεία και λίγα χρήματα. Έπιασε λοιπόν δουλειά ως εργάτης σε ένα τεράστιο τυπογραφείο το οποίο τύπωνε περιοδικά αλλά και το σύνολο σχεδόν των σχολικών βιβλίων. Η μηχανή στην οποία τον έβαλαν να δουλέψει θα ήταν τουλάχιστον πάνω από πενήντα μέτρα και την κουμαντάριζε ένας υπεύθυνος μηχανικός ο οποίος προέβαινε σε διορθωτικές κινήσεις χωρίς να σταματά τη ροή της τύπωσης από έναν ηλεκτρονικό πίνακα. Διόρθωνε δηλαδή την οξύτητα της τύπωσης, το κεντράρισμα της σελίδας, την ταχύτητα ροής κι άλλες μικρολεπτομέρειες. Όταν συνέβαινε κάτι απρόοπτο και σοβαρό, όπως σχίσιμο του χαρτιού με ένα κουμπί διέκοπτε ακαριαία τα πάντα και με τη βοήθεια κάποιων εργατών αποκαθιστούσε τη ροή και ξεκινούσε η τύπωση.  Η δουλειά του Διαμαντή ήταν να κάθετε στο τελείωμα της μηχανής, εκεί που κατέληγαν τα τυπωμένα φύλλα τα οποία έπαιρνε αγκαλιά και τα απομάκρυνε τοποθετώντας τα σε στοίβες για να έρθουν κάποιοι άλλοι να τα πάνε για βιβλιοδεσία, τόσο απλά. Δίπλα του όμως σε απόσταση ενός μέτρου, βρίσκονταν η περιστρεφόμενη καρέκλα  του αρχιμηχανικού. Βλοσυρός κι αμίλητος όλη την ώρα πατούσε τα κουμπιά του κι έδινε ψυχή σ’ όλο αυτό το άχαρο μηχάνημα. Το μάτι του Διαμαντή μελετούσε συνεχώς τις κινήσεις του, όλη την ώρα, όλη τη μέρα κι όταν συνέβαινε το απρόοπτο και σταματούσε η ροή, ήταν ο μόνος που συμμετείχε εθελοντικά στο να βοηθήσει για την αποκατάσταση, ενώ οι άλλοι άρπαζαν την ευκαιρία να πάνε έξω για να καπνίσουνε τσιγάρο. Εκεί λοιπόν είχε μάθει πολλά από τα μυστικά του μηχανήματος τέρας.
Μια μέρα ο αρχιμηχανικός φαίνονταν πως δεν ήταν καλά στην υγεία του. Ζαλίζονταν και είχε τάσεις προς έμετο. Κάποια στιγμή λέει στον Διαμαντή πριν αποχωρίσει από το πόστα του πως αν δει κάποιο πρόβλημα να πατήσει το μεγάλο κόκκινο κουμπί, αυτό δηλαδή που σταματά ακαριαία τα πάντα κι έφυγε τρεχάτος για την τουαλέτα. Δεν πέρασαν δυο-τρία λεπτά και η ζημιά (σύνηθες φαινόμενο) έγινε. Το χαρτί σχίστηκε και ο Διαμαντής πάτησε το κουμπί. Από το υπόγειο όπου υπήρχαν τα ρολά με το χαρτί το οποίο τροφοδοτούσε τη μηχανή μέσα από μια μεγάλη σχισμή, μη γνωρίζοντας την  απουσία του αρχιμηχανικού φώναζαν να πιάσει κάποιος την άκρη του χαρτιού για να τοποθετηθεί στους κυλίνδρους της μηχανής και να ξεκινήσει η διαδικασία επανατύπωσης. Ο Διαμαντής που έτρεξε στη σχισμή ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και κάλεσε αμέσως για βοήθεια άλλα δυο άτομα. Ανέλαβε σιωπηλά την ευθύνη και κατήφθηνε το χαρτί για να μπει στη θέση του και βήμα-βήμα έφτασε στο κατάλληλο σημείο. Ο Διαμαντής, σαν να τον κατήφθηνε μια αόρατη δύναμη, είπε στους άλλους εργάτες να καθίσουν στις θέσεις τους και πάτησε το κουμπί της έναρξης. Έλεγξε τα πρώτα φύλλα όπως γίνονταν πάντα, έκανε και τις ανάλογες διορθωτικές κινήσεις κι όλα ξεκίνησαν να λειτουργούν ρολόι. Πάνω στην ώρα κατέφθασε ασθμαίνοντας κι ο αρχιμηχανικός. Όταν ρώτησε ποιος ξεκίνησε τη μηχανή, τα πόδια του Διαμαντή είχανε κοπεί. Όλοι μα όλοι, άλλοι με τα μάτια άλλοι ψελλίζοντας, έδειχναν εκείνον. Ο αρχιμηχανικός έλεγξε τρέχοντας το μηχάνημα αν όλα δουλεύουν σωστά, κοίταζε και ξανακοίταζε τα μέχρι στιγμής τυπωμένα φύλλα και κατέληξε μετά απο αυτόν τον αδυσώπητο κι αυστηρό έλεγχο κοντά στον Διαμαντή ο οποίος στέκονταν αμήχανος και παρατηρούσε, και του αμόλησε μια σφαλιάρα στο σβέρκο λέγοντάς του “Εσύ μικρέ αμέσως τώρα πάρε μια καρέκλα κι έλα εδώ δίπλα μου” κι αφού ο Διαμαντής το έκανε, του είπε πιο γλυκά όμως αυτή τη φορά “Από σήμερα θα είσαι εδώ δίπλα μου ο βοηθός μου”
Δεν λυπήθηκε που για λόγους υγείας κλότσησε την ευκαιρία να γίνει απο μικρός ο μηχανικός της επιχείρησης και ίσως να συνταξιοδοτηθεί από αυτή. Που ακούστηκε άτομο που είναι ακόμα στο στάδιο αποθεραπείας από φυματίωση, μια άλλη συγκυρία που του ‘λαχε στο στρατό, αλλά δεν είναι τώρα της παρούσης να αναλυθεί, να εργάζεται σε τυπογραφείο. Ο γιατρός του σαν το έμαθε τον μάλωσε αυστηρά, γιαυτό μια μέρα ευχαρίστησε τον αρχιμηχανικό και σταμάτησε.

Στην επόμενη δουλειά που προσελήφθηκε κατάφερε κι εκεί να έχει σχεδόν αμέσως την εύνοια των προϊσταμένων του. Αξιοποιώντας ένα επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης που έβγαλε στον στρατό έπιασε δουλειά σαν οδηγός διανομής σε μια γνωστή εταιρεία μπύρας. Μέσα σε  πολύ μικρό χρονικό διάστημα έγινε ο μόνος οδηγός που είχε διπλή ιδιότητα αλλά και την ανάλογη χρηματική αμοιβή. Εκτός από οδηγός που εκτελούσε το συγκεκριμένο δρομολόγιο για να τροφοδοτεί τους υπάρχοντες πελάτες, ασχολούταν χωρίς να τον υποχρεώνει κανείς, καθ’ οδόν και με την ένταξη στο πελατολόγιο νέων επιχειρήσεων κάτι που ασφαλώς πρόσεξαν στην εταιρεία και γιαυτό του αναγνώριζαν πλέον και την ιδιότητα του επιθεωρητή πωλήσεων αυξάνοντας και τον μισθό του ανάλογα. 
Σκέτο πανεπιστήμιο αυτά τα οκτώ χρόνια που έμεινε σ’ αυτή τη δουλειά. Η αγορά είναι μια πολύ σκληρή υπόθεση. Ο ανταγωνισμός μεγάλος και για να επιπλεύσεις πρέπει να έχεις κότσια. Ποιό εύκολο λένε είναι να διατηρήσεις μια γυναικεία σχέση σε ψηλό βαθμό παρά έναν πελάτη που τον διεκδικούν καθημερινά οι ανταγωνιστές σου. Προς θεού μην καταλάβει κανείς ότι το χαμόγελο που τους χαρίζεις είναι αποτέλεσμα της επαγγελματικής σου παιδείας. Με όλους σχεδόν ήτανε φίλος. Και γιατί να μην ήταν δηλαδή. Όλοι στην αγορά είχανε να λένε γιαυτό το χαμογελαστό παιδί. Η ενασχόληση του όμως με τα συνδικαλιστικά του χάλασε λίγο τα σχέδια. Γιαυτό πριν εισπράξει ξαφνικά κάποια μέρα κανένα ραβασάκι και τον αναγκάσει να τρέχει και να μην φτάνει γιατί έχει ήδη οικογένεια με δυο παιδιά από τα εικοσιένα του, βρήκε μια εναλλακτική λύση και αποχώρησε.

Το αποκορύφωμα όμως της δημιουργικότητας του, στο να ανακαλύπτει λύσεις απο το πουθενά, αποδείχθηκε όταν δήλωσε με θράσος σε έναν παλιό του συμμαθητή που είχε ανοίξει φωτογραφείο κάπου στη Δάφνη, πως είχε ιδέα από βίντεο και πως μπορούσε να τον καλύπτει στους γάμους που εκείνος αναλάμβανε ως βιντεολήπτης. Είχε βέβαια μια κάποια εξοικείωση μιας και από καιρό είχε δική του βιντεοκάμερα κάτι όχι και πολύ διαδεδομένο τότε αλλά άλλο πράγμα όμως η επαγγελματική ενασχόληση. Καμία σχέση. Για να μην τα πολυλέμε όμως, τα κατάφερε και με αυτό το ξεκίνημα έγινε αργότερα ένας τέλειος επαγγελματίας, διευρύνοντας την ενασχόληση του και στην επεξεργασία και το μοντάζ όχι μόνο των δικών του λήψεων αλλά τουλάχιστον των επαγγελματιών της μισής Αθήνας που ιδέα δεν είχαν τότε από ψηφιακή τεχνολογία. Κι ο Διαμαντής θα μου πείτε που την έμαθε; Μέσα από ατέλειωτα ξενύχτια και πειραματισμούς, κατάφερε να ξεφύγει πολύ μπροστά από τους συναδέλφους του και να εισπράττει από αυτούς αρκετά χρήματα εξαργυρώνοντας την άγνοιά τους. Οι πελάτες του ή οι δυνάστες του θα έλεγα καλύτερα, γιατί κανείς δεν τον χώνευε γιαυτή την αλματώδη εξέλιξη του, δίδαξαν στον Διαμαντή κάτι που ήταν εξ ίσου απαραίτητο εκτός από το καθ’ εαυτού επάγγελμα του φωτογράφου-Βιντεολήπτη, το μεγάλο προτέρημα του ΄΄Επιχειρείν΄΄ Για να τα καταφέρει να επιπλεύσει, έπρεπε να μάθει πολλά. Πως αποφεύγεις τους σκοπέλους, τον άσχετο που τα ξέρει όλα, τον κακιασμένο, τον ζηλόφθονο, τον πονηρό. Όλους όμως τους έπαιζε στο χέρι γιατί όλοι είχαν την ανάγκη του. Ποτέ δεν φείδονταν εξόδων για να είναι μέσα στη νέα τεχνολογία μιας και οι ταληροφονιάδες συνάδελφοι του, εκτός από την ασχετοσύνη τους, είχαν και καβούρια στην τσέπη τους. Όταν παρέδωσε την επιχείρηση στα δυο του παιδιά τους έλεγε σκωπτικά με καμάρι πως δεν είναι τα μηχανήματα ή η τέχνη που τους μεταλαμπάδευσε, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, αλλά το πιο ΄΄ακριβό΄΄ δώρο που τους παραδίνει, ήταν το τηλέφωνο, που με αυτόν τον αριθμό από το πρωί μέχρι το βράδυ χτυπά και τους ζητούν τη συνεργασία τους.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά για χρόνια ακονίζονταν το μυαλό αυτού του ανθρώπου κι αν μη τι άλλο, βοηθήθηκε να έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτό που λένε, μέσος όρος ενός σκεπτόμενου ανθρώπου.


Με αυτή την προίκα βγήκε στο ημεροβίγλι για ν´ ανταμώσει τη ζωή και νάτος τώρα φορτωμένος από σοφία και γνώση, συνταξιούχος πια, ξωμάχος της ζωής, σκαλίζει τις αναμνήσεις του και προσπαθεί, δύσκολα θα έλεγα, να συνθέσει  το πάζλ της ζωής του, δηλαδή το χθες με το σήμερα. 

Όσο κι αν φαίνονται όλα τούτα σαν γλυκά και ρομαντικά. Όσο κι αν τα βλέπουμε τώρα, πενήντα ή εξήντα χρόνια μετά με μια γλυκιά νοσταλγία, έχει σίγουρα και την αρνητική του πλευρά. Η σκληράδα της ζωής σε ανύποπτους χρόνους, έσκαβε λαγούμια για να κρύβεται μέσα τους η πίκρα, αφού οι περισσότερες  από τις ιστορίες που έζησε ο Διαμαντής, έληξαν άδοξα, σαν βαρκούλες που πνίγηκαν στο πρώτο φύσημα του αέρα πριν καλά-καλά βγούνε απ’ το λιμάνι. Μα κάθε φορά που έσκαγε μύτη στο προσκήνιο κάποια κακοτοπιά αφού η ζωή ήθελε να δώσει παράταση στις δυσκολίες, ο Διαμαντής συχνά πυκνά ανακαλούσε στη σκέψη του ότι ευχάριστο μπορούσε για να μπολιάσει το παρελθόν με το παρών. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, διαπίστωνε κάθε φορά, πως όλο και πιο  δύσκολα οι αναμνήσεις του δήλωναν παρών στα προσκλητήρια του, σαν να έπαιρναν διαταγή να μαζευτούν σιγά-σιγά και να φωλιάσουν στα καταγώγια της σκέψεις και να ζήσουν εκεί απλά σαν χίμαιρες. Το πάλευε όμως. Δεν τα παρατούσε με τίποτα. Το μεγάλο του αποκούμπι είπαμε, ήταν το γράψιμο και με αυτό το ταλέντο που του είχε χαρίσει η μοίρα, έστηνε ταξίδια για τη χώρα του κάποτε. Πόσο όμως να κάνει παρέα με τις αναμνήσεις. Κάποτε αγριεύουν κι αυτές και ζητούν να τις αφήσεις ήσυχες. Τι είναι άλλωστε οι αναμνήσεις; Κάτι που πια δεν υπάρχει κι αλλοίμονο αν δεν έχεις κάτι καινούργιο να τις μπολιάσεις για να γεννηθεί κάτι καινούργιο. Ωραίες είναι οι αναμνήσεις μόνο που μοιάζουνε με τα παραμύθια που όλα ξεκινούν με τη φράση ΄΄ήταν μια φορά κι έναν καιρό΄΄

Γιατί ειπώθηκαν όμως όλα τούτα; Ίσως εδώ φίλε αναγνώστη να διαπράττεται ένα μεγάλο λογοτεχνικό ατόπημα. Πρόλογος τόσων σελίδων, δεν στέκει πουθενά. Έπρεπε όμως. Έπρεπε να χαρτογραφηθεί η εξυπνάδα αυτού του ανθρώπου για να μπορέσετε να αντιλήφθητε καλύτερα ποιο είναι το μεγάλο του πρόβλημα, που τώρα στη τελευταία της ζωής του τον αναγκάζει να δηλώνει δυστυχισμένος κι άτυχος. Δυστυχισμένος κι άτυχος ένας τόσο αξιόλογος άνθρωπος; Ναι, γιατί όταν η μοίρα σε σημαδέψει και σε καταδικάσει, θα υποστείς την τιμωρία της θες δε θες. Τίποτα στη ζωή δεν είναι μονοσήμαντο. Τίποτα δεν έχει μόνο μια όψη. Ακόμα κι ο παράδεισος είχε το τρωτό του σημείο. Το μήλο που έφαγε ο Αδάμ για να καταδικάσει στην συνέχεια όλο το ανθρώπινο γένος σε μια αέναη τιμωρία. 

Για τον φίλο μας τον Διαμαντή η τιμωρία του λέγονταν γάμος και μέσω της συντρόφου του που διάλεξε να παντρευτεί, γεύτηκε κι αυτός την τιμωρία της έξωσης από τον παράδεισο, παρ΄ ότι είχε φροντίσει ο δόλιος να αποκτήσει όλα τα αναγκαία εφόδια για να ζήσει αν μη τι άλλο, μια νορμάλ ζωή, συνυφασμένη με δόσεις ευτυχίας. Ότι του πρόσφερε με το ένα χέρι κι εννοούμε όλα αυτά που περιγράψαμε ως τώρα, του τα έπαιρνε με το άλλο λες και κάποιος είχε αναλάβει την ευθύνη να κρατά επ’ ακριβώς το ισοζύγιο στη ζωή του. Ίσια βάρκα, ίσια νερά που λένε. Να μη θεωρηθεί υπερβολή αν πούμε πως παρόμοιο τύπο γυναίκας δύσκολα θα συναντήσεις στη ζωή σου.  Τότε πως έγινε κι ένας έξυπνος άντρας παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα; ‘’Εδώ ο ποιητής, σηκώνει τα χέρια’’ όπως λέει κι ο Σαββόπουλος στους Αχαρνής.
Κατ’ αρχάς, ήταν μόλις εικοσιενός ετών και είχαν προηγηθεί τριάντα έξη μήνες στρατιωτικής θητείας. Ναι καλά ακούσατε, τριάντα έξη μήνες. Οι προ του στρατού του εμπειρίες ιδιαίτερα με τις γυναίκες, μηδενικές κι αυτό το αφόρητο οικογενειακό περιβάλλον της φτώχειας και της μιζέριας του κόλλησε στο νου την άποψη να ξαγκιστρωθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα και να φτιάξει τη δική του οικογένεια γιατί αν περίμενε  να ξεροσταλιάζει στην καλή θέληση των δυο-τριών φίλων που είχε, προκοπή δεν θα ΄κανε. Η συνταγή για τον Διαμαντή, ήταν προκαθορισμένη για να μην πω η πεπατημένη. Ψάχνουμε ένα καλό και ήσυχο κορίτσι, με έννοια για οικογένεια και δουλευταρού, για να ξεγλιστρήσει μαζί της από τις χαραμάδες της απόλυτης φτώχειας, μπας και βγει στο ξέφωτο. Αυτές οι προδιαγραφές βρίσκονται μόνο στην επαρχία. Στην Αθήνα τα κορίτσια πια δεν βιάζονται να παντρευτούν. Σπουδάζουν και χαίρονται τη ζωή τους. Η εποχή που διαφήμιζε κι ο Ελληνικός κινηματογράφος τέλειωσε ανεπιστρεπτί. Άλλωστε και οι περγαμηνές που είχε να επιδείξει κι ο Διαμαντής δεν του έδιναν μπόνους για να θεωρηθεί ως περιζήτητος γαμπρός. Ήταν απλά ένας πολλά υποσχόμενος νέος που μάλλον μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να ορίζει κάτι σταθερό. Η φτώχεια και η έννοια του ‘’ταπί και ψύχραιμος’’ η πρώτη του προίκα. Το Λύκειο μισοτελειωμένο και η σχολή που επέλεξε να σπουδάσει με τίμημα να παρατήσει το λύκειο, άνευ πτυχίου, αφού δεν την τέλειωσε ποτέ. Σχεδόν ανειδίκευτος εργάτης με πρώτη σταθερή απασχόληση να γίνει οδηγός φορτηγού, όπως ήδη προαναφέραμε.

Εδώ σ’ αυτή την καμπή της ζωής του, η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Σαν να ‘θελε να του κάνει το πρώτο κρασ τεστ και να δοκιμάσει την ικανότητα του στη λήψη αποφάσεων. Λίγο πριν τελειώσει αυτή η βασανιστική τριανταεξάμηνη στρατιωτική θητεία βρίσκεται στα Γιάννενα και του προξενεύουν μια κοπελιά με τις προδιαγραφές που προαναφέραμε. Το κορίτσι, στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Υποτακτικό, υπομονετικό, υπάκουο μα πάνω απ’ όλα σεβάσμιο. Δεν πέρασε όμως ούτε ένα δίμηνο που για σοβαρούς λόγους υγείας ο στρατιώτης Διαμαντής, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο των Αθηνών και πιο συγκεκριμένα στην Πεντέλη, στο στρατιωτικό νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος και ο νοών νοείτω. Με το καλημέρα λοιπόν και πριν προλάβει να ‘’διαβάσει’’ ο ένας τον άλλον, η σχέση με το κορίτσι διαρρήχτηκε απότομα και άκαιρα. Τι να δει και τι να μάθει ο Διαμαντής από τον χαρακτήρα της. Αν κι εδώ που τα λέμε και μήνες να έμενε  μαζί της, τα δεδομένα ήταν σταθερά και τίποτα πέρα από όσα προαναφέραμε δεν θα φώτιζαν την σχέση αυτή. Οι δικοί της στο άκουσμα της ασθένειας έκαναν ότι μπορούσαν να διακοπεί αυτό το παντρολόγημα και της απαγόρευσαν κάθε επαφή, δύσκολη άλλωστε εκείνη την εποχή, χωρίς κινητά ακόμα και σταθερά τηλέφωνα. Και μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία που τον βρήκε, να έχει δηλαδή να αντιμετωπίσει την ασθένεια του, που αν μη τι άλλο απαιτούσε τότε μακροχρόνια αποθεραπεία, έπρεπε να αντιμετωπίσει και την επικείμενη διάλυση του αρραβώνα του που δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει. Κι εδώ είναι που έρχεται η μοίρα ως από μηχανής θεός ντυμένη με τον μανδύα της καλής νεράιδας που πραγματοποιεί όλες τις καλές ευχές στα παλληκάρια που την φιλοξενούν στα όνειρά τους και φέρνει στη ζωή του ταλαιπωρημένου Διαμαντή, μια μικρή σταχτοπούτα που στα δεκαοκτώ της γύρευε τον πρίγκιπα της που στην προκειμένη περίπτωση είχε τη θωριά του Διαμαντή.

Στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν, ένα ολόδροσο κορίτσι ερχόταν σχεδόν καθημερινά να επισκεφτεί έναν φίλο της στο διπλανό ακριβώς κρεβάτι. Μια συγκαιρία που  απέβη μοιραία για τον πληγωμένο αετό της ιστορίας μας. Ένας αετός εικοσιενός ετών, πληγωμένος και κουρασμένος απο την τριαντάμηνη έως τότε στρατιωτική του θητεία που συντελέστηκε κάτω απο τις πιο άθλιες συνθήκες διαβίωσης.  Ένας αετός που μόλις είδε επιτέλους  να χαράζει η ελευθερία του και να απολυθεί επιτέλους για να επιστρέψει στην απλή καθημερινότητα του, καθηλώνεται απο  μια χρόνια ασθένεια για μήνες στο κρεβάτι. Ένας αετός που γύρευε να κουρνιάσει στη φωλιά του πληγώνεται και συναισθηματικά. Γιαυτό είδε σαν θείο δώρο αυτή τη συνάντηση. Θεώρησε  πως η μοίρα του τον λυπήθηκε, και πως του πρότεινε ανακωχή, στέλνοντας στο προσκεφάλι του αυτόν τον μικρό άγγελο. Γιαυτό εδώ δεν λειτούργησαν οι προδιαγραφές, οι υπολογισμοί για τα προσόντα της κοπέλας. Εδώ λειτούργησε το συναίσθημα κι αυτό που λέμε ‘’έρωτας με την πρώτη ματιά’’ κι ήταν τόσο πηγαίο και πλούσιο αυτό το συναίσθημα, που συνεπήρε και τους δύο και τους εκτόξευσε στα ουράνια σ΄ένα απίθανο πάθος ερωτικό. Αυτό λοιπόν το πάθος πήρε από το χέρι αυτά τα άδολα παιδιά για να τους κεράσει ακόρεστα το ποτό της ευτυχίας. Χαιρέκακα όμως η μοίρα, δεν επέτρεψε να γίνει αυτή η  σχέση η αφορμή για να γευτεί ο Διαμαντής αυτό που διεκδικεί ο κάθε νέος άνθρωπος, τον έρωτα. Συνηγόρησε ώστε να συμβούν μια σειρά γεγονότων που στο φινάλε θα ανέτρεπαν τα γεγονότα και θα ανάγκαζαν τουλάχιστον ηθικά το Διαμαντή να πάρει τη μεγάλη απόφαση μπροστά στο επιτακτικό δίλημμα να επιλέξει μια από τις δυο. Ο κλήρος έπεσε στην αρχική του επιλογή κι έτσι η γνωριμία του νοσοκομείου αναγκαστικά πήρε τέλος και πέρασε στο πίσω μέρος του μυαλού του για να τον επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά τις ώρες της περισυλλογής τουλάχιστον τα δυο επόμενα χρόνια και να τον ποτίζει με θλίψη. Τόσο δύσκολο του  ήταν να την ξεπεράσει. 
Εντελώς ξαφνικά, τρεις μήνες σχεδόν μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, εμφανίστηκε από το πουθενά η ας την πούμε αρραβωνιαστικιά του. Το έσκασε κρυφά από τους δικούς της και νάτην τώρα φτερό στον άνεμο, να δηλώνει παρών και να διεκδικεί μια σχέση που μάλλον έχει πεθάνει. Οι λεπτομέρειες στα γεγονότα που ακολούθησαν δεν θα φωτίσουν περισσότερο την ιστορία. Σημασία έχει η μοιραία τελευταία σκηνή που έγινε. Ο Διαμαντής για λόγους τακτικής δεν την απέκλεισε. Το κορίτσι όμως δέχονταν αφόρητη πίεση από το περιβάλλον της να τελειώσει αυτή η ιστορία ώσπου μια μέρα δοκίμασε να βάλει τέλος στη ζωή της. Η είδηση έσκασε σαν κεραυνός. Για τον Διαμαντή και μόνο γι αυτόν δεν ερμηνεύτηκε σαν πράξη απελπισίας αλλά σαν πράξη αυταπάρνησης. Η εικόνα που αντίκρισε ο Διαμαντής στην εντατική του νοσοκομείου που εισήχθη η κοπέλα σε κωματώδη κατάσταση, λειτούργησε σαν μαχαιριά στο στήθος του. Δεν είχε το δικαίωμα να αγνοήσει την απέλπιδα προσπάθεια του κοριτσιού για ν’ αποδείξει στον καλό της πως έκανε τα πάντα για να τον κερδίσει.

Κι έτσι χωρίς να το καταλάβει ο Διαμαντής, βρέθηκε παντρεμένος. Σίγουρα δεν θα λέγαμε οτι, ο,τι του συνέβη έγινε κατόπιν ωρίμου σκέψεως αλλά ούτε και μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει ότι έκανε μια επιπόλαια ενέργεια. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που η λογική όταν εμπλακεί με το συναίσθημα, με τις ευαίσθητες χορδές του κάθε ατόμου ή με αυτό που λένε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, παύει να είναι ‘’λογική’’ αλλά ένα μιξ σάλατ που όλα είναι πιθανά να συμβούν ακόμα κι αν θεωρούνται απίθανα. Υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας που συνηγορεί σ´αυτό που προαναφέραμε. Κανείς δεν γεννήθηκε μαθημένος κι ούτε η σοφία και η σύνεση υπάρχει εφ όρου ζωής μέσα μας, πωλώ δε μάλλον σε έναν νέο μόλις εικοσιενός χρόνων. 


Ο έγγαμος βίος, έμπαζε από την αρχή νερά. Τα πρώτα χρόνια η σύντροφος του λες και είχε αγοραφοβία, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Με τον δικό της γυναικείο τρόπο επέτρεπε τις επαφές μόνο σε λίγα άτομα κι αυτά όταν ήταν βέβαιη ότι δεν κινδυνεύει από αυτούς. Πολύ αργά ο Διαμαντής κατάλαβε ότι αυτό γίνονταν όταν διαπίστωνε ότι το επίπεδο των άλλων δεν θα φανέρωνε τη γύμνια τη δική της. Όταν δεν ενέκρινε κάποιον, ποτέ δεν φώναζε. Ποτέ δεν εξέθετε τους λόγους της. Ποτέ δεν απαιτούσε. Κλεινόταν στην απέραντη σιωπή της (κάτι που κάνει έως σήμερα) και άφηνε τους άλλους να βράζουν στο ζουμί τους. Εδώ ο Διαμαντής στην εκτίμηση που έκανε και στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει την όλη κατάσταση, έδινε χωρίς να το θέλει, το τέλειο άλλοθι στη σύντροφο του, κάτι που τον έκανε αργότερα να μετανιώσει πάρα πολύ. Θεώρησε πως αυτή η κλειστή διάθεση να ανοιχτεί περήφανα με τον καθένα, ήταν απόρροια της καταγωγής της. Μικρό κορίτσι από ένα μικρό χωριό της επαρχίας γόνος μιας δωδεκαμελούς οικογένειας (δέκα παιδιά και οι γονείς τους) που μπήκε στη βιοπάλη από τα δεκατέσσερα, ήταν φυσικό να μην είναι και τόσο πολύ κοινωνικοποιημένη. Η αλήθεια όμως κρύβονταν κάπου αλλού. Σίγουρα η κοινωνικοποίηση ήταν ένας ανασταλτικός παράγοντας. Το Δημοτικό σχολείο το τελείωσε χάριν γούστου αφού μετά τα μαθήματα έτρεχε στα βουνά να βοσκίσει τα πρόβατα της οικογένειας και φυσικά για έξη χρόνια δεν έμαθε ούτε το όνομα του Κολοκοτρώνη που λέει ο λόγος. Η επανάστασή της να φύγει από το χωριό μόλις ξεσχόλισε, την έφερε στη μεγαλούπολη να πνιγεί στα διάφορα εργοστάσια και τα βράδια να υπηρετεί τις ανάγκες του σπιτιού των αδελφών της που τη φιλοξενούσαν, για να βγάλει την υποχρέωση. Σ´ένα τέτοιο εργοστάσιο την πέτυχε κι ο Διαμαντής και της ‘’έκλεισε το μάτι’’ κάνοντάς την να πιστέψει πως ήρθε η ώρα να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα στη ζωή της. Όχι πως είδε στη θέα του Διαμαντή το βασιλόπουλο με το άσπρο άλογο που ήρθε να την πάρει, αλλά, ήθελε αποστραφεί τη μιζέρια που ζούσε και το διαβατήριο γιαυτό ήταν ο γάμος με χορηγό επικοινωνίας, όπως θα λέγαμε σήμερα, τον Διαμαντή.
Ο χρόνος που περίμενε ο Διαμαντής για να ανακάμψει η σύντροφος του από τις φοβίες της, μάλλον δεν ήρθε ποτέ. Εν το μεταξύ γεννήθηκαν δυο παιδιά και δημιουργήθηκαν ένα σορό υποχρεώσεις. Τα οικονομικά δύσκολα και τα γεφύρια πίσω τους κατεστραμμένα.  Κανείς από τους δυο τους δεν είχε στηρίγματα και διεξόδους και τι εννοούμε με αυτό; Οι γονείς και των δυο, ανήμποροι κι ανίκανοι να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια. Κι όταν λέμε την παραμικρή κυριολεκτούμε. Που να πας, που να γύρεις, από ποιόν να ζητήσεις βοήθεια, από κανέναν. Η μόνη ελπίδα που είχε ο Διαμαντής ήταν να περιμένει να διορθωθεί κάποτε η κατάσταση. Έκρυβε λοιπόν και ο ίδιος το πρόβλημα κάτω από το χαλί και για να το καταφέρει έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Τα τελευταία εργάσιμα χρόνια, έκανε δυο δουλειές που τον απασχολούσαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα παρακαλώ. Στην πρώτη πρωινή δουλειά του, δημόσιος υπάλληλος πια από τα τριάντα του και μετά, μέσα σε ένα περιβάλλον περισσότερο γυναικοκρατούμενο, ρουφούσε μέσα από την καθημερινή συναναστροφή, όσο νέκταρ μπορούσε από τη γυναικεία παρουσία αφού άλλη πηγή να το πράξει δεν υπήρχε. Αλλά για να μην παρεξηγηθούμε, όλα κινούταν μέσα στα πλαίσια της ηθικής και της νομιμότητας.

Και ο καιρός περνούσε με την ψευδαίσθηση ότι όλα πάνε καλά. Θεωρητικά στα μάτια του κόσμου, ήτανε το τέλειο ζευγάρι. Λόγο των πολύωρων υποχρεώσεων, παρέες, φίλοι, συγγενείς έχουν εξαφανιστεί, κάτι που βόλευε αφάνταστα την κοπέλα αφού είπαμε πως φοβόταν όπως ο διάβολος το λιβάνι την συναναστροφή με τρίτους, γιατί απλά φοβόταν μην αντιληφθεί κανείς την ανυπαρξία του πνευματικού της επιπέδου. Είχε όμως στη φαρέτρα της ένα απίθανο όπλο που αφόπλιζε τους πάντες και που την έκανε αξιαγάπητη σε σημείο ακόμα και σήμερα να μην έχει υπάρξει άνθρωπος που να μην έχει να πει μια καλή κουβέντα γιαυτή. Ήταν πολύ δοτική και πρόσφερε την οποιαδήποτε βοήθεια στους πάντες. Φυσικά και δεν ενδιέφερε κανέναν να ακούσει από αυτή ότι ο Κολοκοτρώνης δεν πολέμησε τους Γερμανούς ή ότι το ‘’Βυζάντιο’’ δεν είναι πόλη της Μακεδονίας. Απύθμενη η ανυπαρξία εμπεριστατωμένης γνώσης. Και μη νομίσετε ότι όλα οφείλονταν στην ελλιπή φοίτηση στο δημοτικό. Όχι. Πίσω από αυτά τα σκοτάδια καταλυτικό ρόλο έπαιξε και παίξε ακόμα μια ύπουλη ιατρική μορφής ατέλεια που λέγεται, δυσλεξία η οποία αργότερα επηρέασε και τν συναισθηματικό της κόσμο κι άρχισε να παρουσιάζει σημάδια διπολικής διαταραχής. Ο Διαμαντής έμελε να την ‘’σπουδάσει για καλά αυτή την ιατρικής μορφής παρενέργεια αφού και τα δύο του παιδιά γεννήθηκαν έχοντας το πρόβλημα της δυσλεξίας και μάλιστα τη δεκαετία του ογδόντα που κανείς από την επίσημη πολιτεία δεν ασχολείτο με αυτή την ανθρώπινη παρενέργεια και στα σχολεία οι δάσκαλοι (διετούς φοίτησης οι περισσότεροι τότε, άρα ελλιπούς κατάρτισης) πίστευαν πως αυτά τα παιδιά ήταν απλά χαζά. Σήμερα έχει γεμίσει η Ελλάδα με ειδικούς στην αγωγή παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και από λογοθεραπευτές. Την εποχή του ογδόντα όμως όλα αυτά ήταν άγνωστη ειδικότητα. Σήμερα αυτά τα παιδιά πηγαίνουν σε ειδικά σχολεία αν χρειαστεί κι έχουν άλλη αντιμετώπιση στις προφορικές εξετάσεις. Ο Διαμαντής ανέβηκε μόνος του το Γολγοθά της εκπαίδευσης. Περισσότερα δεινοπάθησε ο ίδιος μέχρι να τελειώσουν το λύκειο παρά τα δύο του παιδιά χωρίς αυτό να θεωρείται μομφή για τα ίδια. Καλά που είχε τη δυνατότητα και την πνευματική κατάρτιση να το κάνει γιατί όπως λένε οι ιδικοί (σήμερα πια) εάν το δυσλεξικό παιδί δεν βοηθηθεί στην παιδική ηλικία, δύσκολα θα αποτινάξει από πάνω του παρενέργειες που απορρέουν από αυτή την κατάσταση. Τα παιδιά του Διαμαντή είχαν την τύχη να έχουν πατέρα αυτόν που ευτυχώς για εκείνα μπορούσε κι έβλεπε μπροστά. Για  η σύντροφός του όμως δεν της έμελε τέτοια  τύχη, να έχει δηλαδή την κατάλληλη στιγμή τη δυνατότητα μιας κάποιας βοήθειας  για μπορέσει να βγει από τα σκοτάδια της δυσλεξίας. Κι όχι μόνο δεν είχε βοήθεια αλλά η συγκυρία το ´φερε να ζει στο πιο ακατάλληλο περιβάλλον, με τους πιο ακατάλληλους γονείς κι αδέρφια και στον χειρότερο κοινωνικό περίγυρο, γιαυτό έως σήμερα δεν μπορεί να αρθρώσει έναν ορθοτομημένο λόγο και σκέψη και ‘’χάνεται στη μετάφραση’’ όπως θα μπορούσαμε να πούμε μεταφορικά.

Στα πρώτα χρόνια όπως προείπαμε κάλυπτε την αδυναμία της με τη σιωπή. Η άμυνα αυτή της έβγαινε αυθόρμητα. Δεν έμενε ποτέ αδρανής για να μην την κατηγορήσει κανείς και ως μουρόχαυλη αλλά και για να έχει έναν λογικό αντίλογο ότι μπορεί να μην σπούδασε, είναι όμως χρήσιμη και είναι ικανή να κινήσει και βουνά αν χρειαστεί για το καλό της οικογένειας.  ‘’Εδώ φίλε θεατή, ο μουσικός καταθέτει τα όπλα’’ όπως έλεγε ο Διονύσης Σαββόπουλος στους Αχαρνής.  Εδώ ήταν που ο Διαμαντής παραδίνονταν και κατάπινε τη γλώσσα του. Εδώ που τα λέμε χωρίς την άοκνη βοήθεια της, ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να βγει από τη λάσπη της φτώχειας που έδερνε και τον ίδιο. Ας μην ξεχνάμε πως την πρώτη νύχτα του γάμου του, κοιμήθηκε στο ίδιο ντιβανομπάουλο όπου κοιμότανε σαν έφηβος τα τελευταία χρόνια, στο ίδιο σπίτι που έμενε με τους γονείς του. Ποιά άλλη κοπέλα θα συμβιβάζονταν με κάτι τέτοιο. Ελάτε εσείς τώρα να τον κατηγορήσετε γιατί δεν έβλεπε νωρίτερα όλα αυτά και γιατί δεν τράβαγε το δρόμο του όπως πολύ εύκολα θα έκαναν κάποιοι σήμερα. 
Πέρασαν όμως τα χρόνια και το ασχημόπαπο έγινε κύκνος. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να αρνηθεί σ´ένα δυσλεξικό άτομο να έχει τη δική του προσωπικότητα και να απαιτεί από τους άλλους να τον σεβαστούν έτσι ακριβώς όπως είναι. Πάνω στην ώρα όμως κι αφού έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια έγγαμου βίου, κι αφου στο πάνελ προστέθηκε και η διπολική διαταραχή, όλη αυτή η κατάσταση τον Διαμαντή άρχισε να τον κουράζει. Τα χα-χα-χα και τα χου-χου-χου που είχε στον περίγυρο του εργασιακού του χώρου, δεν τον ευχαριστιόντουσαν πια. Κόντευε τα πενήντα και ήταν πια πιο σοβαρός πιο φιλοσοφημένος. Ράγιζε η καρδούλα του όταν κάθε μέρα διαπίστωνε το πόσο μάταιο ήταν να προσπαθεί να υποκαταστήσει με τιτιβίσματα σε ξένα παραθύρια τα κενά που είχε με την σχέση του. Αυτό ακριβώς το πράγμα άρχισε να του τσιτώνει τα νεύρα. Εκούσια ή ακούσια άρχισε να δείχνει φανερά στη σύντροφο του τη δυσφορία του όταν δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν, πάνω στην ώρα που και η ίδια όπως είπαμε είτε γιατί  θεωρούσε ότι βρίσκεται σε φυσική θέση άμυνας είτε γιατί μεγάλωνε κι αυτή (δυο χρόνια διαφορά είχε με τον Διαμαντή) δεν γουστάριζε πια  να παίζει το ρόλο της αδιάφορης αφού και η συνεισφορά της στα του οίκου τους όπως η ίδια τον προσδιόριζε ήταν σε αρκετά υψηλό βαθμό κάτι που πρέπει της προσέδιδε αρκετά μπόνους στην εσωτερική της παρόρμηση και στην προσπάθεια της να διεκδικήσει μια καλύτερη μοίρα. Τώρα ποιος ήταν αυτός που της αποστερούσε αυτή τη μοίρα, άσε να μην ασχοληθούμε καλύτερα γιατί θα χαθούμε και πάλη στη μετάφραση. Ήταν ξεκάθαρο για τον Διαμαντή ότι ‘’ουκ έχεις λαμβάνειν παρά του μη έχοντος’’ Σαν μαστιγώματα ψυχικά εκλάμβανε αυτό το κενό όταν ακόμα και μια ταινία δεν μπορούσανε να δούνε μαζί αφού άλλα καταλάβαινε εκείνος και άλλα ο άνθρωπος του. Υπήρχαν φορές που διαπίστωνε πως ακόμα και ολόκληρες λέξεις δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο της. Άλλοτε πάλι, όταν έπρεπε να την κάνει κοινωνό κάποιων ζητημάτων που έπρεπε οπωσδήποτε να αντιληφθεί, χρειάζονταν να της το ερμηνεύει λέξει προς λέξη. Έπεσε από τα σύννεφα ο Διαμαντής όταν μια μέρα της έκανε επίτηδες μια ερώτηση, κάτι σαν τεστ δηλαδή, όπως τον συμβούλευσε ένας φίλος του γιατρός. Αυτό συνέβη πριν από πέντε χρόνια. Τριανταπέντε χρόνια δηλαδή μετά από τον γάμο τους και μόνιμοι κάτοικοι Αθηνών και πιο συγκεκριμένα στις περιοχές Νέου κόσμου, Καλλιθέας και Παλαιού Φαλήρου. Η ερώτηση λοιπόν ήταν ‘’Εάν πάρουμε τη Λεωφόρο Συγγρού με κατεύθυνση προς την Αθήνα, σε ποιο σημείο τελειώνει και πιο είναι το χαρακτηριστικό κτίσμα που συναντάμε εκεί;’’ Σίγουρα κι ο πιο αδαής θα σου πεί πως συναντάμε τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Απάντηση όμως δεν πήρε, όπως δεν έχει πάρει καμία έως σήμερα πάνω σε απλά πραγματάκια. Η ρήξη μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι οπότε το ζευγάρι βρέθηκε πια πιο πολύ ενώπιος ενωπίω. Οι δουλειές λιγόστεψαν άρα και τα προσχήματα της μη επικοινωνίας. Ο Διαμαντής αργά πια, συνειδητοποιούσε κάθε μέρα και πιο πολύ ότι στην προσωπική του ζωή είχε απλά καταφέρει μια τρύπα στο νερό. Με τίποτα δεν μπορούσε να το καταπιεί. Χρέωνε στον εαυτό του αυτή τη μεγάλη ήτα αλλά δεν άργησε και η στιγμή μετά από τόσες στενάχωρες σκέψεις να φλερτάρει με την κατάθλιψη και τελικά να νοσηλευτεί γιαυτό και να γίνει ένα καταθλιπτικό άτομο που χρειάζονταν για να κρατηθεί, τη βοήθεια των γιατρών και των ψυχοφαρμάκων. 
Πάρα πολλές φορές βλαστημούσε και καταριότανε την τύχη του που έμπλεξε με αυτή την ασθένεια. Χίλιες φορές να είχε να περάσει κάτι που είναι απτό, συγκεκριμένο, παρά αυτή την ύπουλη ασθένεια. Κανείς μα κανείς δεν τον είδε ποτέ διαφορετικά, σαν άνθρωπο δηλαδή που πάσχει κι έχει ανάγκη βοήθειας, αντίθετα. Η μειωμένη του διάθεση στην εργασία, στην συμπεριφορά του, η αδιαφορία του, η γκρίνια του σε ότι δεν πήγαινε καλά κι όλα αυτά που περνούσε από την καταθλιπτική του διάθεση, του αποδίδονταν ως κουσούρια και ως συμπεριφορά ενός δύστροπου και κακού χαρακτήρα. Μόνιμη επωδός πια στις φράσεις της συντρόφου του ήταν το ‘’ηρέμησε και μην κάνεις έτσι’’ ή το ‘’σε βαρέθηκα, δεν πάει άλλο’’ κι άλλα πολλά. Ας μην σπαταλήσουμε το χρόνο μας να αναφερθούμε ότι ανάλογο μπλέξιμο είχε και στην υπηρεσία του. Εκεί που για είκοσι και πλέον χρόνια ήταν ο καλύτερος και έγινε στο τέλος ο αποδιοπομπαίος τράγος που λουφάρει και παίρνει μαϊμού αναρρωτικές άδειες. Πόλεμος λοιπόν στην υπηρεσία του πόλεμος και στο σπίτι.

Ο Διαμαντής πια είναι ένα ράκος ψυχικό. Όντως έγινε δύστροπος. Όντως δεν κρατούσε πια τα προσχήματα κι έλεγε τα πράγματα με το όνομα τους κάτι που άρχιζε να εξοργίζει την άλλη πλευρά δίνοντας της την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση ίσως και για να εκδικηθεί αυτόν που νόμιζε ότι κάποιος είναι και που αμφισβητεί τις πνευματικές της ικανότητες. Όταν ξεκινούσε ο καυγάς δεν τον σταματούσε αν δεν τον έφτανε στα άκρα. Τόση μανία είχε ενάντια σε όποιον την θεωρούσε χαμηλού επιπέδου άτομο.  Από τις καθημερινές διενέξεις της έμεινε πλέον συνήθεια οι απαντήσεις της να είναι μόνιμα επιθετικές και ένα πνεύμα αντιλογίας υπήρχε πάντοτε στο λόγο της. Ο Διαμαντής την κατηγορούσε πλέον ανοιχτά ότι η κουβέντα μαζί της και οι απαντήσεις της έμοιαζαν με αγόρευση εισαγγελέα και όχι μιας γυναίκας που για τον άλφα ή βήτα λόγο είχε μια διένεξη με τον σύντροφο της. Καμιά συζήτηση μαζί της δεν μπορούσε να έχει αίσιο αποτέλεσμα. Πάντα χάνονταν το νόημα της συζήτησης κι αφού αντιλαμβάνονταν ότι δεν τα καταφέρνει μιας κι ο Διαμαντής δεν της χαριζότανε πλέον, έστρεφε το μένος της παρασύροντας την κουβέντα αλλού κάτι που τον έκανε ‘’Τούρκο’’ κατά το κοινός λεγόμενο. Το πλήρες αδιέξοδο λοιπόν. Που να βρει σανίδα σωτηρίας ο Διαμαντής. Φίλοι ανύπαρκτοι αφού ποτέ δεν ανοιχτήκανε λόγω των υποχρεώσεων σε τέτοιες σχέσεις. Κάποιες ναυάγησαν από ασήμαντα περιστατικά. Συγγενικά πρόσωπα κι από τις δυο μεριές απόμακρα αν και το iq  τους, διαόλου σύμπτωση, ήταν κάτω του μηδενός. Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει μόνος του να βρει τον τρόπο να καταπραΰνει τις παρενέργειες της κατάθλιψής του οι οποίες όταν γινόταν έντονες είχε να αντιμετωπίσει και την κλασική άρνηση ότι δεν έχει τίποτα και πως έτσι ήταν πάντα, κλάψας από τα γεννοφάσκια του. Με αυτά και με αυτά που συνέβαιναν έφτασαν να μην έχει μείνει στο σπίτι σχεδόν τίποτα που να μην έχει σπάσει κι ο Διαμαντής να έχει καταντήσει ο μεγαλύτερος υβρεολόγος αφού δεν άφηνε ούτε ιερό ούτε όσιο που να μην περνά από το στόμα του. Προσέτρεξε σ´έναν φίλο του ιερέα να τον υποστηρίξει ψυχολογικά αλλά η αντιμετώπιση του τον έκανε να γίνει σχεδόν άθεο πλέον.  Η κατάντια του γιατί περί κατάντιας πρόκειται ένας άνθρωπος καλός αγαπησιάρης καλλιεργημένος άξιος προκομμένος να παραπαίει και να κλαίει καθημερινά, άφηνε τελείως ασυγκίνητη τη σύντροφό του, η οποία αντί άλλων έβρισκε την ώρα να παραπονιέται ότι μια ζωή ζούσε στη σκιά, που κανένας δεν την υπολόγιζε και παρίστανε με λίγα λόγια και την αδικημένη της υπόθεσης επιτείνοντας έτσι την οργή του Διαμαντή κάθε φορά που αντιλαμβάνονταν αυτή την τάση. 
Λέγαμε στην αρχή πως ο Διαμαντής ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Δεν είπαμε όμως ότι ήταν και πάρα πολύ συναισθηματικός άρα και ευάλωτος όπως όλοι παραδέχονται για αυτόν τον τύπο των ανθρώπων. Η καρδούλα του όπως απερίφραστα πλέον και χωρίς αναστολές, δήλωνε προς πάντες πως έχει γίνει μαύρη. Κουράγιο για δράση δεν υπήρχε ούτε για το παραμικρό. Έχει πλέον αποδεχθεί την πλήρη αποτυχία και την ευνόητη σκέψη πως τίποτα από όσα του συνέβαιναν, δεν διορθώνεται. Τον να φύγει από το σπίτι του θεωρούσε πως  οι συνέπειες της πράξης του μόνο δεινά επακόλουθα θα είχαν αφού δάνεια και χρέη θα τον ακολουθούσαν. 

Μηδέν από μηδέν λοιπόν εις το πηλίκο. Τώρα αυτοί που λένε πως πάντα υπάρχει ελπίδα και πως ο άνθρωπος είναι δυνατός, αρκεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ας τα εφαρμόσουν στις δικές τους τις ζωές. Για τον Διαμαντή, το έργο έχει τελειώσει και παίζονται πια οι τίτλοι τέλους. Τώρα ποσό θα κρατήσει όλο αυτό; Κανείς δεν ξέρει παρά μόνο ο θεός που επέλεξε να αποστρέψει των οφθαλμών του από ετούτο το αξιαγάπητο πλάσμα και το καταδίκασε στο εξής να ζει αξιολύπητα.

Απρίλιος 2018








Δεν υπάρχουν σχόλια: