ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

18/9/10

5ο Νυχτερινό σχολείο.

Νουβέλα 

Δεν είχε ακόμα χειμωνιάσει κι ευτυχώς δεν έκανε ακόμα κρύο. Οκτώβρης ήταν. Ένα μήνα σχεδόν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Οι συνθήκες ίδιες, τα πρόσωπα σχεδόν ίδια κι η βαριεστιμάρα μας, ένα στάδιο χειρότερη από πέρσι που πηγαίναμε στην Τρίτη γυμνασίου. Το μόνο που άλλαζε από φέτος, ήταν μια μικρούλα έπαρση που αναθαρρούσε σιγά σιγά μέσα μας, γιατί κατά πως νομίζαμε από φέτος θα δικαιούμαστε μεγαλύτερο μερίδιο από την πίττα που λέγεται έρωτας στα χρόνια του μαυροπίνακα. Ε δεν είναι το ίδιο να σε ρωτούν τα κορίτσια τι τάξη πας κι εσύ να λες 3η γυμνασίου. Τώρα γίναμε άντρες και δεν είναι καθόλου ντροπή να λες και μάλιστα ευθαρσώς, πρώτη Λυκείου, αν και στο σχολείο μας, κάποιες έγνοιες έχουν διαφορετική ιεράρχηση από τα ημερήσια. Σ’ ένα νυχτερινό σχολείο τα παιδιά έχουν από νωρίς γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο της ζωής κι τα φτερά δυστυχώς από νωρίς ψαλιδισμένα. Μέχρι και αυτό το φυσικό αγαθό της νιότης με τους πρόωρα φουρτουνιασμένους έρωτες, δεν βρίσκει χώρο στις παγωμένες καρδιές. Φαίνεται πως ο θεός έρωτας, εργάζεται διαφορετικά ωράρια απ’ αυτά που βιώνουμε εμείς μέσα στις κρύες αίθουσες του κάθε νυχτερινού σχολείου. Εμείς παραδείγματος χάριν, μετά την οκτάωρη ή δεκάωρη απασχόληση μας για το μεροκάματο, αποφασίσαμε να μην σπαταλήσουμε τις επόμενες ώρες μας και γραφτήκαμε σ’ ένα νυχτερινό σχολειό, κυνηγόντας έστω ασθμαίνοντας, μια καλύτερη προκοπή για αύριο. Μέσα σ’ αυτές τις άχαρες αίθουσες δεν προλαβαίνει να μπει ο φτερωτός θεός του έρωτα, παρά μόνο το κρύο βοριαδάκι π’ αρχίζει εκεί κοντά στις αρχές Νοέμβρη και μπερδεύεται σαν ήχος πότε με τη βραχνή φωνή του Κυρίου Παπαγεωργίου που μάταια προσπαθεί ο έρμος στις δέκα και πέντε το βράδυ, να ολοκληρώσει το μάθημα των θρησκευτικών και πότε με το σιχαμένο τρίξιμο των ξύλινων παραθύρων που μας έσπαγε τα νεύρα.
Υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος που οι κρυφοί έρωτες δεν ευδοκιμούσαν στον χώρο αυτό. Τα κορίτσια μας, (έτσι μου άρεσε πάντα να τα αποκαλώ,) είχαν τα περισσότερα γίνει πρόωρα γυναίκες. Δεν τους άρεσαν τα σαλιαρίσματα με τους πιτσιρικάδες, κι όταν αποφάσιζαν να αφήσουν τις πόρτες ανοιχτές για να τις βρει ο έρωτας, εμείς οι συμμαθητές τους, θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να ελπίζουν, γιατί το μυαλό των κοριτσιών πήγαινε πολύ μακριά, (αποκατάσταση γάμος και τέτοια) κι εμείς δεν παίζαμε σ’ αυτή την κατηγορία. Άσε που ζημιά μας έκανε και το παράρτημα της ΚΝΕ που στεγάζονταν λίγο κάτω από το δρόμο του σχολείου. Τα αφιόνιζαν τα παιδιά που έπεφταν στα πλοκάμια των καθοδηγητών. Αφού κατάντησε να είναι συνώνυμο το ουσιαστικό «ανέραστος» με τη λέξη Κνίτης.

Κι εφέτος λοιπόν ίδια τα πρόσωπα που συναντήσαμε όταν άρχισαν τα μαθήματα. Ο κύριος Παπαγεωργίου ο καθηγητής των θρησκευτικών κατά τη προσφιλή του συνήθεια, παρέδιδε σε δυο λεπτά το παρακάτω μάθημα κι ύστερα ως άλλος Φιντέλ Κάστρο άρχιζε τα λογύδρια με τις προσωπικές του ιστορίες ή για τα ταξίδια του, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Θρησκευτικά είχαμε και τη μέρα που άνοιξε η πόρτα ξαφνικά. Έτσι το συνήθιζε ο κοντοπίθαμος Λυκειάρχης μας και ξεπρόβαλε η αφεντιά του κάνοντας νόημα προς την τάξη να μη σηκωθεί κανείς, όπως καθόριζε η τυπικότητα σε ένδειξη σεβασμού, ενώ ξοπίσω του, τον ακολουθούσε ένα κορίτσι, κοντούλα κι αυτή, σχεδόν ένα μπόι με τον κοντοπίθαμο.
Ξεροκατάπιε γιατί προφανώς δεν ήξερε πώς να μπει στο θέμα και ρωτά τον καθηγητή μας.
-         Πόσους μαθητές έχει το τμήμα σας;
-         27 κύριε Λυκειάρχα, απάντησε για λογαριασμό του καθηγητή ο απουσιολόγος μας.
-         Ωραία. Από σήμερα θα γίνετε 28 και θέλω να αγκαλιάσετε με την αγάπη σας τη νέα σας συμμαθήτρια.
Σε χρόνο μηδέν ο Λυκειάρχης είχε εξαφανιστεί από την τάξη. Η κοπέλα έμεινε σύξιλη σαν σε ιερά εξέταση, γιατί κανένας δεν της πρότεινε μια θέση να καθίσει.
-         Κάθισε, της λέει ο καθηγητής.
-         Που να καθίσω κύρια καθηγητά.
-         Ξέρω εγώ κορίτσι μου. Βρες μια θέση άδεια και κάθισε.
Η κοπέλα περιεργάστηκε με μια ματιά το χώρο. Τα μόνα κενά καθίσματα ήταν στο τέλος της αιθούσης που μάλλον πρέπει να απέρριψε από την αρχή. Διαβόλου σύμπτωση όλοι το βράδυ αυτό έτυχε να είμαστε καθισμένοι στα θρανία δύο-δύο, αν και ποτέ δεν διατηρούσαμε τις ίδιες θέσεις. Ήταν αυτό μια αναρχία που είχε κερδισθεί από προηγούμενα έτη με το έτσι θέλω.
   - Ελάτε να καθίσετε εδώ, ακούστηκε ξαφνικά η φωνή Τάσου. Κνίτης απ τα γεννοφάσκια του που εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να υποδυθεί τον μεγαλόψυχο, βρίσκοντας λύση στην κοπέλα παραχωρώντας τη θέση του, αφού ο ίδιος μετακόμισε στα τελευταία θρανία. Δίπλα από την κενή θέση που προσφέρθηκε, ήταν η δική μου κι ήταν  σχεδόν η μόνιμη. Το κορίτσι μη έχοντας κι άλλη επιλογή προχώρησε δειλά-δειλά, κάθισε και το μάθημα συνεχίστηκε.
Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμα παρατήρησα πως σχεδόν κανένας δεν βγήκε από την αίθουσα. Όλοι κλωθογύριζαν μέσα έξω κι έριχναν λοξές ματιές κατά το παράθυρο, που ήταν και το δικό μου το θρανίο. Κανά δύο μάλιστα συμμαθητές μου εντελώς ξεδιάντροπα, έριξαν τη μπηχτή τους.
-         Γαλανέ σου έφεξε απόψε.
-         Καλά μαλάκες είναι οι δικοί σου, μου είπε το κορίτσι κι έμεινα άναυδος. Καλά-καλά δεν είχαμε ανταλλάξει λέξη μεταξύ μας πρώτον και δεύτερο, δεν τις συνηθίζαμε, τουλάχιστον στο δικό μας το σχολείο, τέτοιες χύμα εκφράσεις.  
Πριν προλάβω να βρω κάτι για να απαντήσω, την άκουσα να μουρμουράει μόνοι της και να λέει «καλά σε κολέγιο πέσαμε» και γυρίζοντας προς το μέρος μου, είπε.
-         Υπάρχει κανένα μέρος για να κάνουμε κανένα τσιγαράκι;
-         Τσιγαράκι;
-         Ναι ρε συ δεν καπνίζει κανένας εδώ πέρα;
-         Δεν ξέρω, δυο τρία παιδιά ίσως, αλλά είναι μεγάλοι, πάνω από είκοσι.
-         Ρε συ, πως σε λένε, τόση ώρα δεν τα είπαμε. Εμένα με λένε Σούλα.
-         Σούλα, χμ… καλά. Εμένα με λένε Κωσ…. Κωνσταντίνο.
-         Τι Κωνσταντίνος μου λες, Εγώ Κώστα θα σε λέω. Όλοι αυτοί με κάτι περίεργα ονόματα μου φαίνονται φλούφληδες. Λοιπόν Κώστα θα σε λέω, έδεσε;
-         Έδεσε, της απάντησα αμήχανα γιατί την προσοχή μου είχαν τραβήξει κάποιοι συμμαθητές μου που από μακριά μου έκαναν κάτι ακαταλαβίστικα νοήματα, που είχαν όμως σχέση με το κορίτσι.
Από εκείνη την ημέρα πολλά άλλαξαν στη σχολική μας καθημερινότητα. Ένας ένας οι συμμαθητές μου παρήλαυναν δίπλα από τη Σούλα σαν τους Πρέσβεις που δίνουν τα διαπιστευτήρια τους. Αν συγκέντρωνες τις ερωτήσεις που της απυφθηναν, θα γέμιζες φάκελο δικογραφίας.
Στα πηγαδάκια των αγοριών πήρα χαμπάρι πως έφτιαχναν σενάρια για το ποιος θα της τα ρίξει πρώτος. Κάλεσαν μάλιστα κι εμένα για να μου καθορίσουν τη σειρά. Εγώ δεν ξέρω τι με είχε πιάσει κι από την πρώτη μέρα σχεδόν είχα ένα στιλάκι ψηλομύτη που και καλά δεν νοιάζονταν να παίξει σε τέτοια παιχνίδια. Ήθελα να τους δείξω πως εγώ είμαι τόσο αυτάρκης με τα συναισθηματικά μου, που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ και είναι και κοντή, τους είπα με μπόλικη κομποροσύνη μια μέρα. Αυτή η κοντή όμως ήταν διαόλου κάλτσα. Κάθε μέρα το είχε σίγουρο πως κάποιος άλλος θα της την πέσει. Εμείς εν τω μεταξύ με τους υπόλοιπους, σχολιάζαμε τι ειπώθηκε την προηγούμενη ημέρα με τον υποψήφιο. Τι ωραία που πέρναγαν οι μέρες. Ακόμα και τα κορίτσια συμμετείχαν στα πηγαδάκια των αγοριών και μάλιστα στοιχημάτιζαν για το αποτέλεσμα. Απέναντι της κράτησαν μια ουδέτερη στάση. Ούτε εχθρική αλλά ούτε και κολητιλίκια. Περισσότερα έγερνε η ζυγαριά προς το μέρος μας. Γνωριζόμασταν βλέπεις με τις περισσότερες από την πρώτη γυμνασίου.
Κάποιες μάλιστα, με πρώτη και  καλύτερη την Μαριάννα, άρχισαν σαν νά 'θελαν να παίξουν με τη Σούλα το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό. Να παριστάνουν επίτηδες φανερά τις ερωτευμένες με τον Γιώργο και τον Μιχάλη ιδιαίτερα. Ήταν φανερά θέατρο κακής ποιότητας κάτι που άρχιζε να ενοχλεί τη Σούλα.
-         Ρε συ έχουν πλάκα οι δικές σου, μου έλεγε κάποιες φορές ψυθιριστά την ώρα του μαθήματος.
Κι εγώ άκουγα. Σπάνια της απαντούσα. Το είχα δέσει πως πρέπει να παριστάνω το βαρύ πεπόνι. Αυτή τη στρατηγική επέλεξα για τον εαυτό μου. Και να πεις πως με συμβούλεψε κανένας, όχι, έτσι μου ‘κατσε.
Πάντα ολιγόλογος αλλά προστατευτικός μαζί της. Καλός νεκροθάφτης ήμουνα και του λόγου μου. Δεν είπα ποτέ στη Σούλα μιά καλή κουβέντα για κανέναν. Στα διαλλείματα περπατούσαμε μαζί κάπως απόμακρα και φλυαρούσαμε επί παντός επιστητού. Έδειχνε να έχει αδυναμία σε μεγάλους συγγραφείς, Νίτσε, Τολστόι, Καζαντζάκη, Καβάφη κλπ. Έδειχναν οι προτιμήσεις της να είναι έτσι για να μεγαλοπιάνεται, αλλά που να το καταλάβω τότε εγώ ο μπούφος που μόλις έμπαινα στα δεκαεπτά. Έπρεπε, για να μην υστερώ σε γνώσεις από του λόγου της, να τρέχω να διαβάσω βιβλία για όλους τους συγγραφείς που μου αράδιαζε, που μάλλον για να λέμε και του στραβού το δίκιο, για αρκετούς, ούτε που είχα ξανακούσει το όνομά τους. Ας μην ήμουνα και πολύ έμπειρος, πήρα χαμπάρι πως πολλά από τα χούγια της και τις συνήθειές της τις μοστράριζε για να παραστήσει την κουλτουριάρα. Ήταν σύνηθες το φαινόμενο εκείνης της εποχής, παιδιά από το χώρο της αριστεράς, να το παίζουν ιδεολόγοι και διαβασμένοι, ψαγμένοι αν θέλετε. Η Σούλα είχε τέτοια στοιχεία, της αφαιρούσαν όμως κομμάτι από τη θυλικότητα της. Για να παραστήσει μάλιστα την περπατημένη, είχε προσδώσει στο στυλ της ομιλίας της και μια ελαφριά μαγκιά, γιαυτό και με είχε ταράξει στα «ρε συ», «έδεσε» και το συχνό υβρεολόγιο. Από τη άλλη μεριά όμως, σαν γυναίκα δεκαεπτά χρονών, έλεγε πολλά. Μικροκαμωμένη με λίγα κιλάκια παραπάνω, αυτό που λεν οι άντρες στρουμπουλούλα. Χαριτωμένο μουτράκι με τσαχπίνικο βλέμμα και πάνω απ’ όλα αυτό που συνεπήρε όλα τα αγόρια στο σχολείο, έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν ήταν καμία μυξοπάρθενη, σαν τις άλλες συμμαθήτριες μας. Το κατείχε το άθλημα καλά και της άρεσε να το μοστράρει.
Κάποια μέρα πήρα την πρωτοβουλία να της υποδείξω το αμφιθέατρο του σχολείου που ήταν στο ημιυπόγειο, αλλά ποτέ εμείς του νυχτερινού δεν χρησιμοποιούσαμε. Και το πρότεινα αυτό για να μπορεί να κάνει εκεί κανένα τσιγαράκι. Ε αυτό ήταν. Όλο το σχολείο είχε την εντύπωση πως εμείς οι δύο τάχουμε. Αυτή η φήμη διαπίστωσα πώς άρεσε στη Σούλα, το διασκέδαζε. Σταμάτησαν και οι καθημερινές προτάσεις από κάθε φέρελπη υποψήφιο κι έτσι ηρέμησε, γιατί όπως μούλεγε, είχε αρχίσει να την κουράζει. Φαίνεται όμως να διασκέδαζε και τη δική μου επίπλαστη σοβαροφάνεια πως ντε και καλά εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. 

Η Σούλα έδειχνε να μην ενοχλείται από το σούσουρο. Απαντούσε σχεδόν σ’ όλους τους περίεργους που την πλησίαζαν. Για ένα πράγμα μόνο δεν έβγαζε λέξη. Κατσούφιαζε μάλιστα τόσο όταν τη ρωτούσαν το ίδιο πράγμα σχεδόν όλοι. Συχνά την άκουγα να λέει θυμωμένη «καλά τι σφίξη είναι αυτή που τους έπιασε όλους για να μάθουν το λόγο που έκανα εγώ μεταγραφή στο νυχτερινό από άλλο σχολείο.»  
Κι όσο έδειχνε να αποφεύγει πάγια και σταθερά αυτή την ερώτηση, άρχισε να καλλιεργείται γύρω από το όνομά της ένας μύθος. Άλλος έλεγε πως είχε συνάψει σχέση με έναν καθηγητή της, άλλος γιατί έδειρε άγρια μια συμμαθήτρια της. Μάλιστα για το τελευταίο ένας δικός μας επικαλείτο του λόγου το αληθές ένεκα της ξαδέλφης του που πήγαινε στο ίδιο το σχολείο. Κάποιοι άλλοι έλεγαν τελευταία πως μια μέρα έκλεψε από τις τσάντες της τάξης, ότι είχαν και δεν είχαν Διαβόλου σύμπτωση όμως, σε μια υπήρχαν τα χρυσαφικά της μαμά της και τα κουβαλούσε μαζί της για να τα δείξει στις φίλες της, Μεγάλη μπάζα δηλαδή που φαίνεται να γνώριζε η Σούλα την συγκεκριμένη μέρα. Γι αυτό την απέβαλαν από όλα τα σχολεία της Ελλάδας και τώρα έχει ντράβαρα με την αστυνομία.
Όταν το έμαθε αυτό η Σούλα κι ήμουνα εγώ το πουλάκι που της το κελάιδισε, έγινε Τούρκος. Μια μέρα στη πρώτη ώρα του μαθήματος μόλις χτύπησε το κουδούνι για αλλαγή, γιατί εμείς στο νυχτερινό δεν έχουμε διάλλειμα όλες τις ώρες, απλά αλλάζουμε καθηγητή. Αφού έφυγε λοιπόν ο καθηγητής, ανέβηκε στην έδρα και εκμεταλλευόμενη το κενό μέχρι να έρθει ο επόμενος απευθύνθηκε στη τάξη και είπε σε άπταιστη «καθαρεύουσα»
-         Ρε σεις. Το ξέρετε ότι από τη μέρα που ήρθα στο κολοσχολείο σας μου σπάσατε τα αρχίδια μέχρι να μάθετε το λόγο που ήρθα με μεταγραφή εδώ. Λοιπόν κολόπαιδα θα σας το πω εγώ για να τελειώνουμε. Με πιάσανε μ’ έναν συμμαθητή μου στις τουαλέτες, γκέκε. Και δεν καπνίζαμε τσιγάρο, γκέκε. Κάναμε ότι εσείς θα μάθετε μετά από δέκα χρόνια. Άντε γαμηθείτε τώρα.
Την τελευταία φράση μπορεί να την άκουσε κι ο καθηγητής που έμπαινε για το μάθημα της φυσικής. Δεν είπε τίποτα όμως εκείνη τη στιγμή. Φώναξε έναν μαθητή να λύση μια άσκηση στον πίνακα κι έμεινε σιωπηλός. Κι αφού όλοι νομίσαμε ότι το πράγμα δεν θα έχει συνέχεια, μετά από κανένα τέταρτο απευθύνθηκε στη Σούλα και της είπε
-         Μετά το μάθημα σε θέλω στο γραφείο.
Έχετε ακούσει ποτέ στη ζωή σας κεραυνό; Εγώ τον έμαθα εκείνη τη στιγμή. Βρόντηξε και άστραψε η Σούλα. Πετά με θυμό την καρέκλα της, απύφθηνε ένα «άντε γαμηθείτε όλοι σας» και βγήκε κλαίγοντας βροντώντας την πόρτα πίσω της. Χωρίς καθόλου να σκεφτώ, αποφάσισα να την ακολουθήσω κι έτρεξα στο κατόπι της. Βγείκε από το σχολείο και πήρε το δρόμο για τη λεωφόρο Συγγρού. Ο επιστάτης του σχολείου δοκίμασε να την σταματήσει για να εισπράξει κι αυτός ακριβώς την ίδια φράση που εισπράξαμε κι εμείς πριν από λίγο.
-         Δεν θέλω να μου πεις τίποτα, μου είπε όταν την πλησίασα.
-         Ξέρεις ρε Σούλα….
-         Ρε συ ξεράδια, το άκουσες, ξεράδια. Δε γουστάρω ρε γαμώτο, δε γουστάρω.
-         Μπορώ να πω κάτι, θα μ΄ακούσεις;
Τι να πω όμως. Σαν πως είχα  τίποτα στο μυαλό μου. Εγώ απλά έτρεξα να παραστήσω τον ευγενή ιππότη που τρέχει να σώσει την αγαπημένη του Δουλτσινέα. Καλά που με αποπήρε και δεν άρχισα να λέω βλακείες.
-         Θα μου κάνεις τη χάρη να γυρίσεις πίσω; Με κατακεραύνωσε άλλη μια φορά.
Και εντελός αμήχανα της είπα ένα αθώο ψεματάκι.
- Καλά ντε μην κάνεις έτσι, Άλλωστε και για μένα από εδώ είναι ο δρόμος μου. Μένω στο Κουκάκι.
- Και γιατί δεν σε έχω δει τόσες μέρες.
- Δεν ήθελα να νομίζεις ότι σε παρακολουθώ, γιαυτό φρόντιζα να φεύγω μετά από σένα.
Μαλάκωσε. Σκούπισε άγαρμπα με το μανίκι της τα μάτια της και της έδωσα το χέρι για να περάσουμε τρέχοντας στην άλλη μεριά της Λεωφόρου Συγγρού. Φτάνοντας στη στάση «Συγγρού», Κωστάκη τη λέγανε τότε, μου είπε πως εδώ παίρνω το λεωφορείο μου. Μένω κοντά στο γήπεδο του Πανιωνίου. Δεν ξέρω όμως σε ποιόν από τους δυο μας ανήκε η πρωτοβουλία και τα χέρια μας παρέμειναν ενωμένα από τη στιγμή που πιαστήκαμε. Είχα καταπιεί όλη την ταραχή της ζωής μου. Παρ’ ότι φθινόπωρο και μάλιστα βραδιά με ελαφρό αεράκι, εγώ είχα ιδρώσει. Φυσικό είναι κάποια στιγμή να νοιώθω πως κρυώνω.
Ρε συ (αυτό το ρε συ δεν το ξεχνούσε ποτέ. Πάντοτε προάγγελος της κάθε φράσης της) κρυώνεις; Θέλεις να μου κάνεις παρέα και να περπατήσουμε λίγο πιο κάτω και παίρνω από εκεί το λεωφορείο. Έλα ρε συ, Μου τη σπάσανε απόψε δεν έχω όρεξη.
Ξεκινήσαμε κατά μήκος της λεωφόρου με κατεύθυνση τη θάλασσα, συζητόντας περί ανέμων και υδάτων. Ούτε που κατάλαβα πως φτάσαμε έξω από το σπίτι της, αφού καλύψαμε τουλάχιστον 5-6 χιλιόμετρα. Η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα, όταν θυμήθηκε πως θα την περιμένουν οι γονείς της. Μού έσφιξε δυνατά το χέρι αντί για καληνύχτα και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Εγώ δεν είχα ακόμη συνέλθει απ’ τη χαρά αυτής της απροσδόκητης βόλτας παρέα μ’ ένα κορίτσι γιαυτό κι άργησα να καταλάβω στη στάση που περίμενα το λεωφορείο, ότι η ώρα έχει περάσει και τέτοια ώρα τα δρομολόγια σταματούν. Δεν μου κακοφάνηκε όμως. Σιγά-σιγά πήρα με το πόδι το δρόμο της επιστροφής κι αναμασούσα σαν μυρικαστικό τους διαλόγους που κάναμε πριν λίγη ώρα με τη Σούλα και βαδίζοντας ή μάλλον πετώντας έφτασα στο σπίτι μου το οποίο σημειώτεον δεν βρίσκονταν στο Κουκάκι αλλά στο Νέο κόσμο.

Από εκείνη την ημέρα απέκτησε νόημα ο χρόνος μου, οι μέρες μου, οι ώρες μου. Δεν έβλεπα την ώρα να τη συναντήσω. Τρεις τουλάχιστον φορές την εβδομάδα, επαναλαμβάνονταν η ίδια διαδρομή με τα πόδια. Από το σχολείο που βρίσκονταν στην αρχή της Λεωφ. Βουλιαγμένης μέχρι την Αμφιθέα μετ’ επιστροφής on foot που λένε και οι Άγγλοι. Καιρός λοιπόν ήταν να μάθουμε κι εμείς για πρώτη φορά την Πλατωνική θεωρία. Η καψούρα μου έκανε μπάμ από χίλια μέτρα μακριά. Μόνο η Σούλα έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Το λάδι στη φωτιά όμως το έσταζε η ίδια λίγο-λίγο. Εμείς οι δυο δεν ήμασταν κολλητοί. Είμαστε δυο σε συσκευασία ενός. Όλη η παρέα μου έπαιρνε όρκο πως κάτι συμβαίνει κι ας διαμαρτυρόμουν εγώ πως δεν είναι έτσι. Εκείνη την εποχή δεν ήταν κι εύκολο να έχεις μια κοπέλα συνοδό όλες τις ώρες. Οι μαθητριούλες έκλειναν τα ραντεβού τους στα παρκάκια άντε πήγαιναν για κανα καφέ στις καφετερίες, συνήθως όμως με τα φώτα της μέρας ή όταν κατά την προσφιλή μας συνήθεια κάναμε σκασιαρχείο. Γιαυτό στο δικό μου στέκι, μια καφετερία πίσω από τη λεωφόρο Συγγρού με  το όνομα Γουέμπλεϋ (από το γνωστό γήπεδο της Αγγλίας που φιλοξένησε το ματς του Παναθηναϊκού με τον Αγιαξ.), η καθημερινή σχεδόν παρουσία της Σούλας ήταν μεγάλη υπόθεση. Τότε με αγάπησαν όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού και κατέληξε η υπόθεση να γίνεται κάθε τόσο ένα μεγάλο ημικύκλιο με καμιά δεκαπενταριά μαντράχαλους και στη μέση να ρητορεύει η Σούλα. Όλοι τους, μυστικά ή φανερά, έδειχναν τη διάθεσή τους για το κορίτσι, αλλά η Σούλα βράχος. Πέταγε που και που και καμιά δήλωση πως εγώ τον Κώστα μου δεν τον αλλάζω με τίποτα κι εγώ έπαιρνα το πρώτα αεροπλάνο κι ανέβαινα στον έβδομο ουρανό. Με τον καιρό όπου Σούλα και χαρά κι ο Κωστάκης μέσα. Μια φορά (Αποκριές ήτανε θυμάμαι), κάτι είχα μισοπροτίνη για νυχτερινή έξοδο στην Πλάκα εφ όσων έκλεινα θέση στη ντίσκο «Καρυάτιδες» Έτσι τόπα εγώ για μόστρα. Με τι μούτρα θα έκλεινα εγώ τραπέζι στο μαγαζί. Ξέχασα όμως τι είχα υποσχεθεί και το Σάββατο πως μούρθε πήγα και στήθηκα έξω από το μαγαζί μήπως και χωθώ μέσα. Πράγματι αναπάντεχα βλέπω την αδελφή μου με την παρέα της και να μην σας τα πολυλέω, βρέθηκα να χοροπηδάω στην πίστα στους ρυθμούς του james Brawn. Η είδηση εδώ ποια είναι. Σε καμιά ώρα, νοιώθω κάποιον να με χτυπά στην πλάτη. Ήταν ένα από τα παιδιά του μαγαζιού.
-         Μια κοπέλα σε ζητά στην είσοδο μου είπε.
Βγαίνω και τι να δω. Η Σούλα με μια τσιγαριά στο χέρι με περίμενε στην πόρτα.
-         Ρε συ, είσαι ξεφτίλας ρε συ. Με κορόιδεψες και μ’ έκλεισες μέσα. Πάω εγώ ρε συ πουθενά χωρίς εσένα; Τέρμα είσαι ξεφτίλας, άντε χέ…… μας.
Την έπιασα με τα δυο μου χέρια από τη μέση τη γύρισα προς το μέρος μου και την πήρα αγκαλιά. Πρώτη φορά που ένοιωσα το σώμα της κοιλημένο πάνω μου. Το πλούσιο ολοστρόγγυλο στήθος της, το μουτράκι της, τα μαλλιά της, ήταν όλα έστω και για λίγο δικά μου. Κι ενώ η Σούλα άστραφτε και βρόνταγε  εγώ είχα μετακομίσει για λίγο στον κόσμο της ευδαιμονίας. Απολάμβανα το μεθυστικό της άρωμα κι ήθελα να κλείσω τα μάτια για να το νοιώσω καλύτερα. Η γκρίνια της όμως με επανάφερε στη γη.
-         Και μη μου πεις ότι θα γυρίσεις τώρα πίσω;
-         Όχι, μην κάνεις έτσι. Τι θέλεις να κάνουμε πες μου.
-         Θέλω να πάμε σπίτι μου.
Το τελευταίο δεν τοπιασα καλά. Πολύ αργότερα έμαθα τι ακριβώς εννοούσε.
Στη διαδρομή με το ταξί ήταν πολύ διαχυτική. Όλο νάζι και τσαχπινιές. Μου εξομολογήθηκε πως είχε τσούξει και δυο ποτηράκια ουίσκι, αλλά την έκανε να νοιώθει μια χαρά. Η ώρα κόντευε δώδεκα μόλις φτάσαμε έξω από το σπίτι της, το οποίο εγώ γνώριζα μόνο από την εξωτερική του μεριά. Γιαυτό και θεώρησα αυτονόητο να της πω καληνύχτα κι ότι θα τηλεφωνηθούμε αύριο, γιατί εάν κατέβω που να βρω ταξί τέτοια ώρα. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά κι έτρεξε προς την είσοδο. Μουρμούρισε κάτι που εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα σημασία. Την επόμενη μέρα όμως που δέχτηκα την επίσκεψη του πιο κολλητού μου φίλου, το πρώτο που κατάλαβα ήταν η φράση που μου είπε Για την σύνδεση του παζλ, βοήθησε κι ο φίλος μου ο Άρης.
-         Φτιάξε μεγάλε καφέ κι έλα να σου πω τα καθέκαστα.
-         Τι καθέκαστα μωρέ. Χτυπήσαμε κανένα γκομενάκι.
-         Πεστο κι έτσι, αλλά τελείωνε τον καφέ και τα λέμε.
Το καφεδάκι αχνιστό πάνω στο μικρό τραπεζάκι του σαλονιού, ένα τσιγάρο Καρέλια ήδη αναμμένο κι εγώ Sante σκέτο, συνήθιο που αποκτήθηκε από τη μέρα που γνώρισα τη Σούλα, διότι δεν ήταν δυνατόν, ο συνοδός της Σούλας να είναι άκαπνος. Ο Άρης πάντα άξεστος κι άγαρμπος, μου σερβίρισε αυτό που ήθελε να μου πει φόρα παρτίδα. Ούτε εισαγωγές ούτε αναστολές. Ευτυχώς που ποτέ δεν του χρέωνα ποτέ κακία, ακόμα και σήμερα.
-         Που ήσουνα μωρή κουφαλίτσα χθες το βράδυ; Μου είπε χαμογελώντας καθώς πασπάτευε τα αχαμνά του για να βρει καλύτερη θέση στον καναπέ.
-         Γιατί σου έλειψα; Μη μου πεις θα γελάσω.
-         Εμένα στ’ αρχίδια μου. Μου είπε κοφτά. Σε κάποια άλλη έλειψες παλιό μαλάκα και κλήθηκα εγώ να βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά.
-         Τι λες μωρέ δεν σε καταλαβαίνω.
-         Χθες, παλιοχαμένε, ήσουνα στην πλάκα;
-         Ναι.
-         Σε βρήκε η Σούλα στις Καρυάτιδες;
-         Ναι
-         Γυρίσατε στο σπίτι της με ταξί;
-         Ναι
-         Και γιατί ρε μαλάκα την άφησες την κοπέλα στα κρύα του λουτρού; Καλά έκανε και σε στόλισε φεύγοντας, Άκουσες τα μπινελίκια;
-         Ποια μπινελίκια μωρέ, τι είπε;
-         «Είσαι πολύ μαλάκας τελικά» αυτό σου είπε, δεν το άκουσες;

Δεν το άκουσα και δεν κατάλαβα τίποτα. Κι ήταν αυτό το λάθος το πιο καίριο σ’ αυτή τη σχέση. Τη φράση carpet diem την είχα μάθει από νωρίς και ήξερα τι σημαίνει, αλλά έμελε να μην μπορώ εύκολα να την εφαρμόσω. Γιατί αν το τσερβέλο μου δούλευε καλύτερα το τι θέλει μια γυναίκα τέτοιες στιγμές κι αν ερμήνευα σωστά τα γεγονότα, θα είχε μπει το νερό στ΄ αυλάκι και δεν θα χρειάζονταν να πασχίζω να μου πει το ναι η Σούλα, για να καταλαγιάσει ο πόθος μου για εκείνη. Η κοπέλα μόνο αίτηση δεν έκανε εκείνη τη βραδιά στην Πλάκα. Και το χειρότερο δεν θα  άκουγα τα παρακάτω από τα χείλη του Άρη.
-         Με παίρνει που λες τηλέφωνο νυχτιάτικα και μου λέει. Έλα γρήγορα στο σπίτι μου είμαι πολύ χάλια, σε θέλω. Ανησύχησα έτσι όπως την άκουσα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο γιατί ήδη είχε κλείσει το τηλέφωνο. Πήρα το λοιπόν το ποδηλατάκι μου και σε πέντε λεπτά ήμουνα στο σπίτι της. Τα υπόλοιπα δεν γουστάρω να σου τα πω αναλυτικά, Δεν γουστάρω. Και με μια ανάσα όπως ξεκίνησε το λογύδριο του συνέχισε. Για να μην το μάθεις απο αλλού, ένα μόνο θα σου πω. Κάναμε έρωτα. Και πριν καταλαγιάσει ο κεραυνός, μου βάζει και την ταφόπλακα. Πάντως είχε δίκιο η κοπέλα. Είσαι και πολύ μαλάκας αδερφέ μου.

Ένας δεκαεπτάχρονος και μάλιστα ρομαντικός, δεν θα μπορούσε να το ξεπεράσει εύκολα κάτι τέτοιο. Η αντίδρασή μου στο γεγονός είχε τις ενδείξεις του μελλό. Από την επόμενη μέρα σταμάτησα να πηγαίνω στο σχολείο, αλλά και στη δουλειά μου έπαψα να είμαι τακτικός. Δεν δεχόμουν κανέναν στο τηλέφωνο κι ελάττωσα το φαγητό μου. Η δόλια η μάνα μου πρώτη φορά προβληματίστηκε με τον κανακάρη της. Μέσες άκρες κατάλαβε τι περίπου συμβαίνει και κατάφερε να πείσει τον φίλο μου τον Άρη να έρθει μια μέρα σπίτι μου. Ηρθε γελαστός-γελαστός κι έφερε μαζί του και την Σούλα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Δεν χρειάστηκε φυσικά πολύ κουβέντα για να πεισθώ να γυρίσω πάλι στο σχολείο. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως πρώτα. Αυτή η ατέλειωτη προσμονή μέχρι (αν ποτέ) η Σούλα μου ανοίξει την πόρτα, άρχισαν να παρουσιάζονται σιγά-σιγά συμπτώματα μελαγχολίας, μάλλον ορατά και από τους φίλους μου. Γιαυτό τα βραδιά στο σχολείο, έπιανα συνήθως απόμερες γωνιές και καθόμουν μόνος μου. Όταν σ’ ένα διάλλειμα η Σούλα μου πρότεινε να πάμε μαζί κάτω στο αμφιθέατρο να κάνουμε τσιγάρο, αρνήθηκα πεισματικά.
-         Ξέρω τι θέλεις εσύ για να συνέλθεις.
Και πριν καλά καλά το καταλάβω, μου δίνει ένα φιλί στο στόμα που σε κλάσματα δευτερολέπτου ανταποκρίθηκα κι ήταν αυτό το φιλί το ωραιότερο και πιο γλυκό που έχω να θυμάμαι στη ζωή μου.
Έμοιαζε η υπόθεση να μοιάζει σαν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Μια κρύο μια ζεστό που μου θόλωνε τον ορίζοντα της σκέψης μου. Από τη μεριά μου κι εγώ, τη μια μέρα έλεγα πως με θέλει και την άλλη μέρα, έλεγα, πρέπει να κόψω πέρα.
Ο φίλος μου ο Άρης μου πρότεινε μια ιδέα για να εξομαλυνθούν  τα πράγματα να διοργανώσουμε ένα πάρτυ για χάρη της αποκλειστικά. Θα ήταν δηλαδή το τιμώμενο πρόσωπο. Ασπάστηκα την ιδέα αλλά συνάντησα πολλά προβλήματα για να το οργανώσω. Το σπίτι μου δεν έκανε για πάρτυ. Το σπίτι του Άρη επίσης. Και πάνω που έλεγα να το ακυρώσω, ένας φίλος από την παλιοπαρέα του Γουέμπλεϋ προσφέρθηκε να μας φιλοξενίση στο σπίτι του με έξοδα όμως δικά μας.
Καλή ιδέα και συμφωνήσαμε. Άλλωστε η Σούλα δεν ήταν άγνωστη στην παρέα. Μαζί με τον Βαγγέλη (γιος γυμνασιάρχη παρακαλώ) και τα άλλα παιδιά, περάσαμε νύχτες ατέλειωτες φιλισοφόντας περί ανέμων και υδάτων ακόμα και τις ώρες που έκλεινε το μαγαζί, εμείς καθισμένοι έξω, καπνίζαμε και κουβεντιάζαμε. Μερικές φορές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες με τα τσιγάρα sante άφιλτρα της Σούλας που πάντοτε ήταν κονομημένη, να κάνουν το γύρο της παρέας.
Καλέσαμε εκτός από τους κολλητούς μας κι άλλα παιδιά. Αρκετοί είπαν πως θα έχουν και κάποιο κορίτσι μαζί τους. Ξηλώθηκα γενναία για την αγορά των αναγκαίων και το Σάββατο όλα ήταν έτοιμα. Οι κολλητοί μας ήρθαν νωρίς. Κανείς όμως δεν συνοδεύονταν από κορίτσι. Ηρθε και η Σούλα με μια φίλη της, άγνωστη σε μένα. Μάταια όμως περιμέναμε να έρθουν κάποια άτομα απ’ αυτά που περιμέναμε. Ακόμα και στα πιο αποτυχημένα πάρτυ της γυμνασιακής περιόδου δεν είχα δει τέτοια αποτυχία. Πάλη καλά που είχαμε και την φιλενάδα της.
-         Το βαρέθηκα αυτό το καλαμπουράκι , της είπα θυμωμένα. Πάμε να φύγουμε.

-         Ρε συ ποιο καλαμπουράκι μου λες, είσαι καλά. Ή σε ποιάσαν τα νευροφυτικά σου;

-         Να αυτό το σώου με την πάρτυ σου ανάμεσα από δέκα αγόρια που ξερογλείφονται μαζί σου. Αυτό εμένα δεν μου αρέσει, το κατάλαβες. Δεν μου αρέσει, της απάντησα νευριασμένα. Πάμε να φύγουμε.

-         Δεν πάω πουθενά, βροντοφώναξε.
Τα λόγια της ακούστηκαν σε όλους. Σαν πώς να ήταν όλοι συνενοημένοι, άρχισαν εναντίον μου μια ενορχιστρομένη κοροϊδία που μου έκανε τα νεύρα μου σμπαράλια. Σιγά ρε μη σου φάμε την γκόμενα, είπε ο Βαγγέλης από μακριά κι ήταν αυτό το έναυσμα για να πεταχτώ επάνω, σαν να με τσίμπησε μύγα και βρέθηκα εκτός σπιτιού σε κλάσματα δευτερολέπτου.

Την επόμενη μέρα δεν έμαθα τίποτα για το τι απέγινε μετά. Τηλεφώνησα στον Άρη μήπως μάθω τίποτα αλλά μου είπε πως έφυγε κι αυτός λίγα λεπτά αργότερα.
-         Καλά έκανες και την κοπάνησες, μου είπε. Πάντως εμένα κάτι δεν μου άρεσε χθες το βράδυ. Ε όχι τέτοιες προσβολές, αρκετές έφαγες. Εγώ θα της τράβαγα και καμιά σφαλιάρα. Άκου εκεί, ποιος είσαι εσύ δηλαδή, το γιουσουφάκι της. Λοιπόν θα πάω το βραδάκι στην καφετερία κι όλο από κάποιον θα μάθω και θα σου πω,
Καλύτερα να μη μάθαινα τίποτα εκείνο το βράδυ. Ο φίλος μου ο Άρης ήταν  ευτυχώς συνοπτικός και δεν απλώθηκε σε λεπτομέρειες. Η Σούλα και η φίλη της είχαν μεθύσει τόσο πολύ που δεν ήξεραν τι έκαναν. Κάποια στιγμή με την παρότρηνση της αγοροπαραίας τα κορίτσια χόρεψαν ένα αισθησιακό στριπ τιζ. Ήταν όμως σκνίπα στο μεθύσι. Ο χορός τους κράτησε όσο κράτησε και μετά σωριάστηκαν στο πάτωμα. Ο Βαγγέλης που μάλλον αυτή τη στιγμή περίμενε, τάχαμου πως νοιάστηκε για τα κορίτσια, μισοσουρωμένος κι αυτός, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και τους έδιωξε όλους σχεδόν με τις κλωτσιές.
-         Και δεν ξέρουμε τι απέγινε μετά;
-         Πως αλλά δεν θέλω να σου πω παρακάτω.
-         Δεν γίνεται θα σκάσω.
-         Λοιπόν. Ο Μανωλάκης ο μπάρμαν, που δεν ήτανε στο πάρτυ, έτυχε να τηλεφωνηθεί σήμερα με τον Βαγγέλη και σ’ αυτόν ξεφούρνισε με το νι και με το σίγμα το τι απέγινε μετά. Μου τα είπε ο ίδιος.
-         Τι απέγινε δηλαδή;
-         Στάσου μωρέ μη βιάζεσαι. Δεν θα σου πω αν δεν μου ορκιστείς πως δεν θα της ξαναμιλήσεις.. Μου το ορκίζεσαι;
Ήταν τόση η αγωνία μου να μάθω που ορκιζόμουνα σ’ όποιο παπά θέλεις.
-         Σου το ορκίζομαι λέγε.
-         Τι να σου πω δηλαδή. Να με δυο λόγια. Όλη την υπόλοιπη βραδιά κοιμήθηκαν οι τρεις τους στο ίδιο κρεβάτι και έγινε του κουτρούλη ο γάμος.

Από την άλλη μέρα κυκλοφορούσα σαν χαζός. Όλα μου έμοιαζαν αντιφατικά. Οι ερωτικές της διαθέσεις δεν έδεναν με τα ξενύχτια κάτω από τη φεγγαράδα στα Μέθανα, ούτε με τις δηλώσεις της «Ρε σεις, αν θέλετε να γίνετε άνθρωποι, διαβάστε Καζαντζάκη.» αλλά ούτε και με την ευαίσθητη ψυχή αυτού του κοριτσιού. Τη μια στιγμή ευχόμουν μέσα μου να μην την είχα γνωρίσει ποτέ και την άλλη να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τόσο νωρίς στη ζωή μου, μια όμορφη κοπέλα συντρόφευε τις ελεύθερες ώρες μου, που είχε πάντα τουλάχιστον μια φίλη που στην κάθε στιγμή, θα δήλωνε παρών αν της το ζητούσα. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα μέσα μου υπάρχει η θύμηση της. Μπορεί να ήταν η σχέση μας αυτό που λένε ένας Πλατωνικός έρωτας, είχει όμως κι αυτός τις ομορφιές του. Γιαυτό αν κάποτε με συναντήσετε μη πετάξετε ξαφνικά στην κουβέντα σας τη λέξη ΣΟΥΛΑ γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην νοιώσω το γνωστό τσίμπημα που νοιώθω πάντα σαν τη θυμάμαι.

Μαντζούρης Κωνσταντίνος
Σεπτέμβρης 2010

Αφιερωμένο στη Σούλα και τον Αρη.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Χαίρομαι που σε διάβασα, εσένα κι ένα κομάτι της ζωής σου.

Καλό σου βράδυ

Κωνσταντίνος Μαντζούρης είπε...

Σ' ευχαριστώ καλή μου.
Αυτά τα κομάτια είναι που αποτελούν το πάζλ της ζωής μας. είναι δικά μας, τα ζήσαμε,ας μην τα αρνούμαστε.

Καλή Κυριακή.