ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

26/2/10

Ένα παιδί που δεν περίμενε κανείς τον ερχομό του

Ένα παιδί που δεν περίμενε κανείς τον ερχομό του


Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Το μόνο παιδί που σαν το  ξεγέννησε η μια και μοναδική μαμή του χωριού, αντί για ευχές, μουρμούρισε κάτι μισόλογα και εξαφανίστηκε. Ο λόγος γνωστός. Πώς να δώσει τις ευχές της  σ’ αυτά τα γεννητούρια μια πρώην πεθερά που διαλαλούσε προς κάθε κατεύθυνση εννιά μήνες τώρα πως ετουτο το παιδί είναι ένα νόθο. Ας όψεται το τιμημένο όνομα της οικογένειας της που την ανάγκασε εν τέλει να συνάψει μια μυστική συμφωνία με την κυοφορούσα, να σταματήσει η διαπόμπευση εδώ και να παραβρεθεί στη γέννα για να μη γίνουν βούκινο στο χωριό. Ποιο χωριό. Σιγά που δεν τα ήξερα τα μαντάτα. Όλοι ήξεραν πως ο μπάρμπα Βλάσης είχε χάσει από καιρό το δρόμο προς το κρεβάτι. Το διαλαλούσε άλλωστε από μόνος του στα καφενεία, όταν μπεκρούλιαζε με ούζο. Κι επειδή στο χωριό δεν θέλουν και πολύ για να σε βγάλουν στο κλαρί, έκαναν ότι μπορούσαν για να σπείρουν το σπόρο της αμφιβολίας στο μυαλό αυτού του παραπαίοντος ανθρωπάκου και να καταφέρουν το πλήγμα τους έτσι για να έχουνε κάτι να συζητάνε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο καφενείο, μιας και ακόμα δεν είχε εφευρεθεί η τηλεόραση.
-          Σου μοιάζει το μωρό μωρέ Βλάση; του έλεγαν.
Η ερώτηση φυσικά στημένη, γιατί υπήρχε έτοιμη η απάντηση. Βέλη φαρμακερά τα λόγια τους. Χτυπήματα χωρίς οίκτο στο πρόσωπο του μπάρμπα Βλάση που το Hi score του IQ του με το ζόρι ξεπερνούσε το μηδέν. Η πρώτη νίκη που κατήγαγαν οι καφενόβιοι ήταν να τον πείσουν να μη πάει στην κοινότητα για να δηλώσει το παιδί. Ο γραμματέας της κοινότητας ως εντολοδόχος του Προέδρου έλεγε και ξανάλεγε για την εκκρεμότητα που είχε με τα βιβλία. Μερικές φορές μάλιστα έδινε εντολή  να τον κεράσουν κάνα δυο ουζάκια κι άμα με το καλό τα έπινε να πεταζόντουσαν για λίγο στο γραφείο να βάλει μια υπογραφή. Η αντίσταση του κάμφθηκε πέντε μήνες μετά. Συνετέλεσε σ’ αυτό και το καλόπιασμα του ίδιου του προέδρου που του διαμηνούσε κρυφά, πως είναι ντροπή να μένει η υπόθεση έτσι. Άλλωστε έχει και ευθύνες σύμφωνα με το νόμο εάν εξακολουθήσει να αρνείται.
-          Άσε με σου λέω άσεμε, δεν ξέρεις εσύ τι περνάω, του έλεγε, σε κάποιες τυχαίες δήθεν  συναντήσεις πέρα στα χωράφια όπου έκανε που και που κάνα μεροκάματο, όταν το ούζο του επέτρεπε να σταθεί για λίγο στα πόδια του.
Που νάξερε όμως ο φουκαράς ότι τα πάντα ήξερε ο άνθρωπος. Μέχρι και τον πραγματικό πατέρα του παιδιού ήξερε. Γιατί να το αποκαλύψει όμως. Εδώ έχουμε το τέλειο θύμα. Τον πείθουμε πως το παιδί είναι δικό του, τον φοβίζουμε μιας και η αστυνομία τότε ήταν καθοδηγούμενη από το κάθε τσιράκι του χωριού που πουλούσε την εθνικοφροσύνη του με αντάλλαγμα, της κάλυψης κάθε ανομίας (Ο μπάρμπα Βλάσης τα ήξερε αυτά και γιαυτό  λιγοψυχούσε.) και επιστρέφουμε στην κοινωνία του χωριού άσπιλοι κι αμόλυντοι.
-          Νάτος υπέγραψε, έλεγε ο Κύριος Πρόεδρος στο καφενείο. Μωρέ δεν υπέγραφε άμα δεν ήταν σίγουρος. Ξέρεις τι γύφτικο μουλάρι είναι αυτός, αγύριστο κεφάλι.
Το παν για τον Κύριο πρόεδρο ήταν να έχει μια σοβαροφανή δικαιολογία. Οι περισσότεροι γνώριζαν την αλήθεια. Ξέφευγαν τέτοιες υποθέσεις από τους πρωτοπρεσβύτερους του χωριού; Αυτοί κι όταν υπήρχαν ψήγματα υποψίας για κάποια προσωπική υπόθεση κάποιου συγχωριανού τους η μυθοπλασίες έδιναν και έπαιρναν. Έχει χάρη που έτυχε ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης να είναι το δεξί χέρι της εξουσίας γιαυτό αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω. Όλοι κρυφογελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους αλλά κράτησαν καλά και για χρόνια το μυστικό πως ο Κύριος Πρόεδρος είναι ο μπαμπάς του μωρού.
Έτσι αποδίδονταν η τάξη εκείνον τον καιρό. Ούτε άναρχες κραυγές, ούτε κλείσιμο σπιτιών. Όλοι προστατεύτηκαν δεόντως. Τα άλλα παιδιά του προέδρου δυο αγόρια και δυο κορίτσια, έβγαιναν στο δρόμο αξιοπρεπείς ως γόνοι του ευκατάστατου μπαμπά τους. Η πέτρα του σκανδάλου πήρε άφεση αμαρτιών αφού το νεογέννητο πήρε το όνομα του συζύγου της. Ο έρμος ο κεραστών βολεύτηκε από τα λίγα μεροκάματα που του έδινε ο Κύριος Πρόεδρος κι ακόμα καλύτερα βολεύτηκε όταν διαπίστωσε πως κάθε που του γύρευε δανικά τα έπαιρνε κι ας καταγράφονταν μονίμως στις παγωμένες πιστώσεις. Τα πρώην πεθερικά της μαμάς, δεν είχαν το θάρρος να πάνε κόντρα στην εξουσία, ροκάνιζαν απλά το χρόνο κι ετοίμαζαν την εκδίκησή τους σιγά-σιγά. Μόνο το μωρό έμελε να πληρώσει από την αρχή της ζωής του για τα λάθη αλλονών.
Δεν φτάνει το κακό που έπαθε αυτή η έρμη η γυναίκα που πίστεψε σε έρωτες και βρέθηκε με ένα μωρό στην αγκαλιά, ανήμπορη ψυχικά και οικονομικά να αντεπεξέλθει, βομβαρδίζονταν και με ένα σωρό υποσχέσεις του παράνομου συντρόφου της, πως τα πράγματα θα φτιάξουν. Κάνε υπομονή, της έλεγε, μια μέρα θα ζήσουμε μαζί. Εισέπραττε έτσι παράταση από το να εισπράξει τα παπούτσια του στο χέρι και συνέχιζε να απολαμβάνει τους καρπούς του ερωτά του. Έλα όμως που μέρος αυτών των καρπών ήταν και η γέννηση ενός παιδιού που μεγάλωνε και άρχισε σιγά σιγά να αντιλαμβάνεται τι γίνονταν, όταν κρυφά από τα πίσω χωράφια έρχονταν στη μικρή καλύβα με τη δικαιολογία «ήρθε ο θείος να μας δει» Αυτός ο θείος «ερχόταν να μας δει» πολλές φορές, έτσι ξεδιάντροπα, χωρίς ειδικές προφυλάξεις μπροστά στα μάτια ενός παιδιού που κατάγραφε στη μνήμη του σαν βιντεοκάμερα όλα τα συμβάντα. Ερχόταν τότε στα χρόνια του χωριού. Έρχονταν κι όταν μετακόμισε η μάνα με τα δυο παιδιά της στη πόλη, μήπως κι απαγκιστρωθεί απ αυτή την θηλεία που τις τύλιγε το λαιμό. Μέχρι και στην Αθήνα έκανε τις περασάντζες του Αυτή τη φορά με την πιστοποίηση της καλής του ότι το παιδί τα ξέρει όλα. Αποκορύφωμα αυτού του παράλογου θεάτρου ήταν η επίσκεψή του στο Σουφλί που υπηρετούσε τη θητεία του ο Κωνσταντίνος.
- Ήρθα εκδρομή με κάτι άλλους, είπε στο παιδί, κι έμαθα πως υπηρετείς φαντάρος εδώ. Να πάρε και αυτό το μικρό χαρτζιλίκι για να με θυμάσαι» τι θέατρο θεέ μου. Αυτά τα χρήματα ήταν και η μόνη συνδρομή προς τον «γιο του» που ποτέ δεν πρόφερε ούτε το όνομα του αλλά κι ο γιος ποτέ δεν είπε σε αυτόν τη λέξη μπαμπά.
Ποιος είπε πως έπρεπε να έρθουν οι Αλβανοί για να ανακαλύψουμε στην Ελλάδα την έννοια του ρατσισμού. Αυτός προϋπήρχε από τον καιρό που ανακαλύφθηκαν οι λάσπες που λέει κι ο λαός μας. Οι πόρτες της γειτονιάς δεν άνοιγαν όλες για να περάσει το νεοφώτιστο μέλος της μικρής κοινωνίας του χωριού.  Ο Κωνσταντίνος (έτσι το βάφτισαν το μικρό) μεγάλωσε κι άρχισε να αναζητά τις πρώτες του παρέες για παιχνίδι. Τότε τουλάχιστον δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να παίζει μόνος του. Δεν καταλάβαινε ακόμα τι σύμπτωση ήταν αυτή αυτή που μόλις συναντούσε κάποια άλλη παρέα από παιδιά συνέπεπτε να είναι η ώρα που έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι τους. Ευτυχώς που η φαντασία του μικρού δούλευε σε υψηλές ταχύτητες και όλο κάτι σκαρφίζονταν για να κατασκευάσει εφημερα παιχνίδια. Η μεγάλη του ανακάλυψη ήταν που κατάφερε να φτιάξει με κομμάτια από σανίδες που μάζεψε από το μεγάλο αυλάκι που περνούσε μπροστά από το σπίτι του όταν το νερό με φόρα έτρεχε να ξεδιψάσει τη γη για να γεννοβολήσει μετά τους καρπούς της, Ένα πατίνι. Σαν κι αυτό που είδε να παίζει ο γιος του Μπακάλη ο Κωστής. Τι ωραίο που ήταν. Με τις σημαιούλες του με τις ροδίτσες του και το μικρό κουδουνάκι για να ειδοποιεί τον κόσμο, κάντε όλοι στην άκρη, έρχεται ο Κωστής. Να ένα τέτοιο ήθελε να φτιάξει κι ο Κωνσταντίνος. Κατάφερε να βρει και κάτι παλιοσίδερα χρήσιμα για την κατασκευή και να που σε λίγο καιρό ήταν έτοιμο, ή μάλλον σχεδόν έτοιμο. Έλειπε ακόμα το κουδουνάκι και οι δυο του ρόδες. Με το κουδούνι κάτι έγινε. Πίσω από το σπίτι ενός γείτονα ξεκουράζονταν εκεί ένα παλιό ποδήλατο. Κανείς δεν νοιάζονταν να το φροντίσει. Έστεκε εκεί καρτερικά και περίμενε τη μοίρα του. Μια μέρα λοιπόν που όλοι έλλειπαν στα χωράφια, μπήκε στην πίσω αυλή του σπιτιού και να που σε λίγο το κουδουνάκι του ποδηλάτου, στόλιζε το μικρό του πατίνι. Για ροδίτσες όμως δεν γίνονταν να βρεθούν όσο κι αν έψαχνε. Γίνεται να κάνεις πατίνι χωρίς ρόδες, δεν γίνεται. Κι όμως πενία τέχνας κατεργάζεται. Σχεδόν κάθε μέρα λόγο πιο κάτω από το σπίτι του πηγαίνοντας προς τα χωράφια, ένας γαϊδαράκος ήταν μόνιμα εκεί κι έβοσκε αργόσχολα. Η αποστολή του έπρεπε να είχε λήξη και τα αφεντικά του δεν τον χρειαζόντουσαν άλλο. Τον χρειάζονταν όμως ο μικρός εφευρέτης. Όταν ήθελε να παίξει ξέλυνε τον γαϊδαράκο και με το σχοινί έδενε το μικρό του πατίνι. Χούγιαζε μετά προς το ζωντανό όσο πιο άγρια μπορούσε με την παιδική του φωνή και το πατινάκι του γλιστρούσε απαλά πάνω στη χορταριασμένη γη έτσι χωρίς ρόδες.
Ανέμελα κι ευτυχισμένα χρόνια. Το πιο ευχάριστο κομμάτι από τη ζωή του μικρού. Τα υπόλοιπα μέρη του πάζλ από τη ζωή του κάθε κομμάτι που συμπληρώνονταν είχε και πιο σκούρα χρώματα. Ο έρμος ο σύζυγος είτε εκ πεποιθήσεως ή από καθαρή χαζομάρα, αποφάσισε να εκδικηθεί τη γυναίκα του με μια τιμωρία αργή και βασανιστική. Και τι σοφίστηκε; Έκοψε σιγά-σιγά την υποχρέωση που έχει ο κάθε νοικοκύρης να δουλεύει μέχρι που έγινε ένας κλασικός άνεργος ή τεμπέλης αν θέλετε να τον πούμε κι έτσι. Η φτώχεια στο μικρό καλύβι έγινε φτώχεια εις το τετράγωνο. Η ζαχαρότριψα άρχισε να αποτελεί το κύριο μενού στο μεσημεριανό φαγητό. Ο καραμελάς που έρχονταν τις Κυριακές με το καρότσι του και γαργαλούσε τα θέλω των παιδιών, δεν εισέπραξε ποτέ ούτε δεκάρα από τον μικρό Κωνσταντίνο. Κάθε φορά που η μάνα του πήγαινε στην πόλη για ψώνια στην επιστροφή της μονίμως ενημέρωνε το παιδί πως πέθανε ο καραμελάς και δεν γίνονταν να του φέρει καλούδια. Ο καραμελάς πέθανε, κι ο απατημένος σύζυγος έφυγε για την Αθήνα τάχα μου για να δουλέψει. Φαίνετε όμως ότι κι εκεί πρέπει να είχαν πεθάνει πολλά αφεντικά γιατί δεν κατάφερε να βρει δουλειά και φυτοζωούσε από εδώ κι από εκεί. Το κακό ήταν πως είχε φτιαχτεί στο κεφαλάκι του μικρού ένα σενάριο που ποτέ δεν ευόδωσε να πραγματοποιηθεί. Περίμενε ο Κωνσταντίνος τη μέρα που θα έρθει ο ταχυδρόμος και θα φωνάξει στο καφενείο το όνομα του και να αποθέτει στο τραπέζι ένα μεγάλο δέμα που θα ήταν δώρο από την Αθήνα.
Όνειρο ήταν όμως κι όπως πάντα συμβαίνει από το όνειρο ξυπνάς. Όταν άρχισε να ξυπνά ο μικρός τον βρήκε η μοίρα του να δουλεύει γκαρσονάκι σε μια μικρή ταβέρνα στην Αθήνα πίσω από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην οδό Καλλιρρόης. Τέλειωνε το δημοτικό εκείνη τη χρονιά και η ανάγκη για την επιβίωση έπρεπε να συνυπάρξει δουλειά και  σχολείο δηλαδή. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Την επαφή με το μεροκάματο την πρωτογνώρισε ο Κωνσταντίνος και πριν έρθει στην Αθήνα. Κράτησε όμως ένα φεγγάρι γιαυτό την πέρασε στα ψιλά. Ακόμα και τα κάλαντα των Χριστουγέννων που έλεγε στα λεωφορεία από τα μεσάνυχτα, τα έσοδα ήταν για την κάλυψη του οικογενειακού ελλείμματος. Λυπόταν πολύ που στην Αθήνα δεν συνηθίζεται να λένε κάλαντα και το Πάσχα, τι κρίμα. Ισως κατάφερνε να εξασφαλίσει και το αρνί. Κατά το μεσημέρι λοιπόν μετά από ένα πεντάωρο ανεβοκατεβάσματος στα λεωφορεία γινόταν ο λογιστικός έλεγχος και γραμμή για τον Χασάπη, μετά στον μανάβη κι αν περίσσευε κάτι πήγαινε για την αποπληρωμή του χρέους στον μπακάλη. Την ανησυχούσε πολύ τη μάνα του αυτό το χρέος στον μπακάλη. Ολοένα και αυξάνονταν το έρμο και ποτέ δεν λιγόστευε. Σαν δεν έφτανε αυτή η ανημποριά της προστέθηκε στο σπίτι της και η καινούργια κακιά συνήθεια του αντρός της. Πήγαινε που λέτε και δανείζονταν χρήματα από τους γνωστούς της γειτονιάς κι η δόλια για να μη γίνει ρεζίλι ξοφλούσε τα χρέη του. Κι όσο αυτός διαπίστωνε πως οι συναλλαγές του καλύπτονταν ξεκινούσε ξανά το ίδιο το βιολί. Η εφεύρεση αυτή κράτησε χρόνια, κι έτσι δεν ήταν ανάγκη να πεθάνουν οι καραμελάδες για να στερηθεί ο Κωνσταντίνος τα απαραίτητα καλούδια. Τους κάθε λογής «καραμελάδες» τους είχε ξεγράψει πια από μόνος του. Ευτυχώς που η χούντα αποφάσισε τη δωρεάν διανομή των σχολικών βιβλίων κι έτσι δεν χρειάστηκε ο μικρός να ξαναφάει ξύλο γιατί γκρίνιαζε μέχρι πρωίας για να του αγοράσουν τουλάχιστον το βιβλίο των μαθηματικών.
Από τα δεκαεπτά του χρόνια και μετά τα πράγματα τουλάχιστον στα οικονομικά εξομαλύνονται αφού είναι πια ένας εργαζόμενος πολίτης και μάλιστα από νωρίς ξεκίνησε να μαζεύει τα πρώτα ένσημα του ΙΚΑ. Όμως προέκυψαν καινούργια βασανάκια που ταλάνιζαν την κλονισμένη ψυχή του μικρού. Το προσωπικό του δράμα που όπως προείπαμε το γνώριζαν κι οι πέτρες αλλά είπαμε « ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι»  παίρνει καινούργια μορφή έκφρασης. Αυτό άρχισε να το αντιλαμβάνεται σιγά-σιγά όταν ακόμα κι από τα ίδια του τα αδέλφια διαπίστωνε μια αποστροφή προς το άτομο του. Δεν ήταν ο αγαπημένος αδελφός, ούτε ο ξάδελφος ούτε ο θείος αργότερα. Ανάμεσα στις σχέσεις σχεδόν με όλους τους συγκενείς υπήρχε ένας πάγος. Ένα ναι μεν αλλά παραμόνευε στις συναναστροφές του. Πόσο του έλειπε του παιδιού η απλόχερη αγάπη. Ένας κόμπος η χαρά του σε κάθε συνεύρεση με σόι. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ, σκέπτονταν. Μήπως όμως κάτι ανάλογο να περνούσε κι από τη σκέψη των άλλων; Κάτι τέτοια κλωθογύρισαν στους συλλογισμούς του ώσπου δεν άντεξε και κατέληξε μια μέρα στα σαλόνια των γιατρών……………..

Λυπάμαι αλλά η αφήγηση πρέπει να σταματήσει εδώ. Ότι διαβάσατε είναι μια περίληψη από το πρώτο μου βιβλίο που ετοιμάζεται.
Τούτες τις γραμμές τις αφιερώνω στη Σούλα και στην Σπυριδούλα. Να είναι καλά.
Φεβρουάριος του  2010


Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το Κείμενο είναι νομικά κατωχειρομένο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: