ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

18/2/14

Με λίγα λόγια δανεικά (άρθρο)




Με λίγα λόγια δανεικά  (άρθρο)
Κλήρος της φυλής μας ο πόνος όχι όμως και ο αφανισμός. Στο ίδιο έργο θεατές, χιλιάδες χρόνια τώρα. Μαγκιά μας, κουσούρι της φυλής μας, η μοίρα, ο θεός, ποιος ξέρει; Τούτος ο τόπος τόχει αυτό το σκαμπανέβασμα. Τριβολίζει ακόμα και το μυαλό του Εθνικού μας ποιητή που στην ουσία από τον πρώτο στίχο του εθνικού μας ύμνου, αυτό θέλει να μας πει. πχ στίχος πέντε 

«Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σου έμενε, να λες, περασμένα μεγαλεία και διάγοντας τα να κλαις.» ή στον τέταρτο στίχο που λέει 

«Άργειε νάρθει εκείνη η μέρα, κι ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.» 

Αυτήν την αιώνια σκλαβιά αντιπαλεύει μια ζωή ο Έλληνας. Σαν να μην είναι πάντα λεύτερος Σαν να του δώσανε την όποια ελευθερία του υπό όρους, που γι αυτούς πάντα πρέπει να δίνει τον αγώνα του και να την κατακτά, μέρα με τη μέρα και να τη γεύεται ανάσα-ανάσα. Τι μοίρα κι αυτή;

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.» 

Τιμή που αποδίδει ένας άλλος μέγιστος των Ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής Κων/νος Καβάφης. Γιατί άραγε πρέπει να καιροφυλακτούμε μήπως και μας εύρη το κακό; Κι αν αποστούμε από τούτο το χρέος  και « μπούνε στην πόλη οι οχτροί»; Όπως δυστυχώς και μας συναίβει αρκετές φορές; Πέρασαν 560 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453. Την ημέρα  που ακούστηκε το "Εάλω η Πόλις" και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Αλλά και μετά το 1821 που απελευθερωθήκαμε από τον Τουρκικό ζυγό, οι εναγκαλισμοί μας με κάθε είδους κατακτητές, δεν μας άφησε να ξαποστάσουμε ποτέ. 

«Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.» 

Νάτο πάλι το χρέος. Μας το θυμίζει ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από το «Αξιον Εστί» γιατί σε τούτη τη χώρα δεν έχει αλήθεια καθημερινές και σκόλες. Εδώ σε τούτον τον τόπο που λέγεται Ελλάδα κάθε φορά ….. 

«εκεί που πάει να σκύψει, Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» 

Γι αυτό αν όπως είπαμε στην αρχή πως αν ο κλήρος της φυλής μας είναι ο πόνος, δεν είναι όμως  και ο αφανισμός της, παρ’ ότι ακόμα και σήμερα επίκαιροι μοιάζουν οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, 

«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει. Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος

Ο λαός μας πάλη στα συρματοπλέγματα. Το τοπίο είναι θολό απ’ τη φωτιά Οι μυγδαλιές δυστυχώς δεν μπορούν ν’ ανθίσουν κι εφέτος. Γιατί; Μας το αναλύει ποιητικά ο στίχος του Κώστα Τριπολίτη και ερμήνευσε σχεδόν θεϊκά η Χάρις Αλεξίου.

Ζούμε σ' έναν κόσμο μαγικό, με φόντο την Ακρόπολη, το Λυκαβηττό. Γεμάτα τα μπαλκόνια, πολιτικά αηδόνια. Υποσχέσεις και αγάπες και πολύχρωμα μπαλόνια, για ευτυχισμένα χρόνια
Κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη, της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη. Η ζωή σου, να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη. Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει

Κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη, της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη

Ζούμε σ' ένα κόσμο μαγικό. Υποχθόνια δουλεύει με μοναδικό σκοπό. Να σε μπάσει στο παιχνίδι, τη ζωή σου πως θα φτιάξει. Να σου τάξει, να σου τάξει την ψυχή σου να ρημάξει. Κι όταν φτάσει να ελέγχει της ελπίδας σου τον πόνο, δεν του φτάνει ετούτο μόνο

Με γλυκόλογα σε παίρνει απ' το χέρι Σε βαφτίζει της Ελλάδας νοικοκύρη
Κι εκεί που λες αλλάξανε τα πράγματα και σηκώνεις το ποτήρι
Αρπάζει, κλέβει τ' όνειρό σου και του κάνει χαρακίρι

Εδώ, μέσα σ’ αυτούς τους στίχους, λέξη με τη λέξη αναδεικνύεται όλη η οδύνη για τη μοίρα που διαφεντεύει αυτό το λαό. Θα χαρακτήριζα τον ποιητή έναν σύγχρονο τραγικό, εφάμιλλο του Αισχύλου ή του Σοφοκλή, αφού καταφέρνει να κορυφώσει το δράμα του Νέο- Έλληνα με δυο σειρές «Κι εκεί που λες αλλάξανε τα πράγματα και σηκώνεις το ποτήρι Αρπάζει, κλέβει τ' όνειρό σου και του κάνει χαρακίρι

Επιτρέψτε μου να ξαναθυμίσω (και να κλείσω μ’ αυτό) τους στίχους του Κ Καβάφη «Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.» μήπως και προβληματίσω ευήκοα ώττα και τα κάνω ν’ αναρωτηθούν. Μήπως ήρθε ο καιρός να πάρουμε εμείς οι ίδιοι, οι σύγχρονοι συνεχιστές των ενδόξων προγόνων μας, θέση για να φυλάξουμε τις δικές μας Θερμοπύλες ΠΡΙΝ ΠΟΎΜΕ ΞΑΝΆ «Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μας»

Μαντζούρης Κων/νος
Φεβρουάριος 2014