ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

18/8/13

ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ


ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Νουβέλα

Η ζέστη ήταν αφόρητη όλη μέρα. Δε υπάρχει χειρότερος συνδυασμός από το να είναι Αύγουστος, να κάνει ζέστη κι εσύ να νοσηλεύεσαι σ’ ένα από τα πιο βρώμικα νοσοκομεία της Αθήνας. Επισκέψεις απρόσμενες, συζητήσεις κενές περιεχομένου, φάρμακα, νοσοκόμες, ζέστη και να επικρέμεται από πάνω σου η επιγραφή για την απαγόρευση του καπνίσματος. Η πιο καλή ώρα για ν’ απολαύσεις ένα τσιγαράκι σε νοσοκομείο, είναι η ώρα που όλα μπαίνουν στη ναφθαλίνη. Εκεί γύρω στις εννιά το βράδυ. Οι ρυθμοί πέφτουν ξαφνικά στο μηδέν κι εσύ μένεις μόνος, αναγορεύοντας ως μοναδική απόλαυση στη ζωή σου τούτη την ώρα, ένα τσιγαράκι στα πεταχτά.
Η Σάσα πίστευε πάντα πως ελέγχει την κατάσταση με τη χρήση των ναρκωτικών. Ήταν το τελευταίο της αποκούμπι στη ζωή, αφού όλα της είχαν πάει ανάποδα. Από πολλά υποσχόμενη νεαρή ηθοποιός, κατάληξε για να μπορεί να καλύψει απλές καθημερινές ανάγκες, να γυρίζει ταινίες πορνό. Κι όπως λέει κι ο λαός αφού «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» γνώρισε και τον κόσμο τον ναρκωτικών. Στην αρχή έτσι για να στανιάρουμε που λένε και μετά, για να μπορεί να ξεχνά την κατάντια της. Τι ειρωνεία, όλοι στη μικρή πόλη που γεννήθηκε της χάιδευαν τ’ αυτιά, αφού από τα δώδεκα της χρόνια έδειχνε να ξεπετιέται ένα λυγερόκορμο κορίτσι δύο μέτρα που θα τρελάνει κόσμο. Αυτό το κορίτσι κάθετε τώρα στα σκαλιά της πίσω εισόδου του νοσοκομείου κρατώντας το πρόσωπο της με τις δυο της παλάμες, έχοντας ακουμπισμένο το μέτωπο στα γόνατα, που το ανασήκωνε μόνο για να τραβήξει μια γερή ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο. Ακόμα και σ’ αυτή την καταφανή θέση που μύριζε από μακριά απελπισία, έδειχνε μια υπέροχη κοπέλα που τα μακριά της πόδια απλώνονταν μέχρι τα τρία επόμενα σκαλοπάτια και το μαύρο κοντό μαλλί της άφηνε εσκεμμένα σε κοινή θέα, τα υπέροχα της μάτια και τις γωνιές που σχημάτιζε το πρόσωπό της. Ακόμα και σ’ αυτή τη θέση, μετά από μια πλύση στομάχου που είχε προηγηθεί, μετά την απόπειρα να καταπιεί ότι παλιοχάπια της βρίσκονταν στο συρτάρι και τις ανούσιες επισκέψεις των φίλων της που κουβαλούσαν μαζί τους τις ίδιες στερεότυπες συμβουλές του τύπου «Σάσα μου να προσέχεις, εμείς σε αγαπάμε. Εμείς το καλό σου θέλουμε» ακόμα κι έτσι λοιπόν, ήταν μια θεά. Μια θεά που δεν πίστευε πλέον σε κανέναν θεό. Όλα μπρος τα μάτια της έμοιαζαν ανιαρά και μίζερα. Η μόνη αξία που της απέδιδαν πια ήταν το ψιλόλιγνο κορμί της κι αυτό για να το χρησιμοποιούν σε ταινίες πορνό. Όχι αυτόν τον εξευτελισμό δεν μπορούσε να τον αποδεχθεί πια. Αν για να υπάρχει στη ζωή έπρεπε να ικανοποιεί τέτοιες αρρωστημένες καταστάσεις, το είχε πάρει πλέον απόφαση. Κάλιο να την πετάξω στα σκουπίδια, έλεγε. Και να που λίγο έλειψε να το πραγματοποιήσει.

Ο Κλέαρχος πρόσεξε την κίνηση της κοπελιάς που κατευθύνθηκε προς το κλιμακοστάσιο και τράβηξε κι αυτός προς την ίδια κατεύθυνση, ανάβοντας μάλιστα το τσιγάρο του πριν ακόμη κάνει το πρώτο βήμα, για να εδραιώσει την άποψη κι σ’ όσους τυχών τον έβλεπαν, αλλά πάνω απ’ όλα προς το κορίτσι, πως έψαχνε κι αυτός μια καλή κρυψώνα για ν’ απολαύσει ένα τσιγαράκι. Η όψη του Κλέαρχου δεν είχε την τραγικότητα της κοπέλας. Αυτός μπήκε στο νοσοκομείο μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Αυτό το ατύχημα του προξένησε ανάμεικτα ψυχολογικά συναισθήματα. Ο ίδιος γλύτωσε από του χάρου τα δόντια με μερικές γρατσουνιές κι ένα σπασμένο χέρι. Από το άλλο όμως αυτοκίνητο που ενεπλάκη στο ατύχημα σκοτώθηκαν κι ο οδηγός, αλλά κι ο συνοδηγός. Από τη μια μακαρίζει τον εαυτό του που είναι ακόμα στη ζωή κι από την άλλη θέλει να εκφράσει τη λύπη του για τους δυο αδικοχαμένους, αλλά η πρωτεύουσα σκέψη για τη δική του σωτηρία του μπερδεύει το λογισμό. Τι περίεργο ον που είναι ο άνθρωπος τελικά. Η ζωή κι ο θάνατος παρ’ ότι κολλητά φιλαράκια, ώρες-ώρες να καμώνονται πως δεν γνωρίζονται καν και δεν μιλιούνται κι ας συνταξιδεύουνε πολλές φορές στο ίδιο αυτοκίνητο. Ο Κλέαρχος αυτή τη στιγμή ζει. Αυτό προσπαθεί να συνειδητοποιήσει από τη στιγμή που ξεπέρασε το σοκ. Τσιμπιέται να το πιστέψει. Ναι ζει. Μπορεί ακόμα να ελπίζει. Είναι μόλις σαράντα ετών και στη ζωή του όλα είναι στο ξεκίνημα. Ανύπαντρος ακόμα κι ευκατάστατος οικονομικά.
Την ώρα που ανάβει το τσιγάρο ο νους του μουδιάζει για μια στιγμή. Πριν δέκα ώρες είδε με τα μάτια του δυο άψυχα κορμιά στην άσφαλτο που ίσως να ευθύνεται κι ο ίδιος γι αυτό και βρίσκει τώρα το κουράγιο να θέλει να θαυμάσει από κοντά τα ψιλόλιγνα πόδια της Σάσας που βρίσκονται απλωμένα στα σκαλιά μεταξύ πρώτου και δευτέρου ορόφου. Με το ύφος του άντρα που ξέρει ότι αρέσει έστω και με το ένα χέρι του τυλιγμένο στο γύψο, πήγε και στήριξε την πλάτη του στον τοίχο πατώντας στο πλατύσκαλο, εκεί στα μισά της σκάλας που κάνει στροφή. Η Σάσα τον πήρε χαμπάρι αλλά δεν είχε καμία όρεξη για κουβέντα. Μπορεί η ίδια να ήταν ακόμα ζωντανή, αλλά ο νους της σίγουρα είχε σαλτάρει στο κενό. Δεν της πέρασε καν από το μυαλό η ιδέα πως τέτοια ώρα, κάτω από τέτοιες συνθήκες, ένας άντρας την πλησίαζε με ερωτική διάθεση. Γι αυτήν τελευταία ο έρωτας μετριόταν μόνο με τα χρήματα που μπορούσε να εξοικονομήσει για να πληρώσει το νοίκι και  να εξασφαλίσει τη δόση της και μεταφράζονταν σε δέκα ή σε είκοσι λεπτά γυρίσματος ταινίας.
-         Υπάρχει κανένα τασάκι εδώ. Τη ρώτησε έτσι για ν’ αρχίσει την κουβέντα μαζί της.
Μέχρι ν’ αποφασίσει το κορίτσι να σηκώσει τον αυχένα της, ένας τρίτος απρόσκλητος επισκέπτης έκανε την εμφάνισή του, ανεβαίνοντας από το ισόγειο. Το σκηνικό με την παρουσία του θύμιζε αρχαία τραγωδία που ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται στο μέσον της σκηνής ο από μηχανής θεός και σώζει την κατάσταση. Το ντύσιμο του έμοιαζε με αυτό του Λάμαχου από τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη που πετιέται ξαφνικά για να αναγγείλει το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Στα χέρια του κρατούσε ένα ιατρικό σταντ, αυτό που χρησιμοποιείται για να κρεμούν οι ασθενείς τους ορούς. Το αστείο ήταν ότι δεν ήταν μόνο ένας ο ορός. Τέσσερα διαφορετικά σχέδια που με τα νάιλον σωληνάκια που αιωρούταν στο κενό δημιουργούσαν μια εικόνα πραγματικά τραγελαφική.
Το τελευταίο βήμα βιάστηκε να το αποσώσει. Μέχρι να καταφέρει να τοποθετήσει το σταντ στο πλατύσκαλο και να στεριώσει το βάρος του πάνω σ’ αυτό για να μπορέσει τελικά να ισορροπήσει κι ο ίδιος και χωρίς καν να πάρει αναπνοή, ήθελε να προλάβει να απαντήσει στον Κλέαρχο πριν από την κοπέλα, γιατί επί του θέματος, είχε τη δική του άποψη.
-         Το νοσοκομείο κύριε έξυπνε δεν διαθέτει τασάκια και το ξέρεις. Αυτό που δεν ξέρεις όμως είναι να διαβάζεις τον πόνο των ανθρώπων. Γιατί αν ήξερες θα έπρεπε να ξέρεις πως ετούτο το πλάσμα εδώ μόλις γλύτωσε από βέβαιο θάνατο.
Φάνηκε τόσο αστείο ακόμα και στην ίδια τη Σάσα. Ποιος ήταν αυτός ο απρόσκλητος υπερασπιστής της. Ήταν πολύ περίεργη να τον δει κι ας αισθάνονταν το κεφάλι της βαρύ και ζαλισμένο.
Ο Ιάκωβος ήταν παλιός τρόφιμος του νοσοκομείου γι αυτό και κινιόταν μέσα σ’ αυτό σαν αίλουρος. Η δική του η αρρώστια τον έφερνε συχνά πυκνά ως νοσηλευόμενο σ’ αυτό κι από τα πολλά πήγαινε έλα άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται διαφορετικά κάποιες αξίες στη ζωή που ως τώρα η ανεμελιά της νιότης δεν του επέτρεπαν να καλοεξετάσει. Μια νιότη που σύντομα άρχισε να φυλλοροεί και να του παίρνει πίσω όσα καλούδια του χάρισε ο θεός, γιατί ήταν πολύ όμορφο παλληκάρι ο Ιάκωβος. Ο χθεσινός ξέγνοιαστος καβαλάρης μέσα σε δυο μήνες μετατράπηκε σε Στωικό φιλόσοφο, γιατί η υπόθεση καρκίνος δεν παίρνει από χωρατά. Την απλή έννοια που όλοι μας κουβαλάμε σαν φυλαχτό μαζί μας και εκφράζεται με τρείς λέξεις «θέλω να ζήσω» ο Ιάκωβος μόλις στα εικοσιοκτώ του χρόνια έπρεπε να συμβιβαστεί και να καταλάβει πως δεν του μένει και πολύς χρόνος ζωής. Όλα του τα θέλω ξαφνικά ακυρώνονται. Το μόνο που φοβάται πια κι εύχεται να μην του συμβεί, είναι να μην τον βρει το τέλος μέσα στα φριχτά δωμάτια του νοσοκομείου.
Η Σάσα βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει και του απεύθυνε την ερώτηση
-         Καλά και τι σε μέλει εσένα αν εγώ πήγα να πεθάνω; Μου λες σε παρακαλώ; Εγώ θέλω να πεθάνω. Μήπως πρέπει να σε ρωτήσω;
-         Μόνο εγώ πρέπει να πεθάνω, γιατί έτσι είναι γραμμένο και στο κάτω-κάτω είναι και μη αναστρέψιμο.
-         Μα δεν τη θέλω τέτοια ζωή, σας τη χαρίζω, τώρα αυτή τη στιγμή μπορείτε; Πάρτε την.
-         Για κοίτα πλάκα που έχει η ζωή, ανταπάντησε ο Ιάκωβος βάζοντας τώρα και τα δύο του χέρια στο σταντ για να υποβαστάζεται καλύτερα. Εγώ που θέλω να ζήσω, ο θεός μου λέει «Λυπάμαι πολύ, ως εδώ ήταν» κι εσύ που δεν σε κάλεσε κανένας άγιος Πέτρος για να σε γράψει στα δεφτέρια του, μας λες πως είσαι έτοιμη να την πετάξεις στα σκυλιά. Εσύ του λόγου σου, γυρίζει και κοιτάζει έντονα τον Κλέαρχο, σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκεις;
-         Ούτε στη μία, ούτε στην άλλη. Και μιλώντας έβγαλε κι άναψε δεύτερο τσιγάρο επανωτά. Αφού τράβηξε μια γερή ρουφηξιά, σαν να ρούφηξε μέσα από το τσιγάρο όλες τις λέξεις που ήθελε να χρησιμοποιήσει για να πείσει τους συνομιλητές του πως αυτός δεν ανήκει σε καμιά από τις δύο κατηγορίες που σκιαγράφησε ο «Λάμαχος» Η ζωή είναι μοναδική. Αφού μας τη χάρισαν πρέπει να την απολαύσουμε. Ζήσε σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο και μάθε πως δεν πρόκειται να πεθάνεις ποτέ. Να σ’ εμένα πριν από λίγες ώρες πέρασε από δίπλα μου ό ίδιος ο χάρος, αλλά τελικά μου γύρισε την πλάτη και προτίμησε να κόψει το νήμα της ζωής στους άλλους δύο. Έτσι είναι. Δεν αποφασίζουμε εμείς. Ακόμα και για σένα, αύριο το πρωί μπορεί να γίνει το θαύμα και να σωθείς. Μέχρι αύριο λοιπόν ζήσε και να ελπίζεις.
Η συζήτηση δεν πήγε παραπέρα. Τη μυστική τους κρύπτη ανακάλυψε η καθαρίστρια της νυχτερινής βάρδιας που εμμέσως πλην σαφώς τους θύμισε την απαγόρευση του καπνίσματος κι έτσι πήρε τέλος αυτή η αναπάντεχη φιλοσοφική ενδοσκόπηση για το νόημα της ζωής και που διήρκησες όσο ένα τσιγάρο στα πεταχτά ή μάλλον δυο για να είμαστε ειλικρινείς.  

Μαντζούρης Κων/νος
Αφιερωμένο στον γνωστό «άγνωστο» που προ ημερών αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο μαζί μου μιας και δεν το αξίζω. Τον ευγνωμονώ που προκάλεσε ανακατανομή στις σκέψεις μου για να πάψω κι εγώ επιτέλους να χαρίζομαι σε ανθρωπάκια σαν και του λόγου του.


Αύγουστος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: