ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

19/3/10

Στενές επαφές Ιντερνετικού τύπου.

Στενές επαφές Ιντερνετικού τύπου.
                   "Νουβέλα"

«Οικογένεια Δεναξά» γράφει το κουδούνι στην πόρτα εισόδου του σπιτιού τους. Μην είστε σίγουροι όμως πως χτυπώντας το, ακόμα κι είναι μέσα, ένας ή όλοι η οικογένεια, θα σας ανοίξουν την πόρτα... Όχι, δεν είναι  κακοί οι άνθρωποι και ούτε αποφεύγουν τους φίλους τους. Απλά μέσα σ’ αυτό το σπίτι γίνεται τέτοιος χαμός, τόση φασαρία επί μονίμου βάσεως, που μόνο σε όσους έχουν την πιθανότητα να κερδίσουν τον πρώτο λαχνό του τζόκερ, έχουν και την ελπίδα να ακουστεί το κουδούνισμα τους και να πάρουν την κλασική απάντηση:
-          Έλα ποιος είναι;
-          Εγώ ρε ο κουμπάρος σου, άνοιξε μου, δεν ακούς τόση ώρα;
-          Ο,Ο,Όχι  ακούγεται να λέει ψευδίζοντας, μια και το κουσουράκι του αυτό που κατέχει παιδιόθεν δεν κατάφερε να το κουλαντρίσει κι έτσι ώρες-ώρες χάνει τον ρυθμό του και ρετάρει.
Ο Κλεομένης ή Γκαντέμης κατά το δικό μου βάπτισμα, έχει σκαντζάρει τα πενήντα πέντε του χρόνια. Πνεύμα ανήσυχο άλλα όλη του η ανησυχία εστιάζεται σε μια κατεύθυνση μόνο: το απωθημένο του είναι οι ωραίες γυναίκες. Δεν το φωνάζει πουθενά, ακόμα κι αν του το καταλογίσεις θα το αρνηθεί. Το κρύβει επιμελώς όπως το τραύλισμά του. Από νωρίς με τη γυναίκα του κατάφερε να σκίσει τη γάτα κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετεί τον εαυτό του και να κινείται στη ζωή με γνώμονα την προσέγγιση μιας καλύτερης τύχης, έτσι όπως την ονειρεύεται αυτός, με τις ουτοπίες της με τις αλήθειες της, τα ψέματα της, φτάνει να περιστοιχίζεται από ωραίες γυναίκες. Μέσα από το επιμελημένο ενδυματολογικό  του look, προσπαθεί να προσδώσει ένα στυλ άρχοντα και κυριλέ τύπου. Τον πρόδιδε όμως εκείνο το σχισμένο δερμάτινο τσαντάκι που πάντα κουβαλούσε μαζί του, για να τρυπώνει μέσα του (κι ας ασφυκτιούσε το έρμο) τις τρείς πίπες του, τον καπνό κι όλα τα παρελκόμενα συμπράγκαλα. Η περίπτωσή του δεν ξέρω γιατί, μου θυμίζει τον φτωχό από την γνωστή παραβολή του Κυρίου που για να χορτάσει την πείνα του τριγύριζε στα τραπέζια των πλουσίων για να μαζεύει τα ψίχουλα που έπεφταν κάτω. Κάπως έτσι βίωνε τα’ όνειρό του.
Ο Κλεομένης ευτύχισε να έχει αφεντικό τον Αρτέμη. Και λέω ευτύχισε, όχι γιατί  του έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα, γιατί σαν εργαζόμενος στην επιχείρηση έπαιρνε ότι λέει ο νόμος. «Α όλα κι  όλα, άλλο η δουλειά, άλλο τα γλέντια». Του έλεγε συχνά το αφεντικό, αλλά αυτά τα γλέντια που στη ζωή του ολόκληρη δεν θα γνώριζε, θα έκανε τον γκαντέμη να είναι στη δούλεψη του ακόμα και τσάμπα. Ο Κύριος Αρτέμης το φύσαγε το παραδάκι κι ήταν τύπος μποέμ. Όντας παντρεμένος όμως με παιδιά, χρησιμοποιούσε τον υπάλληλό του για κάλυψη, για να μπορεί να τσιλημπουρδίζει τα βράδια. Άλλο που δεν ήθελε ο γκαντέμης. Και νάσου τα ουισκάκια στα μπαράκια, έτσι μωρέ για να ξελαμπικάρει λίγο μετά τον φόρτο της δουλειάς. Άλλωστε πρέπει να κάνει και κοινωνικές σχέσεις. Πως θα σταθεί το κοσμηματοπωλείο. Έπαιρνε αγκαζέ τον Κλεομένη κι έκαναν απογραφή στα μπαράκια του Πειραιά. Οι σύζυγοι και των δυο, είχαν τους λόγους τους για να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Η Κυρά αφεντικίνα δεν είχε όρεξη να βρεθεί ξανά εκεί που ξεκίνησε. Φτώχεια και των γονέων. Την έπιανε σύγκρυο όταν περιοδικά ο αντρούλης της, της θύμιζε πως δεν το ‘χε και σε τίποτα να την κάνει. Η άλλη δέχθηκε από την αρχή το σκίσιμο της γάτας και είχε αποδεχθεί τη μοίρα της.
Στο μαγαζί πάντα εργάζονταν τουλάχιστον δυο όμορφες κοπέλες. Μόνο συμβόλαιο που δεν υπέγραφαν με το αφεντικό ότι έπρεπε εκτός από τις υπηρεσίες τους στο κατάστημα έπρεπε να δεχθούν και ότι ήθελε προκύψει. Ο Κλεομένης τα γνώριζε αυτά. Άλλωστε είχε περάσει απ’ όλα τα τεστ που του σκάρωνε το αφεντικό. Η πληρωμή του για την προσφορά του, ότι καλύτερο, τα είπαμε άλλωστε. Η συνύπαρξη του δίπλα στις όμορφες πωλήτριες και τα σουλάτσα στα μπαράκια, έτσι για δημόσιες σχέσεις. Ο καλός θεούλης θεωρούσε ότι του πρόσφερε τέτοια τύχη. Αυτό ήταν όμως και η βασική αιτία να μεγαλώνει το χάσμα  με την γυναίκα του. Μοιραία τη σύγκρινε με τα κοριτσόπουλα που ζαχάρωνε και τον έπιανε κρίση πανικού. Δεν μπορεί να μου φέρεται έτσι η ζωή, μου εξομολογείτο αρκετές φορές που βρισκόμασταν.
-          Κου-κου-κουμπάρε πήγαμε χτές με τ’ αφεντικό στο «Καρπούζι» (κλαμπ του Πειραιά) κι-κι-κι έγινε χαμός
Και ρουφούσε με μανία την πίπα του σαμ’ πώς να την είχε στουπώσει με τα αρώματα των κοριτσιών της χθεσινής νύχτας και πάσχιζε να μην αφήσει ίχνος να πάει χαμένο.
Το οράριο επιστροφής στο σπίτι γνωστό. Από τις έντεκα και πέρα επέστρεφε σχεδόν κάθε βράδυ, πάντα κουρασμένος. Τελευταία όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα σημάδια της ηλικίας δεν του επέτρεπαν πια να καμώνεται για γκόμενος και είτε γιατί ο ίδιος λόγω της μειωμένης αυτοεκτίμησης, ή λόγω αλλαγής σχεδίων του αφεντικού, τα σούρτα φέρτε κόπηκαν. Μόνο μελαγχολία που δεν έπαθε ο κουμπαρούλης μου! Αλλά δεν την έπαθε για πολύ  γιατί ανακάλυψε το Internet!

Τα δύο του παιδιά μεγάλωσαν πια. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι (σχεδόν) της παντρειάς. Βίοι παράλληλοι μέσα στο ίδιο σπίτι  Όπως οι παράλληλες γραμμές δεν ενώνονται πουθενά, έτσι και οι σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής της οικογένειας, δεν συναντώνται πουθενά. Στα δύο παιδικά δωμάτια, τι δωμάτια δηλαδή που θυμίζουν το γειτονικό μας πάρκο όταν έχουν απεργία οι υπάλληλοι των απορριμματοφόρων, χωρίζονται μεταξύ τους με κάτι αυτοσχέδιες συνθέσεις του πατρός, έλλειψη τοίχου αλλά και οικονομικών μέσων. Ο πάτερ φαμίλιας νομιμοποίησε κανά δυο τετραγωνικά μέτρα στο μικρό σαλονάκι και άπλωσε εκεί τις πραμάτειες του, έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και το προσωπικό του στερεοφωνικό. Στο ντουλάπι του διθέσιου σύνθετου απαγόρευσε στην γυναίκα του να βάλει το οτιδήποτε, γιατί εκεί μέσα βρήκε θέση για το sub woofer του στερεοφωνικού. Ε και να γινόταν να βλέπατε τι γίνεται όταν παίζει μουσική με κάποια ένταση! Τα ποτήρια συγχρονίζονται στο ρυθμό της μουσικής κι ακούγονται σαν παραλλαγή του Χριστουγεννιάτικου τραγουδιού, Jingle Bells.  Στην πλάτη του ακριβώς βρίσκεται η πόρτα που πάει προς το δωμάτιο του Αλεξ. Δεν ξέρω που στο καλό κονόμησε μια πραγματική ταμπέλα σήμανσης των δρόμων, το γνωστό STOP, και την είχε κολλημένη στο τζάμι της πόρτας. Το μήνυμα της πινακίδας δεν ήταν τυχαίο. Ο Αλεξ το εννοούσε. Δεν μπαίνει κανείς στο δωμάτιο μου γιατί θα τον ‘νε πάρει ο διάβολος. Αυτό το έλεγε προφορικά για να μην το γράψει στην πόρτα. Μέσα εκεί το τέλειο χάος. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ειρημένοι. Σαν νονός του που είμαι τόλμησα να παραβιάσω την απαγόρευση και μπήκα μια μέρα  έτσι για να τον χαιρετίσω. Σε κάθε βηματάκι που έκανα  πατούσα πάνω σε κάτι. Χρήσιμο ή άχρηστο δεν ξέρω αλλά κατάφερα να περάσω το βομβαρδισμένο τοπίο και να τον πλησιάσω. Αφού μου έδωσε άφεση αμαρτιών για ότι του ποδοπάτησα, μου χαμογέλασε. Ήταν πίσω από ένα παλιοτράπεζο όπου με δυο στοίβες βιβλία από παλιές εγκυκλοπαίδειες που ποτέ δεν διαβάστηκαν, έφτιαξε μια ανύψωση για να ακουμπήσει το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του και να φτάνει στο ύψος των χεριών του ώστε να το χειρίζεται όρθιος. Παρίστανε τον DJ και έπαιζε μουσική. Το ήξερα το βίτσιο του. Όσες φορές προσπάθησα να του πω μερικές συμβουλές, τις απέρριπτε ασυζήτητη. Όλα τα σκυλάδικα της νύχτας στη διαπασών. Τώρα μην περιμένει κανείς τέλεια μιξαρίσματα. Τα ρίχνει όπως νάναι και την καταβρίσκει. Την ημέρα που τον επισκέφτηκα έπεσα από τα σύννεφα. Αυτό δεν φανταζόμουνα ποτέ να το δω σε σπίτι. Η φράση « Καραγκιόζ’ μπερντέ» φοβάμαι πως δεν απεικονίζει την αλήθεια. Βασικά το δωμάτιο έχει δυο τοίχους. Οι άλλοι δυο είναι η μπαλκονόπορτα και το χώρισμα. Στους τοίχους λοιπόν κρέμασε ότι φλοκάτες είχε από προίκα η μάνα του και τους κάλυψε. Άσπρες κόκκινες και μπεζ φλοκάτες μας έκαναν ένα μωσαϊκό, να τρελαθείς, όχι από την ομορφιά αλλά κυριολεκτικά.
-          Τι είναι μωρέ όλες ετούτες οι αηδίες. Στέκεις με τα καλά σου;
Τον ρώτησα και βιαζόμουν να πάρω απάντηση. Να δω τι θα μου πει. Ποια λογική δικαιολογία μπορεί να σκαρφίστηκε, γιατί για ντεκόρ, δεν νομίζω να είχε στοιχεία καλλωπισμού. Μια ζωή μπάτε σκύλοι και αλέστε. Κι ένας από τους λόγους που δεν ήθελε άνθρωπο να μπαίνει στο δωμάτιο του ήταν και αυτός. Να κρύβει την τσαπατσουλιά του. Πήρε λοιπόν ένα ύφος σαρκαστικό με το ανάλογο χαμόγελο και σαν να ανακάλυψε την πυρίτιδα, ανακοίνωσε τη μεγαλοφυή ιδέα του σε πρώτη Πανελλήνια μετάδοση.
-          Α ρε νονέ κι εγώ που νόμιζα πως κατέχεις από μουσική!!
Έμεινα εμβρόντητος. Από μουσική ξέρω αλλά τι σχέση μπορεί να έχουν οι φλοκάτες, το «σ’ αγαπάω κοίτα», με τη μουσική. Αν δεν μου το έλεγε δεν θα το έβρισκα μέχρι να πεθάνω.
-          Οι φλοκάτες λειτουργούν σαν εργαλεία ηχομόνωσης. Ο ήχος, νονέ, όταν πέφτει πάνω τους δεν ανακλάται και πιστεύω ο γείτονας να μη μου ξαναφέρει το εκατό. Ο παλιογύφτουλας που δεν καταλαβαίνει από μουσική.
-          Ναι καλά και οι γονείς σε άφησαν να κάνεις το δωμάτιο Ινδιάνικη καλύβα;
-          Αυτοί καλά θα κάνουν να με αφήσουν ήσυχο γιατί πολύ μου τι σπάνε τελευταία.
-          Αλεξ έγινε τίποτα που δεν ξέρω;
-          Να όταν ο μπαμπάς βάζει όλα τα σουξέ από τα ξέκολα που κυκλοφορούν στην πιάτσα, για να είναι ενημερωμένος και να γνωρίζει τι τραγουδάει η Μπάστα, η Θέλξη, ο Οικονομόπουλος ή ο Μαντάς και να πουλάει εφέ στις γκόμενες στο μαγαζί,  εγώ δεν του λέω τίποτα. Ούτε μαρτύρησα ποτέ στη , ότι ψάχνεται με τις ώρες στο Ιντερνετ για τσόντες και γκομενίσματα.
-          Και με τη μαμά τι έχεις;
-          Αυτή μου τη σπάει αλλιώς.
-          Δηλαδή;
-          Όταν έρχονται στο σπίτι εκείνη η παλιοχοντρέλο,για να παίξουν μπιρίμπα μαζί με την γειτόνισσα από πάνω, δεν με αφήνουν να παίξω τα τραγούδια μου κι όλο μου λένε, η χοντρή ιδιαίτερα, « Κάνα Βοσκόπουλο δεν έχεις βρε Αλεξ;» Θα τις πνίξω καμιά μέρα νονέ να μα την Παναγία, θα το κάνω. Εγώ τελείωσε δεν ακούω τίποτα. Το δωμάτιο είναι δικό μου, η συχωρεμένη η γιαγιά μου το είπε ξεκάθαρα. Εδώ μέσα θα κάνεις ότι θέλεις κι άμα παντρευτείς, όλο το σπίτι θα είναι δικό σου. Φτάνει να μη γυρίζεις έξω τα βράδια με αλητείες, θα πεθάνω.
Ευτυχώς ο εγγονός τήρησε τις επιφυλάξεις της και η γιαγιά πέθανε από βαθειά γεράματα.
-          Ναι αλλά εδώ μέσα είναι σπίτι και δεν μπορεί να βρίσκεται σ΄αυτό το χάλι.
Μέχρι να το πω κι επειδή το κομμάτι που ήδη έπαιζε ήθελε αλλαγή, ή έννοια του προσανατολίστηκε στο αρχείο του και σε λίγα δευτερόλεπτα ακούω «βρείτε μου κάποια που νάχει αισθήματα κι εγώ θα κόψω τα παραστρατήματα»
-          Δεν είναι μπομπάτο νονέ. Το παίζει συνέχεια και ο DJ Κωστής στο Μπουρνάζι.
Κι από εκείνη τη στιγμή ή επίτηδες είτε τυχαία, δεν ξανασήκωσε το κεφάλι του από την οθόνη του υπολογιστή του. Είμαι βέβαιος πως ότι είπαμε τα πήρε ο αγέρας. Το να βγω γρήγορα από το δωμάτιο ήταν επιβεβλημένο, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί ο κύριος τραγουδιστής που έψαχνε γυναίκα με αισθήματα, έκανε τη μεμβράνη του ηχείου να τρίζει και η κατάσταση ήταν ανυπόφορη.
Το διπλανό δωμάτιο ανήκει στην κυριαρχία της κόρης. Η Ελβι είναι ένα εικοσάχρονο σημερινό κορίτσι με όλες τις σύγχρονες αδυναμίες κι από πλεονεκτήματα ελάχιστα. Έχει σίγουρα μπερδέψει την ανεμελιά με την τεμπελιά. Τους στόχους με τους πόθους. Το πρωί με το βράδυ. Αυτό το κορίτσι πρέπει να γεννήθηκε νυσταγμένο. Κάθε τι που πρέπει να κάνει, πρώτα θα δει αν μπορεί να το αποφύγει κι ύστερα, αν είναι μοιραίο να συμβεί, θα το λιβανίσει με μουρμούρα για να καταλήξει με τη φράση «και βαριέμαι τόσο πολύ ρε γαμώτο.» Από τις δουλειές του σπιτιού έχει αναλάβει μόνο τη βόλτα του σκύλου για την σωματική του ανάγκη. Τις άλλες ώρες εκτός των ραντεβού της με τον φίλο, που κι αυτά δεν κρατάνε πολύ ώρα, μάλλον θα βαριέται το ξεροστάλιασμα στις καφετέριες, είναι σκυμμένη στον προσωπικό της υπολογιστή. Μη θαρρείτε πως είναι οπαδός της δια βίου μάθησης. Ανάθεμα κι αν διάβασε ποτέ της λογοτεχνικό βιβλίο. Εδώ έχει βάλει κάποιον σκοπό. Τον μόνο σκοπό της ζωής της μιας και μέχρι τα είκοσι δεν κατάφερε ούτε να σπουδάσει, ούτε να μάθει μια τέχνη. Μια δουλεία που βρήκε και βγάζει το χαρτζιλίκι της, πωλήτρια σε κατάστημα με υπολογιστές, την οφείλει στην πολύωρη επαφή της με το p/c. Ποιος είπε πως το ολονύχτιο σερφάρισμα κάνει κακό. Από εκεί έμαθε πέντε πραγματάκια και πουλάει τώρα gadgets  για τετρακόσια ευρώ το μήνα. «Αλλά που θα πάει. Δεν θα βρω αυτό που θέλω. Θα αλλάξει όλη η ζωή μου.» έλεγε και ξανάλεγε.
Τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής; Εγώ προσωπικά γνωρίζω τον μίτο της Αριάδνης. Μου το εξομολογήθηκε μια μέρα όταν την συμβούλευα στο να είναι πιο προσεκτική στις επιλογές της.
-          Έννοια σου και ξέρω εγώ, μου είπε με αυτοπεποίθηση (οικογενειακό βλέπετε χάρισμα για να χρυσώνεις τις αδυναμίες σου.) Μια μέρα θα με δεις καλοπαντρεμένη και θα περνάω καλά.
-          Πως δηλαδή βρε Ελβι. Μόνο εσύ ξέρεις τη συνταγή;
-          Οι άντρες δικέ μου (δεν έχει σημασία αν ήμουν σαν τον πατέρα της στην ηλικία. Το «δικέ μου» ήταν φράση κλειδί στο λεξιλόγιο της.) είναι, άσε να μη σου πω τώρα τη λέξη.
-          Έλα που κώλωσες τώρα στη λέξη, τόσα μου έχεις ξεφουρνίσει.
-          Μαλακοπίτουρες.
-          Ε και;
-          Τσιμπάνε ρε παιδί μου. Άμα δούνε θηλυκό, τέρμα την πάτησαν. Εγώ που λες θα βρω μέσα από το Ιντερνετ κάποιον που δεν θα με ξέρει καθόλου, όπως είναι φυσικό και θα τον κάνω να με καψουρευτεί μέχρι αηδίας. Μια φίλη μου βρήκε έναν έτσι. Έξη μήνες τον παίδευε μέσα από την web-cam. Το ψαράκι ήταν ήδη τσιμπημένο λοιπόν κι όταν γνωρίστηκαν από κοντά σε τρείς μήνες τον τράβηξε από τη μύτη και τον πήγε στο Δημαρχείο, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο θεός εδώ όμως, για να μην πάρει κανένα παλληκαράκι στο λαιμό της και για να μην μπορέσει να πετύχει τον στόχο της, έκανε ότι μπορούσε στα γεννητούρια της μικρής Ελβις. Αφαίρεσε όσο μπορούσε ομορφιά και μάλλον της το έδωσε σε ύψος. Ήταν δηλαδή, ψηλή κι άχαρη. Όσο για τη φίλη της που μου ανάφερε ξέχασε ότι τον γάμο της, τον φωτογράφησα εγώ, καθότι φωτογράφος στο επάγγελμα και διαπίστωσα ιδίοις όμασι ότι το κοριτσάκι ήταν μπουκιά και συχώριο.
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Τρία από τα τέσσερα άτομα με μένουν σ’ αυτό το σπίτι έχουν τον δικό τους υπολογιστή. Τρεις υπολογιστές δηλαδή, αλλά και τρείς διαφορετικές συνδέσεις, άρα και τρία πάγια τέλη. Μόνο η μαμά δεν έχει υπολογιστή. Αν ήξερε να τον δουλέψει ίσως να είχαμε ένα p/c παραπάνω. Ευτυχώς που οι γνώσεις της φτάνουν μόνο στο επίπεδο της πασιέντζας. Η μεγάλη της αδυναμία όμως είναι η μπιρίμπα. Εάν δεν ξέρεις μπιρίμπα το βλέπω κομματάκι δύσκολο να γίνεσαι φίλος του σπιτιού. Αφού κι εμείς από τότε που κόλλησε αυτό το αναθεματισμένο βίτσιο, αραιώσαμε τις επισκέψεις μας. Η ίδια δε προς το σπίτι μας, σχεδόν τις έχει διακόψει. Παρτενέρ της μόνιμα πια η χοντρέλο, όνομα που της επέβαλε ο Αλέξ και μια συμπαθητική σαραντάρα που έχει σαράντα χρόνια άνεργη.
Δεν είναι λίγες οι φορές ιδιαίτερα Σαββατοκύριακα που άπαντες, μαζί με τη χοντρή και την σαραντάρα, θα τους βρεις όλους μαζί, ο καθένας όμως παρέα με το χούι του. Τρείς μουσικές συχνότητες μπερδεύονται η μία μέσα στην άλλη. Επικρατεί βέβαια ό Αλέξ με τα τσιγκανοσκυλάδικα αλλά αν προσαρμοστείς στο χώρο, θα πάρεις χαμπάρι και κάτι μέταλ μελωδίες (αν μπορεί να πει κανείς πως έχει μελωδία αυτή η μουσική). Στη front line κλασικά εικονογραφημένα. Έντεχνο Ελληνικό τραγούδι με επιλογές που συγκλίνουν στο καψουροτράγουδο και τον κουμπάρο να σερφάρει, επωφελούμενος την αφοσίωση των τριών γυναικών στη μπιρίμπα. Αν τύχει να τους επισκεφτείς σ΄αυτή την οικογενειακή ζεστή στιγμή, δεν θα στο αρνηθούν. Θα πάρεις όμως μια καρέκλα, θα επιλέξεις έναν τομέα και θα καθίσεις. Συμμετοχή στην ηχορύπανση εκτός από τους εκκολαπτόμενους DJs έχουν και τα χαρτόμουτρα. Ειδικά η χοντρέλο κάθε που γινότανε (κατά την ορολογία της τράπουλας) έβγαζε τέτοιο τσιριχτό, που δεν περνούσε απαρατήρητο. Διαβόλου σύμπτωση όμως τον θρίαμβο της τον συνόδευε με μια βόλτα στο ψυγείο, έπαιρνε μια κόκα κόλα και ξαναγύρναγε θριαμβευτικά στην καρέκλα της. Μάταια ό Αλεξ διαμαρτύρονταν να σκάσουν επιτέλους γιατί τον μπερδεύουν. Ποιος να του δώσει όμως σημασία. Ισα-ίσα που τους θύμιζε την πάγια επιθυμία τους, να τους βάλει κάνα Βοσκόπουλο. Όσο για τον μπαμπά,  εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση έγραφε τάχα μου αδιάφορα μυνηματάκια σε πονηρές καταχωρίσεις.
Τον τελευταίο καιρό, η απουσία του από το σπίτι μας, ήταν  στο αραιά και που. Ακόμα και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες κομμένες.
-          Τι έγινε  Κλεομένη, τον ρώτησα μια μέρα. Προς τι η απουσία σου από τον κοινωνικό περίγυρο; Αν κι εγώ δεν χρειαζόμουν απάντηση, γιατί υπέθετα την αιτία.
Εμένα με εμπιστεύονταν. Όχι τόσο για την εχεμύθεια μου, που την είχε δεδομένη, αλλά γιατί, εγώ τον καταλάβαινα. Είχε άλλωστε ανάγκη να μοιραστεί με κάποιον τις αλχημείες του. Χωρίς να με κοιτάζει, έχει βλέπετε και τις ντροπές του, μου άνοιξε μια φωτογραφία από τον υπολογιστή του και μου έκανε νόημα να την προσέξω. Σκύβω λίγο για να δω καλύτερα και βλέπω ένα νεανικό κορμί καλό δε λέω, είχε όμως κάτι σαν μουτζούρα στο κεφάλι της για μην φαίνεται καθόλου το πρόσωπο της.
-          Κου-Κουμπάρε έχω πάθει.
-          Έβγαλες εσύ τέτοιο λαβράκι; Καλά δεν είδε τη φωτογραφία σου;
-          Ο-Όχι δεν ε,εχω βάλει φω-φωτογραφία αλλά η μικρή Τσι-τσίμπησε γιατί της είπα πως έχω δδδική μου επιχείρηση. Σου μιλάω θέλει να με γνωρίσει.
-          Μωρέ καλά φωτογραφία δεν έχεις, αλλά το προσπερνάμε, όπως το προσπέρασε και η κοπέλα. Ηλικία; Της είπες πόσο χρονών είσαι.
-          Σα-σαράντα δυο.
Σαράντα δυο ο κύριος Κλεομένης. Τα άλλα δέκα και βάλε, τα πέταξε στη θάλασσα. Για κοίτα που μας το παίζει τζόβενο, ο μαθουσάλας. Και δείχνει μια έπαρση από ευχαρίστηση, που την έχει φανταστεί κιόλας στο πιάτο του. Το απόλυτο ελιξίριο. Όλα ξεχνιόνται, όλα. Τα χαμένα χρόνια της νιότης, τα πέτρινα χρόνια που πέρασε ζώντας με την ίδια γυναίκα και οι χαμένες ελπίδες πως κάποτε θα πιάσουμε στεριά. Νάτην η στεριά λοιπόν. Ένα βράδυ σε αρχοντικό πέτρινο δωμάτιο στη Μονεμβασιά με το μωρό και δίνει άφεση αμαρτιών σε όσους και σε ότι τον πλήγωσε. Έτσι είναι Τα διαβατήρια σήμερα βγαίνουν στη στιγμή.
-          Αν το πολυσκεφτείς κουμπάρε, το πουλάκι πέταξε. Θα γυρίσουμε πάλι στο απόλυτο τττίποτα.
Η πόρτα από το δωμάτιο του Αλεξ  ήταν ανοιχτή. Ήταν η ώρα της κοινωνικής συναίνεσης και η μουσική είχε παραχωρήσει τη θέση της στο σερφάρισμα. Είχε κι αυτός τον δικό του σεβντά. Η αγορά του αυτοκινήτου του δεν του επέτρεπε ούτε την πολυτέλεια του καφέ σε παραλιακό μαγαζί. Γνήσιο παιδί της γενιάς των G700 πιστό στο δόγμα «το αμάξι μου κι εγώ κι ας μην έχω ένα ευρώ.» Η συζήτηση με τον πατέρα του μάλλον καταγράφηκε από τα κουρασμένα του αυτιά και ξαφνικά ρίχνει σφήνα την ατάκα του.
-          Μην τον ακούς νονέ. Ας’ τον να ονειρεύεται. Έλα να δεις και σε μένα κάτι.
Πήγα και τι να δω. Την ίδια φωτογραφία με  τα ίδια χαρακτηριστικά. «Η ονειροπαρμένη» Αυτό ήταν το ψευδώνυμο.
-          Άσε σου λέω φάση. Μπήκα μια μέρα στον υπολογιστή του, κι άρχισε σιγά σιγα να κατεβάζει τον τόνο της φωνής του για να μην ακούγεται και κράτησα το e-mail της κοπέλας. Εδώ και δυο βδομάδες ανταλλάσσουμε μυνηματάκια. Μόλις της είπα πως έχω BMW κόλλησε. Και πότε θα βγούμε και πότε θα βγούμε είναι. Περιμένω γαμώτο να περισσέψει κάνα φράγκο κα θα το χτυπήσω το γκομενάκι. Άσε που την έχω κάνει λιώμα με αυτά που της γράφω.
-          Και σε πιστεύει;
-          Και τι με νοιάζει. Μέχρι να δει πως κάνει λάθος, εγώ καλά θα περνάω.
Να λοιπόν πως η επένδυση να έχουν τρείς χωριστές συνδέσεις Ιντερνέτ, αποδίδει καρπούς. Να που ή τεχνολογία δίνει ελπίδα για το αύριο. Ένας ξεγραμμένος Δον Ζουάν και δύο ανεγκέφαλοι νέοι, μπορούν να προσμένουν ακόμα το τρένο να φανεί. Η μόνη που δεν έχει τίποτα ούτε να χάσει αλλά ούτε και να κερδίσει, μέσα σ’ αυτή την οικογένεια είναι η μαμά και σύζυγος. Η μπιρίμπα βλέπετε παίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από χρόνια. Γι αυτή ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το σκοπό. Η κούραση που έφαγε στη ζωή της, της άφησε τόση δύναμη, ίσα που να μπορεί να χαίρεται την νίκη της στη μπιρίμπα και να φωνάζει «έγινα»

Ήταν Σάββατο απόγευμα και περπατούσα χαζεύοντας τις βιτρίνες σε κεντρικό δρόμο της Καλλιθέας. Ήθελα να περάσει λίγο η ώρα ώσπου να ανοίξουν τα μαγαζιά για να κάνω ορισμένα ψώνια. Καθώς περνούσα μπροστά από την καφετέρια Μιμόζα, διέκρινα ξεκάθαρα να πίνει τον καφέ του στο βάθος του μαγαζιού ο κουμπάρος μου ο γκαντέμης. Σχεδόν μηχανικά απλώνω το χέρι στην γυάλινη πόρτα του μαγαζιού και μπήκα μέσα.
-          Κουμπαρούλη κερνάς καφέ, του είπα.
-          Βρε δεν πα-πας στο δια-διαολο λέω εγώ. Που-που ξεφύτρωσες εεσύ τώρα.
-          Μπα ενοχλώ δικέ μου
Κι άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι των υποθέσεων για το ποιος λόγος μπορεί να τον έφερε, να πίνει τον καφέ του εδώ και μάλιστα να είναι τόσο ανήσυχος. Αλλά δεν χρειάστηκε να το παιδέψω πολύ. Μπίνγκο «ψιθύρισε» το μυαλό μου από τα βάθη της κεφάλας μου. Ναι μωρέ, το βρήκα. Δεν θέλω όμως να του κάνω χαλάστρα.
-          Μεγάλε άσε μην ανησυχείς. Δεν θα σου σταθώ εμπόδιο. Θα κάτσω όμως σε άλλο τραπεζάκι για να δώ τη συνέχεια, κερνάς όμως;
-          Φύγε-φύγε ρε μα-μαλάκα και ότι θες.
Έφυγα αλλά δεν στάθηκα μακριά. Στο διπλανό τραπέζι ήταν μια χαρά. Θα είχα έτσι και ακουστική επαφή. Με μια μπυρίτσα στο χέρι απολάμβανα την αμηχανία του Κλεομένη που στούπωνε την πίπα του νευρικά και την άναβε, την ξαναστούπωνε και την ξανάναβε αλλά που να ρουφήξει, όλο του έσβηνε. Το διασκέδαζα. Για δες το μαθητούδι ραντεβουδάκι. Μου ήρθε σαν φλασιά στο νου η σκηνή από την ταινία του Δημήτρη Χόρν, που έλεγε ο παππούς «μωρέ ας πει το ναι το κορίτσι κι εγώ χρατσα χρούτσα, χράτσα χρούτσα κάτι θα κάνω» κι άρχισα να γελάω μόνος μου. Μου κόπηκε όμως το γέλιο όταν είδα να μπαίνει μέσα ο Αλέξ. Σάστισε κι ο ίδιος.
-          Τι έγινε, σαν να πήρε αμέσως στροφές για να βρει τα συγκαλά του. Έχουν σήμερα τα ΚΑΠΥ συνέλευση;
Το Κλεομένη ήταν να τον κλαίς.
-          Τιτιτι κάνεις εσύ εδώ πέρα;
Καλύτερα ο Αλέξ να αργήσει να απαντήσει γιατί ο Κλεομένης δεν έβρισκε άλλα λόγια να πει. Είχε που είχε το βάσανο του ρεταρίσματος τώρα  τον έπιασε και γλωσσοδέτης. Τη ζημιά την πλήρωσαν οι πίπες του. Κάνει να πάρει την εφεδρική από το τσαντάκι, κι αδέξια παίρνει σβάρνα το νερό, το οποίο αν θυμάμαι καλά από τη φυσική του σχολείου, αυτό το ρημάδι έχει τη φυσική ιδιότητα να τείνει να καταλάβει πάντα το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται. Σκύβοντας να σηκώσει το ποτήρι τρείς πίπες κι ένα σακουλάκι καπνού βρήκαν στιγμιαίο καταφύγιο στην κεφάλα του. Παράτησε αμέσως κάθε προσπάθεια ανασύνταξης, ανασηκώθηκε και με καημό απεγνωσμένου ανθρώπου, είπε την κλασική του ατάκα.«Γαμώ την γκαντεμιά μου» Ανασκουμπώθηκε λιγάκι, ίσιωσε τα ρούχα του, τη γραβάτα και ίσα που πρόλαβε να μου πει.
-          Κου-κουμπάρε μαζεψέτα σε παρακαλώ και πλήρωσε για-για μένα
-          Που πας μωρέ τρελέ, του είπα
-          Α-Α-Ασε με να πάω να γαμηθώ.
-          Κι ευθύς τράβηξε το πόμολο της πόρτας κι έφυγε ξαναμμένος.
Ο Αλέξ δεν ανησύχησε. Πρέπει να τον βόλευε. Η εξέλιξη της ιστορίας του ήρθε κουτί.
Αστον τον μαλάκα. Όλο σκατά τα κάνει.
-          Τι λες μωρέ του είπα λίγο άγρια.
-          Άντε ρε καλύτερα, κι έχω ραντεβού σήμερα με το ονειροπαρμένο.
-          Όπα. Γιαυτό αυτή η σύμπτωση; Είπα κι εγώ, εσύ δεν συχνάζεις εδώ, πως κι έγινε. Και δε μου λες πως θα την γνωρίσεις;
Αφού με τράβηξε παράμερα γιατί ήμασταν ακόμη όρθιοι, για να μπορέσει το γκαρσόνι να σκουπίσει, μου είπε
-          Κανονίσαμε να κρατά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, αλλά βρε νονέ κάνε μου τη χάρη να με αφήσεις μόνο μου να περιμένω.
-          Ήδη παρήγγειλα δεύτερη μπυρίτσα αγόρι μου, αλλά δεν πειράζει εγώ θα κάθομαι εκεί σαν να μη γνωριζόμαστε, ένταξη;
-          Ένταξη
Ξέρετε εσείς τον νόμο του Μέρφη; Λέει λοιπόν «Καλώς τίνα τη συμφορά, φτάνει να είναι μόνη». Να και η εφαρμογή του. Από την είσοδο διέκρινα τη φιγούρα της αδελφής του Αλέξ. Μας είδε αμέσως. Κοντοστάθηκε έκανε μεταβολή, ίσως για να φύγει, αλλά γύρισε ξανά και νάσου κουνάμενη σινάμενη στήθηκε μπροστά μας και μ’ ένα πικρόχολο αστείο που απευθύνονταν σ’ εμένα είπε.
-          Τι έγινε, βγάλαμε σήμερα βόλτα το σκύλο;
Είναι γνωστό πως η αγάπη αυτών των παιδιών πάντα κάπως έτσι εκφράζονταν. Κοινός τόπος άλλωστε τέτοιες συμπεριφορές στις σχέσεις πολλών αδελφών που διανεύουν το άνθος της νιότης των.
-          Που είσαι Ζηνοβία, Η λέξη Ζηνοβία για τον Αλέξ ήταν βρισιά, Ελβι το λέγαν το κορίτσι. Στρίβε γιατί πολλά στραβά είδαν τα μάτια μου σήμερα.
Ο Αλέξ το έπαιζε big brother γιατί έτσι τον βόλευε. Ότι κι αν έγινα εδώ, δεν ήθελε να γίνει αιτία να χάσει το μεγάλο ραντεβού. Γιαυτό κι εγώ συνηγόρησα υπέρ του και πρότεινα στην Ελβι να την πάω με το αμάξι μου στο σπίτι της, αφού αγόραζα εκεί δίπλα κάτι ηλεκτρονικά που ήθελα. Δεν νομίζω να είχε άλλη επιλογή το κορίτσι. Έκλεισα το μάτι στον Αλέξ, σημάδι ευχής να πάνε όλα καλά κι πιάνοντας από την πλάτη την Ελβι, της έδειξα το δρόμο να προχωρήσει, χωρίς καλά καλά να πάρουμε την απάντηση της αν συμφωνεί. Πλήρωσα στην εξώπορτα σχεδόν, ότι χρωστούσα και βγήκαμε από την πόρτα. Στρίβοντας δεξιά η Ελβι κοίταζε επίμονα προς τα κάτω κι όσο απομακρύνονταν έστρεφε το κεφάλι της προς τα πίσω. Κοίταξα κι εγώ να δώ τι είναι αυτό που με τόση προσοχή κοιτούσε και δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
-          Έλα πάμε μη καθυστερούμε της είπα και το κορίτσι με ακολούθησε σιωπηλό.
Την είχα ήδη αφήσει στο σπίτι της και σαν έμεινα μόνος κατά τη διάρκεια της διαδρομής για το δικό μου σπίτι, με ζώσανε τα φίδια. Ποιος παράτησε το κόκκινο τριαντάφυλλο στην είσοδο του μαγαζιού; Τι έκανε ή Ελβι όταν ανέβαλε την είσοδό της στο μαγαζί και μας γύρισε την πλάτη; Δεν είναι δυνατόν. Λες να……..
Αυτή την αμφιβολία, ποια αμφιβολία, την βεβαιότητα θέλω να πω, την είχα κατ΄αποκληστικότητα μόνο εγώ γιατί, δεν ήταν δυνατόν κανείς να υποθέσει πως η τύχη σκάρωσε εδώ ένα κωμικοτραγικό γεγονός. Σαν να ‘θελε να διασκεδάσει την άνοια της. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως η Ελβι μη γνωρίζοντας τα πραγματικά στοιχεία των προσώπων που επικοινωνούσε στο Ιντερνέτ, έκλεισε το ραντεβού στον μπαμπά της και τον αδελφό της. Μένει όμως μια απορία να λύσω. Αφού το ραντεβού ορίστηκε στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα, πως δεν θα μπέρδευε τους θαυμαστές της με το τριαντάφυλλο. Αυτός ο γρίφος δεν λύνονταν με καμιά λογική. Δεν έμενε τίποτε άλλο από την απ’ ευθείας ερώτηση. Χρειάζονταν όμως μια μαεστρία. Η κοπέλα δεν έπρεπε με τίποτα να καταλάβει τι πήγαινε να συμβεί.
Δεν ήταν τυχαίο που την επισκέφτηκα στο σπίτι της σε ώρα που δεν θα ήταν κανείς άλλος εκτός από την ίδια. Στο χτύπημα του κουδουνιού άνοιξε αμέσως. Θα προτιμούσε να δει κανέναν άλλον μπροστά της, εκτός από τη φάτσα μου. Μου χαμογέλασε όμως όπως πάντα με χαρά και πήγε αμέσως να μου ετοιμάσει καφέ.
-          Δεν είχα τι να κάνω και πήρα σήμερα τους δρόμους. Επειδή όμως λόγω της κρίσης οι καφέδες έξω κοστίζουν ακριβά, είπα να έρθω να μου φτιάξεις εσύ έναν.
-          Σου τον φτιάχνω ήδη αλλά μη μου στρογγυλοκαθίσεις μωρέ, μου είπε με όσο νάζι της περίσσευε.
-          Όχι όχι μην ανησυχείς.
Ήταν και για μένα ότι έπρεπε. Ένοιωθα κι εγώ αμήχανα μαζί της σήμερα. Μετά φοβόμουν μην καταπιαστούμε με το περιστατικό και λέγε-λέγε το μπλέξουμε το πράγμα. Ήπια δυο τρείς γουλιές από τον καφέ και μπήκα κατευθείαν στην ερώτηση που είχα σκεφτεί να της κάνω. Πήρα κι ένα υφάκι περιπαικτικό, έτσι για να μην προσδώσω καμιά μεγάλη σοβαρότητα στην κουβέντα μου και είπα.
-          Δε μου λες μουσίτσα. Εσύ τι διάολο γύρευες σ΄αυτή την καφετέρια, αφού απ’ όσο ξέρω δεν την έχεις αναφέρει ποτέ για στέκι σου. Τι είχες σκαρώσει;
Αυτό ήταν, τσίμπησε. Απονήρευτα και χαμογελαστά μου έδωσε την απάντηση.
-          Θυμάσαι που σου έλεγα πως εγώ θα γνωρίσω τον γαμπρό από το Ιντερνέτ; Λοιπόν εκείνη την ημέρα είχα δώσει ραντεβού με δύο.
-          Με δύο;!!!!
-          Ναι με δύο.
-          Και πως θα μιλούσες και στους δύο.
-          Εγώ έχω μυαλό μωρέ, δεν είμαι πια το χαζοκοριτσάκι που ήξερες.
-          Δηλαδή;
-          Είχα προαποφασίσει πως με ενδιαφέρει καταρχάς ο συνομήλικος μου. Στον άλλον έδωσα την ίδια ώρα ραντεβού έτσι να τόνε βλέπω και να κρυφογελάω.
-          Και πως θα τους ξεχώριζες;
-          Είδες που σου είπα πως έχω μυαλό. Εσένα δεν σου πάει ο νους. Παρότι είχαμε συμφωνήσει να κρατάω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο….
Μόλις το είπε με έπιασε σύγκρυο. Η πιθανότητα έγινε πραγματικότητα. Το πεταμένο τριαντάφυλλο στην πόρτα ήταν της μικρής.
-          Στο δρόμο κάτι μου χάλαγε το σενάριο κι αποφάσισα να αλλάξω τα σχέδια. Αποφάσισα να πετάξω το τριαντάφυλλο. Υπέθεσα βάσιμα πως το μαγαζί τέτοια ώρα δεν θα είχε πολλούς πελάτες για να μην πω πως υπολόγιζα να μην υπήρχε κανείς. Οπότε εύκολα θα διέκρινα τον νεαρό, θα τον πλησίαζα με νάζι για να του δώσω να καταλάβει πως είμαι αυτή που περίμενε. Στην τελική (άλλη μια φράση βγαλμένη από τον νεαρόκοσμο) θα του έλεγα «Εσύ δεν είσαι που περιμένεις ένα κορίτσι» και μετά θα απολάμβανα την αγωνία του ηλικιωμένου που θα ξεφυσούσε.
-          Καλόοοοοο
-          Ναι αλλά βρεθήκατε εσείς φάντης μπαστούνι μπροστά μου και μου τα χαλάσατε όλα. Το κακό είναι πως στην ανακατωσούρα δεν πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στον χώρο, αν είχαν ήρθαν οι υποψήφιοι.
-          Μπα δε νομίζω κορίτσι μου. Μόνο εμείς ήμασταν στο μαγαζί και σε ένα άλλο τραπέζι κάθονταν τρείς κοπέλες.
-          Την πήρα την απάντησή. Μετά από κάνα δύο ακόμα ρουφηξιές στον καφέ, συνόψισα από μέσα μου τα γεγονότα για να δω αν χρειάζονταν καμιά διευκρινιστική ακόμα ερώτηση. Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Πρώτον, η κοπέλα δεν κατάλαβε τίποτα. Θεώρησε την παρουσία μας εκεί τυχαία κι αυτό ήταν όλο. Δεύτερο. Το πεταμένο τριαντάφυλλο καλά έκανε και είχε αυτή τη μοίρα για αν η Ελβι έμπαινε στο μαγαζί με αυτό, κάποιος απ’ όλους θα έπρεπε να αυτοκτονήσει και τρίτον, ούτε οι άλλοι δυο, πατέρας και γιός δηλαδή, πήραν χαμπάρι τι πήγαινε να τους σκαρώσει η τύχη. Απέδωσαν το μπάχαλο στην δική μου παρουσία και επειδή αισθάνονταν και ψιλοένοχοι, ούτε που μπήκαν στον κόπο να ρωτήσουν την κοπέλα, τι γύρευε ξαφνικά στην καφετέρια.
-          Αυτό ήταν. Ο καλός θεούλης πρέπει να έβαλε το χεράκι του κι αποφεύχθηκε μια οικογενειακή τραγωδία.
-          Κορίτσι μου, πρέπει να φύγω, της είπα αφού σχεδόν τον καφέ μου τον είχα πιεί. Θα τα ξαναπούμε καμιά μέρα, ένταξη;
-          Άντε φιλάκια και να μου φιλήσεις τη Νονά.

Μαντζούρης Κων/νος 
Μάρτιος 2010


Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το Κείμενο είναι νομικά κατωχειρομένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: