ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

22/5/16

Τα πέτρινα χρόνια της Κυρά-Βασιλικής (Διήγημα)

Τα πέτρινα χρόνια της Κυρά-Βασιλικής (Διήγημα)

Παντρεύτηκε με προξενιό. Συνηθισμένο πράγμα για την Ήπειρο εκείνα τα χρόνια.  Ετούτο εδώ όμως, ίσως δεν ξανάγινε. Η φτώχια ήταν σχεδόν συνώνυμο με τον Ελληνικό λαό κι ο κοσμάκης πάσχιζε να βάλει σε τάξη τη ζωή του και αγωνίζονταν να ορθώσει ξανά ότι γκρέμισαν οι πόλεμοι, η μικρασιατική καταστροφή, ακόμα και τα όνειρά του. Όλα πήγανε πίσω τότε. Όσο κρατούσε αυτή η μιζέρια, δεν άκουγες τίποτε άλλο από το να λένε πως άμα περάσει ετούτο εδώ, θα δούμε τι θα κάνουμε. Όλα λοιπόν ανάγονταν στο θα δούμε.
Η φαμίλια του μπάρμπα-Βασίλη, απαριθμούσε πέντε παιδιά. Τα τρία ήταν κορίτσια. Όλα πια σε ηλικία της παντρειάς με τη μικρότερη στα δεκατέσσερα. Όταν ήταν πιο μικρά, η μάνα έστελνε για ψώνια τα κορίτσια γιατί τ΄ αγόρια έλειπαν με τον πατέρα τους στα χωράφια, αφού έγιναν πια μεγάλα παλληκαράκια. Τώρα όμως η κυρά Λένη ούτε που της πέρναγε από το μυαλό να το ξανακάνει.
Μια μέρα σαν έβγαινε από τον μικρό κήπο με τα ζαρζαβατικά, που βρίσκονταν πάνω στο δρόμο που έβγαζε στην κεντρική πλατεία, την ώρα που πάσχιζε να ασφαλίσει καλά τον φράχτη και να δρασκελίσει κατά το δρόμο, αυτό που είδε σαν γύρισε την πλάτη της και είχε θέα προς αυτόν, της ζεμάτισε την καρδιά. Το βράδυ, το και το στον άντρα της τον μπάρμπα-Βασίλη.
-          Ακούς εκεί. Όλα τα παιδούρια του χωριού, στο κατόπι από το βήμα της κόρης μας της Βασιλικής.
-          Και τι δουλειά είχε τέτοια ώρα εκεί η Μπίλιω;
Όλοι στο σπίτι την κοπέλα τη φώναζαν Βασιλική όπως κι όλο το χωριό, αλλά αυτός εκεί το χαβά του να λέει την κόρη του Μπίλιω. Ίσως να ήθελε να ξεχάσει εκείνο το ρημάδι το πείσμα του, που την ημέρα της βάφτισης, τον έπιασε ο διάολος από το ποδάρι και δεν συμφωνούσε το όνομα που θα αποφάσιζε η νονά του παιδιού και την τελευταία στιγμή, δίνει εντολή να πούνε το κορίτσι Βασιλική κι ας ήταν ίδιο με το δικό του όνομα, κάτι που δεν συνηθίζονταν ποτέ στα χωριά μας, έτσι από ένα καπρίτσιο.
-               Σώπα καλέ και μη φωνάζεις, μπαααα. Εγώ την έστειλα να μου αγοράσει λίγο ρύζι για το σπίτι.
-              Και σάρωνε τη στράτα η φοραδίτσα. Αμ την ξέρω εγώ τη σιγανοπαπαδιά.
-             Σώπα ντε, τι φταίει το τσιουπρί. Μια χαρά περπάταγε και μάλιστα βήμα ταχύ.
-            Ε και το λοιπόν;
-          Τίποτα. Μόλις τα λιανόπαιδα αντιλήφτηκαν την παρουσία μου, λίγα βήματα πιο πίσω, σκόρπισαν αμέσως.
-          Άκου εδώ κυρα-Λένη, αποπαίρνει με βαριά φωνή τη γυναίκα του κι έγειρε πλευρό αναμερίζοντας τα σκεπάσματα, σημάδι πως θέλει να κοιμηθεί. Εσύ κάτι άλλο θες να μου πεις απόψε, αλλά δεν μου το λες κι εγώ όρεξη δεν έχω.
-            Θέλω, θέλω, προσπάθησε να τον μαλακώσει η γυναίκα, μα κάνε προσπάθεια να μην ακουστούμε ντε.
Η παράκληση στο να μην ακουστούμε, ήταν απαραίτητη στο δωμάτιο που κοιμόταν το ζευγάρι γιατί στον ίδιο χώρο κοιμόταν και τα τρία κορίτσια, αφήνοντας τα δυο αγόρια στο διπλανό χώρισμα που ήταν το μαγειρειό. Άλλο ξεμονάχιασμα για το ζευγάρι εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε. Όσο έφεγγε ο θεός τη μέρα σχόλη δεν υπήρχε, παρά μόνο δουλειές. Τ΄ απόβραδο δίπλα απ΄ το τζάκι λίγη χαζή κουβέντα όλοι μαζί, μαγείρεμα για την άλλη μέρα και ύπνο. Οι συμβουλές κι οι νουθεσίες έρχονταν σαν μάλωμα στο πουθενά, την ώρα της δουλειάς ακόμα και την ώρα που τα μικρότερα έπαιζαν στην αυλή. Άρα λοιπόν εκεί στη συζυγική κλίνη πρέπει να γίνουν όλα. Και όλα εν κρυπτό. Με χίλιες προφυλάξεις, να μην ακούσουν τα παιδιά.
-                      Κυρά-Λένη με ανησυχείς απόψε. Θα πάς παρακάτω την κουβέντα ή θα κοιμηθώ;
-                      Καλά-καλά, τον καθησύχασε. Λοιπόν άκου. Η θειά η Νικόλαινα που τα παιδιά της δουλεύουν μεροκάματο στα καμποχώρια, μου φέραν προξενιό για μια από τις κόρες μας, τι λες να το κουβεντιάσουμε; Εγώ πάντως λέω ναι. Τι διάολο στέρφες θα μας μείνουνε; Να η μεγάλη πέρασε τα εικοσιπέντε κι ο γιός μας τα τριάντα. Πότε θα τελέψουμε με τις παντρειές;
-                      Σώπα μην το συνεχίζεις. Αύριο έλεγα να συγυρίσω λιγάκι τον κήπο με τα ζαρζαβατικά. Είδες πως όλα τα καλάμια έπεσαν. Έλα να πάμε μαζί και θα τα πούμε όλα εκεί.
Δεν του τα είπε όλα βέβαια του χριστιανού. Σιγά μην τον βάλει συμμέτοχο στις σκέψεις της. Το ‘χαν αυτό το συνήθειο οι γυναίκες. Ήταν η άμυνά τους ή η εκδίκηση τους αν θες κόντρα στην ανδροκρατία. Τα πράγματα είχαν γίνει λίγο διαφορετικά αλλά το κερασάκι στην τούρτα για την κυρά Λένη ήτανε δυο πράγματα. Πρώτα η πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση του υποψήφιου γαμπρού, αμ και το άλλο που το βάζεις; Δεν θέλανε καθόλου προίκα. Λίγο το ΄χεις αυτό; Άσε που πρέπει όπως της έκατσε στο μυαλό να ξεμπερδεύουν με τις παντρειές γιατί φτωχοί άνθρωποι ήταν κι έπρεπε τα πράγματα να πάρουν τη θέση τους σιγά-σιγά. Τι ήταν όμως αυτό που απέκρυψε η κυρά-Λένη από τον άντρα της; Το προξενιό δεν έγινε τυχαία. Ακόμα και η επιλογή της υποψήφιας νύφης ούτε αυτό ήταν τυχαίο. Στο σπίτι της θεια-Νικόλαινας μια μέρα φιλοξενούταν η οικογένεια του υποψήφιου γαμπρού. Πάνω στην ώρα λοιπόν πέρασε από εκεί η κυρά-Λένη με τη μικρή Βασιλική, έτσι για να πούνε μια καλημέρα μιας και τις έφερνε ο δρόμος τους. Ο Αριστείδης, (έτσι λέγανε το παλληκάρι που συνόδευε τους γονείς του) μόλις είδε τη Βασιλική θαμπώθηκε. Νέο παιδί ήτανε που δεν θέλει και πολύ να ξεστομίσει τη λέξη πως την αγάπησε κιόλας. Μα πώς να μην του συμβεί του δόλιου, αφού η Βασιλικούλα ήταν μια μικρή νεραϊδούλα. Ξανθούλα και πανέμορφη, αφού εισέπραξε από τη φύση πολύ περισσότερα του αναμενόμενου όταν τα κορίτσια περνούν στην εφηβεία και γίνονται γυναίκες. Αυτή θα πάρω εγώ, δήλωσε ο Αριστείδης σιγανά στη μάνα του κι ο λόγος του διαταγή.
Αυτό ήταν. Άμα ήθελε η κυρά-Λένη να περάσει κάτι στον άντρα της, δεν τη σταμάταγε ούτε ο θεός. Λίγες το ΄χαν αυτό το τσαγανό. Οι περισσότερες έσκυβαν το κεφάλι και υπηρετούσαν αγόγγυστα τις εντολές του κύρη τους, έχοντας βάλει στο συρτάρι τη δική τους προσωπικότητα, από τη μέρα που γεννήθηκαν γυναίκες. Η κυρά-Λένη όμως ήταν απ΄τις λίγες. Αλλά, όση ισχυρή προσωπικότητα κι αν είχε όπως και η κάθε κυρά-Λένη της εποχής εκείνης, μια κοινή μοίρα σκίαζε τα μυαλά τους με τις συνήθειες και τα έθιμα της κοινωνίας που μέσα από την αμορφωσιά και τα απαίδευτα μυαλά, συνηγορούσαν στο να διαδραματίζονται ιστορίες σαν αυτή που σκάρωσαν στη μικρή Βασιλική που λες και της άνοιξαν την πόρτα και την κλώτσησαν στην άβυσσο.

Το προξενιό έκλεισε. Όλοι συνωμότησαν, εκτός του μπάρμπα Βασίλη ότι έπρεπε να προτιμηθεί η Βασιλική λόγω ηλικίας, κατ΄ απαίτηση της άλλης πλευράς, μιας κι ο γαμπρός μικρός ήταν κι αυτός, να σε λίγο άγγιζε τα είκοσι του χρόνια. Αυτό ήταν θετικό σημάδι κι αξιοπένευτο. Δυο νέα παιδιά θ΄ ανταμώσουν, θα δουλέψουν και θα ζήσουν μια χαρά. Αυτό όμως που έδεσε σαν το πιο θετικό στην όλη υπόθεση ήταν πως ο κυρ Βασίλης μάζεψε πληροφορίες για τη φαμίλια του γαμπρού και του είπανε για κτήματα και μεγάλο βιός. Πληροφορίες αρκετές για να θαμπώσουν την κρίση υπέρ του ναι σε ένα τέτοιο προξενιό αλλά άνοιγε ο χριστιανός πύλες ανοιχτές.
Τις λεπτομέρειες θα τις ζήσει και θα τις ανακαλύψει από μόνη της η μικρή Βασιλική που σημειωτέον μέχρι το γάμο της δεν είχε περάσει ούτε καν τα σύνορα του χωριού της. Βλέπεις ο καβαλάρης με το άσπρο άλογο, δεν καταδέχεται να λερώσει την πανοπλία του στα λασπωμένα σοκάκια των χωριών του κάμπου για να ΄ρθει στα κοριτσίστικα όνειρα της κάθε Βασιλικούλας για να την πάνε μακριά. Αυτά τα κορίτσια, θα ξετυλίξουν μόνα τους το μίτο της Αριάδνης κι ότι ήθελε προκύψει μετά για τη μοίρα τους.
Για λόγους καθαρά εθιμοτυπικούς έγινε μια και μοναδική συνάντηση πριν από το γάμο και κανονίστηκε στο σπίτι του γαμπρού. Από αυτή τη συνάντηση η Βασιλική δεν θυμάται απολύτως τίποτα. Με το υποψήφιο ταίρι της δεν βρέθηκε σχεδόν καθόλου πλάι του. Στην κάμαρα μιλούσαν μόνο οι μεγάλοι και κανόνιζαν τα διαδικαστικά. Αυτή είχε μόνιμα το κεφάλι κατεβασμένο κάτι που εκτιμούσαν ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Το μόνο που πέρασε από το μυαλό της τόσην ώρα ήταν πως άμα γίνει ο γάμος, θα πάρει και θα πετάξει αυτά τα κουρελούδια που ήταν στρωμένα κατάχαμα και θα στρώσει τις πολύχρωμες φλοκάτες που της είχε υποσχεθεί η μάνα της πως θα της δώσει με τα προικιά. Την ώρα της καλονυχτιάς μόνο κατάφερε ο Αριστείδης να βρεθεί δίπλα της μάλλον εκτός πρωτοκόλλου και να της ψιθυρίσει
-                      Μην ανησυχείς, θα περάσουμε καλά, θα το δεις.
Μια φράση και μόνο ήταν ικανή να φουντώσει τα μυαλά της άμοιρης κοπέλας που κίνησε ένα απόγευμα να δρασκελίσει είκοσι μόνο χιλιόμετρα πιο πέρα από τον τόπο που γεννήθηκε για ν’ ανταμώσει το ταίρι της. Τόσο απείχαν μεταξύ τους τα δύο χωριά.
Μέχρι τη μέρα του γάμου καμιά άλλη επαφή. Μόνο η φαντασία, αυτός ο ακούραστος ταχυδρόμος, έκανε το ίδιο δρομολόγιο, από το χωριό της στο δικό του χωριό, για να μεταφέρει σαν λάφυρο πολέμου μια φράση «Μην ανησυχείς, θα περάσουμε καλά, θα το δεις»
Ο γάμος ορίστηκε με κάθε μυστικότητα να γίνει στο σπίτι των γονιών του και όχι στην εκκλησία. Ο λόγος γι΄ αυτή τη μυστικότητα δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Έπρεπε, είπανε, όλα να γίνουν με κάθε προφύλαξη για λόγους ασφάλειας. Από το έμπα του χωριού μέχρι και το σπίτι του γαμπρού, μάλλον δεν τους είδε κανείς. Τα άλογα που τους μετέφεραν, διάβηκαν την αυλόπορτα του σπιτιού όπου τους περίμενε ο πατέρας του γαμπρού που φρόντισε να τους περάσει παραμέσα και να τα δέσει. Η Βασιλική έδειχνε πως δεν μπορούσε να ξεπεζέψει μόνη της κι ο μπάρμπα Βασίλης ήρθε να τη βοηθήσει. Καθώς πλησίασε το άλογο της, διαπίστωσε μια άρνηση της κοπέλας να αφεθεί στα χέρια του και να κατέβει.
-                      Όχι τέτοια τέτοιαν ώρα Μπίλιω. Όχι τέτοια.
Και μέχρι ν΄ αποσώσει τα λόγια του την άδραξε από τη μέση και τη φύτεψε σχεδόν στη γη. Σίγουρα δεν είδε τα δυο ματάκια της κόρης του κλαμένα. Φαίνεται πως από εδώ και πέρα η μοίρα της το πήρε απόφαση πως κάθε φορά που θα κλαίει θα είναι μόνη της. Ακόμα και η μάνα της που βρέθηκε στο πλάι της, μάλλον για να της δείξει το δρόμο το έκανε παρά για να την εμψυχώσει. Αν έχετε κρατήσει ποτέ πουλάκι ζωντανό μες την παλάμη σας, τότε μπορείτε να καταλάβετε σε τι κατάσταση βρίσκονταν εκείνη την ώρα το κορίτσι, γιατί  έτσι ακριβώς ένοιωθε εκείνη τη στιγμή, σαν φοβισμένο πουλάκι. Ήξερε πως πισωγύρισμα πια δεν υπήρχε. Σ΄ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πριν δρασκελίσει το κατώφλι του σπιτιού κι αλλάξει η μοίρα της μια για πάντα, βρήκε σαν βάλσαμο να θυμηθεί τα παρήγορα λόγια του μεγάλου της αδελφού που ήταν ο μόνος που εμπιστεύτηκε για να του εξομολογηθεί πως φοβάται όλα αυτά που την περιμένουν. Άπειρος κι αυτός, τι να της πει.
-                      Σώπα Βασιλικούλα μου, σώπα. Να δεις πως άμα περάσουν λίγες μέρες θα συνηθίσεις και θα περνάς καλά.
-                      Μα δεν τον ξέρω καν, δεν τον αγαπώ, πως θα το συνηθίσω;
-                      Άντρα σου θάναι κι απ΄ότι άκουσα ομορφόπαιδο. Άμα σε πάρει αγκαλιά θ΄ αρχίσεις ν΄ αποζητάς τα χάδια του. Αχ μακάρι να είχα κι εγώ ένα κορίτσι σαν κι εσένα να το ΄χω αγκαλιά
-                      Έτσι θα γίνει αδερφούλη μου, μου λες αλήθεια;
-                      Αλήθεια σου λέω αδερφούλα μου, αλήθεια.
Η Βασιλικούλα γύρεψε με τη ματιά της να εντοπίσει τον αδελφό της και σαν τον είδε πήγε και στάθηκε δίπλα του, μα ο πατέρας της που ήδη είχε τελέψει με κάτι μικροπράγματα που είχε κρεμασμένα στα ζωντανά, πρόλαβε και αναμέρισε το γιό του και μπήκε σφήνα ανάμεσα τους γιατί το τελετουργικό επέβαλε η νύφη να συνοδεύεται από τον πατέρα της.
-                      Κοπιάστε-κοπιάστε, ακούστηκε σαν φωνή από χορωδία το καλωσόρισμα.
Η εξώπορτα έμπαζε κατευθείαν στην κεντρικά κάμαρα. Ο κόσμος πολύς, καμιά δεκαπενταριά άτομα κι άλλοι οκτώ που ήταν η συνοδεία της νύφης σωστή κυψέλη με το μελισσολόι της. Ευτυχώς που είμαστε στις αρχές τ΄ Απρίλη κι η άνοιξη ανέλαβε να δροσίζει τον συνχνοτισμό τόσων ανθρώπων αλλά και την ταχυπαλμία της Βασιλικής. Μέχρι να καθίσει στην καρέκλα που της υπέδειξαν της φάνηκε πως δεν θα προφτάσει να κάνει τα μόλις τρία βήματα που ήταν απαραίτητα. Καλά της το ΄χε πει κάποτε ο πατέρας της πως η ευτυχία είναι τόσο μακριά έστω κι αν απέχουμε από αυτή μια δρασκελιά. Στην άκρη λοιπόν της τελευταίας δρασκελιάς την περίμενε όρθιος ο καλός της. Από την άλλη μεριά της κάμαρας ακούστηκε βραχνή η φωνή του πεθερού της.
-                      Κοπέλα μου καλωσόρισες στο σπιτικό σου κι ο Αριστείδης μας από δω και πέρα θα είναι το ταίρι σου.
Ποιος Αριστείδης. Που πρόλαβε να δει Αριστείδη η Βασιλική. Είχε μόλις καταπιεί το άγχος της οικουμένης όλης. Ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι της κι ανέβηκε προς το λαιμό. Τα φαρδιά και πλουμιστά της ρούχα δεν φανέρωσαν την αναστάτωσή της, αντίθετα καμουφλάρισαν της συσπάσεις του κορμιού της, αλλά ποιος θα αναλάμβανε να ζητήσει για χάρη της ένα ποτήρι νερό, το μόνο γιατρικό που θα την έσωζε αυτή τη στιγμή από την κατάρρευση; Η μοίρα της, η καλή της νεράιδα που συχνά μονολογούσε μαζί της, φαίνεται δεν χώρεσε να μπει κι αυτή στην κάμαρα κι έτσι αυτή τη φορά ήταν πιο μόνη κι από μόνη. Το μόνο που κατάφερε μέσα στη ζάλη που κυρίευσε την ύπαρξη της ήταν να σκεφτεί τον πόνο που ένοιωσε κι ο Χριστός όταν φώναζε από το σταυρό, διψώ. Ένα α!!!! ακούστηκε μέσα στο σπίτι κι η Βασιλική σωριάστηκε στην καρέκλα λιπόθυμη.

Με τέτοια συναισθήματα μπήκε στον κόσμο της παντρειάς η κοπέλα. Η ίδια ούτε που θυμάται τι έγινε μετά. Αλλά κι αυτά που θυμάται, αφού από κάποια στιγμή και μετά συνήλθε, δεν ήθελε ποτέ να τα κρατά στο μυαλό της και σχεδόν ποτέ, δεν ακούστηκε να τα διηγείται σε άλλους. Ήταν αυτές οι πρώτες στιγμές κι οι πρώτες μέρες της νιόπαντρης κοπέλας, η μυστική μαύρη βίβλο της που ποτέ δεν ήθελε να μοιραστεί με κανέναν. 
Τις πρώτες μέρες η νεόνυμφη, έκανε απλά ότι της είχανε ορίσει. Σαν πειθήνιο όργανο, ξυπνούσε, βοηθούσε στο μαγείρεμα, φούρνιζε, και τους ακολουθούσε στα χωράφια. Οι αναστολές και οι επιφυλάξεις της που είχε πριν δρασκελίσει αυτή την πόρτα, όχι πως βρήκαν απαντήσεις, αλλά μάλλον είχαν απλά ανασταλεί. Άβουλα και ξέπνοα, έσερνε τα βήματα της από δω κι από κει. Τα βράδια κουλουριάζονταν στο κρεβάτι της κι είχε σχεδόν απαγορεύσει ακόμα και στα όνειρα της να την επισκέπτονται. Η εξωτερική της εικόνα έδειχνε εμφανώς ότι έχουμε να κάνουμε μ΄ ένα απολωλώς πρόβατο αλλά αυτό δεν απασχολούσε και κανέναν.
-                      Ας κάνει καλά ο γιός μας, έλεγε η πεθερά στον άντρα της.
-                      Στάσου βρε κυρά θα μας αρρωστήσει, ανταπάντησε με λίγη δόση ανθρωπιάς ο Μπάρμπα Νίκος.
-                      Άστη δεν έχει ανάγκη. Αυτή θα νόμιζε πως από την πρώτη μέρα θα την περάσει με αγκαλιές και χαχαχα, αλλά τι να της κάνω εγώ, ας περιμένει.
Τι να περιμένει ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, σαν τα κρύα τα νερά, νύφη σε ξένο τόπο κι ένα περιβάλλον όχι και τόσο φιλικό. Ο Αριστείδης δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων στην αρχή. Μικρός κι αυτός, άπειρος, τι να προσφέρει. Άσε που τα ινία τότε τα κρατούσαν οι μεγάλοι.

Έπρεπε να περάσουν δυο-τρία χρόνια για να το πάρει η Βασιλική απόφαση πως βρίσκεται εδώ γιατί παντρεύτηκε έναν άνθρωπο κι όχι σαν υπηρέτρια που οι γονείς της την παραχώρησαν. Κι ο Αριστείδης ακόμα άρχισε να γίνεται διαφορετικός. Δεν ήταν δα και ο αφέντης του σπιτιού, αλλά μέρα με τη μέρα το αντρόγυνο ξεθάρρευε μεταξύ του κι έκανε το χρόνο να κυλά πιο ανώδυνα, τουλάχιστον τα βράδια εκεί που δεν χρειάζονται ούτε Γαλλικά ούτε Αγγλικά για να επικοινωνήσεις. Εκεί η θεία φύση έχει εφεύρει τη δική της διάλεκτο και τα σώματα δυο νέων παιδιών υπακούουν σε αυτή. Είχαμε μπει για καλά στο καλοκαίρι και τα αρώματα από τις πορτοκαλιές σε μεθούσαν μιας και δεν έβρισκαν αντίσταση από κλειστά παράθυρα πια.
Ποιος σας είπε πως η ζήλεια δεν γαργαλάει ακόμα και τη μοίρα μας. Πάνω που λέτε που έμπαινε το νερό στ΄ αυλάκι κι Βασιλική δεκαοκτώ στα δεκαεννιά πια άρχιζε να περπατά στο δρόμο με το κεφάλι σηκωμένο και με μια εφέρπουσα ωραιοπάθεια θα έλεγα, σαν να ΄θελε να διαδηλώσει σε όλους, κοιτάτε με δεν είμαι πια η μικρή κι ασήμαντη σταχτοπούτα αλλά η πριγκίπισσα Βασιλική. Αλλά όμως ‘’άλλα άνθρωπος βούλεται κι άλλα θεός κελεύει’’
Στα τέλη του Οκτώβρη του 40, κηρύχτηκε ο πόλεμος. Μη δει χαρά η πίκρα και νάτη τσουπ σου ΄ρχεται να σου στρογγυλοκαθίσει, έτσι ακάλεστη. Το χωριό σε λίγο γέμισε με Ιταλούς κι αργότερα με Γερμανούς. Οι δυσκολίες δεν άγγιζαν μόνο το δικό της σπιτικό αλλά κι όλου του κόσμου. Η ζωή έγινε και πάλη σκληρή. Τα σχέδια πολλών ανθρώπων ανατράπηκαν εξ αιτίας του πολέμου. Για τον ίδιο λόγο και η γέννηση ενός παιδιού δεν θα ήταν κι ότι καλύτερο. Οι συμβουλές προς το ζευγάρι να προσέχει ήταν επαναλαμβανόμενες και πιάσανε σίγουρα τόπο. Αυτό όμως δεν βοηθούσε τη μικρή Βασιλική να βρει σ’ αυτό το σπίτι τα πατήματα της. Μάλλον ένοιωθε σαν παραδουλεύτρα εκεί μέσα παρά για το σπιτικό της. Ο άντρας της τι να της προσφέρει κι αυτός. Παιδαρέλι σωστό, άβουλο και ανυποψίαστο. Καλό παιδί δε λέμε κι η Βασιλική άρχισε να τον έχει σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά της αλλά είπαμε, δεν ήτανε δα και το αφεντικό του σπιτιού. Εδώ άλλοι κάνουνε κουμάντο. Από το ’40 που ξεκίνησε ο πόλεμος μέχρι το ‘’44 κύλισε πολύ νερό στ΄ αυλάκι. Κάπως έστρωσαν τα πράγματα γενικά
Λίγο μετά την πρωτοχρονιά του ‘’44, μια ξαφνική αδιαθεσία της Βασιλικής έκανε να σκάσει το μαντάτο. Εκείνες τις μέρες ήταν που στείλαν ξανά μήνυμα στη μάνα της να κοπιάσει και βοηθήσει έστω ψυχολογικά την κόρη της, δεύτερη φορά μετά το γάμο. Το αντάμωμα ήταν βάλσαμο για το κορίτσι.
-                      Μάνα μου μανούλα μου, μου φαίνεται πως λείπεις χρόνια από κοντά μου.
-                      Μην είσαι χαζό. Μου θυμίζεις τον εαυτό μου που έλεγε ή να έρθει η μάνα μου να με πάρει ξανά στο σπίτι ή να έρθει ο χάρος. Για ρώταμε τώρα; Δεν αλλάζω τη φαμίλια μου με τίποτα. Αυτή θα σε κάνει κι εσένα αργότερα να νοιώθεις πως εσύ είσαι ο αφέντης εδώ πέρα κι ας έχεις να κάνεις με χίλιους οβριούς. Να μου το θυμάσαι έτσι θα γίνει.
-                      Ναι μανούλα μου θα το θυμάμαι.
Κι ήρθε ο καιρός για τα πρώτα γεννητούρια. Τα πράγματα μαλάκωσαν λίγο. Άρχισε σιγά-σιγά η Βασιλική να νοιώθει πως υπάρχει, αν όχι για κανέναν άλλον αλλά για τα παιδιά της. Τη βάφτισαν Θεοδώρα. Τη χαρά για τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού έρχονταν να συμπληρώσουν οι ειδήσεις που έφταναν από το μέτωπο πως ο πόλεμος όπου νάναι τελειώνει. Αυτό ήταν, άρχισε να αναθαρρεί η μικρή Βασιλική. Τα βάσανά μου τελείωσαν. Θεούλη μου σ’ ευχαριστώ που με λυπήθηκες, έλεγε συχνά στη βραδινή προσευχή της. Φτάνει Παναγίτσα μου να μας έχεις καλά στην υγειά μας. Τον άντρα μου, την κορούλα μου κι όλο τον κόσμο. Έτσι νόμιζε το αθώο της μυαλουδάκι κι αναθάρρησε πως μπορεί να κλείνει συμφωνίες και με την Παναγία. Για τέτοια πίστη μιλάμε πως φώλιαζε μέσα στην ψυχή του, όχι μόνο η Βασιλική, αλλά και ο κάθε Έλληνας χριστιανός.
Άσε το λαό να λέει ‘’Όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλω πρώτη’’ Για εκεί το πήγαινε η έρμη αλλά με το που ξεσχόλισε, έπεσε στην πίκρα και τις υποχρεώσεις. Με την απελευθέρωση η χαρά για τους Έλληνες δεν έμελε να κρατήσει για πολύ. Το αδιέξοδο των πολιτικών συγκρούσεων αυτή τη φορά δεν κάτεχε πως έπρεπε να αφουγκραστεί τον πόνο της καρδιάς της μικρής Βασιλικής. Οι Έλληνες κάνοντας το καθήκον τους, πήραν ξανά τα όπλα και τράβηξαν κατά τα βουνά για να συνεχίσουν από εκεί μια άλλη μάχη. Αυτή τη φορά ο πόλεμος ήταν αδελφοκτόνος. Πιο ύπουλος και ποιο σιχαμερός, γιατί εδώ που τα λέμε, κανείς δεν ήταν σίγουρος ποιος είναι ο εχθρός. Μπορεί και να έμενε στη διπλανή σου πόρτα ή καμιά φορά να ήταν ο ίδιος σου ο αδερφός. Γύριζαν βέβαια στα κλεφτά τα παλληκάρια για να δούνε τους δικούς τους αραιά και που αλλά νύχτα έρχονταν, νύχτα έφευγαν. Ο Αριστείδης με τη Βασιλική όμως δεν πρόλαβαν να αφουγκραστούν τα γεγονότα και σκαρώνουν και δεύτερο παιδί. Μέχρι να τελέψουν με τα βαφτίσια ξανά μανά στα γεννητούρια. Την επόμενη χρονιά, γεννήθηκε και ο Κατερίνα. Καλά το έλεγε η μανούλα της πως κάποια στιγμή θα νοιώθει αφέντης στο σπίτι της. Δυο κουτσούβελα στο σπίτι έδιναν χαρά σε όλους. Που να ΄ξερε όμως η δόλια πως οι οβριοί που της είχε ονοματίσει η μάνα της φόρεσαν τα καλά τους και βάλθηκαν να πιάσουν το χορό παραμερίζοντας τις χαρές του ζευγαριού και της οικογένειας όλης. Όταν η κακή σου τύχη αναλαμβάνει να παίξει παιχνίδι, τελείωσε, αυτή θα είναι πια ο πρωτοχορευτής. Μέχρι να έρθει στον κόσμο η Κατερίνα πολλά έχουν αλλάξει προς το χειρότερο ξανά σε τούτο το σπιτικό. Η οικογένεια έπρεπε να συνεισφέρει στον λαϊκό αγώνα κι έτσι ο Αριστείδης που δεν είχε πάει φαντάρος μιας και ξέσπασε ο πόλεμος, τώρα στρατεύεται οικειοθελώς στις τάξεις του Ναπολέοντα Ζέρβα. Τα πεθερικά της έμειναν ξαφνικά χωρίς χέρια βοήθειας μιας και ο Αριστείδης ντύθηκε στο χακί και γίναν πάλη στη συμπεριφορά τους απότομοι και δύστροποι. Σ’ αυτήν ξεσπούσαν σε κάθε τους αναποδιά κι έτσι μετά τις χαρές και τα γεννητούρια μαύρο και πικρό άρχισε να γίνεται ξανά το ψωμί που έτρωγε με τα πεθερικά της. Τώρα μάλιστα που οι υποχρεώσεις λόγω της απουσίας του άντρα της αυξήθηκαν, η γκρίνια ήταν καθημερινή. Από το χωριό των γονιών της, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Περαστικοί ήταν δυο τρεις φορές τ΄ αδέρφια της με τον πατέρα της αλλά και η μάνα της είχε έρθει άλλη μια φορά για δυο μέρες. Όση πίκρα συμμάζευε η Βασιλική την απόθετε στα βάθη της καρδιάς της και περίμενε. Αλλά τι να περιμένει κανείς από μια κατάσταση αφού η κάθε μέρα γνώριζε μόνο να παραδίδει τη σκυτάλη στην επόμενη, ίδια και απαράλλακτη.
Ο εμφύλιος σπαραγμός καλά κρατούσε. Ο Αριστείδης επέστρεφε τακτικά στο σπίτι του χωρίς πολλές προφυλάξεις μιας και το χωριό ήταν προπύργιο της παράταξής του. Αυτή τη φορά μια τρίτη εγκυμοσύνη, μάλλον ήταν αποτέλεσμα σύμπτωσης. Ο Αναστάσης γεννήθηκε μέσα στο 1947. Τούτο το παιδί αφού ήταν και αγόρι, ήρθε να αμβλύνει τη σκληράδα των πέτρινων χρόνων που ζούσε τόσο ετούτη η οικογένεια, όσο κι ο κόσμος όλος. Και πάνω που όλοι περίμεναν το τέλος του εμφυλίου και να γυρίσουν τα παλληκάρια στα σπίτια του, ο Αριστείδης στις αρχές του ’49, γύρισε άρον-άρον για λόγους υγείας. Τον τελευταίο καιρό ένας επίμονος βήχας είχε πιάσει τον Αριστείδη. Στην αρχή δεν ανησύχησε κανείς. Του έφτιαχνε πρωί βράδυ φασκόμηλο και περίμενε κάποια στιγμή να του περάσει.
-                      Κρύωμα είναι βρε γυναίκα μη ξεσυνερίζεσαι, θα περάσει, της έλεγε.
Ναι αλλά δεν περνούσε κι επέμενε. Τα βράδια κατά την προσφιλή της συνήθεια προσεύχονταν στην Παναγία, αυτή τη φορά περισσότερο για τον άντρα της. Ήξερε, το είχε βιώσει ήδη στο πετσί της πως ζωή χωρίς τον σύντροφο της σε τούτο το σπίτι δεν θα είχε χαΐρι. Αφού φρόντιζε τα παιδιά και τελείωνε τις τελευταίες δουλειές του σπιτιού κούρνιαζε σαν το σπουργίτη στο κρεβάτι του ύπνου, ασφαλώς δίπλα από το κρεβατάκι των μικρών, του Αναστάση της Θεοδώρας και της Κατερίνας. Κι είπαμε πάντα στα μουλωχτά, ήσυχα, να μην ακούσουν τα παιδιά. Δεν πρόλαβε καν να του μιλήσει γιατί εκείνη τη στιγμή τον άντρα της τον έπιασε πάλη εκείνος ο έντονος και επίμονος βήχας. Σηκώθηκε μάλιστα και του έφερε νερό. Δεν ήπιε. Γύρεψε όμως να του φέρει γρήγορα ένα μαντίλι. Αφού σκουπίστηκε καλά ο άνθρωπος και της το ΄δωκε πίσω, η Βασιλική έμεινε άφωνη. Ο άντρας της την αντιλήφθηκε.
-                      Τι συμβαίνει γυναίκα; Τι έπαθες και μουγκάθηκες;
Δεν ήταν δα και μαθημένη μέχρι στιγμής σε δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να παντρεύτηκε με προξενιό έναν άντρα που τον είδε μόνο την ώρα του γάμου αλλά αυτό το ξεπέρασε πια. Αλλά ζόρια στη ζωή της δεν κάτεχε, αλλά αυτό που κρατούσε στο χέρι της αυτή τη στιγμή το κάτεχε καλά, γιατί οι πάντες ήταν μαθημένοι ειδικά στα καμποχώρια τα χρόνια εκείνα, το τι θα πει φυματίωση. Αυτή τη φορά δεν κατέρρευσε σαν σχολιαρόπαιδο όπως την ημέρα του γάμου της, αλλά σαν σε κινηματογραφική ταινία είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου το κακό να πλησιάζει και να της δίνει το μαντήλι, σαν πώς να ΄θελε να στήσουν μαζί το χορό του Ζαλόγγου.
-                      Μάναααααααααα, ούρλιαξε κι έτρεξε να την ξυπνήσει στην καμαρά της.
-                      Τι είναι βρε αναθεματισμένη, τι θες τέτοιαν ώρα, τι τρέχει;
-                      Μάνα ο Αριστείδης, αλλά δεν έλεγε παρακάτω, μόνο που κράταγε μες τα δυο της τρεμάμενα χέρια το μαντίλι του.
-                      Μπα που να σου έμπαινε ο διάολος, της είπε και την αγριοκοίταξε. Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι θέλεις.
-                      Τι είναι, τι τρέχει, θυμήθηκε κι ο μπάρμπα Νίκος να ρωτήσει πετώντας τη νύστα του στο πάτωμα άλλα και τα σκεπάσματα για να ανασηκωθεί.
-                      Σκάσε εσύ γέροντα γιατί δεν μυρίζομαι καλά πράγματα απόψε. Για έλα δω κορίτσι μου, είπε η πεθερά της, αφού αποφάσισε να γαληνέψει μπας και καταλάβει τι τρέχει.
Στο μυαλό της γριάς μπήκε αρχικά η ιδέα πως κάτι θα είπε ο γιός της στην κοπέλα και μάλωσαν, μην άραγε να άπλωσε χέρι να τη δείρει κιόλας, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο σ΄ εκείνους τους καιρούς. Να δεις πως κάτι τέτοιο θα έγινε, σκέφτηκε. Και το μαντήλι, γιατί κρατούσε το μαντήλι σαν λάφυρο; Α! θα έτρεξε η μύτη της αίμα κι ήρθε να φέρει τα πειστήρια του εγκλήματος για να εξιλεωθεί.
-                      Αν είναι αυτό, θα την πάρει και θα τη σηκώσει, το παλιοθήλυκο, σιγομουρμούρισε κι αποτινάζοντας από πάνω της τα σκεπάσματα σηκώθηκε ορθή.
Η γριά τώρα μετά την πρώτη μπόρα, μαλάκωσε πολύ. Μάνα ήταν, πολύπειρη και σκληραγωγημένη.
-                      Έλα κόρη μου πες μου και την παίρνει αγκαλιά με το δεξί της χέρι.
Η Βασιλική κούρνιασε στην αγκαλιά της και χωρίς κουβέντα της πάσαρε το μαντήλι στα δικά της χέρια. Δεν χρειάστηκε άλλες εξηγήσεις η γριά. Ο κύβος ερίφθη. Σαν την κλώσα που τρέχει να προφυλάξει τα κλωσόπουλα με δυο δρασκελιές, βρέθηκε η δόλια η μάνα πάνω από το κρεβάτι του Αριστείδη, που τον πέτυχε να ξεροβήχει ακόμα. Έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο, αχρείαστο ήταν, αλλά να έτσι σαν αφορμή να τον αγγίξει στοργικά. Η γνωμάτευση της ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη, αλλά δεν χρειάστηκε να την ξεφωνήσει. Φυματίωση. Ο γιός της έπασχε από φυματίωση. Καμιά άλλη σκέψη. Καμιά άλλη αντίδραση. Καμιά σύσπαση του προσώπου της. Έτσι στωικά κι υπερήφανα κατάπιε το μαντάτο. Χρειάστηκε μόνο ενός λεπτού σιωπή, τίποτε άλλο. Καλά το λένε οι σημερινοί πως ήταν πέτρινα εκείνα τα χρόνια. Εάν δεν ήταν όμως δεν γινόταν να φας γλυκό ψωμί. Σαν μάνα λέαινα, το μυαλό της πήρε στροφές και τις πρώτες της αποφάσεις.
-                      Εσύ, λέει στη νύφη της, να κοιμηθείς εδώ στην ακρούλα με τα παιδιά, δεν τα βλέπεις ξύπνησαν και θα κλαίνε όλη νύχτα. Θα πάω κι εγώ να ηρεμήσω το γέρο. Αν θες κάτι, έλα και μίλα μου.
-                      Αμ θέλω βρε μάνα να σου πω και κάτι άλλο, αλλά είναι η ώρα τώρα;
Η γριά δεν ήταν δυνατόν να συνειδητοποιήσει τέτοια ώρα τι θα ΄θελε να της πει η νύφη της και της έγνεψε καταφατικά να της το ξεφουρνίσει, όντας σίγουρη πως θα ήταν κάτι επιπόλαιο και πως δεν θα είχε καμιά σχέση με το κακό που τους βρήκε.
-                      Ξέρεις μάνα, απ΄ όσα ξέρω κι εγώ πια από παιδιά, να κάτι δεν πάει καλά με την Κατερινούλα.
-                      Τι είπες μωρή συφοριασμένη, της λέει η γριά. Τι είναι αυτό που μου λες.
-                      Να τώρα τελευταία, όλο γκρίνια είναι και δεν τρώει εύκολα. Άσε που βλέπω κάθε φορά που πιάνω το κεφαλάκι της να έχει θέρμες.
Με το που τέλειωσε τη φράση της, έφερε για μια ακόμη φορά στο νου της, τα λόγια του πατέρα της που της έλεγε πως η ευτυχία είναι τόσο μακριά, έστω κι αν απέχουμε από αυτή μια δρασκελιά, μόνο που ήταν υποχρεωμένη από μόνη της να προσθέσει δίπλα από τη λέξη ευτυχία και τη λέξη πόνος, γιατί η ζωή φρόντισε να την εκπαιδεύσει δεόντως κι αυτή κι ας ήταν ακόμη μικρή. Η πεθερά της πιστή στο ρόλο που της έμαθε η ζωή, εισέπραξε ένα τέτοιο γεγονός αμίλητη. Σαν γύρισε και κάθισε στο κρεβάτι της, έβαλε τα δυο της χέρια στο κεφάλι της, κι όταν τα κατέβασε είχε ξεριζώσει μια χούφτα μαλλιά.
Κοίτα που δεν μπορεί να βρει χαρά αυτό το σπιτικό. Η χαρά και η λύπη μάλλον θα το ΄παιξαν σε λοταρία ποια θα στρογγυλοκαθίσει εδώ πέρα, αλλά μάλλον πρέπει να τους έκατσε ισοπαλία. Κι έτσι λοιπόν από τη μια μεριά έπρεπε να μεγαλώσουν με φροντίδα τα τρία χαριτωμένα κουτσούβελα που σαν ξυπνούσαν το πρωί, χάλαγε ο θεός τον κόσμο και η φροντίδα αυτή έπρεπε να συνδυαστεί με απαλλαγή καθηκόντων της Βασιλικής, κι απ΄την άλλη, όλη η οικογένεια έπρεπε να ετοιμαστεί να αποδεχθεί όσα θα έφερνε αυτή η μαύρη ώρα, γιατί τότε και μέχρι το 1964, η αρρώστια αυτή δεν είχε γυρισμό. Άμα σου κάθονταν το ριζικό έφευγε μόνο παίρνοντας κάποιον μαζί της. Ένα μέρος από το χαγιάτι που το είχαν μόνο για αποθήκη ετοιμάστηκε ιδιαίτερα για να φιλοξενήσει το κρεβάτι του αρρώστου. Απομόνωση δηλαδή. Κουβέντες από μακριά, καμιά επαφή με τα παιδιά και φυσικά το ζευγάρι ζούσε πια σαν δυο ξένοι στην ίδια πόλη που λένε και δεν είχε ανατείλει καν η ζωή τους, αφού στα εικοσιένα της περίπου, η αγαπημένη Μπίλιω του πατέρα της, έπρεπε να το ζήσει κι αυτό, τον ερχομό ενός αναμενόμενου θάνατου. Μέσα σ΄αυτό το σπιτικό μέχρι και τα λόγια φτώχυναν. Λιγοστά, ξέπνοα, χωρίς ελπίδα. Ακόμα και τα παιχνίδια των παιδιών τα ξεστράτιζαν να γίνουν σε άλλες αυλές, συγγενικές ή γειτονικές. Το σπίτι ήταν στο κέντρο του χωριού αλλά ακόμα και οι θαμώνες του απέναντι καφενείου σπάνια παρατηρούσαν κίνηση σ΄αυτό το σπίτι. Δεν θυμάμαι αν υπήρχε ή εάν ανοίχτηκε τότε μια πίσω πόρτα που έδινε επικοινωνία σε παράπλευρο δρόμο. Ο Αριστείδης είχε καταπιεί το αμίλητο νερό. Ο φόβος δε της μετάδοσης της αρρώστιας έφτανε στο να μαλώνουν τη Βασιλική σαν κοντοστέκονταν κοντά στον άντρα της.
Από τη μια μεριά τα τρία κουτσούβελα σαν μελισσολόι αλώνιζαν το σπίτι και το έκαναν να μοιάζει ζωντανό και από την άλλη, δίπλα στο χαγιάτι το απόλυτο δράμα. Βλέπετε ακόμα και η μοίρα κάνει δημόσιες σχέσεις. Πριν σου ρίξει απάνω σου το μαύρο της πέπλο σε κανακεύει για να σε ξεστρατίσει με όσα απομεινάρια καλοσύνης της περισσεύουν.
-                      Μάνα τι κάνεις, δεν ακούς, πεθαίνω. Φώναξε ξέπνοα, μη γνωρίζοντας τι γίνονταν στη διπλανή κάμαρα.
Ο βήχας του έπνιγε την αναπνοή και τα λερωμένα μαντίλια κάθε μέρα φρόντιζαν και τα έκαιγαν. Ο πυρετός ακατέβατος πια και οι θέρμες τον ανάγκαζαν να είναι πάντα σκεπασμένος ολόσωμα. Που να βρει κουράγιο η δόλια η μάνα να του μιλάει έτσι για να του κάνει παρέα.
-                      Πες μου γιε μου τι θέλεις, του αποκρίθηκε η γριά.
-                      Μαντίλι θέλω βρε μάνα αλλά για πες μου τι φασαρία είναι αυτή που ακούω;
-                      Τίποτα γιέ μου, τίποτα. Πάρε το μαντίλι σου, το ακούμπησα δίπλα. Εγώ πάω να γύρω λίγο γιατί απόστασα.
Δεν απόστασε η δόλια. Να αποκρύψει τους λυγμούς της προσπαθούσε κι επέστρεψε στην άλλη κάμερα να βοηθήσει στο τάισμα των παιδιών. Κι όπως μηχανικά έκανε τα δέοντα, άρχισε ένα σιγομουρμούρισμα από τα γνωστά σε  τούτα τα μέρη  που μόνο οι μάνες της Ηπείρου ξέρουν να λένε.
‘’Μα τώρα δάκρυσα πολύ, σε θέλω εδώ κοντά μου
σε λίγες ώρες στα κοντά θα φύγεις μακριά μου.
Άδη πικρέ και άδικε, μου παίρνεις το παιδί μου
τι σου΄κανε, τι σου' φταιξε και φεύγει απ΄τη ζωή μου;’’
Η επόμενη μέρα καλύτερα να μην ξημέρωνε για τις δυο γυναίκες. Η Βασιλική ήθελε να σηκωθεί για να δει τι συμβαίνει δίπλα με τον άντρα της μα δεν μπορούσε. Το Κατερινάκι δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα κι η όλη κατάσταση ξύπνησε και τα άλλα δυο παιδιά που καθόταν ξύπνια ανακούρκουδα και μυξοκλαίανε κι αυτά. Η γριά φυσικά κι αναλήφθηκε την αναστάτωση, έτρεξε να δει. Τι να δει δηλαδή, αυτό που μέρες περίμενε. Τώρα το μοιρολόι δεν ήταν σιγανό. Ήταν φωνή στο θεό. Η Βασιλική με το μωρό στο χέρι να συναγωνίζεται την πεθερά της πια θα κλάψει περισσότερο. Όλο το χωριό άκουσε τις χαροκαμένες γυναίκες. Αν κάτι πάει καλά σ΄αυτά τα έρμα τα χωριά είναι η αλληλεγγύη στις δύσκολες στιγμές. Έτρεξαν αμέσως όλοι οι γειτόνοι. Διακριτικά, όμορφα, με τάξη, σαν να ήταν οι ίδιες οι νοικοκυρές του σπιτιού, φρόντισαν οι μεγαλύτερες να γίνουν όλα καθώς πρέπει. Την επόμενη μέρα το μόνο παράδοξο την ώρα της κηδείας ήτανε πως η Βασιλική υποβαστάζονταν μ΄ ένα παιδί στην αγκαλιά τη μικρή Κατερίνα γιατί δεν γίνονταν να ηρεμίσει σε ξένα χέρια. Μα το δυστύχημα με αυτό το παιδί, ήταν πως δεν ηρέμησε σχεδόν καμιά από τις επόμενες μέρες. Σιγά-σιγά ελαττώνονταν και η όρεξη του για γάλα μέχρι που ένα μήνα περίπου από τη μέρα της κηδείας, ήταν αδύνατον να καταφέρουν το μωρό να το κάνουν να δεχθεί έστω και μια σταγόνα. Σαράντα ακριβώς μέρες μετά, καθώς η Βασιλική που ήταν ξύπνια από τα χαράματα, έγειρε να ρίξει μια ματιά πως κι ήταν αυτό το αναπάντεχο να ηρεμίσει το μωρό και ν΄ ακούγεται μόνο και μετά βίας ένα μικρό βηχαλάκι ή καλύτερα κάτι σαν επαναλαμβανόμενος στεναγμός. Φώναξε να έρθει η πεθερά της να της πει τη γνώμη της. Η γριά ήρθε στο λεπτό. Πολύπειρη και χαροκαμένη όπως ήταν, σηκώνει το κορίτσι στον αέρα και κάνοντας το σημείο του σταυρού με το σωματάκι του λέει….
-                      Εις το όνομα του πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό ήταν. Όταν απόθεσε ξανά το μωρό στο κρεβατάκι του, είχε ήδη ξεψυχήσει.

Μετά από δυο θανατικά στο σπίτι, δεν μπορεί κανείς να πει πως είδε να διαβαίνει το κατώφλι και να ξεκουμπίζεται, η θλίψη και ο πόνος. Όχι. Αποφάσισε να ρίξει στασίδι ξωπίσω της και να σκαρφίζεται για αυτή ότι περνούσε από το χέρι της που θα της έκανε δύσκολη τη ζωή. Τι κρίμα να μαραίνονται έτσι τα ξανθά κοριτσάκια. Αυτά που όταν γεννιούνται μοιάζουν με άγγελο κι ο κόσμος να τα καμαρώνει φτύνοντας και ξαναφτύνοντας, για να μην ματιαστεί τέτοια ομορφιά. Μήπως όμως αυτό το ίδιο που μοιάζει με προτέρημα γίνεται βρόγχος καμιά φορά και σε πνίγει; Πως γίνεται μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά να πηγαίνει για νερό στη βρύση καταμεσής του κέντρου του χωριού μπροστά στα μούτρα του κάθε μεθύστακα που βρωμοκοπούσε ούζο, το εθνικό μας τότε προϊόν, ή του πονηρού σεμνότυφου χωριάτη που το βράδυ θ’ απολογηθεί στην κυρά του γιατί κάποιοι την πληροφόρησαν πως τόλμησε να ρίξει τα μάτια πάνω της και να μην προκαλεί τον θαυμασμό. Φίδια τη ζώσανε την πεθερά της Βασιλικής. Έβλεπε αυτή την αναστάτωση και τρελαίνονταν. Δεν κάτεχε από τέτοιες καταστάσεις. Είχε κι αυτή μια κόρη αλλά την πάντρεψε μικρή στην πόλη και δεν μπήκε ποτέ σε σκοτούρες με ομορφιές κι αντρικά πειράγματα.
-                      Για έλα εδώ μορφονιά, την κάλεσε κοντά της μια μέρα και της είπε ορθά κοφτά. Τι σουσουραδίστικα πράματα είναι αυτά;
-                      Ποια καλέ μάνα, απάντησε γεμάτη απορία η Βασιλική.
Λέτε να μην κατάλαβε η μικρή τι εννοούσε η πεθερά της; Λέτε να μην κατάλαβε είκοσι δύο χρονών κορίτσι πια τι είναι να περπατάς στην κεντρική πλατεία του χωριού και να σε κοιτά σαν ξερολούκουμο όλος ο αντρικός πληθυσμός; Ή δεν γνώριζε πια αυτοπροσώπως, έναν-έναν όλους αυτούς που φρόντιζαν να ξεπετάγονται δίπλα της σ’ απόμερα σημεία του χωριού, όπως ο δρόμος για την εκκλησιά ή στο χωράφι που πήγαινε για τον κήπο.
-                      Μη μου κάνεις εμένα την ανήξερη για δεν θα τα πάμε καλά. Κοίτα μωρή συφοριασμένη να βάλεις την ουρά κάτω από τα σκέλια σου, γιατί θα ‘χουμε άσχημα ξεμπερδέματα εμείς οι δυο, τη χούγιαξε η πεθερά της.
Αυτό δεν ήταν απειλή, ήτανε νόμος και κάτεχε καλά η Βασιλική πως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Βοήθεια η δόλια δεν είχε από πουθενά. Τα ρημάδια τα έθιμα της περιοχής δεν όριζαν να γυρίζει η νύφη αφού χήρεψε, στα γονικά της. Αλλά και να συζητούσαμε κάτι τέτοιο σιγά μην κόπιασαν από το σόι της για να συνδράμουν την κατάσταση. Ένα κουράγιο παιδί μου κι ο θεός είναι μεγάλος, αυτή ήταν η συνεισφορά τους. Ένας θεός πράγματι τόσο μεγάλος, που δεν χωρούσε να βρει μια χαραμάδα για να δει και να λυπηθεί αυτό το έρμο το κορίτσι και να βάλει λίγο το χεράκι του να μαλακώσει την καρδιά της. Εντάξει ήτανε όμορφη και τηνε θέλανε πολλοί. Πως όμως, με δυο παιδιά στην αγκαλιά και χωρίς προίκα, αμ δε σφάξανε. Το πούλαγαν ακριβά το τομάρι τους οι γαμπροί της εποχής εκείνης.
-                      Γριά θα βρούμε το μπελά μας με  ετούτο εδώ το διαολοκόριτσο που μας έμεινε αμανάτι. Μεγάλωσε πια κι ο άλλος ο γιός μας, ο Φώτης και δεν είναι πρέπον να συχνωτίζονται μαζί. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια.
Σίγουρα ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, αλλά και η ίδια η οικογένεια μια διαολοοικογένεια ήταν. Γιατί νομίζετε ο γάμος έγινε στο σπίτι τους κι όχι στην εκκλησία; Μπορεί να ‘τανε οι ίδιοι ο φόβος και ο τρόμος του χωριού, είχαν όμως κι αυτοί τις προφυλάξεις τους κατά το φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Ήταν γνωστό σε όλους και το διαφήμιζαν αυτό επίτηδες, πως ολάκαιρη τούτη η οικογένεια για τούτο το χωριό τουλάχιστον, ήταν προσαρτημένοι απαξάπαντες στο καπετανάτο του Ζέρβα. Μια ζωή τσιράκια της εξουσίας που ζούσαν περισσότερο κερδίζοντας οφίτσια και λύρες, φυσικά χαφιεδίζοντας, παρά με τα παλιοπορτόκαλα που σάπιζαν συνήθως κάτω από τα δέντρα. Αυτό το αλισβερίσι τους προσέδιδε μια υπεροψία αφού αυτοί ήταν ο νόμος και η τάξη του χωριού και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά πολύ περισσότερο και μετά από αυτόν. Όλοι, τους έτρεμαν στο χωριό.
-                      Και τι θες να κάνουμε γέροντα, θα μας κρεμάσουνε κουδούνια στο χωριό. Ξέρεις δα την παροιμία που λέει πως κοντά στο βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα;
Αυτή ήταν η άποψη της Βάβως (έτσι την αποκαλούσαν οι χωριανοί) Αφού τους βρήκε ότι τους βρήκε, πίσω δεν μπορούσανε να κάνουν κι αφού οι γονείς της κοπέλας ‘’που κακό χρόνο να ‘χουνε’’ κατά την προσφιλή της συνήθεια να τους αναθεματίζει κάθε φορά που τους θυμότανε, δεν έδειξαν καμιά έννοια να τη συμμαζέψουν κοντά τους, έδειχνε να αποδέχεται όλα τα συνεπακόλουθα.
-                      Σώπα κυρά, την απόσωνε ο μπάρμπα Νίκος με ένα παρατεταμένα –α- Έχω το σχέδιο μου, θα δεις, προσπαθούσε να την καθησυχάσει.
-                      Α εγώ γέροντα κρίματα από το θεό δεν θέλω. Να μου κάνεις τη χάρη.
Εδώ είναι το αστείο και απαντάμε συχνά στα χωριά αυτήν την αντίφαση. Ενώ έχουνε κάνει του κόσμου τις αδικίες και συναινούν στη διάπραξη κι άλλων, βάζουμε στην κουβέντα μας και το φόβο θεού έτσι για εξιλέωση.
-                      Μπα σε καλό σου, τη χούγιαξε ο γέροντας. Λάρωσε και θα δεις.
-                      Καλά, αντιφώνησε η Βάβω με το δικό της παρατεταμένο –α- αυτή τη φορά.
Ο μπάρμπα Νίκος ανέλαβε αμέσως δράση. Πλήρωσε εργάτες και χτίστηκε μια καλύβα με δύο δωμάτια πεντακόσια μέτρα πιο πέρα. Δεν το χε σκοπό βέβαια με αυτόν τον τρόπο να την αποκαταστήσει. Στο βάθος του μυαλού του είχε φυτέψει μια διαβολεμένη σκευωρία που θα την εφάρμοζε βέβαια σιγά-σιγά. Στην αρχή όλοι τον παίνεψαν για την καλοσύνη του να φτιάξει μια στέγη για τα ορφανά και για τη νύφη του. Από την πρώτη μέρα όμως που η Βασιλική και τα παιδάκια της εγκαταστάθηκαν στο φτωχοκάλυβο, φάνηκαν και οι προθέσεις των πεθερικών της.
 Στην αρχή φρόντιζαν το φαγητό των παιδιών πως όμως, φωνάζοντάς τα στο δικό τους σπίτι για να φάνε. Για τη Βασιλική καμιά φροντίδα. Ούτε φαί ούτε λεφτά, ούτε περιουσιακά στοιχεία. Η γειτονιά βέβαια συνέτρεξε τη δόλια την κοπέλα και πότε ο ένας και πότε ο άλλος η κατάσταση βολεύονταν. Που να ‘ξερε η Βασιλική τι της εξυφαίνει η μοίρα της σαν πλάγιαζε περίπου ευχαριστημένη στο δικό της σπιτικό, μακριά από το μάτι και τη γλώσσα της πεθεράς της. Εντάξει μπορεί η τιμωρία της να ήταν η ανέχεια, αλλά πίστευε πως θα τα καταφέρει.  Μέσα της μεγάλωνε κάθε μέρα και πιο πολύ. Προσπαθούσε ν’ αποτινάξει τις φλύαρες κι εγωιστικές επάρσεις περί όμορφης και ποθητής γυναίκας και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων γιατί πάνω απ’ όλα είναι μάνα με δυο παιδιά και μάλιστα ορφανά. Δοκίμασε μερικές φορές να μιλήσει στην καρδιά τους γιατί κατά βάθος πίστευε πως το γινάτι που βγάζανε ήταν ένα πείσμα που θα περάσει αλλά μάταια.
-                      Ακούς που σου λέω, να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ, τη μάλωνε η πεθερά της όσες φορές δοκίμασε να πάει να παραπονεθεί. Να πας να βρεις δουλειά και να δουλέψεις. Δεν θα ταΐζουμε εμείς χαραμοφάηδες εδώ, τ άκουσες;
Η πίεση αυτή δεν ήταν διόλου τυχαία και γρήγορα έφερε τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα. Την ξέρετε τη λογική του μαστίγιου και του καρότου. Διαβολεμένος νους ο μπάρμπα Νίκος. Το σχέδιο άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή.
-                      Λοιπόν παλιόγρια, κατά το πιο συνηθισμένο του αστείο ο μπάρμπα Νίκος, άρχισε να μπάζει τη σύντροφο του στο σχέδιο. Η Βασιλική θα παντρευτεί κι όλα θα πάνε καλά.
-                      Μόνο που εσύ δεν πας καλά άντρα μου. Έτσι μου φαίνεται.
-                      Βιάζεσαι, βιάζεσαι γριά. Άκου πρώτα και μετά κρίνε με.
-                      Τι να κρίνω μωρέ. Θα βάλουμε τώρα και γκαίκα στο κεφάλι μας. Άκου να σου πω. Είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, η Βασιλική με τα παιδιά, όλο το μερίδιο που ήδη από τη μέρα του γάμου της, της έχει παραχωρηθεί, το δικαιούται και σήμερα. Και μη μου πεις πως εσύ έχεις τα μέσα με τους κωλονοματαρχαίους σου στην Άρτα και θα τα βολέψεις, γιατί κάποια πράγματα δεν βολεύονται που να ‘χεις το θεό μπάρμπα.
-                      Κάτσε ντε γιατί πήρες φόρα και μάθε ν’ ακούς. Την αποπήρε θυμωμένος. Κι αν χρειαστώ τους Νοματαρχαίους μου, μόνο σε μια μικρή λεπτομέρεια θα είναι.
-                      Παρακάτω, βιάζονταν τώρα η γριά ν’ ακούσει.
Και για να τηνε βάλει στο πνεύμα, πριν της εξηγήσει το κάθε τι με λεπτομέρειες έκρινε σκόπιμο να βγάλει πρώτα απ’ το μυαλό της εκείνο που ξεστόμισε η γριά προηγούμενα, όταν είπε κάτι για ‘’γκαίκα στο κεφάλι τους’’
-                      Μα και βέβαια. Ποιος θέλει κάτι τέτοιο. Είμαι όπως βλέπεις ακόμα στα συγκαλά μου και μόνο το συμφέρον της φαμίλιας μου με νοιάζει. Θα μπορούσα να κάνω να την βρούνε πνιγμένη καμιά μέρα στον αύλακα αλλά θα ήμασταν οι πρώτοι ύποπτοι γιαυτό.
-                      Μπα θεέ μου, σπάρα από τον τόπο σου. Τι είναι αυτά που λες.
-                      Τα βλέπεις, υπάρχουν κι άλλες λύσεις.
-                      Για λέγε-λέγε, άρχισε με ανησυχία να παρακολουθεί τα λεγόμενα του άντρα της τώρα.
-                      Ο άντρας που θα παντρευτεί η Βασιλική, θα είναι αυτός που θα της υποδείξουμε εμείς, μα πάνω απ’ όλα καλή μου γριούλα, θα είναι πιστός στη φαμίλια μας σαν σκυλάκι.
-                      Και δε μου λες, πρόλαβε να τον σταματήσει στο λόγο. Ποιος είναι αυτός που θα είναι ακριβώς όπως τον περιγράφεις εσύ;
Και στου βοδιού το κέρατο που λένε κι αν είχε κρυφτεί ένας τέτοιος άνθρωπος, ο μπάρμπα Νίκος θα τον είχε ανακαλύψει. Από τον καιρό που άρχισε η αρρώστια του συγχωρεμένου τους παιδιού, αναγκάστηκαν για τις όποιες ανάγκες στις δουλειές τους να προσλάβουν χέρια εργατικά. Γυρνούσαν τότε στα καμποχώρια διάφοροι ξενομερίτες, όπως τους έλεγαν, που κατέβαιναν από τα πάμφτωχα χωρίς της Λάκας Σουλίου και προσαρτιόταν σε διάφορες οικογένειες που είχαν τον τρόπο τους και δούλευαν γιαυτές για ένα κομμάτι ψωμί και μια καλύβα για να μείνουν. Ήτανε θείο δώρο γιαυτούς τους ανθρώπους η παραχώρηση στέγης και τροφής, αλλιώς θα τους θέριζε η πείνα. Σ’ αυτή την οικογένεια απευθύνθηκε ο Μπάρμπα Νίκος. Αυτή που είχε προσλάβει από καιρό στο βιος του για μπιστικούς, για να εξυφάνει το σχέδιο του. Και τι δεν θα ‘καναν για τον αφέντη τους αυτοί οι άνθρωποι. Γάμο τους πρότεινε, ευλογημένα πράγματα και με συμπεθεριό αφέντη. Τι να λέμε τώρα. Χαλί να γινόντουσαν να τους πατήσεις με τέτοια τύχη που τους έλαχε.
-                      Άκου να δεις Βασιλική μου. Μην ξεσυνερίζεσαι τον άντρα μου γιατί ξέρεις όλοι οι Ηπειρώτες το κεφάλι τους τόχουν καμωμένο από πέτρα.
Έτσι ξεκίνησε τις γαλιφιές η Βάβω προς την Βασιλική. Η φάκα έτοιμη και το τυράκι καλά βαλμένο στη θέση του.
-                      Τι τα θες τι τα γυρεύεις, η ζωή μας διάλεξε για να μας ξεπαστρέψει. Εμείς θα την αφήσουμε; Όχι βέβαια. Θα την πιάσουμε τη ριμάδα από τα κέρατα και θα τη βάλουμε κάτω. Τώρα εσύ παιδάκι είσαι ακόμα κι ίσως άλλα πράγματα περίμενες από τη ζωή, αλλά τι να κάνουμε. Θα της ζητήσουμε τώρα λογαριασμό; Δεν μπορούμε. Το μόνο που μπορούμε είναι να την ξελογιάσουμε, μπας και ξεφύγουμε από τη μιζέρια της. Εσύ τι θέλεις, να κάτσεις εδώ σταυροπόδι και να περιμένεις να δεις τα χαΐρια της; Όχι Βέβαια. Έτσι δεν είναι;
-                      Ναι μάνα έτσι είναι, απάντησε αν και ανάθεμα αν κατάλαβε για πού το πάει η πεθερά της.
-                      Μετά μη νομίζεις πως κι εγώ δεν βλέπω.
Άλλαξε τώρα ρώτα η πεθερά της. Θα γυρίσει μετά στα περί του προξενιού. Σκοπός της τώρα είναι να κατατροπώσει κάθε πιθανή σκέψη της κοπέλας για αγάπες και έρωτες. Έπρεπε τώρα σε αυτό το σημείο να αποδομήσει κάθε φιλοδοξία της μικρής. Να δει με θετική σκέψη οιαδήποτε επιλογή της για τον οποιονδήποτε υποψήφιο μνηστήρα που πιθανά φιγουράριζε στο φτωχό της μυαλουδάκι. Κι έπιασε πρώτα-πρώτα στο στόμα της να κριτικάρει ένα γάμο που έγινε στο χωριό τους τελευταία.
-                      Είδες το παλληκαράκι κορίτσι μου. Βρήκε κοπέλα, που πάνω απ’ όλα είχε το κάτι τις της. Ναι για εκείνο τον παλιοχαμένο το Λάμπη σου μιλάω, θεός συγχώραμε, που τη βρήκε τη δόλια. Κακάσχημη δεν είναι;
-                      Ναι, ναι κακάσχημη, έδειχνε να προσχωρά και η ίδια στη λογική της πεθεράς της.
-                      Αι γεια σου. Κι όμως την πήρε και ξέρεις γιατί; Ολόκληρο φορτηγό Βολβό (σημ: Volvo εννοεί), δεν ξέρω πως στο διάολο το λένε, του πήρε ο πεθερός του.
Δεν ήταν δα και πολλοί οι πιθανοί γαμπροί στο χωριό. Τρεις τέσσερις όλοι κι όλοι. Ε τους πέρασε όλους ψιλό γαζί. Για όλους είχε ράμματα για τη γούνα τους.
-                      Κι εσύ απέναντί τους τι έχεις; Τη ρώτησε με νόημα χωρίς όμως να περιμένει απάντηση, γιατί είχε ή ίδια έτοιμη τη δική της. Δυο κουτσούβελα ορφανά που κάθε μέρα θέλουν φαϊ. Μπορείς εσύ να τα θρέψεις; Αμ δεν μπορείς χαλασιά σου.
Η Βασιλική έχει σκύψει το κεφάλι της κι άκουγε αδιαμαρτύρητα την αγόρευση της πεθεράς η οποία δεν θα κουνούσε από το μικρό καλύβι αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε. Δεν μπορείς να πεις βέβαια πως τα επιχειρήματα της γριάς δεν ήταν παράλληλα κι ο φόβος κι ο τρόμος της μικρής Βασιλικής. Χήρα μάνα με δυο παιδιά στα εικοσιδυό της χρόνια. Σύγκρυο την έπιανε τα βράδια από τις ίδιες σκέψεις. Αυτές που ήρθε τώρα στο κονάκι της να της ξεφουρνίσει η πεθερά της. Κακά τα ψέματα, ήθελε να τα ΄χει καλά μαζί της. Δεν είχε άλλες επιλογές, ούτε βοήθεια από πουθενά.
-                      Και τι να κάνω βρε μάνα, απάντησε χαμηλόφωνα η Βασιλική. Βλέπεις το κακό που έτυχε στη δική σας φαμίλια να ήτανε μεγάλο αλλά για μένα ήταν ακόμα μεγαλύτερο. Δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Βλέπεις οι δικοί μου στο χωριό με ξέχασαν. Να πω πως έχω τα παιδιά μου, κι αυτά χωρίς στήριξη δεν μεγαλώνουν.
Κι όπως της ξομολογιόταν την πήραν τα κλάματα. Για φανταστείτε κι εσείς. Εικοσιδυό χρονών παιδί με τόσα βάρητα στην πλάτη πώς να μην κλάψεις. Εδώ η πεθερά της δεν υποκρίνονταν πια. Το σχέδιο-σχέδιο αλλά θες σαν μάνα που ήταν, θες σαν γυναίκα, μαλάκωσε πρώτα την καρδιά της και μετά το χέρι της και το πέρασε στο κεφάλι της κοπέλας πάνω απ΄τα ξανθά της μαλλιά. Εδώ, αλήθειες και ψέματα μαζί ανακατωμένες συνηγορούσαν στην πλεκτάνη που στήνονταν κι από ρόλο κομπάρσου, γύρευαν να έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό. Η γριά για να μην καθυστερεί μιας και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει κρατώντας την κοπέλα αγκαλιά της, δοκίμασε να την ανασηκώσει και της είπε.
-                      Άκου κοπέλα μου. Πρέπει να ξαναπαντρευτείς και χωρίς να της αφήνει περιθώρια αντίλογου, συνέχισε. Πρέπει να ξαναπαντρευτείς, αλλά δυστυχώς καημένη κι εδώ ήταν αμείλικτη με την κοφτή της τη φωνή πως η μικρή δεν είχε περιθώρια για δεύτερες σκέψεις, πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου και να κάνεις αυτό που σου ορίζει το καθήκον σου σαν μάνα απροστάτευτη με δύο παιδία και τίποτα παραπέρα. Αλλιώς τα πράγματα θα έχουν άσχημες εξελίξεις. Τον πεθερό σου πέρα, με το ζόρι τον κρατάω.
-                      Γιατί καλέ μάνα τι του ΄κανα;
-                      Τι του ΄κανες; Ξέρεις εσύ αλλά άσε τώρα δεν είναι ώρα για αυτά. Πάντως ένα να ξέρεις πως τίποτα εδώ σ΄αυτό το χωριό δεν γίνεται και δεν θα το μάθει ο πεθερός σου, τίποτα το άκουσες; Γιαυτό βάλε την ουρά σου κάτω από τα σκέλια σου και πες το ναι σ΄αυτό που θα σου πω γιατί αλλιώς….
Δεύτερη φορά που ακούει απόψε το ‘’γιατί αλλιώς’’ Ήταν δεν ήταν απειλή, σαν τέτοια την εισέπραξε πάντως η Βασιλική και ούτε ψήλος στον κόρφο της. Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που της έμεναν μέχρι να απαντήσει μόνο μαύρα κι άραχνα της φάνταζαν όλα. Χρύσωσε το λοιπόν από μόνη της το χάπι της νέας παντρειάς και κατάπιε το τυράκι που λέγαμε της φάκας που της είχαν στήσει σαν ξερολούκουμο. Έτσι όπως την είχε ζαλίσει για καλά η μοίρα τη μικρή Βασιλική ακόμα και στο χορό του Ζαλόγγου θα πιάνονταν για να χορέψει αφού κάθε αντίσταση μέσα της είχε νεκρωθεί. Μόλις τρείς μήνες πέρασαν από τη μέρα που μετακόμισε στην καλύβα και έμελε να γνωρίσει ένα άλλο πρόσωπο της κοινωνίας, που δεν το είχε φανταστεί. Σε τρείς μήνες τρία μεροκάματα της έμελε να κάνει σε χωραφοδουλειές αλλά δε γλύτωσε από κανένα που να μην δεχθεί τα σαλιαρίσματα των αφεντάδων. Είχε ήδη καταλάβει από πρώτο χέρι τι την περίμενε στη συνέχεια. Γιαυτό και αβίαστα σχεδόν, ήταν έτοιμη, σαν ναταν έτοιμη από καιρό θαρρείς για μια ακόμα θυσία στη ζωή της. 

Οι λεπτομέρειες για τα παντρολογήματα ήταν απλές. Ο γαμπρός για μια ακόμα φορά άγνωστος στη Βασιλική. Είχε ενσωματωθεί βέβαια τους τελευταίους μήνες μαζί με τους γονείς του, που όπως είπαμε δούλευαν στα χωράφια του πεθερού της. Η ίδια όμως, το μόνο που γνώριζε απ΄αυτόν ήταν η θωριά του. Ψιλόλιγνο παιδί εικοσιπεντάχρονο αλλά υπέρ του δέοντος μελαμψός. Που να καταλάβει η Βασιλική ποια είναι η διαφορά. Αν της έλεγε κανείς πως ο άνθρωπος μπορεί να έχει να κάνει η καταγωγή του με τσιγγάνους θα του απαντούσε σίγουρα πως οι γύφτοι κι οι τσιγγάνοι μένουν σε τσαντίρια σαν κι αυτά που στήνουν σχεδόν κάθε χρόνο στις παρυφές του χωριού. Όλοι οι άλλοι ήταν γι αυτή Έλληνες. Τόσα ήξερε, τόσα έλεγε. Είχαν αγοράσει στο γαμπρό ένα σκούρο κουστουμάκι και μια λεπτή γραβάτα που έμοιαζε μορφονιός. Το κουστουμάκι και η γραβατίτσα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Θανάση (αυτό ήταν το όνομα του) για όλη του τη μετέπειτα ζωή. Με αυτό πάντως έγινε ο γάμος τους και για τη νύφη φρόντισαν να ράψουνε ένα ταγιεράκι. Ένας ακόμη γάμος στη ζωή της Βασιλικής που δεν είναι και για πολλά σχόλια. Από γινάτι δεν κάλεσαν τους γονείς της κάτι που και η ίδια συμφώνησε. Θα μπορούσε να καλοπιστέψει πως το όλο ενδιαφέρων των πεθερικών της παρ΄ ότι ο γαμπρός της βγήκε μελαμψός, ήταν ανθρώπινο, ύστερα μάλιστα από την πρόταση που της έκαναν να πάρει το παλληκάρι και να πάει για μια βδομάδα στο χωριό του για να δει από κοντά και το υπόλοιπο σόι. Να πούμε πως δεν τρελάθηκε από τη χαρά της η Βασιλική; Θα πούμε ψέματα. Που να βρεις ευκαιρία εκείνα τα χρόνια να φύγεις ταξίδι. Νυφικό ταξίδι ήταν αυτό, δεν ήταν παίξε γέλασε. Και πια εικοσιδυάχρονη δεν θα ΄θελε να το κάνει. Μη γελιόμαστε. Τα πεθερικά της μάλιστα έκριναν σκόπιμο πως τα παιδιά δεν ήταν δυνατόν να παραβρίσκονται στα παντρολογήματα της μάνας τους γιατί είχαν γίνει πια γκοτζαμάν παιδιά. Της έκαναν τη μεγάλη παραχώρηση να μην την συνοδεύσει κανένας στο χωριό του γαμπρού, στο όποιο θα πήγαινε συνοδεία με τα νέα της πεθερικά και θα γυρνούσε το πολύ σε μια βδομάδα και να μη νοιαστεί καθόλου για τα μικρά. Θα τα φρόντιζαν αυτοί. Τέτοια ήταν η φροντίδα τους όμως που να μην έσωνε ποτέ να χαμογελάσει το χειλάκι της και δεχθεί αυτή τη μεγάλη τους προσφορά.
-                      Μα τι σου λέω τόσην ώρα κύριε Ενωμοτάρχη μου, δεν μ’ ακούς,
-                      Μα ν’ αφήσει δυο μαξούμια μόνα τους και μάλιστα εκατό μέτρα από το σπίτι σου, δεν μπορώ να το χωνέψω κυρά Δήμητρα, προσπαθούσε να παίξει το ρόλο του συνηγόρου, ο ταγός της εξουσίας.
Επί τη ευκαιρία, αυτό ήταν το ονοματάκι της γριά πεθεράς ή της Βάβως όπως την αποκαλούσαν εδώ και χρόνια στο χωριό. Όπως και να ‘χει το πράγμα το όνομα που σου ‘δωσε ο νονός σου, δύσκολα να τ΄ ακούσεις σε τούτα τα μέρη. Το πιο συνηθισμένο ήταν να σε φωνάζουν ανάλογα με το όνομα που είχε ο άντρα σου. Νικόλαινα παραδείγματος χάριν. Εδώ όμως η κυρά Δήμητρα συνομιλούσε με την εξουσία, με το κράτος και μες τη γενική αμορφωσιά εξουσίας και χωρικών, οι τυπικότητες έπρεπε να τηρούνται. Αυτές τους μάραναν. Η κυρά Δήμητρα που λέτε πάσχιζε να πείσει τον δύστροπο ενωμοτάρχη, τι ενωμοτάρχη δηλαδή, θεός είδε τι αξίωμα έφερε. Δυο-τρείς σαρδελίτσες είχε στο μπράτσο του ο άνθρωπος κι αυτό ήταν όλο. Ήταν όμως και με τη βούλα που λένε ο υπεύθυνος διοικητής του σταθμού Χωροφυλακής, που είχε την έδρα του ακριβώς στα δεξιά που ξεκίναγε το ιστορικό γεφύρι της Άρτας. Αυτό ήταν το πανούργο σχέδιο του Μπάρμπα Νίκου. Να την παντρέψουν κατ αρχάς και μετά να τη στείλουν τάχαμου βόλτα στα Γιάννενα για να της αρπάξουν τα παιδιά καταγγέλλοντας την στην αστυνομία. Δεν το κατάπινε όμως το παραμύθι της γιαγιάς, το στραβόξυλο με τα λιγοστά γαλόνια. Να αφήσει μια μάνα δυο πιτσιρίκια απροειδοποίητα μόνα τους και να σηκωθεί να φύγει δεν του στέκονταν καλά.
-                      Και δε μου λες χριστιανή μου. Του λόγου σου, τα είχες καλά με τη νύφη σου ή είχατε μαλώσει;
-                      Όχι καλά τα είχαμε, του απάντησε αλλά από μέσα της την τσίμπησαν πιρουνιές πως μάλλον έκανε γκάφα. Αμ και βέβαια έκανε γκάφα. Αφού δεν είχανε μαλώσει, ποιος ο λόγος να φύγει η νύφη της απροειδοποίητα.
-                      Εμ αυτό σου λέω, αναθάρρησε ο διοικητής ότι καλά την πάει την υπόθεση. Μήπως συνεννοήθηκε με καμιά γειτόνισσα; Μήπως με τον άντρα σου; Εδώ είναι ο άντρα σου τώρα;
-                      Και βέβαια εδώ είναι.
-                      Πέστου χριστιανή μου να ‘ρθει μέσα.
-                      Έλα βρε Νίκο εσύ είσαι, καμώθηκε ο γαλονάς πως μόλις τώρα κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει, αφού γνωρίζονταν για τα καλά οι δυο τους.
Δεν υπήρχε μυστικό του χωριού που δεν φρόντιζε ο μπάρμπα Νίκος να το ξεφουρνίζει στη διοίκηση. Αλλά και η διοίκηση δεν παρέλειπε να του υπόσχετε ότι, ότι χρειαστεί από αυτούς θα τους βρει στο πλευρό του.
-                      Ναι κύριε ενωμοτάρχη μου εγώ είμαι αλλά μας παιδεύεις μια ώρα. Είπα να μην ανακατευτώ εγώ για μια τόσο απλή υπόθεση. Γράψε εκεί σε ένα χαρτί αυτό που σου πε η κυρά μου να τελειώνουμε. Έχουμε και δουλειές στο χωριό και μας αργείς. Εκτός δηλαδή και δεν μπορείς και θέλεις ν’ απευθυνθώ αλλού, ξέρω ‘γω. Θέλεις να γίνει έτσι;
Και του ‘δωσε τη χαριστική βολή του χαρτογιακά. Άκου εκεί να απευθυνθεί αλλού. Αυτό ήταν καθαρή απειλή. Τι δηλαδή, άχρηστος ήταν ο άνθρωπος. Άλλωστε οι διαταγές από πάνω πάντοτε ήτανε ξεκάθαρες. Οι άνθρωποί τους θα τακτοποιούνται πάντα.
-                      Ναι βρε Νικόλα μου εμείς θα τα χαλάσουμε τώρα. Για πες μου ξανά τι γυρεύεις να γίνει;
Ο μπάρμπα Νίκος, η γριά του και το όρθιο στραβόξυλο ο γιός τους ο Φώτης, πήραν την άγουσα για το χωριό. Στην τσέπη του ο μπάρμπα Νίκος είχε την αναφορά του ενωμοτάρχη και μια υπογραφή στο τέλος φαρδιά πλατιά που σταύρωνε την πρώην νύφη τους αφού ξεκάθαρα διαβεβαίωνε ο εκπρόσωπος του νόμου πως η νύφη το ΄σκασε χωρίς να νοιαστεί για τα παιδιά της κι έδινε προσωρινή διαταγή μέχρι νεωτέρας να αναλάβουν οι παππούδες τη φροντίδα τους.
-                      Τώρα γριά άλλη μια εξυπηρέτηση αν μας κάνουν και στην παιδόπολη, το ζήτημα έχει λήξει.
-                      Δε νομίζω γέροντα και μόνο ότι είναι ορφανό θα το δεχθούν.
-                      Ναι αλλά η μάνα τους ζει και πρέπει να υπογράψει.
-                      Αν τους δείξεις το χαρτί ότι είναι παρατημένα από τη μάνα τους, θα το χάψουν. Άλλωστε δεν είπαμε να μας κρατήσουν και τα δύο. Μόνο το αγόρι, μπας και μάθει καμιά τέχνη , για να μη γκιζεράει τα σοκάκια χωρίς φροντίδα.
Η παιδόπολη ήταν ένα από τα πολλά ορφανοτροφεία που άνοιξε η Βασίλισσα τον καιρό του πολέμου γιατί ήταν πολλά τα παιδιά που μείναν ορφανά. Ήταν όμως κι αυτά έρμαια της γύμνιας που είχε ολάκερη η Ελλάδα στη δημόσια διοίκηση που μια ζωή τα διάφορα τρωκτικά έλυναν και έδεναν. Βρίσκονταν δέκα περίπου χιλιόμετρα από το χωριό, μόλις βγεις από τη Φιλιππιάδα με κατεύθυνση προς Γιάννενα.
Ο στόχος επετεύχθηκε. Κάποιος έβαλε μια μουτζούρα στη θέση του χαρτιού που ορίζονταν για την υπογραφή του κηδεμόνα και στο τέλος της σελίδας με καλογραμμένα γράμματα περιγράφονταν η παρατήρηση να μην επιτρέπετε (κι εδώ μέχρι νεωτέρας) στη μητέρα του παιδιού να το επισκέπτεται, διότι όπως πληροφορηθήκαμε μετά από τη δημόσια ανάγνωση σχετικού εγγράφου της Χωροφυλακής Άρτας η επιμέλεια του παιδιού ορίστηκε στους παππούδες του. Το σενάριο που σκαρφίστηκε ο μπάρμπα Νίκος όχι μόνο καλοσχεδιάστηκε αλλά εφαρμόστηκε με επιτυχία κατά γράμμα. Το αγόρι κλείστηκε στην παιδόπολη και είπαμε όχι τόσο από τσιγκουνιά γιατί δεν είχαν να το θρέψουν, αλλά για να μάθει εκεί μια τέχνη να ζήσει και το κορίτσι στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Άλλωστε όπως καλώς τα υπολόγιζαν, άλλο είναι να έχεις δυο παιδιά και να ΄χεις το νου σου μη βρουν δίοδο επικοινωνίας με τη μάνα τους που σίγουρα στην αρχή θα τα διεκδικήσει κι άλλο μόνο ένα. Αυτό που απόμεινε μόνο ήταν να υποδεχθούνε τη Βασιλική με τόση πειστικότητα ώστε να το πάρει απόφαση μια και καλή πως παιδιά, δεν θα ξαναδεί στα μάτια της. Ώσπου να ΄ρθει εκείνη η στιγμή, από το πρωί μέχρι το βράδυ, δούλευαν για να δηλητηριάσουνε την ψυχούλα του κοριτσιού και να του λερώσουν όσο πιο βίαια μπορούσαν την εικόνα που είχε για τη μανούλα του. Δεν δίστασαν οι αθεόφοβοι να το πείσουν πως η μάνα του είναι μια  κοινή πουτάνα.
Πανούργο το σχέδιο του μπάρμπα Νίκου. Έγιναν όλα όπως τα σχεδίασε. Μερικά μόνο απομεινάρια έπρεπε να φροντίσουν ακόμα κι όλα θα πήγαιναν θαυμάσια. Αυτό όμως που απόμεινε, έμοιαζε να είναι πιο πανούργο αλλά κα πιο ανήθικο απ΄ όσα ήδη έχουν συμβεί. Το να κάνεις μια παράνομη πράξη, όπως ο βίαιος αποχωρισμός μικρών παιδιών από τη μητέρα τους, μπορεί να αποκαλυφθεί και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Το να προσπαθήσεις όμως να στάξεις δηλητήριο σε αγνές και άδολες παιδικές ψυχές είναι ψυχαναγκασμός και τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να το γιατρέψει. Έπρεπε πάση θυσία στη θέση της αγάπης για τη μάνα αυτό το φυσικό θείο χάρισμα, να αντικατασταθεί με  το μίσος. Μόνο τότε και μόνο έτσι θα μπορούσαν τα δυο αρρωστημένα μυαλά, του μπάρμπα Νίκου και της γυναίκας του, να είναι σίγουρα πως τα δυο παιδιά δεν θα τους περάσει ποτέ από το μυαλό να αποζητήσουνε ποτέ την αγκαλιά της. Τα παιδιά ήταν μικρά και φυσικά καμιά προσωπική εικόνα ή ανάμνηση δεν μπορεί να προέρχεται από τον κόσμο των δικό τους αναμνήσεων
-                      Θα κάνεις έτσι όπως σου το λέω.
Τον συμβούλεψε μια γριά από το διπλανό χωριό που άλλο από μάγια και ξεματιάσματα δεν κατείχε. Η γριά όμως κατείχε και μιαν αλήθεια που μόνο ένας πραγματικός γιατρός θα μπορούσε να γνωρίζει. Αυτό που αναφέραμε και πιο πριν ότι τα μικρά παιδιά δεν έχουν λόγω της ηλικίας τους προσωπικές αναμνήσεις. Άρα σημαντική θέση στη ζωή τους θα έχει αυτό που εσείς επανειλημμένα θα τους επαναλαμβάνετε για να τους μείνει. Πανούργα η γριά μαγίστρο αλλά κι ο μπάρμπα Νικόλας που πλήρωσε αδρά αυτή την πληροφορία. Και μέρα με τη μέρα το φαρμάκι έσταζε σταλαγματιά-σταλαγματιά στις παιδικές ψυχές. Μέσα σε μια τέτοια οικογένεια όμως, αν ήταν δυνατόν, πόσα ψήγματα αλήθειας μπορεί να έχει η φήμη που σκόπιμα καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε με αποδέκτες ποιους άλλους, από τα δυο παιδιά; Δυστυχώς μέχρι και σήμερα στα μυαλά του μοναδικού απόγονου αυτής της οικογένειας που έψαχνε να βρει άλλοθι στη βλακεία του, γιατί έπρεπε σώνει και καλά να δικαιολογήσει τη δική του ετυμηγορία για την καταδίκη αυτής της ανυπεράσπιστης ψυχής της Βασιλικής της ίδιας της μάνας του δηλαδή, που είδε κάποια στιγμή τους οβριούς που της είχε πρωτομιλήσει η μάνα της, μπροστά της. Αντί να ψάξει λοιπόν στο βάθος του μυαλού του στο τόσο λίγο που τους χάρισε ο θεός και να αποφανθεί, όχι τότε που δεν είχε εμπειρίες, αλλά αργότερα αφού μεγάλωσε και υποτίθεται πως η ζωή τον έκανε φρονιμότερο και να καταλάβει επιτέλους πως το κουτόχορτο που επίτηδες του έδιναν για τροφή οι διπλανοί του, ήταν μόνο και μόνο για να τον ξεστρατίσουν από τη λογική. Μια λογική που λέει πως μόνο ένας βλάκας θα μπορούσε να πιστέψει πως η Βασιλική είχε εξωσυζυγική σχέση με άτομο του χωριού όταν ακόμα ο άντρας της ο Αριστείδης ζούσε. Αν αυτό ήταν αλήθεια και ακόμα πως ένα τέτοιο γεγονός, είχε περιέλθει σε γνώση της οικογένειας για την οποία μιλάμε, είπαμε τι σόι οικογένεια ήταν, ο φόβος και ο τρόμος του χωριού, πόσες πιθανότητες θα δίνατε εσείς να μην είχε γίνει η Βασιλική αυτό που λέει ο λαός ‘’με τα κρεμμυδάκια’’ Φυσικά καμία. Και αν η αρρώστια του έρμου του Αριστείδη προέκυψε γιατί ο άμοιρος κρύφτηκε, άκουσον-άκουσον άλλο μεγάλο και αστήρικτο παραμύθι κι αυτό, μέσα στο αυλάκι, για να μην τον πιάσουν στα χέρια τους οι εραστές της Βασιλικής και τον σκοτώσουν, κι έτσι κρύωσε και τον γύρισε σε φυματίωση, ε τότε εγώ νομίζω πως το ίδιο βράδυ θα την είχαν εκτελέσει όχι μόνο αυτή αλλά και τους επίδοξους φονιάδες, γιατί τέτοιες βρωμιές ακόμα και σήμερα κανείς δεν τις αφήνει να μένουν χωρίς εκδίκηση και είχαν κάθε μέσον, τρόπο για να το κάνουν ακόμα και την κάλυψη της εξουσίας. Τι στο καλό τα είχαν τα οφίτσια; Για να κάθονται να τρώνε τέτοιες προσβολές; Μόνο ηλίθια μυαλά λοιπόν θέλουν ακόμα και σήμερα να κοιμούνται ακόμα με τέτοιες μυθοπλασίες, γιατί είναι ακόμα ανίκανα να δουν τη μέρα που ανατέλλει. Αυτονόητο είναι φυσικά σε περίπτωση που υποθετικά δεχθούμε τα γεγονότα αυτά ως αληθινά πως δεύτερη μέρα στο σπιτικό τους δεν θα ξημέρωνε η Βασιλική και φυσικά ούτε θα επακολουθούσε το προξενιό, ούτε το χτίσιμο της καλύβας. Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια λοιπόν. Κι έτσι μέχρι και σήμερα ο μεγάλος τιμωρός, ο γιός της δηλαδή, έδωσε έναν όρκο στον εαυτό του που δυστυχώς ποτέ δεν ανακάλεσε. Ο μωρός δεν καταδέχθηκε ποτέ να την αποκαλέσει μάνα, ας όψεται. 
-                      Να φύγεις από εδώ, φώναζε κι αυτό κρυμμένο πίσω από τα φουστάνια της γιαγιάς του. Είσαι μια παλιοπουτάνα.
Ήταν Δευτέρα απογευματάκι όταν διαδραματίστηκε αυτή η σκηνή. Δεν πείραξε κανέναν το γεγονός ότι το σπίτι ήταν απέναντι από τα καφενεία του χωριού. Αντίθετα ήθελαν έτσι να γίνει γνωστό τοις πάση ότι έτσι το αποφάσισαν εδώ πέρα κι έτσι θα γίνει. Η Βασιλική θεώρησε πολύ φυσικό να πάει μόνη της στο σπίτι των πεθερικών της και να πάρει τα παιδιά. Στην πόρτα όμως μπροστά της έμελε να συμβεί η πιο τραγική στιγμή της ζωής της. Η πεθερά της ο πεθερός της κι ο ψηλολέλεκας σπανομαρίας να την υποδέχονται πίσω από την κλειστή πόρτα.
-                      Να πας μωρή πουτάνα να σεργιανίσεις με τον παλιόγυφτο που στεφανώθηκες και τα παιδιά να τα ξεχάσεις. Και μην τολμήσεις και ξαναπατήσεις στην πόρτα μας γιατί η αστυνομία θα σε χώσει φυλακή, βροντοφώναζε ο πρώην πεθερός της.
-                      Κρατάτε με χωριανοί, ουρλιάζει η Βασιλική. Μου κλέψαν τα παιδιά μου.
-                      Ποια παιδιά σου μωρή σκύλα που τα παράτησες νηστικά για να τρέχεις στα Γιάννενα και στα σιργιάνια. Αλλά έννοια σου κι έχουμε χαρτί απ’ τον Ενωμοτάρχη που λέει πως τα εγκατέλειψες, συμπλήρωνε η άλλη η οχιά η Βάβω.
Η βαρύτητα των γεγονότων, αυτών που διαδραματίστηκαν στην πραγματικότητα κι όχι στα μυαλά ανίδεων ανθρώπων, ήταν αλλού. Σίγουρα μετά την κατάληξη με τα δυο θανατικά, όλοι τους είχαν αγριέψει. Χάσανε έναν λεβέντη κι αυτό δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Αλλά ούτε και μπορούσαν να ανεχθούνε μέσα στα πόδια τους, μια κοπελίτσα που δεν έτρεφαν πια για χάρη της κανένα συναίσθημα. Άσε που θα ‘πρεπε τώρα ένεκα των δυο τους εγγονών να τη φορτωθούνε στη σβέρκα και να την ταΐζουνε, χαΐρι μια ζωή. Ότι ακούγονταν από το στόμα της γριάς δεν είχαν στόχο μόνο τη Βασιλική αλλά και τον κάθε παρατρεχάμενο χωριανό για να καταλάβουν πως η υπόθεση είναι καλά δεμένη και να μην τολμήσει κανείς να αμφισβητήσει τις πράξεις τους. Όλα έγιναν σύμφωνα με το νόμο. Μόλις και μετά βίας κατάφεραν τρείς ηλικιωμένες γυναίκες να τραβήξουν παράμερα την οδυρόμενη μάνα και να τη μεταφέρουν με το ζόρι στο κονάκι της. Της έβαλαν βρεγμένες κομπρέσες στο μέτωπο και της έστρωσαν το κρεβάτι να ξαπλώσει. Αφού είδαν πως ήταν στο σπίτι ο άντρας της, καληνύχτισαν και χάθηκαν σαν τις σκιές. Ο κύριος Θανασάκης είχε την απαίτηση να τον ενημερώσει η γυναίκα του στην κατάσταση που ήταν για τα συμβάντα. Φυσικά απάντηση δεν ήταν δυνατόν να πάρει γιαυτό έκρινε σκόπιμο κοπανώντας την ήδη ετοιμόρροπη πόρτα της καλύβας να βγει και να πάει στα καφενεία να μπεκροπιεί.  Η Βασιλική μετά από καμιά ώρα βρήκε το κουράγιο να ανασηκωθεί. Άναψε λίγη φωτίτσα κι έκατσε παράμερα. Έτσι διπλωμένη στα δύο δίπλα από τη φωτιά τη βρήκε το πρωί. Ο κύριος Θανάσης, τύφλα στο μεθύσι, γύρισε κάποια στιγμή και σημασία δεν έδωσε. Έτσι με τα ρούχα όπως ήταν, σωριάστηκε στο κρεβάτι και τον πήρε ο ύπνος. Ο ίσκιος του δεν πέρασε απαρατήρητος από τη γυναίκα του. Μέσα στις τόσες έννοιες που είχε εκείνη τη στιγμή στο κεφάλι της, πρόλαβε να αναθεματίσει την ώρα και τη στιγμή που έφερε αυτόν τον άνθρωπο στο δρόμο της. Από εκείνη τη νύχτα, όχι μόνο τον έβγαλε από την καρδιά της αλλά τον ξερίζωσε τελείως. Πάρτο χαμπάρι Βασιλική, μονολογούσε, αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια για σένα. Ότι είναι να κάνεις, θα το κάνεις μόνη σου από εδώ και μπρός. Κράτα τον μόνο για τα μάτια του κόσμου, γιατί μόνη σου θα σε κατασπαράξουν. Του έψαλε τον επικήδειο εκείνες τις ώρες μέχρι να χαράξει για τα καλά η μέρα και πάρει το δρόμο όπως ήδη είχε αποφασίσει, για τη γέφυρα της Άρτας, όπου ήταν ο σταθμός της χωροφυλακής. Δεν ήταν και πολύ μακριά. Το πολύ μια ώρα δρόμος από τη μέσα μεριά του χωριού. Έτσι έλεγαν αυτό το πέρασμα που ήταν καθαρά ένας αγροτικός δρόμος κι έβγαζε ακριβώς στη γέφυρα.

Υπολόγιζε να μην πάει από τα ξημερώματα για να έχει έρθει εν τω μεταξύ κι ο κύριος Ενωμοτάρχης. Τράβηξε από τη μεριά της εκκλησίας. Προτίμησε αυτή τη μικρή παράκαμψη που μεγάλωνε τη διαδρομή της αλλά το έκανε για να μην χρειαστεί να περάσει μπροστά από το σπίτι των τρισκατάρατων, όπως αποφάσισε να τους αποκαλεί από εδώ και στο εξής. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα που λέει κι ο λαός αλλά τα άλλα τα σκυλιά, αυτά που έχουν ανθρωπόμορφη φτιαξιά, δεν κοιμούνται ποτέ. Μόλις η Βασιλική πέρασε το τελευταίο πηγάδι στο τέλος ακριβώς του χωριού, νάσου και ξεπετιέται μπροστά της ο Φώτης, ο πρώην κουνιάδος της. Αυτός τώρα ξεπετάγεται στο προσκήνιο. Μετά το χαμό του μεγάλου του αδερφού μοιραία μεταλλάσσεται σε καπετάν δερβέναγας της οικογένειας, μιας κι ο πατέρας του όπως και να το κάνουμε κακός ήταν αλλά σε έδερνε μόνο με τα λόγια και τα έργα του, για άλλα δεν ήταν ικανός. Αυτός όμως γεννήθηκε λες μόνο για το κακό κι ευκαιρία εδώ να δείξει τις πρώτες του ανδραγαθίες. Η φύση ήδη τον είχε προικίσει με ότι ήταν απαραίτητο να γίνει ένα σίχαμα του κερατά. Ψηλός κι άχαρος με δυο χέρια σαν κουπιά. Σχεδόν άκολος, με το συμπάθιο, και σπανομαρίας. Το ίσιο του μαλλί, μονίμως του έκρυβε το ένα του μάτι αλλά έφτανε η κακία του να φωσφορίζει με το άλλο που ήταν πιο φανερό.
-                      Μωρέ άσε με να της φάω το λαρύγγι, έλεγε στον πατέρα του το προηγούμενο βράδυ.
-                      Ηρέμησε. Εσύ μόνο θα παραφυλάς που πάει και τι κάνει. Μετά θα δούμε.
-                      Τι θα δούμε, κορδώνονταν μπροστά στον πατέρα του. Άσε με να της ρίξω ένα βρωμόξυλο να με θυμάται μια ζωή
-                      Μη μάθω ότι την ακούμπησες, θα μπλέξουμε άσχημα.
-                      Μα δεν την άκουσες που είπε πως θα πάει στη χωροφυλακή, μωρέ θα της τα κόψω τα πόδια της παλιοπουτάνας. Δε με ξέρετε καλά εμένα. Εγώ απόψε δεν θα κοιμηθώ. Θα παραφυλάω. Να δεις πως το πρωί θα κινήσει για την Άρτα, αλλά δεν θα προφτάσει.
Όντως δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Είτε είχε υπολογίσει τη διαδρομή της Βασιλικής είτε ήταν εκεί και την περίμενε μιας και περάσματα άλλα τότε δεν υπήρχαν, βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος. Κράταγε στα χέρια του ένα καλάμι χρήσιμο εργαλείο για να δείξει την κακία του σε πρώτη φάση. Κραδαίνοντας αυτό στο χέρι, πετάχτηκε μπροστά της ανάμεσα από δυο κυπαρίσσια που ήταν στον όχτο του δρόμου και κάλυπταν τη θέα του από μακριά.
-                      Που πας μωρή καραπουτάνα πρωί-πρωί, και στήθηκε μπροστά στο δρόμο της.
Η Βασιλική σάστισε. Που να γνωρίζει η έρμη ποιες ήταν η προθέσεις του σπανομαρία. Δεν ήταν δα και εύκολο σε τέτοια ερημιά εκείνα τα πέτρινα χρόνια, ούτε καν να σκεφτείς και να πεις ‘’μωρέ δεν κάνει πως με πειράζει, να δεις τι θα πάθει’’ Τότε ο νόμος είχε τους δικούς του νόμους, αυτούς τους άγραφους που σε καταδίκαζαν στο πι και φι άπαξ και τους πήγαινες κόντρα. Και να, μιας κι ο λόγος, η ετυμηγορία του ψηλολέλεκα καταμεσής του δρόμου.
-                      Έτσι και διαβείς αυτή τη γραμμή και ευθείς χαράζει με το καλάμι που κρατούσε μια γραμμή στο χωμάτινο δρόμο, θα σε τελειώσω.
Δεν ξέρω αν η Βασιλική είχε προλάβει να αποφασίσει αν θα παραβιάσει τις διαχωριστικές γραμμές του σπανομαρία, όταν στο δευτερόλεπτο ο τρισκατάρατος, την αρπάζει από τη μέση βίαια, με αποτέλεσμα να  βρεθούν πεσμένοι στο μικρό άνυδρο αυλάκι στο πλάι του δρόμου. Εδώ αυτή την κρίσιμη στιγμή, μπορεί να καταλάβει κανείς ποια είναι η διαφορά του ζώου από τον άνθρωπο. Καλά τους είχε χαρακτηρίσει η κοπέλα από καιρού πως ετούτη η φαμίλια, είναι ανθρωπόμορφα τέρατα. Πέραν των άλλων ενστίκτων του που ήταν πάντα οφθαλμοφανή σε αυτό το τομάρι που το έλεγαν Φώτη, ετούτη τη στιγμή αρχίζει να γίνεται εμφανής και κάτι άλλο πιο ζωώδες και πιο απάνθρωπο, το γενετήσιο ένστικτο. Πρώτη φορά στη ζωή του αυτό το δίμετρο κουφάρι έρχεται τόσο κοντά με αυτό που λένε, άρωμα γυναίκας. Ευθύς μέσα του παραβιάζεται κάθε κανόνας ηθικής, αν και δεν διέθετε και πολλές το άτομο και τη σκυτάλη τώρα στα λογικά του, που κι αυτά πάλη είναι αμφιβόλου αξίας, παίρνει το άγριο ένστικτο του ζευγαρώματος του θηλυκού με το αρσενικό. Η Βασιλική δεν φοβήθηκε ποτέ στη ζωή της περισσότερο από αυτή τη φορά. Εδώ πια δεν απειλείται η σωματική της ακεραιότητα ή η ίδια της η ζωή. Εδώ κινδυνεύει να υποστεί ότι πιο άνανδρο και εξευτελιστικό μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα, τον βιασμό. Το χέρι του άρχισε να γυρεύει τα απόκρυφά της σημεία. Η Βασιλική αντιστέκεται, φωνάζει, προς στιγμήν καταφέρνει να τον απομακρύνει. Η αηδία του όμως και η σιχασιά όσα δευτερόλεπτα βρίσκονταν πολύ κοντά στα μούτρα της κοπέλας έμελε να ήταν η αιτία της σωτηρίας της. Όλη η μπόχα που ανέδιδε αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας έκανε τη Βασιλική να ξεράσει και να λουστεί κατάμουτρα ο σπανομαρίας το αποτέλεσμα. Αμέσως ματαίωσε κάθε κίνηση εναντίον της. Σηκώθηκε σαν δαρμένο σκυλί και σαν κυνηγημένος χάθηκε μέσα στους μπαξέδες. Δεν παρέλειψε όμως παρ΄ ότι προηγήθηκε, να ξεστομίσει την τελευταία του απειλή.
-                      Εμείς οι δυο δεν τελειώσαμε, τ’ ακούς; Κι αν κοτάς προχώρα. Θα πεθάνεις από μένα να το ξέρεις. Εμένα με λένε Φώτη και δεν με ξέρεις καλά.
Ναι ίσως τώρα άρχισε να μαθαίνει πως τα φίδια που τη ζώνανε δεν ήταν ένα αλλά πολλά. Της έμειναν αυτά τα λόγια λες κι ήταν προκήρυξη τρομοκρατικής ομάδας. Για ελάτε στη θέση της; Πώς να μην τα πάρει σοβαρά. Σαν πως είχε και κανέναν ν’ ακουμπήσει; Η επιλογή της να παντρευτεί για να ξεφύγει από τις δαγκάνες του σογιού του πρώην άντρα της αποδείχθηκε το χειρότερο λάθος της ζωής της. Ένας μέθυσος ακαμάτης ήταν το δήθεν στήριγμά της που φορτώθηκε μέσα στις τόσες συμφορές που τη βρήκαν κι εκτός των άλλων ήταν και υποχρεωμένη ως γυναίκα του Καίσαρα, όχι μόνο να δείχνει αλλά και να είναι τίμια. Γιαυτό κι ο άγγελος που της έστειλε ο καλός Θεός, να τη βρει εκεί που ήταν αποκαμωμένη στον όχτο την ώρα που μάζευε τα συντρίμμια της, μάλλον θα ήταν άγγελος χωρίς φτερά.
Ο άντρας που πλησίαζε από το βάθος του δρόμου, δεν ήταν άγνωστος. Ήταν κάτοικος του χωριού, γόνος πλούσιας οικογένειας κι ομορφόπαιδο. Με το σύνηθες μεταφορικό μέσο της εποχής εκείνης, το ποδήλατο, πλησίαζε σιγά-σιγά αλλά μόλις αντίκρισε τη Βασιλική σ΄αυτό το χάλι, κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Παρ΄ ότι ξαφνιάστηκε από το θέαμα, πέταξε το ποδήλατο καταμεσής του δρόμου και βρέθηκε δίπλα στο κορίτσι το οποίο ούτε που καταλάβανε εκείνη τη στιγμή που βρισκόταν και τι της γίνονταν. Τη βοήθησε να καθίσει καλύτερα και την πήρε αγκαλιά για να την ηρεμήσει. Εκείνη έτρεμε σαν το πουλάκι. Ένα ρίγος είχε κυριεύσει το κορμί της κι έτρεμε ολάκαιρη. Ο λυγμός που δυσκόλευε την αναπνοή της δεν έλεγε να σταματήσει.
-                      Βασιλική τι έγινε, τι σου συναίβει; Τη ρώτησε αλλά όπως ήταν φυσικό που να πάρει απάντηση.
Έκανε ότι μπορούσε για να τη βοηθήσει να συνέλθει, αλλά ήταν αδύνατον να την κάνει να σταθεί στα πόδια της, που είχαν ακόμα την τρεμούλα που από ώρα την είχε κυριεύσει.
-                      Καλά μη μου λες τι έγινε αλλά προσπάθησε να σηκωθείς και να σε βοηθήσω να γυρίσεις σπίτι σου.
Η Βασιλική δεν μπορούσε να του απαντήσει με λόγια άλλα έκανε κάθε μορφασμό για να τον πείσει πως αυτό που της προτείνει είναι αδύνατον να δεχθεί να συμβεί. Δεν είναι τρομερό; Μέσα σ΄αυτή τη συμφορά που βίωνε η κοπέλα έπρεπε να σκεφτεί και τη θεωρεία για τη γυναίκα του Καίσαρα; Μα και βέβαια. Πως ήταν δυνατόν η Βασιλική να διασχίσει σχεδόν ολόκληρο το χωριό υποβασταζόμενη από το συγκεκριμένο άτομο και να περάσει από το σύνολο των καφενείων, που τέτοια ώρα δέχονταν τους πρώτους ακαμάτηδες χωρικούς. Είναι αδιανόητο αλλά και αυτονόητο ότι δεν έπρεπε κάτι τέτοιο να γίνει. Ο Αριστείδης, έτσι το έλεγαν το παλληκάρι, έχοντας γνώση κι αυτός την ηλίθια νοοτροπία του χωριού, μπήκε αμέσως στο πνεύμα. Της εξήγησε στα γρήγορα το σχέδιο που είχε ήδη σκεφθεί, και η Βασιλική έδειξε να το αποδέχεται κι άρχισε η εφαρμογή του.

Στην αρχή θα τη μετέφερε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο μέσα στο χωράφι δίπλα από ένα χάλασμα για να μην είναι ορατή από τυχών περαστικούς. Ο ίδιος θα γυρνούσε σπίτι του, για να επιστρέψει με ένα μικρό τρακτέρ που είχε καρότσα κι έτσι μ΄αυτό χωρίς να τους δουν, θα πλησίαζε τον πίσω μπαξέ, που είχε πρόσβαση με το σπίτι της. Έτσι κι έγινε. Ο Δούρειος ίππος ξεγλίστρησε σιγά-σιγά και πέρασε απ΄ όλα τ’ αδιάκριτα μάτια των χωριανών που αλλοίμονο και στους δυο τους αν κάτι πρόδιδε το τι δουλειά έχει ο Αριστείδης με το τρακτέρ πρωί-πρωί και μάλιστα προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό το μυστικό πέρασμα, από τον πίσω μπαξέ δηλαδή που ήταν μάλιστα και ιδιοκτησία του τρισκατάρατου του Φώτη, έμελε να γίνει το πέρασμα που θα αντάμωνε στο εξής αυτές τις δυο ψυχές. Θα ήταν αδιανόητο κάτω από τέτοιες συνθήκες να μην φρόντιζε η μοίρα να στήσει ένα άλλο γαϊτανάκι και να περιπλέξει με τις κορδέλες του έναν καινούργιο έρωτα. Τι στο καλό, δεν είπε κανείς πως η μοίρα μας, δουλειά της είναι να στήνει μονάχα συμφορές. Της το χρώσταγε άλλωστε το χαμόγελο της Βασιλικούλας. Δέκα χρόνια σχεδόν την είχε στο κατόπι. Νισάφι πια. Πάνω που πήγαινε ν’ αποκάμει απέκτησε ξανά δικαίωμα στο όνειρο. Οι άλλοι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας βέβαια δεν της παραχώρησαν ποτέ αυτό το δικαίωμα. Την ήθελαν καταδικασμένη και υποταγμένη, χωρίς ελεύθερη βούληση. Να ζει χωρίς χαρά και να τη βλέπουν να μαραζώνει, πεντακόσια μέτρα μακριά από το παιδί της, την κόρη της, που δεν τη φώναξε ποτέ μάνα. Να κλαίει και να οδύρεται δίπλα από τον μαντρότοιχο της παιδόπολης στη Φιλιππιάδα, αφού η απαγόρευση εισόδου σύμφωνα με το έγγραφο του ενωμοτάρχη δεν καταργήθηκε ποτέ κι αυτό το ‘’μέχρι νεωτέρας’’ ίσχυε μέχρι που το παιδί ξεσκόλισε στα δεκαοκτώ του. Θα το ‘θελαν πολύ να μυξοκλαίει καθημερινά στην πόρτα και να ισχυρίζεται πως όσα της καταμαρτυρούν δεν είναι αλήθεια. Δεν τους έκανε λοιπόν το χατίρι. Αποφάσισε να ζήσει και το έκανε σε πείσμα όλων.
Σε πείσμα του γιού της του Αναστάση, που ως άλλος αδέκαστος κριτής, έκανε όρκο ζωής να μην την αναφέρει ποτέ με τη λέξη μάνα. Που ισχυρίζεται ακόμα και σήμερα πως μια μάνα σχίζει βουνά για τα παιδιά της. Θεωρητικά μπορεί να έχει δίκαιο. Εξήντα πέντε χρόνια μετά δεν πήρε ακόμα χαμπάρι πως κάτω από τέτοιες συνθήκες η μάχη με τον αντίπαλο ήταν άνιση;
Σε πείσμα της κόρης της Θεοδώρας που κάθε φορά που την συναντούσε τυχαία, την είχαν δασκαλεμένη να τη φτύνει επιδεικτικά.
Σε πείσμα του άντρα της του Θανασάκη, που ο αναθεματισμένος σαν να ορκίστηκε να την εκδικηθεί κι αυτός με τη σειρά του, αφού δεν νοιάστηκε για τίποτα  και δεν εισέφερε ποτέ μα ποτέ σ’ αυτό που λένε οικογένεια, ούτε μια δραχμή και δεν είναι αυτό σχήμα λόγου. Το αντίθετο μάλιστα, την καταχρέωνε κι έτρεχε η δόλια να τα ξεπληρώσει και να τα φέρει βόλτα στη ζωή αφού είχε αποκτήσει άλλα δυο παιδιά.
Σε πείσμα τέλος αυτής της μικρής κοινωνίας του χωριού ή της μικρής σφηκοφωλιάς θα έλεγα που ενδόμυχα θα επιθυμούσαν να τη δουν να σέρνεται για να ικανοποιήσουν την αφάνταστη κακία τους που ανεξήγητα πως, φωλιάζει πολλές φορές στις καρδιές των ανθρώπων.
Σε πείσμα λοιπόν όλων αυτών, πήρε μια μέρα την απόφαση κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, ακόμα και στον καινούργιο μεγάλο της έρωτα, παρ΄ ότι μέσα απ΄αυτόν γεννήθηκε (εκτός γάμου) ένα παιδί και χτίστηκαν γι΄ αυτό και για τη σχέση τους, όνειρα κι ελπίδες. Ακόμα κι αυτό άρχισε με τον καιρό να τη βαραίνει. Γιαυτό μια μέρα πήρε την μεγάλη απόφαση, να φύγει πέρα μακριά από όλα αυτά. Το 1964 με μια χούφτα από το βιός της βρέθηκε για να ζήσει στην πρωτεύουσα, φτωχά μεν, αλλά με αξιοπρέπεια. Μια αξιοπρέπεια που έκανε αρκετούς να της βγάζουν το καπέλο για το κουράγιο της να τα καταφέρει να ζήσει την οικογένειά της παρ’ ότι αγκάθι στο κάθε της βήμα ήταν, πως έπρεπε για τα μάτια του κόσμου να ζει με έναν ‘’σύζυγο’’ μέθυσο και ανεπρόκοπο τον οποίο συμμάζεψε κοντά της από τους δρόμους της Αθήνας που τριγυρνούσε τα δυο τελευταία χρόνια, εξαφανισμένος από το σπίτι του. Και το έκανε αυτό για να μη δώσει λαβή στις φαρμακερές τις γλώσσες και πουν,  ποιος ξέρει που να γκιζεράει τώρα στην Αθήνα.
Και τα κατάφερε.

ΥΓ     Σημείωση Συντάκτη
Υπάρχει ένα προβληματάκι με τις ημερομηνίες, που θα δώσουν το έναυσμα στους γνωστούς κακοθελητές να πουν ‘’τα βλέπετε, είναι όλα ψέματα’’ Ψέματα δεν είναι τίποτα. Με μπερδεύουν λίγο οι ημερομηνίες αλλά σε τίποτα δεν χαλάει την αλήθεια.
Κι όσο για τη γνωστή καραμελίτσα που βόλευε ορισμένους να εκφράζουν την κακία τους λέγοντας ‘’Α εδώ είναι χωριό και τα λένε αλλιώς’’ έχω να τους πω πως σ’ αυτό το κολοχώρι ποτέ δεν άνθισε ο λόγος της αγάπης, γιαυτό και σήμερα ακόμη παραμένει ένα χωριό φάντασμα χωρίς ψυχή χωρίς ζωή κι ας κατοικείται.




Αφιερωμένο στη μνήμη της μανούλας μου.

Μαντζούρης Κωνσταντίνος
20 Μαϊου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: