ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

2/3/10

Το τρένο της ζωής μου έχει μόνο δυο σταθμούς

Σημείωση:
Με το κείμενο αυτό, όπως και τα δυο προηγούμενα κάνω μια προσπάθεια να «σπουδάσω» το είδος της νουβέλας.
Τα κείμενα αυτά είναι λίγο μεγαλούτσικα. Μπορεί να κυμαίνονται μεταξύ 4-10 σελίδων Α4 γι’ αυτό ο αναγνώστης που θα το επιλέξει για ανάγνωση πρέπει να αφιερώσει λίγο παραπάνω χρόνο.
  

Το τρένο της ζωής μου έχει μόνο δυο σταθμούς

Το ραντεβού μας ήταν στο Σύνταγμα. Δίπλα μου απλώνονταν η θέα της πλατείας κι εγώ περιεργαζόμουν τους μετανάστες που ήταν αρκετοί διάσπαρτοι στο χώρο ακίνητοι σχεδόν σαν να τους τοποθέτησε απολάμβαναν τον Ελληνικό χειμώνα που σου επιτρέπει Δεκέμβρη μήνα να λιάζεζε στην ύπαιθρο. Είναι κι αυτό μια απολαβή από την καινούργια πατρίδα που ήρθαν να τρυπώσουν σαν τα σπουργίτια που πάντα ανήσυχα και φοβισμένα ψάχνουν διέξοδο για να κρυφτούν.
Έφτασα στο ραντεβού μάλλον νωρίς. Δεν το περίμενα πως σήμερα τα μέσα συγκοινωνίας θα λειτουργούσαν άψογα και σε χρόνο μηδέν θα έφτανα στον προορισμό μου. Το θεώρησα σαν συνομωσία της μοίρας που έπαιζε σήμερα με το άγχος μου που είχα απ’ το πρωί, ποιο πρωί, από το βράδυ πες καλύτερα που έπεσα να κοιμηθώ.
-          Αύριο στις επτά πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθούμε. Κατά τις επτά ένταξη;
Αυτό μου το είπε την τελευταία στιγμή. Την ώρα του αποχαιρετισμού, έξω από το σπίτι μου. Το τελευταίο του φιλί είχε κιόλας στεγνώσει στα χείλι μου και άρχισα σιγά σιγά να συνειδητοποιώ γιατί αυτό το «οπωσδήποτε» στα λόγια του Άγη. Ήξερα καλά πως πάντα ισχύει μια συμφωνημένη εκδοχή πως αν λόγω των  πολλαπλών υποχρεώσεων του στο Πανεπιστήμιο, το οποιοδήποτε ραντεβού μπορούσε να αναβληθεί χωρίς παρεξήγηση. Χθες το βράδυ όμως μου είπε «οπωσδήποτε». Δεν τι συνήθιζε ποτέ αυτή τη φράση γιατί όντας μονίμως αγχωμένος με τα μαθήματα της ιατρικής σχολής, με τα πολύωρα εργαστήρια, το διάβασμα, όλα για τον Άγη ήταν ρευστά. Τα πάντα ρεί έλεγε συχνά όταν αναφέρονταν στην παρέα για τις υποχρεώσεις του και συχνά πυκνά το πειραχτήρι της ομήγυρης η Τζένη, του απαντούσε «Τα πάντα ρεί μα θα το χάσεις το παιδί.
Το παιδί ήμουν εγώ. Δεν είχε περάσει και πολλής καιρός που το σχολείο αποτελούσε πια για μένα μια ευχάριστη ανάμνηση. Η καρδιά μου ακόμα λαβωμένη από τον αναγκαστικό αποχαιρετισμό όχι μόνο των φίλων μου αλλά και της πρώτης μου μεγάλης αγάπης που πέρασε σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας και πήρε μαζί του για να θυμάται (θα θυμάται άραγε;) τα όνειρα και την ψυχούλα μιας άδολης καρδιάς της δικής μου.
Τότε ο έρωτας ήταν αγνός, ανιδιοτελής. Δεν καθορίζονταν από πρέπει. Δεν είχε σχεδιασμούς (ίσως και γιαυτό να μην είχε αύριο). Αγαπούσες αυτό που έβλεπες μπροστά σου, τα μεγάλα του μάτια, τα χείλη του τον τρόπο που σου έλεγε θα σ’ αγαπώ για πάντα. Δεν είχαμε βλέπεις ανακαλύψει πως το για πάντα δεν είναι μια αιωνιότητα. Είναι απλά κάποιες στιγμές που σημαδεύουν την καρδούλα σου και τις θυμάσαι εσύ μόνη σου για πάντα. Δεν καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο είναι για ένα αγόρι για να σε κάνει βασίλισσα. Νομίζαμε πως φτάνει μόνο ένα φιλί, φτάνει να σου χαρίσει την καρδιά του. Φτάνει να είσαι πλάι του και να κάνεις όνειρα. Έτσι απλά. Τα πρέπει έρχονται μετά. Τότε που κάνοντας αναθεώρηση της κοσμοθεωρίας σου συμπληρώνεις το παζλ με τα βασικά κομμάτια που λείπουν και το θέμα από απλό γίνεται γρίφος και από εκείνη τη στιγμή αναζητάς τις λύσεις εφ’ όρου ζωής καμιά φορά.
Νάμαι τώρα στο κατώφλι αυτής της αναζήτησης να γυρεύω να λύσω τον πρώτο σημαντικό γρίφο. Ζήτημα πρώτο. Μην εμπιστεύεσαι τον κάθε ένα που σου λέει σ’ αγαπώ (έτσι νόμιζα τουλάχιστον εγώ) γιατί μπορεί κι αυτός να σου αποθέσει στο τέλος τα δικά του σημάδια στο χρονοντούλαπο της καρδούλας σου. Άσε μου φτάνει εκεί να λιμνάζει ο φοιτητής που βρίσκεται τώρα στην Ιταλία.

Είχα ακόμα την αίσθηση του χρέους. Οι σπουδές μου εντάσσονταν στα πρέπει της ζωής μου και δεν επέτρεπα στην αρχή τουλάχιστον σκέψεις ή πράξεις αλλότριες να με κάνουν να παρεκκλίνω της πορείας μου. Το χρωστούσα στον εαυτό μου, στους γονείς μου που από το υστέρημα τους είχαν εντάξει τις δικές μου σπουδές στα δικά τους πρέπει κι ας ετοιμάζονταν οσονούπω να μετακομίσουν λόγω ηλικίας, στον τελευταίο τους σταθμό που έχει την ένδειξη «Τρίτη ηλικία»
-          Είσαι βούρλο, μου είπε κοφτά Κάνω ένα τηλέφωνο στα παιδιά για να τους πω ότι θα πάμε κι εσύ ξεκίνα να ετοιμάζεσαι.
Τι να ετοιμαστώ. Δεν θέλει και πολλή σκέψη. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο στ γενιά μου ήταν η απλότητα στο ντύσιμο μας. Δυο μπλουτζινάκια δυο τρις φουστούλες, τα μπλουζάκια σου και τα φουτεράκια σου και έτοιμη η γκαρνταρόμπα. Είχα βέβαια και την αυτοπεπίθιση μου ανεβασμένη πως είχα βρε παιδί μου και ανάλογα προσόντα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός πως μέσα σε λίγες μέρες, από την ημέρα που πάτησα το πόδι μου στη σχολή, βροχή έπεφταν οι προτάσεις για έξοδο. Μια μέρα με τη Τζένη είχαμε και κάποια μικρούλα γκρίνια που προέκυπτε μάλλον από ζήλια γιατί όλα τα αγόρια ότι κι αν πρότειναν στη Τζένη, έκλειναν με τη φράση « φέρε μαζί σου και την Ήλια»
Είχε τελειώσει η εξεταστική και για μένα προσωπικά η απόδοση μου πήγε περίφημα. Τώρα έχω το θάρρος να ζητήσω από τους γονείς μου την υποστήριξη τους για λίγες καλοκαιρινές διακοπές. Δεν ξέρω γιατί στο μυαλό μου καρφώθηκε η Σαντορίνη. Είναι βέβαια πόλος έλξης ειδικά για τη νεολαία αλλά για μένα δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να πάω. Άλλωστε σ’ αυτά τα μέρη καλό είναι να είσαι με τον δικό σου άνθρωπο για να το απολαύσεις. Δεν νοείται ηλιοβασίλεμα στο ημεροβίγλι και να πίνεις καφέ με την φίλη σου.
Αφού έμελλε να πάω μόνη μου εφέτος διακοπές, έπρεπε τουλάχιστον να έχω μια παρέα, έστω και γυναικεία. Ο κλήρος βέβαια έπεσε που αλλού, στην Τζένη.
-          Δεν θα ήταν άσχημα μου είπε να είμαστε μαζί φέτος το καλοκαίρι αλλά εγώ στη Σαντορίνη δίπλα από ένα σωρό ερωτευμένα ζευγάρια, δεν πάω. Φέτος έχω προγραμματίσει Μύκονο
Τι είχε προγραμματίσει. Θα έμπαινε σ’ ένα καράβι και ότι λάχει. Αμφιβάλω αν είχε ρωτήσει τουλάχιστον για τα εισιτήρια.
-          Έλα βρε συ. Τι να κάνουμε δυο κοπέλες μόνες στη Μύκονο; Θα μας φάνε καημένη.
-          Μη κάνεις έτσι, μου είπε η Τζένη. Δεν θα μας φάει κανείς. Αν δεν γουστάρεις δεν γίνεται τίποτα Στο κάτω-κάτω αν σου ριχτεί κανένας μη κωλώνεις, πέτα του ένα δεν μπορώ κι άστον να ψάχνεται. Άκου να δεις, σημασία έχει όσο κρατά η χρυσή περίοδος των φοιτητικών χρόνων, πρέπει να το εκμεταλλευτούμε. Για πρώτη φορά στη ζωή μας θα περάσουμε καλά. Χωρίς γονικές παρεμβάσεις, χωρίς τις απαγορευτικές οδηγίες προς ναυτιλλόμενους από το έτερο σου ήμισυ, ελεύθερες κι ωραίες, ας γεμίσουμε τις μπαταρίες με θαλασσινό νερό της Μυκόνου.  φοιτητική ζωή όλοι το λένε κι είναι τα πιο καλά μας χρόνια, ξεκόλλα.
Παρά τις δικές μου αναστολές γιαυτό το νησί, όλα συνηγορούσαν εφέτος να καταλήξουμε στη Μύκονο. Εκτός από την άρνηση της φίλης μου συνέπραξε και η ιδέα πως ίσως ο γνωστός μου που είχε στη Μύκονο τουριστικές δραστηριότητες, θα μας έβρισκε κάτι οικονομικό που να το σήκωνε η τσέπη μας. Εκτός αυτού ήταν και ο μύθος που συνοδεύει αυτό το νησί που το καθιστούσε ελκυστικό. Δυο νέες κοπέλες, όμορφες, μετά από ένα εργένικο χειμώνα στην Αθήνα (δεν παίρνω όρκο για τη φίλη μου) θα είχε πολλές πιθανότητες η παραμονή μας εκεί να διανθίζονταν και με κάποιες γνωριμίες του καλοκαιριού, ξέρεις που κρατούν μόνο για λίγες μέρες. Που σου δίνουν το εισιτήριο να περάσεις για λίγο στον παράδεισο, αλλά όχι για πολύ, είπαμε για λίγες μέρες.
Όταν τα όνειρα γκρεμίζονται τα αντικαθιστάς με άλλα. Έτσι κι εγώ. Άρχισα σιγά σιγά να εξυφαίνω τα σχέδια μου για την παραμονή μας στη Μύκονο. Προσφιλής άλλωστε συνήθεια για μένα. Μια ζωή ονειροπαρμένη με έλεγαν και χαζορομαντική. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου με χάιδευε μια σκέψη. Πρώτη φορά ξεμύταγα από τις ολοστρόγγυλες κοινωνικό-ηθικό-θρησκευτικές μου θεωρίες. Είναι όμως και η πρώτη φορά που λειτουργώ χωρίς τον σφιχτό εναγκαλισμό των γονιών μου και της μικρής επαρχιακής κοινωνίας που ζούσα μέχρι χθες. Παράλληλα, υπόβοσκε κι ένας αμυδρός φόβος, γιατί μου έμαθαν πως « όποιο αρνάκι βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος.» Με όλες  αυτές τις αναστολές, έγειρε η πλάστιγγα προς τη προς την επιλογή της Μυκόνου και νάμαι λοιπόν σαν τον Οδυσσέα που ενώ δεν ήθελε να πλανηθεί από τις σειρήνες, δέθηκε πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι για να ζήση έστω κι έτσι την πλάνα ομορφιά .
Το πρωί ήρθε η Τζένη να με πάρει με ταξί. Όλη μας η περιουσία δυο σακ βουαγιάζ. Δεν χρειάζονταν κάτι παραπάνω. Χωρίς να περιαυτολογώ και το πιο απλό βαμβακερό μπλουζάκι έφτανε να ντύσει το κορμί μου και να το αναδείξει. Κάθε καθρέπτης που κοίταζα πιστοποιούσε του λόγου το αληθές. Για την ώρα καθρεπτίζομαι πάνω από τα γαλάζια νερά του Αιγαίου. Το καράβι μόλις είχε προσπεράσει τον κάβο Μαλλιά και το Σούνιο άρχισε σιγά-σιγά να μικραίνει. Οι συνταξιδιώτες μου άρχισαν να μαζεύονται προς το εσωτερικό του πλοίου αναζητώντας λίγη δροσιά. Δεν πρέπει να είναι ιδέα μου αλλά διαπίστωσα πως στις τελευταίες κινήσεις μου μια παρέα αγοριών καραδοκούσε πίσω από το βήμα μου. Η Τζένη άρχισε αμέσως τις φανφάρες της.
-          Ρε παιδί μου μέλι έχω και έρχονται όλοι από πίσω.
-          Για σένα ήρθαν τα παιδιά, τη ρώτησα.
-          Όχι για σένα, μου αντέτεινε αυθάδικα σαν το κοριτσάκι που αρνείται στη μαμά του την αγγαρεία που της ανέθεσε. Δεν είδες παιδί μου εκείνον το ψηλό με το μαύρο μαλλί πως κοιτούσε όταν ρουφούσε πονηρά τον φραπέ του.
Το νεαρό τον είδα πως κοιτούσε αλλά η φίλη μου δεν είδε πως κρατούσα ήδη στα χέρια μου ένα μικρό χαρτάκι με το τηλέφωνο που μου το έριζε κάνοντας το μπαλάκι στο τραπέζι μας, λίγο πριν κατευθυνθεί προς το μπαρ. Γιατί όμως να αρχίσω τις αντιπαλότητες με τη Τζένη ακόμα δεν ξεκινήσαμε τις διακοπές μας; Άλλωστε ήταν νωρίς για να παρασυρθούμε στα φλερτ πριν καλά-καλά πατήσουμε το πόδι μας στο νησί.
- Ο καπετάνιος και το πλήρωμα σας ενημερώνει πως σε δέκα λεπτά δένουμε στο λιμάνι της Μυκόνου, ανήγγειλαν τα μεγάφωνα του καραβιού.
Ένοιωσα σαν το μαθητούδι που το σηκώνει ξαφνικά ο δάσκαλος για μάθημα. Την ίδια στιγμή πέρασε από δίπλα μου και ο γόης της παρέας σχεδόν ξυστά μπροστά από το πρόσωπο μου και παρέλυσα. Μάλλον όχι άθελα με ακούμπησε αμυδρά στο στήθος, και η κινηματογραφική μηχανή του χρόνου που κατοικεί μέσα σε όλους μας πήρε μπροστά και αναπαρήγαγε σκηνές από τα μαθητικά μου χρόνια, τα ραντεβού, το ελαφρύ άγγιγμα στο στήθος στα πάρτη με τους συμμαθητές, και τη θύμηση του άλλου που είναι τώρα φοιτητής στην Ιταλία. Κι όλα αυτά σε δέκατα του δευτερολέπτου. Τόσο διαρκούν τα όνειρα ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Η κενότητα της ζωής κρατά πολύ και αργοσέρνεται στο χρόνο κουράζοντας τις υπάρξεις μας. Αυτό είναι αλώστε η ζωή. Κάποιες στιγμές που καταφέρνουμε να συλλέξουμε στο διάβα της κι όσο περισσότερες είναι τόσο το καλύτερο. Να κι εγώ τώρα κατεβαίνω τις σκάλες του καραβιού και σε λίγο πατάω στο νησί της Μυκόνου για να μπορέσω να βρω τις στιγμούλες μου και να τις στοιχίσω δίπλα από τις άλλες. Ποιες άλλες. Σιγά τις πολλές δηλαδή. Ακόμα άγουρη παιδούλα στα δεκαεννιά, τι συλλογή να έχω κάνει. Εγώ ζω ακόμα στην ψευδαίσθηση πως με δέκα φιλιά και πέντε κρυφά ραντεβού περνάς τις εξετάσεις της ζωής γιατί απάντησες σωστά στην ερώτηση τι είναι ευτυχία στα δεκαεπτά. Ψήλος στ’ άχυρα. Ένας κόκκος της άμμου είναι όταν αργότερα κυρίως διαβάζοντας σε πρώτη φάση άρχισα να καταλαβαίνω τι θα πει ζωή.
Χρυσώνοντας το χάπι είπα μέσα μου πως τούτο το ταξίδι ας είναι ένα διάλλειμα. Ούτε να πάρω ούτε να δώσω. Ένα διάλλειμα που θα με στηρίξει στις επερχόμενες περιόδους του φοιτητικού βίου.
Βρέθηκα να κρατώ και τα δυο σακ-βουαγιάζ γιατί η Τζένη τώρα θυμήθηκε την τουαλέτα. Τόση ώρα στο ταξίδι δεν της έμενε χρόνος γιατί είχε αναλάβει αυτόκλητη να παραστήσει την εξεταστική επιτροπή και να σχολιάζει κάθε αρσενικό που έπεφτε στο οπτικό της πεδίο. Ένα άσπρο αυτοκίνητα πέρασε ξυστά από τα πόδια μου και το κεφάλι του συνοδηγού, καρφώθηκε στα μάτια μου.
-          Που πάμε;
Όπου πας μου ήρθε να του πω, αλλά δεν ήταν δυνατόν. Σαν γυναίκα ήξερα καλά την αξία των μετοχών μου.
-          Δεν πειράζει. Εμείς πάμε εδώ κοντά, στη βίλλα «Χαβάη» του απάντησα ελπίζοντας να τελειώσει νωρίς η παράλυση των κάτω άκρων που σε συνδυασμό με την πείνα και την καταπόνηση του ταξιδιού εξέπεμπαν sos. Τώρα γιατί έπρεπε να μαρτυρήσω πως θα μείνουμε στη βίλλα Χαβάη, δεν το κατάλαβα πως μου ξέφυγε.
Έδειξαν να μην επιμένουν. Ένα χέρι από μέσα τον τράβηξε απότομα και το λευκό Fiat μου έδειχνε την  πλάτη του. Πρόλαβε όμως να μου πει «θα περιμένω τηλέφωνο μη με ξεχάσεις.» Η Τζένη με το πάσο της έκανε την πρώτη πασαρέλα της στην προκυμαία άνετη και αεράτη, επιτέλους με πλησίασε. Όλα τα ταξί της πιάτσας είχαν φορτώσει και εξαφανίστηκαν από την παραλία. Μέχρι να γυρίσουν θα περνούσε ώρα. Τώρα τα πόδια μου δεν άντεχαν καθόλου, όχι από τη θωριά των ματιών του παίδαρου αλλά γιατί η κούραση ήταν πλέον γεγονός.
Τα παιδιά του Κυρίου Οδυσσέα ανέλαβαν να γυρίσουν πίσω τα δυο παπάκια που νοικιάσαμε για την μετακίνηση μας. Ιδέα της Τζένης αυτή μιας και δεν βρίσκαμε άλλον τρόπο. Ο Κύριος Οδυσσέας ευγενικός καλοσυνάτος συνερίζοντας την κούραση που είχαμε, μας έδειξε αμέσως το δωμάτιο της παραμονής και υποσχέθηκε να μας ξυπνήσει κατά τις έξη για να τα πούμε με ησυχία.
Σαν έπεσα με πήρε αμέσως ο ύπνος. Σαν βάλσαμο τον αισθάνθηκα όταν έκλεισα τα μάτια. Ο μορφέας που φαίνεται καραδοκούσε να με πάρει συντροφιά του. Δεν έχασε καθόλου ευκαιρία και άρχισε να με ταξιδεύει σε μέρη που μόνο αυτός γνωρίζει τους δρόμους για να πάει. Ονειρεμένα ταξίδια  στην κυριολεξία. Ταξίδια χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα . Αν και στον ύπνο μου, αισθάνθηκα μια κούραση να διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Ένα ελαφρύ ρίγος με έκανε να αναζητήσω το σεντόνι και σαν το βρήκα, κρύφτηκα μέσα του ολόκληρη. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι άρχισα να καταλαβαίνω πως κάτι συμβαίνει με μένα. Πριν καλά-καλά κάνω μια πρόχειρη αυτοδιάγνωση για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, η σκέψη μου έτρεξε  πρώτα να μου υπενθυμίσει πως οι διακοπές μου πιθανός να τελειώσουν πριν ακόμη αρχίσουν. Με βλέπω να περιμένω στο λιμάνι το ίδιο πλοίο που θα επιστρέψει το βραδάκι. Ο Κύριος Οδυσσέας που πριν από λίγο είχε έρθει για να μας ξυπνήσει, βγήκε από το δωμάτιο κι επέστρεψε τρέχοντας μ’ ένα θερμόμετρο στο χέρι.
-          Τριάντα οκτώ και τέσσερα λέει.  Μα πως στην ευχή το έπαθες παιδί μου.
-          Έλα ντε. Πως στην ευχή. Επανέλαβα.
Πάει η ξεκούραση, που τόσο ανάγκη την είχα μετά την επίτευξη του στόχου. Δεν είναι και μικρό πράγμα να περνάς όλα τα μαθήματα του έτους. Το δικαιούμουνα να πάρει η ευχή. Τώρα ούτε καλοκαιρινά φλερτ ούτε ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις. Πρέπει ο πυρετός να ανέβαινε γιατί μετά τις κρυάδες άρχισα να ιδρώνω. Η Τζένη, δε λέω, ανησύχησε. Μου πρότεινε το τσάι που έφεραν τα παιδιά του Κυρ-Οδυσσέα να το πιώ στη βεράντα, μέχρι να φροντίσουν να βρουν ένα γιατρό και να πάρω έστω κι έτσι μερικές εικόνες μαζί μου από το νησί. Σχεδόν απέναντι από τη βεράντα η θέα μου θύμισε αμέσως την εικόνα που είχα δει από καρτ ποστάλ. Σε μια ακρούλα της θάλασσας, όλα τα σπίτια (καμιά δεκαριά, είχαν τις ξύλινες βάσεις τους μέσα στο νερό. Σπίτια δηλαδή φτιαγμένα πάνω στο κύμα. Αχ πόσο θάθελα ναταν ένα από αυτά δικό μου και να νανουρίζομαι με τα κύματα της θάλασσας. Κι όπως τό 'χω εγώ συνήθειο να πλάθω ιστορίες στις στιγμές της περισυλλογής μου, θα τους έλεγα ιστορίες που δεν θα είχαν ακούσει από κανέναν.
Μέσα στο δωμάτιο ακούγονταν συζητήσεις. Πρέπει να ήρθε ο γιατρός. Πίσω από την πλάτη μου ήταν η μπαλκονόπορτα και σχεδόν ένα βήμα πίσω μου άκουσα τον γιατρό να λέει στη φίλη μου τη Τζένη.
-          Δεν χρειάζεται να έρθει μέσα η κοπέλα. Θα της ρίξω εδώ μια ματιά και μετά βλέπουμε.
Τι να δούμε που είδα τον ουρανό με τα’ άστρα. Το χέρι του είχε αγκαλιάσει το πάνω μέρος της πολυθρόνας και μαλακά το άφησε να τυλίξει την πλάτη μου. Τώρα άλλου είδους ρίγη με κυρίευσαν. Ξανά τα πόδια μου ένοιωθα να μην είναι δικά μου. Δεν χρειάστηκε να μιλήσω εγώ. Σχεδόν αμέσως με την πρώτη επαφή μου μίλησε αυτός.
-          Θα είσαι στην καριέρα μου ο πρώτος μου ασθενής που εξετάζω. Με λένε Άγη και είμαι  τελειόφοιτος της Ιατρικής σχολής. Δεν πήρα ακόμα την ειδικότητα μου αλλά ελπίζω να μπορώ να κάνω κάτι με μια ιωσούλα.
Ποια ιωσούλα, τώρα πάσχουμε από άλλα πράγματα, ταχυκαρδίες και βάλε, τις ιωσούλες θα κοιτάμε τώρα. Η φατσούλα που έβλεπα μπροστά μου δεν έχει καμιά σχέση με αυτή που συνάντησα στο πλοίο. Ήταν Κύριος, έπειθε αμέσως πω είναι γιατρός. Καλοχτενισμένος ανάλαφρος, ευγενικός. Βέβαια δεν τράβηξε όσα τράβηξα εγώ από την ώρα που ήρθα. Εδώ σε θέλω Κύριε. Για έχε εσύ τριάντα οκτώ πυρετό για να δούμε την άνεσή σου όταν μου είπε
-          Χαλάρωσε δεν είναι τίποτα. Με κανα δυό αντιπυρετικά ίσως κι αύριο να είσαι περδίκι. Εν τω μεταξύ έστρεψε προς τα πίσω και ενημέρωσε τους άλλους πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν κανένα πρόβλημα.
Ο Κύριος Οδυσσέας έφυγε πρώτος, είχε και τις δουλειές του ο άνθρωπος. Η Τζένη πατώντας στο άλλοθι που της προσέφερε ο γιατρός με το «δεν είναι τίποτα» και ζήτησε την άδεια από μένα να πάει καμιά βόλτα στο νησί, αφού είπαμε δεν είναι τίποτα
Μέσα σε ένα τέταρτο μείναμε εγώ κι ο Άγης στο μπαλκόνι. Ο καιρός συνηγορούσε  διακριτικά και νομιμοποιούσε την παραμονή μου στο μπαλκόνι. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Αεράκι καθόλου, γιατί να πάμε μέσα. Τώρα που το καλοεξετάζω, αν είχαμε μετακινηθεί στο μέσα δωμάτιο, εγώ θα ξάπλωνα στο κρεβάτι, ο γιατρός σε καμιά καρέκλα και μετά το ακαδημαϊκό τέταρτο θα μου έλεγε σίγουρα «καληνύχτα, θα τα πούμε αύριο. Ενώ τώρα , σαν καλός γιατρός που ήταν ή που ήθελε να παραστήσει, με μεγάλη άνεση κάθισε δίπλα μου και μου ζήτησε το χέρι μου να το κρατά για να βλέπουμε και τους σφυγμούς πως πάνε, έτσι μου είπε.
-          Γιατρέ θα σε μαλώσω, είπα για να σπάσω την αμηχανία
-          Και ο λόγος;
-          Νομίζω πως δεν τιμάς τον όρκο του Ιπποκράτη.
-          Συγνώμη, μου απαντά. Εγώ είμουν απο την αρχή ειλικρινής. Σου τόπα ήδη. Δεν έχω πάρει το πτυχίο μου. Τον όρκο του Ιπποκράτη δεν τον έδωσα ακόμα. Άρα έχω το περιθώριο να κάνω κι άλλα πράγματα εκτός της ιατρικής.
-          Όπως;
 Πήγα να του πω αλλά δεν πρόλαβα. Το πρώτο του φιλί είναι κατεγραμένο ακόμα στην καρδιά μου. Ποτέ μου από τότε δεν θυμάμαι να έχω νοιώσει τέτοια ευτυχία. Η καρδιά μου είχε υπερβεί σε παλμούς το όριο του συναγερμού και της λήψης έκτακτων μέτρων. Ο Άγης έκανε μια προσπάθεια να δώσει τέλος στο φιλί του, έτσι για να εκτιμήσει την κατάσταση, αλλά αυτή τη φορά ήμουνα εγώ αυτή που του κράτησε το κεφάλι με τα δυο χέρια και τον πίεσα  με πάθος προς τα παλλόμενα χείλη μου.
Αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα ο πυρετός «τον  πήρε το εύρηκα» που λένε κι οι νοικοκυρές κι ο Άγης έψαχνε να βρει αντικαταστάτη για κάποιες υποχρεώσεις που είχε στο νησί, γιατί το δικό του ταξίδι δεν ήταν για διακοπές αλλά συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής ένωσης και θα εξέταζε στο νησί κάποιους που δεν φρόντισα ποτέ να μάθω. Εμένα μου έφτανε πως απόκτησα το δικό μου λιμάνι. Και μόνο που στεκόμουν πλάι του, ανέβαινα στους ουρανούς. Ο Άγης με κοιτούσε στα μάτια, με πρόσεχα σαν το εύθραυστο μπιμπελό. Όταν μου μιλούσε έμοιαζε με πιστό που προσεύχεται στον θεό του. Πολλές φορές αρνιόμουνα αυτή τη μυσταγωγία και προσπαθούσα να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα. Τότε μου έβαζε το χέρι του στο στόμα  μου μπροστά και μου επέβαλε σιωπή. Τα βράδια είναι ζήτημα αν κοιμόμασταν δυο τρεις ώρες. Είχε μετακομίσει πια στο δικό μου δωμάτιο και η Τζένη πήγε στο δικό του. Για ένα πράγμα μόνο μετανιώνω. Τόσο εγώ αλλά και ο Άγης πάψαμε να κάνουμε παρέα με τους φίλους μας και βρίσκαμε χίλιες προφάσεις για ν’ αρνηθούμε την έξοδο. Η Τζένη παρ’ ότι έγινε κολλητή με τους φίλους του Άγη (ποιος ξέρει μπορεί να  τσιμπήθηκε με ένα απ’ τους δυο) έπαψε από τότε να μου μιλά. Κάποιες στιγμές που εξέφραζα τις τύψεις μου γιαυτό ο Άγης μου έλεγε πως είναι οι παράπλευρες απώλειες αυτές κι ακόμα πως δεν γίνεται ομελέτα αν δεν σπάσουνε αυγά.
Το όνειρο που λέγεται Μύκονος κράτησε δέκα μέρες. Δέκα μέρες μέθεξης και απόλυτης ευτυχίας. Αν με ρωτούσε κανείς τι όνομα μπορείς να δώσεις στην ευτυχία, σίγουρα θα τους απαντούσα Άγης. Το ίδιο σκηνικό μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Οι πρωταγωνιστές ίδιοι και η ευτυχία ευτυχία. Η ζωή μου απόκτησε νόημα. Είχα τον αγαπημένο μου, κάναμε όχι πια όνειρα  υπερφίαλα, αλλά σχέδια που πολλές φορές γίνονταν επί χάρτου, όπως λένε και στο στρατό. Οι στόχοι μας παρέμενα στο επίκεντρο. Το πανεπιστήμιο, η ιατρική, η οικονομική αποκατάσταση και η αγάπη μας.
Από τότε όλα κυλούσαν ομαλά χωρίς απρόοπτα. Εκείνο το «αύριο στις επτά πρέπει να συναντηθούμε οπωσδήποτε» με παραξένεψε. Γιατί τόση εμμονή στην πραγματοποίηση αυτού του ραντεβού; Και νάτος ξεπροβάλει από το απέναντι φανάρι καθώς κατέβαινε την πλατεία Συντάγματος. Ήταν ολιγόλογος. Ένα πεταχτό φιλί και μου είπε πάμε. Πήραμε τη Σταδίου και κατηφορίζαμε. Μέχρι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη ήταν σχεδόν αμίλητος. Μου κρατούσε όμως πάντα σφιχτά το χέρι. Στο επόμενο τετράγωνο έξω από τον κινηματογράφο Απόλλων, σταμάτησε.
-          Θέλω να δούμε αυτή την ταινία, μου είπε.
-          Καλά και γιατί δεν με είχες προειδοποιήσει;
-          Ναι έχεις δίκιο. Να είπα να σου κάνω έκπληξη.
-          Έκπληξη να μου προτείνεις να πάμε σινεμά;
-          Ναι έτσι το είδα εγώ, μου απάντησε αμήχανα. Μήπως δεν συμφωνείς; Θέλεις να πάμε κάπου αλλού.
Το τελευταίο το είπε τόσο περίεργα που πρόδιδε σχεδόν πως έτσι και του έλεγα να φύγουμε δεν θα είχε όρεξη για τίποτε άλλο. Καλά το λένε, η γυναικεία διαίσθηση μπορεί με τις κεραίες της να διαβάσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να αντιληφθεί τη σκιά που πάει να κρύψει τον ήλιο. Η διάθεση του Άγη κρεμόταν από το ναι το δικό μου. Δεν θα μπορούσα όμως να του χαλάσω το χατίρι. Βρήκα (έτσι νόμιζα τουλάχιστον) πως ίσως το θέμα της ταινίας να ταίριαζε με τη δική μας ιστορία και γιαυτό ήθελε να δούμε την ταινία. «Ο τίγρης και το χιόνι» Μια παραγωγή που υμνεί τον έρωτα. έγραφε το διαφημιστικό ταμπλό. Καλά το είπα εγώ. Αυτό ήταν. Ο Άγης δεν τα κατάφερνε ποτέ στα ερωτόλογα. Ότι ήθελε να πει το έλεγε με το σώμα του, με τα μάτια του με τη συμπεριφορά του. Στα λόγια ήταν λιτός και βρήκε αφορμή την ταινία σαν να ήθελε να προσυπογράψει το σενάριο της και να μου το αφιερώσει. Μου άρεσε η ιδέα αν ήταν έτσι. Όντως η ταινία από την αρχή αποκάλυπτε το σενάριο της. Ήταν πραγματικά μια θαυμάσια ρομαντική ερωτική ταινία. Αισθάνθηκα φιλάρεσκα που σκέφτηκε το θέμα της ταινίας να το παραλληλίσει με τη δική μας ερωτική ιστορία. Από νωρίς άρχισα να χάνω την επαφή μου με την ταινία γιατί αυτό το χαΐδεμα με το μεγάλο του δάκτυλο στο επάνω μέρος της παλάμης του αριστερού μου χεριού με βύθιζε σιγά-σιγά σε λήθαργο.
Επανήλθα στην πραγματικότητα όταν αντελήφθηκα ξαφνικά μια κίνηση του Άγη. Κάποια στιγμή λοιπόν σήκωσε ελαφρά με το χέρι του το χέρι μου κι έκανε σαν να ψαχούλευε τα δάκτυλα μου. Σαν εντόπισε τι ακριβώς γύρευε, πέρασε στο δάκτυλό μου ένα δαχτυλίδι.
-          Τι είναι αυτό;
-          Πάψε μας ακούνε.
Σηκώθηκα από τη θέση μου και το τράβηξα ελαφρά για να του δώσω να καταλάβει πως έπρεπε να βγούμε έξω. Με ακολούθησε ο κακομοίρης πειθήνια. Ο καλός θεούλης όμως φρόντισε  με τη θεία φώτιση μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου να επανεξετάσω τη συμπεριφορά μου γιατί κινδύνευα να καταστρέψω την έκπληξη και το σασπένς που ήθελε με αυτόν τον τρόπο να περάσει ο Άγης. Γι’ αυτό όταν περάσαμε πια πίσω από τη βαριά μωβ κουρτίνα και βρεθήκαμε στο σαλόνι του κινηματογράφου, πατώντας σχεδόν στα μικροδάκτυλα των ποδιών μου, γύρεψα τα χείλη του και του έδωσα ένα γλυκό φιλί. Τον αισθάνθηκα να χαλαρώνει και κάνοντας δυο βήματα προς τα πίσω «πέσαμε» στον καναπέ. Τα δυο του χέρια κρατούσαν τα δικά μου και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον για αρκετά δευτερόλεπτα. Έπρεπε άλλωστε να περάσουν υποχρεωτικά για να μπορέσει ο νους να έρθει στα συγκαλά του. Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Άγης.
-          Σ’ αγαπώ. Μου είπε ψιθυριστά και έφτασε το πρόσωπο του αντικριστά με το δικό μου. Μην πεις τίποτα σε παρακαλώ. Μη μου χαλάς τη στιγμή.
Έγειρα στο στήθος του τρισευτυχισμένη. Στη στάση αυτή δεν έβλεπα το πρόσωπο του αλλά η θωριά του ήταν μπροστά μου. Μου έκανε πρόταση γάμου. Δεν το πιστεύω παρ’ ότι ήξερα γιατί το είχαμε από καιρό ξεκαθαρίσει πως η σχέση μας θα καταλήξει σε γάμο, ήταν θέμα χρόνου. Η στιγμή όμως με βρήκε απροετοίμαστη και έχασα τη γη κάτω από τα πόδια. Αυτό που μετρά είναι ο συμβολισμός. Είναι ένα άλλο σ’ αγαπώ. Είναι μια άλλη μορφή έκφρασης για να «πεις» είσαι δική μου. Θεέ μου μ’ αγαπά. Όχι πως αμφέβαλα αλλά να και οι υπογραφές του άυλου συμβολαίου. Κάποια στιγμή ή κάποιες στιγμές δηλαδή, ο Άγης κάθισε και σκέφτηκε για μένα. Διαπίστωσε σίγουρα πως μ’ αγαπά ακόμα. Αισθάνθηκε την ανάγκη να το πει και σε μένα. Πως όμως. Με τα λόγια το είπε άπειρες φορές. Τώρα θα της το πω με ένα δαχτυλίδι, τι κολακευτικό για μια κοπέλα. Όντας ακόμα στην ανατολή της ζωής της με μόλις είκοσι ένα Απρίληδες στο διάβα της ζωής της κι έχει το δικαίωμα να κάνει με σιγουριά σχέδια για το μέλλων.
Τα σκαλιά της εξόδου από τον κινηματογράφο τα κατεβήκαμε σχεδόν χοροπηδώντας. Μάλλον αν μας έβλεπε εκείνη την ώρα κανείς θα έλεγε πως τον σέρνω από τη μύτη. Δε με ένοιαζε όμως. Φτάνει που ήμουν ευτυχισμένη. Για να μην πω εγωιστικά πως εκείνη τη στιγμή μόνο εγώ στον κόσμο όλο ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Δεν πρέπει να πατούσα στη γη. Μόνο ο Άγης σαν πιο ψύχραιμος είχε την έννοια να ψάξει για ταξί. Σε δυο λεπτά χωθήκαμε σ’ ένα και θυμάμαι μέσα στη σαστιμάρα μου πως ακούστηκε η εντολή «Άνω Πατήσια» Μέσα στο αυτοκίνητο με έπιασαν οι ντροπές. Ξέρω πως αντέδρασα σαν παιδούλα που της χάρισαν ροζ γοβάκια Τον θυμάμαι πόσο ντράπηκε για το φιλί στο σαλόνι την ώρα που πέντε-έξη άτομα έμπαιναν στην αίθουσα. Και το χειρότερο , δεν του είπα ακόμα σ’ αγαπώ.
-          Άγη μου σ’ αγαπώ του ψιθύρισα στο αυτί μ’ ένα νάζι που ποτέ δεν ξαναδοκίμασα. Μου ανταπάντησε με μια κίνηση του χεριού του καθώς με είχε αγκαλιά κρατώντας με από τον ώμο και μου έσφιξε με δύναμη με τα’ ακροδάκτυλα του τον δεξί μου μπράτσο. Μια αληθινή μετάλλαξη πέρασε μέσα από το χέρι του στο κορμί μου. Ένα κύμα ευφορίας πλημμύρισε τα πάντα μέσα μου κι αισθάνθηκα μια τρελή επιθυμία να κοιμηθώ έτσι όπως ήμουν στην αγκαλιά του, για να μη χάσω τίποτα από τη μυσταγωγία που ένοιωθα. Πρέπει να με διαισθένθηκε. Δεν μίλησε καθόλου. Αντί να χαλαρώσει πίεσε για μια ακόμη φορά το κορμί μου προς τα επάνω του, σημάδι πως με άφηνε τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μου, να ταξιδέψω στον κόσμο του ονείρου όπως μου άρεσε πάντα να κάνω και το ήξερε καλά αυτό.
Το ταξίδι στ’ όνειρο συνεχίστηκε και τις επόμενες ώρες. Αλλά κι οι μέρες οι μήνες ή τα χρόνια που ακολούθησαν από τότε δεν ήταν κάτι διαφορετικό. Είχα την ευτυχία να γνωρίσω τον σύντροφο της ζωής μου χωρίς να συναντήσω εμπόδια. Σήμερα η οικογένεια μας αριθμοί πέντε μέλη. Θέλω να πιστεύω πως το κύριο συστατικό στο σπίτι μας που μας στηρίζει και μας κάνει χαρούμενους, είναι η αγάπη που προσφέρει ο ένας στον άλλον, είτε μικρός είτε μεγάλος.

Αφιερωμένο στη σύζυγο μου.

Φεβρουάριος 2010

Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το Κείμενο είναι νομικά κατωχειρομένο. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: