ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

10/3/11

Το μυστικό της ρεματιάς.

Το μυστικό της ρεματιάς.


(Παιδική Λογοτεχνία)



- Τόκα το λοιπόν Δημητράκη; ***

- Τόκα Κωνσταντή, έγινε. Και η συμφωνία έκλεισε με μιας.

Με τον Δημητράκη ταιριάζανε σε πολλά. Χωριατόπαιδα και τα δύο, ακόμα με κοντά παντελονάκια. Πρώτη φορά στην Αθήνα από το καλοκαίρι του εξήντα τέσσερα, όταν οι γονείς τους φόρτωσαν στο λεωφορείο από έναν μπόγο παλιόρουχα κι από μια κασέλα με κουζινικά και κίνησαν για την πρωτεύουσα, όχι τόσο για να κυνηγήσουν το όνειρο, αλλά για λίγο ψωμί παραπάνω. Για να μην ματώνει πια η καρδιά της μάνας τα βράδια που τα παιδιά κοιμόντουσαν νηστικά. Τέτοιοι καημοί μαράζωναν τότε τις μανάδες κι αυλάκωναν σιγά-σιγά το μέτωπο τους που τις έκανε να φαίνονται σαν γριές κι ήταν ακόμα νέες που να πάρει η ευχή, κι ας τελείωσε ο πόλεμος κι ας ήταν πια ελεύθεροι. Το πιο μεγάλο τους όνειρο ήταν να τα καταφέρουν. Τόσο απλά. Αλλά κι αυτό ακόμα για να γίνει έπρεπε να στοιβάξουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους σε μια κάμαρα όλο κι όλο, όπου πιο φτηνότερα έβρισκαν στην Αθήνα. Το καλυβάκι που με μεράκι έφτιαξε ο παππούς στο χωριό, έμπαζε πια νερά, μα πιο πολύ έμπαζε παγωνιά, απ΄αυτή που παγώνει κατ’ ευθείαν τις καρδιές. Άλλωστε και τι όνειρα να κάνεις στο χωριό όταν από τη μέρα που γεννήθηκαν, το μόνο που άλλαζε στη ζωή τους, ήταν ότι κάθε χρόνος που περνούσε, προστίθονταν μόνο καημοί. Το μόνο που προσδοκούσαν όλοι αυτοί που τη δεκαετία του εξήντα άφησαν χέρσα τα λίγα χωραφάκια τους κι ενώθηκαν στο καραβάνι που τραβούσε για τη μεγαλούπολη, ήταν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί ή για να κρυφτούν μέσα στο πολύβουο πλήθος της πρωτεύουσας, για να μην ξέρει κανείς αν ζουν ή αν πέθαναν. Σ’ αυτή τη μεγαλούπολη μόνο ο Κωνσταντής κι ο Δημητράκης δεν μπόρεσαν να κρύψουν με τίποτα ότι χαρακτηρίζει με την πρώτη ματιά τα χωριατόπαιδα, ούτε και να κρυφτούν μέσα στα άλλα σχολιαρόπαιδα ώστε να μη φαίνεται και πολύ η φτώχια που τα έδερνε, γιατί ο κοινωνικός ρατσισμός, υπόβοσκε ακόμα και μεταξύ φτωχών ανθρώπων.

Τα δυο παιδιά «κολλητοί» πάντα, θες από ανάγκη η γιατί ταιριάζανε, είχαν εκτός των άλλων χαράξει μια δική τους διαδρομή κάθε πρωί που τραβούσαν για το σχολείο. Η διαδρομή αυτή δεν ήταν σχεδιασμένη με βάση τη λογική του συντομότερου δρόμου. Μαθημένα και τα δύο από κακοτοπιές και κακοτράχαλους δρόμους που έζησαν στο χωριό τους, δεν τους τρόμαζε τίποτα, στο να διανύσουν τα δύο τρία χιλιόμετρα που απείχε το σχολείο τους από το σπίτι γιαυτό προτιμούσαν να χαράξουν τη δική τους πορεία. Στην αρχή το βρήκαν πολύ ανιαρό να κατηφορίζουν τον ασφάλτινο δρόμο της οδού Παπάγου κι ύστερα λίγο πριν το νεκροταφείο να στρίβουν αριστερά κατά τις ελιές. Ετσι έλεγαν το μέρος αυτό. Ηταν ένας τεράστιος Ελαιώνας που απαλλοτριώθηκε για να κτιστεί το σχολείο που φοιτούσαν. Στ’ αριστερά όλης αυτής της διαδρομής το μέρος ήταν εκτός σχεδίου πόλεως κι έμοιαζε στ’ αλήθεια σαν τον μπερντέ του Καραγκιόζη, αριστερά η παράγκα και δεξιά το Σεράι. Η εκτός σχεδίου περιοχή απέκτησε και όνομα έτσι για να ξεχωρίσει η Ήρα από το σιτάρι. «Το ρέμα», έτσι ονόμασαν το μέρος αυτό, εξαιτίας ενός ξηρόρεματος που διέσχιζε το χώρο. Γύρω απ’ αυτό είχαν ξεφυτρώσει σιγά-σιγά κι ορισμένα παράνομα κτίσματα, που ο θεός να τα κάνει σπίτια, για να στεγάσουν πρόχειρα την όλο και αυξανόμενη αστυφιλία. Η περιοχή αυτή λοιπόν στα μάτια των παιδιών έμοιαζε η μάλλον έτσι προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους τα παιδιά, ότι έμοιαζε κάπως με το τραχύ τοπίο του χωριού τους.

Γι αυτό αποφάσισαν να παραβλέψουν τις συμβουλές που τους έλεγαν οι μανάδες τους, να προσέχουν στο δρόμο τα αυτοκίνητα και πάντα από το πεζοδρόμιο. Τα αυτοκίνητα σίγουρα τα απέφευγαν αλλά για πεζοδρόμιο ούτε λόγος, αφού έως και δέκα μέτρα από την πόρτα του σχολείου βάδιζαν πάντα μέσα στο ρέμα. Στην κυριολεξία μόλις που έστριβαν αριστερά από την Αγίου Σπυρίδωνος, πίσω από το σπίτι τους δηλαδή, βρίσκονταν στο λεπτό μέσα στο ρέμα που το χειμώνα μετά από καταρρακτώδεις βροχές κατέβαζε πράγμα μπόλικο κάτι που έκανε τις μανάδες να απαγορεύουν στα παιδιά τους χειμώνα καιρό να κατεβαίνουν σ’ αυτό. Ο Κωνσταντής κι ο Δημητράκης όμως όχι γιατί τους άρεσε να παραβαίνουν τους κανόνες που θεσπίζουν οι γονείς για την ασφάλεια των παιδιών τους, αλλά γιατί αυτό το ρέμα έκρυβε μέσα τον δικό τους θησαυρό. Στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν οι παππούδες και οι νονές που θα σου κουβαλήσουν στο σπίτι ότι λογής παιχνίδια ποθεί η καρδιά σου. Τότε τα παιχνίδια κατασκευάζονταν με συνεργό την άκρατη φαντασία των παιδιών. Τα παιδιά στο ρέμα έβρισκαν μέσα από κάθε λογής πέτρες που κατέβαζε από το βουνό, άλλες μικρότερες, τέλεια στρογγυλωμένες. Η φύση δηλαδή έφερνε σε αυτά, τους βόλους που χρειάζονταν για να μπορούν να συμμετέχουν τα απογεύματα στα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν τον τρόπο να τους αγοράσουν γυάλινα γκαζάκια, έτσι τα έλεγαν τότε.

Δεν ήταν κι εύκολη υπόθεση αυτή. Θέλει υπομονή, θέλει ψάξιμο. Δεν τις συναντάς εύκολα κάτω από τα παπούτσια σου. Συχνά ο Δημητράκης σαν πονόψυχος και δοτικός που ήταν, σαν έβλεπε τον Κωνσταντή να στενοχωριέται όταν μειώνονταν η μπάζα του, χάριζε στον φίλο του τη δική του σοδειά. Κατεβαίνοντας προς τα κάτω πάντα μέσα από την κοίτη του ρέματος, υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα των δύο μικρών εξερευνητών. Για τον πολύ κόσμο έτσι όπως το έβλεπαν από μακριά, ήταν το καλυβόσπιτο της Κυρά Σταμάτως, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Καθ’ ότι η Κυρά Σταμάτω, σχεδόν ποτέ δεν αντάλλασε κουβέντα με κανέναν, αλλά ούτε και την συναντούσες στο δρόμο. Που ψώνιζε τα προς του ζην, ποτέ έβγαινε από το σπίτι κανείς δεν γνώριζε. Μόνο όσοι έπαιρναν το λεωφορείο από τα άγρια χαράματα για τη δουλειά τους γύρω στις πέντε το πρωί, έβλεπαν τρείς η τέσσερις φορές το μήνα την Κυρά Σταμάτω, μα κανείς δεν σκόπευε να της μιλήσει. Όσοι την έβλεπαν από κοντά, ήταν σε θέση να διαπιστώσουν ιδίοις όμμαση κάποια από τα χαρακτηριστικά της γυναίκας αυτής. Τα μάτια της, δεν ήταν εύκολο να εκτεθούν σε κοινή θέα γιατί μονίμως έγερνε το μισό κορμί της προς τα μπρός, σημάδι πως πρέπει να έπασχε η άμοιρη από κάποια ασθένεια. Αν έστω κατά λάθος τύχαινε να πλησιάσει κανείς τα χνότα της, φρόντιζε άμεσα μετακινηθεί. Σωστό αγρίμι η γυναίκα. Επόμενο ήταν ο κόσμος να την έχει συνδέσει μέσω της παραδοξολογίας με ύποπτες ιστορίες μυστηρίου και μύθου. Οι δυο φίλοι μας είχαν ακούσει σχετικά αλλά αντί να αποθαρρυνθούν αυξάνονταν η διάθεση τους να μάθουν περισσότερα και να έχουν πληροφόρηση από πρώτο χέρι για να μπορούν μετά να τις διηγούνται στα άλλα παιδιά, όπως τα δύο αδέλφια στην τάξη τους που καθημερινά σχεδόν διηγούνται ιστορίες για τον παππού τους που στα νιάτα του ήταν ο παλαιστής και είχε παλέψει με πολλά μεγαθήρια στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και την Αμερική. Έλεγαν πως τον παππού τους βράβευσε κάποτε ο ίδιος ο βασιλιάς όταν νίκησε τον «Λέων της Αραβίας». Έλεγαν μάλιστα μετά παρρησίας πως αν ακούσετε ποτέ ιστορίες πάλης, σίγουρα για τον παππού μας θα λένε, τον «Τζίμη τον τίγρη», έτσι τον έλεγαν στην πιάτσα. Έτσι σιγά σιγά ξετύλιγαν το κουβάρι του μύθου της Κυρά Σταμάτως στους συμμαθητές τους, αλλά τους έλειπαν ακόμη πολλά στοιχεία. Τα δύο χωριατόπαιδα που τις πρώτες μέρες στο σχολείο, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, εισέπρατταν για πρώτη φορά στη ζωή τους τον χλευασμό και τον μίνι κοινωνικό ρατσισμό, αφού δεν έβρισκες πια στην έκτη τάξη στην Αθήνα παιδιά με κοντά παντελονάκια, άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στα διαλείμματα, καθώς ξετύλιγαν το κουβάρι με το μύθο της Κυρά Σταμάτως.

Στο σπίτι της, πλησίασαν αρχικά για έναν άλλο λόγο. Στο πίσω μέρος που έβλεπε προς το ρέμα, κοιμόταν μακάρια τις περισσότερες φορές ένας μεγαλόσωμος σκύλος κι αυτός αγνώστων λοιπών στοιχείων σαν το αφεντικό του. Το παράδοξο με αυτό το σκυλί ήταν πως την πρώτη μέρα που τον γνώρισαν, πάνω που έκανε να κινηθεί και να γαυγίσει τους απρόσκλητους επισκέπτες, με το που ο Κωνσταντής του έκανε το σημάδι της σιωπής φέρνοντας κάθετα το δάχτυλό του μπροστά από τα χείλια του, κάνοντας ένα παρατεταμένο σσσσσσς… ο Λέων της Αραβίας - έτσι τον βάφτισαν - δανειζόμενοι το όνομα του παλαιστή που νίκησε κάποτε ο παππούς των συμμαθητών τους, γινόταν το πιο φιλίσυχο πλάσμα στον κόσμο.



Από εκείνη τη στιγμή υπάκουε σε κάθε νεύμα του Κωνσταντή. Τις επόμενες μέρες στην παρέα προστέθηκε και ο Λέων της Αραβίας. Έγινε με λίγα λόγια το φιλαράκι τους, ο κολλητός τους που λένε. Τα παιδιά εκτός από τις έννοιες των μαθημάτων τους, απέκτησαν τώρα και την υποχρέωση, έτσι όπως επιβάλλεται από τον δικό τους καθωσπρεπισμό, να φροντίζουν για την εξασφάλιση τροφής του φίλου τους. Να δεις χαρούλες και κούνημα της ουράς όταν τα παιδιά πλησίαζαν το φράχτη δεν λέγεται. Ότι γινόταν βέβαια ήταν εν κρυπτώ, γιατί η επαφή των παιδιών με το σκυλί ήταν με δυσκολίες. Πάντα μεσολαβούσε ο φράχτης, και τα αισθήματα χαράς με τα παιχνιδίσματα, εκφραζόταν πάντα όσο πιο σιωπηλά γίνονταν. Το θρόισμα των φύλλων από τα δέντρα ήταν πιο δυνατό από την ψίθυρο των παιδιών. Ήταν όμως τόσο μαγική αυτή στιγμή, που ο αέρας έπαιρνε την ευτυχία του Κωνσταντή και του Δημητρού και την έφτανε ως το Θεό. Ακόμα και το φαγητό τους μερικές φορές θυσίαζαν και το φύλαγαν για το επόμενο πρωινό, για να το δώσουν στον Λέων της Αραβίας. Πολύ στεναχωρούσε όμως τα παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα να παίξουν μαζί του. Να κυλιθούν στο χώμα και να τρέξουν ελεύθερα στα χωράφια.

Μια μέρα την ώρα που τα παιδιά τα «έλεγαν» με το φίλο τους, άκουσαν πατημασιές να φτάνουν προς το μέρος τους κι ευτυχώς έγκαιρα φρόντισαν να κρυφτούν. Ήταν η πρώτη φορά που πίσω από τις φυλλωσιές της κρυψώνας τους, έβλεπαν από κοντά την Κυρά Σταμάτω. Το περίεργο ήταν πως δεν ένιωσαν κανένα φόβο μέσα τους στη θέα αυτής της γυναίκας. Παρ’ ότι τόσα και τόσα είχαν ακούσει για λογαριασμό της, που κανονικά ακόμα και η πρόσβαση στο φράχτη της, έπρεπε να τους πιάνει σύγκρυο. Και τι δεν είχαν ακούσει γι αυτή. Πρώτα πρώτα η μάνα του Δημητράκη κάλεσε τα παιδιά μια μέρα και τους αράδιασε του κόσμου τα παράξενα. Έμαθε λέει κάπου από έγκυρες πηγές για τον βίο και την πολιτεία της Κυρά Σταμάτως. Κάποτε, τους είπε, όταν ήταν νέα, ζούσε σε άλλη χώρα. Ίσως να ήταν η Ισπανία. Ζούσε εκεί όμως όχι απόμακρα κι εγκαταλειμμένη όπως τώρα. Το σπίτι της σκέτο παλάτι και κόσμος πολύς έφτανε κάθε μέρα στην πόρτα της για να προμηθευτούν τα πιο υπέροχα βότανα. είχε κάθε λογής βοτάνια, για αρρώστιες, για ερωτευμένους, ακόμα και για μαγικά.

- Για μαγικά; Απόρησαν ταυτόχρονα τα παιδιά.

- Ναι ειδικό για μάγια, μέχρι που κάποτε μετά από χρόνια, κάποιοι δυσαρεστημένοι φίλοι της φρόντισαν να τις κάνουνε κακό και κατάφεραν να τη διώξουν από τη χώρα τους.

- Εμένα δεν μου μοιάζει για μάγισσα αυτή η γιαγιούλα, είπε ο Κωνσταντής χαμηλόφωνα από την κρυψώνα στο φίλο του.

– Ούτε κι εμένα απάντησε ο Δημητρός. Κοίτα να δεις, δεν έχει κανένα μακρουλό δόντι να ξεχωρίζει; Δεν είναι βρε παιδί μου. Δεν μπορεί να είναι έτσι οι μάγισσες.

– Σώπασε βρε ν’ ακούσουμε. Κάτι λέει, ακούς;

Ναι κάτι έλεγε. Άνοιξε κανονικό κουβεντολόι με το σκύλο της ενώ ταυτόχρονα συγύριζε το σπιτικό του, τα κατσαρολικά του και γέμισε με νερό ένα βαζάκι. Ευτυχώς που σήμερα δεν έφεραν στο φίλο τους τα παιδιά και τίποτα σπουδαίο. Μόνο μερικά κομματάκια ψωμί που τα μισά είχανε φαγωθεί και τα υπόλοιπα δεν προκάλεσαν την περιέργειά της γριάς.

- Άκουσε να σου πω εσένα κακομοίρη μου, είπε η Κυρά Σταμάτω κοιτώντας στο πουθενά, βέβαιο όμως ήταν ότι παραλήπτης των εντολών της ήταν ο σκύλος της. Θα λείψω για δύο μέρες και κοίτα να σου φτάσει το φαγητό που σου αφήνω, συνεννοηθήκαμε; Κι απόθεσε σε ένα ταψάκι τα υπόλοιπα κόμματια από πατάτες στο φούρνο κι έφυγε.

Αυθόρμητα ο Δημητράκης έπιασε το χέρι του Κωνσταντή και το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε και μια γκριμάτσα χαράς αυλάκωσε το μουτράκι του.

- Θα λείψει δυο μέρες βρε το άκουσες, δύο μέρες.

- Ε! και τι μ’ αυτό.

- Τι με αυτό; Αύριο ρε χαμένε δεν θα είναι κανείς εδώ το καταλαβαίνεις; Αύριο θα μπορέσουμε να παίξουμε με τον Λέων της Αραβίας, όσο θέλουμε και χωρίς φόβο.

- Ναι άλλα στο σχολείο τι ώρα θα φτάσουμε;

- Ποιο σχολείο; Αύριο δεν θα πάμε σχολείο. Θα ξεκινήσουμε τάχα το πρωί κανονικά και θα έρθουμε εδώ και θα περάσουμε υπέροχα.

- Τόκατο λοιπόν Κωνσταντή.

- Τόκατο Δημητράκη.

Και η συμφωνία έκλεισε. Από εκείνη τη στιγμή μια περίεργη αγαλλίαση σκίρτησε στις καρδιές των δυο παιδιών. Λες και είχαν καταφέρει κάτι το μεγαλειώδες. Κρατούν μέσα τους ένα συνωμοτικό μυστικό που πάει κόντρα σ’ όλον σχεδόν τον μικρόκοσμό τους. Για να πραγματοποιηθεί η απόφασή τους παραμερίζουν σημαντικά πράγματα και καταστάσεις. Πρέπει να είσαι λιγάκι θαρραλέος για ν’ αψηφήσεις μια Κυρά Σταμάτω, τον δάσκαλο του σχολείου, που σίγουρα θ’ αρχίσει να ρωτά τι έγιναν οι δυο οι μαθητές του με τα κοντά παντελονάκια. Οι συμμαθητές τους άραγε, θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και δεν θα μαρτυρήσουν όσα μέσες άκρες είχαν διηγηθεί τα παιδιά για τις περιπέτειες τους στη ρεματιά; Αμ’ οι γονείς; Ούτε να το σκέπτονται δεν θέλουν για το τι έχει να γίνει έτσι και το σχέδιο προδοθεί. Από το μυαλό του Κωνσταντή πέρασε κάποια στιγμή η θύμηση μιας παλιάς τιμωρίας που είχε υποστεί από τον πατέρα του, τότε που ζούσαν στο χωριό. Δεν ξεχνιέται εύκολα πως μια ολάκερη νύχτα ήταν πισθάγκωνα δεμένος στον κορμό μιας χοντρής πορτοκαλιάς που βρίσκονταν στην άκρη της αυλής του καλυβόσπιτου. Η σκέψη αυτή λίγο έλειψε να τον κάνει να κιοτέψει, αλλά τήρησε το λόγο που έδωσε στον Δημητρό σαν πραγματικός άντρας. Ιδιαίτερα στην ψυχή του Κωνσταντή η πράξη του είχε μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση.

Από νωρίς το απόγευμα τα δύο παιδιά φαίνονταν ανήσυχα. Το ήξεραν πως λίγο ήθελε να φανερωθεί το σχέδιο τους. Δεν ήταν άλλωστε και μαθημένοι στα ψέματα. Ερασιτέχνες ήταν. Πρωτάρηδες. Ο βίος και η πολιτεία τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που έμαθαν από τους γονείς τους, από το σχολείο και από τις νουθεσίες των προσώπων που ζούσαν γύρω τους. Κάτι πήγε να υποπτευθεί η μάνα του Δημητρού από τα πάρε δώσε του γιου της με τον Κωνσταντή, που όλο αυτό το αλισβερίση απέβαινε σε βάρος του διαβάσματος για την επόμενη μέρα, κάτι που τα παιδιά βέβαια δεν είχαν ανάγκη αφού δεν θα πήγαιναν σχολείο, αλλά να, έπρεπε να είχαν φροντίσει κάτι τέτοιο να μη γίνει αντιληπτό. Κάτι άλλο που έγινε, ασυνήθιστο προς τη συμπεριφορά των παιδιών, ήταν πως ο Κωνσταντής ζήτησε το φαγητό του, πατάτες στο φούρνο με κοτόπουλο, να το βάλει σ’ ένα μικρό κατσαρολάκι και να το πάρει μαζί του στο σχολείο γιατί απόψε δεν έχει και πολύ όρεξη, σίγουρα όμως αύριο θα πεινάσει νωρίς. Σαν έτυχε δε οι δυο μανάδες να διαπιστώσουν πως κάτι ανάλογο ζήτησε και ο έτερος Καπαδόκης, οι ψήλοι που μπήκανε στ’ αυτιά των γονιών, άγγιζαν τα όρια του συναγερμού. Αυτό που έσωσε την ύπαρξη του σχεδίου ήταν η αταλάντευτη στάση των παιδιών πως ότι έγινε είναι καθαρά θέμα συμπτώσεων. Τώρα το μόνο που απέμεινε ήταν να περάσουν οι ώρες της νύχτας, γιατί από την αγωνία τους, ο ύπνος άρχισε να γίνεται βασανιστικός. Το πρωί σαν χτύπησε το ξυπνητήρι, ούτε δευτερόλεπτο δεν καθυστέρησαν να σηκωθούν από το κρεβάτι.

- Δεν άντεχα ώσπου να ξημερώσει, εξομολογήθηκε ο Δημητρός στον Κωνσταντή, βγαίνοντας για να πάρουν το δρόμο προς το σχολείο. Λες να έχει υποπτευτεί τίποτα η μάνα μου. Ξέρεις τι μου είπε λίγο πριν φύγουμε; Πρόσεχε σήμερα κακομοίρη μου γιατί δεν μου τα λες καλά.

Σίγουρα δεν της τα είχε πει καλά, αλλά τι σημασία έχει τώρα πια. Μετά από λίγα λεπτά βρίσκονταν κιόλας στον πίσω φράχτη του σπιτιού της Κυρά Σταμάτως. Ο Λέων της Αραβίας μυημένος κι αυτός στο σχέδιο γαύγιζε από τη χαρά του λες και ήξερε πως σήμερα δεν υπήρχε λόγος να σιωπά. Περίεργα πράγματα που συμβαίνουν καμιά φορά.

- Σαν να το ξερε ρε Κωνσταντή πως σήμερα είναι η μέρα μας.

Η ανυπομονησία του δε ήταν τόσο μεγάλη που ούτε καν πρόλαβε ο Κωνσταντής να αναμερίσει λίγο τα καλάμια του φράχτη για να περάσει προς τα έξω ο φίλος τους κι αυτός, πραγματοποιώντας μια γενναία έξοδο ορμά με φόρα προς τον φράχτη και αποτελειώνει με το σώμα του το πέρασμα για να βρεθεί στην αγκαλιά του Κωνσταντή ο οποίος είχε ξαφνιαστεί από αυτή την «επίθεση» φιλίας και βρέθηκε φαρδύς πλατύς ανάσκελα στο χώμα με τον Λέων της Αραβίας να εξερευνά με τη μουσούδα του τη τη φάτσα του φίλο του.

Το τι έγινε αμέσως μετά δεν λέγεται. Το τρεχαλητό που έκαναν οι τρείς τους πρέπει αν μπορούσε να μετρηθεί να κάλυπτε κάμποσα χιλιόμετρα. Μέχρι και μπάλα έβαλαν το σκυλί να παίξει κι αυτό το χαίρονταν. Βρήκαν μια χοντρή άγρια κρεμμύδα απ’ αυτές που άναρχα φύονται σε τέτοιους χώρους, κι αφού με πολύ κόπο την ξερίζωσαν, άρχισαν το παιχνίδι. Ο Λέων έπαιζε το ρόλο του τερματοφύλακα. Κάθε που έριχναν την κρεμμύδα προς το μέρος του, αυτός έτρεχε να την πιάσει και με το στόμα του την έφερνε στα πόδια πότε του Κωνσταντή και πότε στου Δημητράκη. Κάνα δυο ώρες αργότερα που η κούραση άρχισε να φουσκώνει τα πνευμόνια τους, κάθισαν να φάνε όλοι μαζί φτιάχνοντας μια αυτοσχέδια τραπεζαρία με μεγάλες κοτρώνες που κύλισαν κάτω από μια αγριελιά. Ο Λέων της Αραβίας ήπιε λαίμαργα όσο νερό του πρόσφεραν σε μια γαβάθα και κουνούσε τρελά την ουρά του, σημάδι πως δεν ήθελε φαγητό αλλά καλούσε έτσι τους φίλους του να αποσώσουν το κολατσιό τους και ν’ αρχίσουν ξανά το παιχνίδι.

Και το παιχνίδι ξανάρχισε, με αγώνες πάλης αυτή τη φορά. Ο Κωνσταντής κι ο Δημητράκης την ώρα που κυλιόντουσαν στο χώμα εξιστορούσαν τα κατορθώματα και έκαναν κάτι σαν αναμετάδοση αγώνα πάλης μεταξύ του Τζίμη του Τίγρη και του Λέοντα της Αραβίας. Κι έτσι γίνεται αυτή η λαβή, και τώρα ο Τζίμης ο Τίγρης αρπάζει τον αντίπαλο του από τον σβέρκο και τον ξαπλώνει κάτω, έτσι το ένα, έτσι το άλλο. Όσα έλεγε προσπαθούσε να τα αναπαραστήσει με αντίπαλο το σκυλί, που μοιραία δέχονταν ότι εφάρμοζαν επάνω του οι δυο καλοί του φίλοι.

Την ώρα του παιχνιδιού μια γκρίζα φιγούρα που έρχονταν από μακριά πλησίαζε το πεδίο της μάχης αλλά ήταν τόσο συνεπαρμένοι με το παιχνίδι τους που η σκιά πήρε σάρκα και οστά, μόλις όταν στάθηκε πάνω από τις φάτσες τους καθώς αυτές ήταν κυλισμένες μες’ το χώμα. Ο πρώτος που λιποτάκτησε ήταν ο Λέων της Αραβίας. Σε χρόνο μηδέν βρέθηκε στην καλύβα του περνώντας πάλη σαν οβίδα το πέρασμα που είχε ανοιχτεί το πρωί.

- Τι κάνετε εσείς εδώ, είπε η Κυρά Σταμάτω, απλά και χωρίς ένταση στη φωνή της.

- Τι-τίποτα απάντησαν και τα δυο παιδιά σχεδόν ταυτόχρονα.

- Σήμερα δεν έχετε σχολείο;

- Έχουμε έχουμε είπε ο Δημητράκης.

- Κι αν έχετε, τι θα πείτε στους γονείς σας που σίγουρα θα το μάθουν;

Τι θα πούμε; Αναρωτήθηκε από μέσα του ο Κωνσταντής που άρχισε σιγά σιγά να διαισθάνεται τις επιπτώσεις από τη μικρή τους ανταρσία.

- Μη μας κάνετε κακό Θεία Σταμάτω. Να εμείς από αγάπη το κάναμε προς τον φίλο μας, κι έδειξε με το μάτι του κατά το καλυβάκι του Λέοντα της Αραβίας.

Στο άκουσμα της λέξης «Θεία» Σταμάτω, η θωριά της γριάς άλλαξε. Ο όψη της έδειχνε μια άλλη εικόνα. Τα δυο παιδιά έτσι όπως την έβλεπαν από την ύπτια θέση που βρίσκονταν γιατί δεν πρόλαβαν ακόμα να ανασκουμπωθούν και να σταθούν στα πόδια τους, το κατάλαβαν πως η αναμενόμενη καταιγίδα μάλλον πέρασε. Η γριά τα βοήθησε να σηκωθούν άρχισε μάλιστα να τινάζει με τα χέρια της τα ρούχα τους με περισσή φροντίδα. Σαν να ‘θελε λες να τα ευχαριστήσει για την φιλική κι αυθόρμητη προσφώνηση που της είπαν αβίαστα πριν δυο λεπτά.

«Θεία Σταμάτω». Πόσο καιρό είχε ν’ αγγίξει κάτι το συναισθηματικό της κόσμο. Και τώρα τα δυο παιδιά από το πουθενά την αποκάλεσαν Θεία. Άδολα αβίαστα, ειλικρινά. Το πόσο βάλσαμο έριξε στην καρδιά της αυτή η απροσδόκητη προσφώνηση, δε λέγεται. Πριν ακόμα δώσει χέρι βοήθειας στους κατά κράτος παραδομένους μικρούς επαναστάτες που ακόμα κοίταζαν ανάσκελα τις κινήσεις της γριάς, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και από την τσέπη της επιστρατεύτηκε μια φουρκέτα και σκάλωσε προς τα πίσω τα μαλλιά της για να φανεί το πρόσωπό της κι άρχισε μετά με περισσή φροντίδα να αναστηλώσει στα πόδια τους τα δύο παιδιά και κατόπιν να τους ξεσκονίσει τα ρούχα τους. Μέχρι και ο Λέων της Αραβίας επέστρεψε περιχαρής για να συμμετάσχει στη συμφιλίωση. Ανασηκώνοντας τα μπροστινά του πόδια άγγιζε τα ρούχα των παιδιών κάνοντας την κατάσταση χειρότερη μάλλον παρά την προφανή του διάθεση για καλό.

- Ελάτε στην αυλή, τους πρότεινε η Κυρά Σταμάτω. Θα χρειαστούμε λίγο νερό για να πλυθείτε.

Μέχρι τα παιδιά να αποτελειώσουν με τη φροντίδα της καθαριότητας, η Κυρά Σταμάτω που δεν είχαν πάρει χαμπάρι την απουσία της, επέστρεφε από το εσωτερικό του σπιτιού, κρατώντας αναδιπλωμένη την μαύρη της ποδιά. Όταν πλησίασε τα παιδιά απόθεσε μπροστά τους κάτι παλιά βιβλία με τεράστιες ζωγραφιές.

- Να πάρτε τα. Θα σας αρέσουν. Έχουν μεγάλη αξία αυτά. Είναι από τα καλύτερα παραμύθια που γράφτηκαν για παιδιά.

- Ευχαριστούμε Θεία Σταμάτω, ψέλλισαν. Τελικά είσαι πολύ καλή γιαγιά.

- Άντε, άντε υπερβολές. Πάρτε τα και μην το πείτε πουθενά.

- Κι αν μας ρωτήσουν τι θα πούμε; Απόρησε ο Κωνσταντής.

- Να θα πείτε, τι θα πείτε, πάσχιζε να βρει καμιά δικαιολογία η γριά. Θα πείτε πως βρέθηκαν τυχαία στο δρόμο σας μέσα σ’ ένα τσουβάλι που μπορεί να έπεσε από κανέναν παλιατζή, απ’ αυτούς που συχνά οργώνουν τις γειτονιές μας.

- Θεία Σταμάτω, μπορούμε να ερχόμαστε να παίζουμε με τον φίλο μας πότε-πότε, είπε ο Δημητράκης.

- Να έρχεστε όποτε θέλετε. Θα είστε πάντα καλοδεχούμενοι, εντάξει;

- Εντάξει Θεία, αποκρίθηκαν και τα δυο.

Για την απουσία τους από το σχολείο, στους γονείς τους σέρβιραν ως δικαιολογία (κάτι που φυσικά είχαν προσχεδιάσει την ώρα που επέστρεφαν) ότι ξαφνικά μεγάλος πονόκοιλος έπιασε τον Κωνσταντή κι αναγκάστηκαν να ξεκόψουν από το δρόμο γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Μέχρι να καταλαγιάσει αυτός ο πόνος η ώρα είχε περάσει και φοβήθηκαν να πάνε στο σχολείο καθυστερημένοι. Γιαυτό κάθισαν για λίγο ακόμα εκεί κάτω στις ελιές και γύρισαν στο σπίτι. Αυτό ήταν. Η συγκάλυψη της ιστορίας στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία κι έτσι για την ώρα μπορούν να ελπίζουν πως κι άλλες μικρές αποδράσεις θα έχουν τη χαρά να πραγματοποιήσουν απολαμβάνοντας την παρέα του Λέων της Αραβίας και φυσικά με την αποδοχή μάλιστα της θείας Σταμάτως. Είχαν δηλαδή από σήμερα τα δύο παιδιά επωμιστεί ένα μεγάλο μυστικό που δεν έπρεπε ποτέ να προδοθεί. Αισθάνονταν πως τέτοιες υποθέσεις χρειάζονται σοβαρότητα γιαυτό έπρεπε να επισφραγιστεί με μια απαράβατη συμφωνία μεταξύ τους. Και η συμφωνία έκλεισε με τον γνωστό κι αγαπημένο τους τρόπο.

- Τόκα το Κωνσταντή;

- Τόκα το Δημητράκη.





*** Η φράση αυτή για όσους δεν την γνωρίζουν λέγεται ως επιβεβαίωση μιας συμφωνίας.



Αφιερωμένο στην καινούργια ζωούλα που ήρθε να δώσει χαρά στη δική μου ζωή.

Στη νεογέννητη εγγονούλα μου.

Μαντζούρης Κωνσταντίνος

Φεβρουάριος 2011


1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Δεν προλαβαίνω φίλε μου να το διαβάσω όλο τώρα ..
άλλωστε μετά την πρώτη παράγραφο ένιωσα πως πρέπει να μελετηθεί ως του οφείλεται, δηλαδή σιγά σιγά για να το νιώσω ολάκαιρο

προς ώρας λοιπόν μόνο, μέσα απ'τη καρδιά μου ..
να πάρεις χαρά Κωνσταντίνε μου από την ζωούλα που ήρθε κοντά σου .. όση χαρά μπορείς ν'αντέξεις ..
και για τη μικρή .. να μάθει από τον παππού της τι σημαίνει Άνθρωπος, γιατί αυτός ξέρει