ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

22/2/17

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ  (Διήγημα)

Πρόλογος
Είναι η ιστορία μιας νεαρής και όμορφης κοπέλας που γεύτηκε τη ζωή χωρίς όρια, χωρίς να λογαριάζει το αύριο.

Αφιερωμένο χαιρέκακα στην παιδική μου φίλη Χαρά, που αδίστακτα προσβάλλοντας με μου είπε μια μέρα ‘’Δεν είσαι δα και κανένας Καζαντζάκης για να διαβάζω ότι γράφεις’’
……………………………………………………………………………………………………………


Η Ηλιάνα ήρθε στη ζωή για να συμπληρώσει την ευτυχία του Στέλιου και της Βαλεντίνης. Το ζευγάρι, κλασική περίπτωση ενός μέσου Έλληνα που αφού κατάφερε να πραγματοποιήσει κάμποσα από τα καθιερωμένα πρέπει στη ζωή τους όπως σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση  στέγασαν τον φοιτητικό τους έρωτα στο άνετο διαμέρισμα που τους παραχώρησαν οι γονείς της Βαλεντίνης, στο Π Φάληρο, που είχε θέα προς τη θάλασσα. 
Στη βάπτιση της μικρής η εικόνα του νεοπλουτισμού ήταν έκδηλη. Στολισμοί ντυσίματα και χαμόγελα διάπλατα σε πρώτο πλάνο. Η βαπτιζόμενη εμφανίστηκε στην εκκλησία πάνω σ’ ένα ηλεκτροκίνητο παιδικό αμαξάκι. Μικρή όμως καθώς ήταν και δεν κάτεχε ακόμα πως να το κουμαντάρει ανάγκασε τον μπαμπά της να εγκαταλείψει το σχέδιο της θεαματικής εισόδου και την πήρε αγκαλιά. Οι καλεσμένοι είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ιδίοις ώμασι πολύ καλά ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι. Παππούδες γιαγιάδες νονές και γονείς, έτρεμαν μην κάνει κιχ  το μωρό. Όλοι σκυμμένοι από πάνω της έτοιμοι να πραγματοποιήσουν κάθε τι που θα καθησύχαζε τη νεοβαπτιζόμενη.  Το πόσα ‘’αγκού’’ ‘’θα πάμε ατα’’ ή θα κάνουμε μπλούμ τώρα’’ ακούστηκαν κατά τη διάρκεια του μυστηρίου’ δεν λέγεται και η μικρή να κλαίει ασταμάτητα. Κάποια στιγμή ο παππούς μη αντέχοντας να βλέπει το χρυσούλι του να σπαρταρά στο κλάμα, βγήκε έξω από την εκκλησία γιατί είχε ανάγκη να πάρει αέρα. Η γιαγιά δε παρ’ ότι μεγαλύτερη, λες και δεν έχει ξαναδεί βάπτιση στη ζωή της δοκίμασε μετά το ντύσιμο του μωρού να το πάρει και να πάνε ‘’ατα’’ κι ας περίμενε ο ιερέας να συνεχίσουν το μυστήριο.
Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσε η μικρή Ηλιάνα. Αργότερα, μόλις άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό της κι αντιλήφθηκε πως ότι ζητήσει, θα σκοτωθούνε όλοι να τις το προσφέρουν, το πράγμα παράγινε.
- Θα της κάνουμε κακό, προσπαθούσε να μεταφέρει την ανησυχία της η Βαλεντίνη στον άντρα της.
- Άντε καλέ, όλα τα παιδάκια έτσι είναι, ζητάνε.
Δεν συμμερίζονταν τους προβληματισμούς της ο Στέλιος. Συνέχιζε να παρέχει στο κορίτσι του ότι της περνούσε απ το μυαλό. Είπαμε πως δεν ήτανε δα και πλούσιοι αλλά το κόστος από τα θέλω της Ηλιάνας άρχισε ν’ ανεβαίνει .
Η Ηλιάνα γιόρταζε τα όγδοα γενέθλια της και στο σπίτι είχανε γιορτή. Όλοι οι καλεσμένοι περίμεναν γύρω στις οκτώ να κόψουνε την τούρτα για να μπορέσουνε μετά από λίγο να φύγουν για τα σπίτια τους και στις υποχρεώσεις τους. Ξαφνικά η Ηλιάνα θυμήθηκε πως στο γάμο που είχανε πάει πριν από δεκαπέντε ημέρες, την ώρα που το ζευγάρι έκοβε την τούρτα, άστραφταν γύρω τους βεγγαλικά.
- Μπαμπά, θέλω να μου ανάψεις βεγγαλικά.
- Που να βρω πουλάκι μου τέτοιαν ώρα βεγγαλικά;
- Δεν ξέρω, θέλω βεγγαλικά αλλιώς τούρτα εγώ δεν σβήνω.
- Θα πεταχτώ εγώ εδώ κοντά, προθυμοποιήθηκε ο παππούς
- Που καλέ τέτοιαν ώρα, μην της ανοίγεις την όρεξη.
- Ξέρω σου λέω εδώ κοντά, άσε θα δεις.
Κι αρπάζει τα κλειδιά του κι εξαφανίζεται. Ο Στέλιος εμφανίζεται στο σαλόνι κι ανακοινώνει στους καλεσμένους του πως θα καθυστερήσουμε λίγο γιατί σας έχουμε μια μικρούλα έκπληξη. Μικρή ή μεγάλη όμως ο κόσμος δυσανασχέτησε γιατί είχε μαζί του μικρά παιδιά που έπρεπε να γυρίσουν σπίτι, και να ετοιμαστούν νωρίς για την επόμενη μέρα. Ο παππούς αργούσε να γυρίσει και τον Στέλιο τον ζώνανε τα φίδια. Η μικρή Ηλιάνα είχε αποκαλύψει το μυστικό της στα υπόλοιπα πιτσιρίκια κι έτσι δεν ήτανε δυνατόν να πιάσει τόπο η τσιμπιά της μαμάς του Αλέξανδρου, που σήμαινε, ετοιμάσου να φύγουμε. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Στέλιου. Ήταν ο παππούς.
- Έλα λέγε που είσαι τον ρώτησε με μια ανάσα.
- Άσε μωρέ. Το μαγαζί που ήξερα δεν το πρόλαβα ανοιχτό.
- Ε! έλα πίσω να τελειώνουμε απόψε.
- Περίμενε ντε, μη βιάζεσαι. Βρήκα το τηλέφωνο του και τον πήρα. Όπου να ΄ναι έρχεται. Τα παίρνω και γυρίζω.
Και η ώρα έχει εν τω μεταξύ έχει περάσει κατά πολύ τις εννιά. Η μαμά του Αλέξανδρου δεν αρκέστηκε αυτή τη φορά σε τσιμπιά. Το άρπαξε δυνατά από το χέρι και του δήλωσε πως
- Έτσι και βγάλεις άχνα την έβαψες.
Τα βεγγαλικά ήρθανε τελικά κατά τις δέκα. Στο σπίτι έμειναν μόνο οι στενοί συγγενείς για να απολαύσουνε τάχαμου το θέαμα, κι ας έσερναν από μέσα τους τα εξ αμάξης για το σπάσιμο νεύρων που υπέστησαν σήμερα. Άστραψε και βρόντηξε για μερικά λεπτά η γειτονιά. Ευτυχώς που δεν ήταν μέρα εργάσιμη κι ο κόσμος που γνώριζε τις παραξενιές της οικογένειας έδωσε τόπο στην οργή και δεν βγήκε στα μπαλκόνια να τους βρίζει.

Κάπως έτσι μεγάλωσε το χρυσούλι μας η Ηλιάνα αλλά πολύ αργά κατάλαβαν οι γονείς της ότι ανάθρεψαν μέσα στο σπίτι τους έναν μικρό δικτάτορα. Πάλι καλά που το κατάλαβαν γιατί  υπάρχουν περιπτώσεις που όχι μόνο  δεν το παίρνουνε χαμπάρι αλλά καμαρώνουν από πάνω για το βλαστάρι τους. Η μόνη υποχρέωση που αναγνώριζε η μικρή Ηλιάνα πως χρώσταγε στους γονείς της, ήταν να είναι άριστη μαθήτρια, κάτι που τους έκανε να εξακολουθούν να υπομένουν κάθε παραξενιά της.

Στα δεκαεπτά με δεκαοκτώ της, πήγαινε στην Τρίτη λυκείου κι  ετοιμάζονταν εντατικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το μόνο αγκάθι που έκανε την οικογένεια να χάσει τον ύπνο του ήταν πως η μικρή πεταλουδίτσα τους είχε γίνει πια ολόκληρη γυναίκα κι επαληθεύτηκε κάτι που φαίνονταν από χρόνια, πως ήταν υπερβολικά όμορφη. Τα δύο τελευταία χρόνια ο κίνδυνος του «ου μπλέξεις» έγινε βραχνάς και στους γονείς που της το επαναλάμβαναν καθημερινά, αλλά και στην ίδια που βαρέθηκε να το ακούει. Φυσικά και το γνώριζε κι η ίδια κι έμελε στη συνέχεια τη γυναικεία της φύση να την αναγάγει σε εθνικό σπόρ. Τα λούσα που ζητούσε για να καλύψει τις ανάγκες της για να είναι ωραία και μοιραία γυναίκα παντού και πάντοτε, ξεπερνούσαν τις πραγματικές δυνατότητες των γονιών της. Παππούδες και γιαγιάδες δεν ζούνε πια για να συμπληρώνουνε τις επιθυμίες της. Παρ´ όλα αυτά, ότι επιθυμούσε η Ηλιάνα αργά ή γρήγορα το αποκτούσε. Πρώτη απ´ όλους η μητέρα της άρχισε επίμονα να τη ρωτά με ποιόν τρόπο βρίσκει και προμηθεύεται όλα αυτά τα λούσα αφού οι ίδιοι οι γονείς της δεν της έχουν δώσει αντίστοιχα χρήματα. Η απάντηση που έπαιρνε κάθε φορά που το επιχειρούσε ήταν απλή και μονολεκτική. «Δώρα» Έλα που αυτό ήταν που έκανε τη μάνα της να ανησυχεί περισσότερο. Τέτοια ακριβά δώρα πολλοί λίγοι θα μπορούσαν να της κάνουν κι αυτοί σίγουρα δεν θα μπορούσε να ήταν κάποιες από τις φίλες της που ούτε τη δυνατότητα είχαν γιατί τις περισσότερες τις γνώριζε, αλλά και δεν είδε ποτέ της φίλη να αγοράζει στη φίλη πανάκριβα παπούτσια και φουστάνια. Για τις σχέσεις της η Ηλιάνα δεν μιλούσε ποτέ. Είχε μάλιστα εκφράσει αυστηρά προς τους γονείς της πως δεν θέλει να ανακατεύονται στα προσωπικά της. Είναι μεγάλη κοπέλα πια και ξέρει τι κάνει. Έτσι τους έλεγε και τους αποστόμωνε. Σχεδόν κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο εξαφανίζονταν από το σπίτι. Τα ξενύχτια είχαν μπει για τα καλά στη ζωή της κι οι επιδόσεις της στην τρίτη Λυκείου δεν ήταν οι πρέπουσες.
- Ηλιάνα μου, μήπως πρέπει κορίτσι μου να κάνουμε κανένα ιδιαίτερο γιατί δεν σε βλέπω να περνάς στη Φαρμακευτική, προσπαθούσε να την επηρεάσει η μάνα της γιατί το ´βλεπε το κακό να έρχεται και οι κόποι τόσων χρόνων να πηγαίνουν χαμένοι.
- Καλά ρε μάνα, θα δούμε.
- Να το δούμε όμως σύντομα κορίτσι μου πριν να είναι αργά.
Είχε δίκιο η δόλια η μάνα που ανησυχούσε γιατί κακά τα ψέματα μπορεί να ήταν εύποροι ή νεόπλουτοι όπως τους αποκαλούσαν με αρκετή κακεντρέχεια κάποιοι φίλοι, αλλά στηρίζονταν σε δυο καλούς μισθούς και ένα σπίτι, αυτό που έμεναν δηλαδή στο Παλαιό Φάληρο. Αν λοιπόν η Ηλιάνα δεν καταφέρει να σπουδάσει και να γίνει μια μέρα οικονομικά ανεξάρτητη, φίδι που την έφαγε.  Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο αυτό και μόνο ήθελε να της περάσει η μάνα της ή να τη φοβίσει αν θέλετε για τη ζωή της.
- Μίλα της κι εσύ βρε Στέλιο, εμένα δεν με ακούει πια.
- Και ποιόν ακούει Βαλεντίνη μου ετούτο το κορίτσι;
- Αχ αυτή η νεολαία σήμερα. Καμώνεται πως όλα τα ξέρει και στο τέλος το τρώει το κεφάλι της. 
Πες-πες η Ηλιάνα δέχτηκε να αρχίσει να παρακολουθεί ιδιαίτερα εντατικά μαθήματα παρ´ ότι τα οικονομικά των γονιών της τον τελευταίο καιρό δεν πήγαιναν και πολύ καλά. Είχαν βλέπετε κι αυτοί τις αδυναμίες τους κι είχαν ανοιχτεί στα έξοδα, θες με την αγορά σύγχρονου και μοντέρνου αυτοκινήτου, θες με ένα εξοχικό που πάλευε να σκαρώσει τον τελευταίο καιρό, βάλε και τα κοινωνικά  σούρτα φέρτα με εξόδους σε ταβερνάκια, δεν καλύπτονται τόσα έξοδα εύκολα. Τα μαθήματα γίνονταν στο φροντιστήριο για να μην έρχεται ο καθηγητής στο σπίτι και κοστίζει ακριβότερα. Το μάθημα της έκθεσης το έκανε με μια νεότατη κοπέλα, μόλις εικοσιπέντε ετών. Διαπίστωσε πως ταίριαζε σε πολλά μαζί της και από την αρχή προσπάθησε να γίνουνε φίλες, ανεξάρτητα από τη σχέση καθηγητή με μαθητή που τους έφερε κοντά. Εντύπωση της έκανε και της άρεσε πολύ αυτό, το άρτιο και προσεγμένο ντύσιμο της καθηγήτριας της. Κάθε φορά που τη συναντούσε όλο και κάτι εντελώς καινούργιο θα φορούσε, άσε που ήταν άψογη στην περιποίηση από άποψης καλλυντικών.  Η φιλική διάθεση Της Ηλιάνας προς την καθηγήτρια της ήταν μεν αποδεκτή, αλλά η ίδια έδειχνε να βάζει κάποια όρια και επιφυλάξεις. Βγήκαν δυο τρείς φορές παρέα για καφέ, αλλά πάντα έδειχνε βιαστική και αρκετά αρνητική στο να δεχθεί πρόταση για νυχτερινή έξοδο το Σαββατοκύριακο. Στην αρχή σκέφτηκε πως το κάνει ίσως από επαγγελματική ευσυνειδησία, για να μην ξεπεραστούν τα όρια μεταξύ δασκάλου και μαθητή, τόση επιμονή όμως; 

Ο γρίφος πήρε να ξεμπερδεύεται σε μια νυχτερινή έξοδο της Ηλιάνας. Μετά από τη συνηθισμένη διασκέδαση σε γνωστό παραλιακό κέντρο, η βραδιά συνεχίστηκε σε ένα από τα πιο κοσμικά και πανάκριβα ξενοδοχεία των λεγόμενων Βορείων προαστίων. Η συντροφιά της για απόψε ήταν μια από τις τελευταίες της κατακτήσεις, που σίγουρα δεν θα είχε ποτέ τον χαρακτήρα της μακροχρόνιας σχέσης γιατί δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της κάτι τέτοιο, γιαυτό άλλαζε τους άντρες σαν τα πουκάμισα που λένε, αλλά φρόντιζε πάντα να είναι παιδιά που δεν είχαν καμιά σχέση με αυτούς που σου προτείνουν «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;» και σίγουρα δεν συμβιβάζονταν ποτέ στο να καταλήγει σε μια βρώμικη γκαρσονιέρα για το κλείσιμο της βραδιάς. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου βλέπει μπροστά της τη Δώρα την καθηγήτρια της. Μ´ ένα ποτήρι στο χέρι συνομιλούσε σοβαρά μ´ έναν μεσήλικα. Οι δυο κοπέλες σάστισαν όταν συναντήθηκαν. Έκαναν όμως ότι δεν είδε ποτέ η μια την άλλη, πιστεύοντας έτσι πως για απόψε τουλάχιστον θα δεν θα είχε καμιά της την υποχρέωση να δώσει κάποια εξήγηση για την παρουσία τους εκεί, σ´ αυτό το ιδιαίτερο μέρος που σίγουρα δεν είναι, γιατί δεν μπορεί να είναι στις επιλογές αυτών των κοριτσιών με το συγκεκριμένο οικονομικό βαλάντιο. Ναι μεν βρέθηκαν απόψε εκεί με διαφορετικές παρέες έλα όμως που οι συνοδοί τους έδειξαν πως γνωρίζονταν αρκετά καλά μεταξύ τους. Ο καθένας τώρα και από τις δυο παρέες, είχε τους δικούς του λόγους να έχει τις απορίες του.
- Ώστε γνωρίζεσαι με τη Δώρα, ρώτησε ο φίλος της Ηλιάνας. Ε αυτό δεν το περίμενα.
- Και γιατί παρακαλώ δεν το περίμενες; Απάντησε κάπως θυμωμένα η Ηλιάνα.
- Να απορώ στο τι σχέση μπορεί να έχεις εσύ με αυτό το κορίτσι.
- Γιατί που το κακό; Η Δώρα αν θες να μάθεις, μου κάνει ιδιαίτερα στο μάθημα της έκθεσης. Είναι η καθηγήτρια μου. 
- Καθηγήτρια; Ας γελάσω. Πλάκα μου κάνεις; Εκτός κι αν εννοείς καθηγήτρια σε κάτι άλλο, αν αντιλαμβάνεσαι.
- Όχι δεν αντιλαμβάνομαι
- Τότε άστο καλύτερα, ας μην το συνεχίσουμε.
Και πράγματι σταμάτησε την κουβέντα του εκεί, δίνοντας της ένα τρυφερό φιλί στα χείλη μη επιτρέποντας στον εαυτό του πρώτα απ´ όλα να παρασυρθεί από την εικόνα που είδε συναντώντας τη δεσποινίδα Δώρα με τον οικογενειακό του φίλο τον κύριο Τέλη. Αν στον κύριο Τέλη στο κάτω-κάτω του αρέσει να συνοδεύεται από πληρωμένα coll girls με γεια του με χαρά του. Αυτός βρέθηκε στο «Πεντελικό» με το κορίτσι του με το οποίο σημειωτέον ένοιωθε κι αρκετά τσιμπημένος μαζί της κι ας ήθελε αρκετή δουλειά ακόμα για να τιθασεύσει την τρέλα της. Τώρα που το ξανασκέπτεται, διαπιστώνει πως σίγουρα η Ηλιάνα δεν πρέπει να γνωρίζει τίποτα για τη φίλη της γιαυτό καλά θα κάνει να αποφύγει κάθε αναφορά σ´ αυτή. Και πράγματι η βραδιά συνεχίστηκε χωρίς άλλα απρόοπτα. Η Δώρα με τον Αλκη χάθηκαν από το σαλόνι ως δια μαγείας και η Ηλιάνα με το αγόρι της αγκαλιά μπήκαν στο ασανσέρ.

Την επόμενη μέρα για το απόγευμα υπήρχε προγραμματισμένο μάθημα αλλά η Δώρα ειδοποίησε το φροντιστήριο πως ήταν άρρωστη. Παραξενεύτηκε κάπως η Ηλιάνα αλλά το απέδωσε σε σύμπτωση. Την επόμενη όμως που επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό, οι απορίες της έγιναν βουνό. Δοκίμασε να την πάρει τηλέφωνο για να μάθει αν της συμβαίνει τίποτα, δεν πήρε όμως καμιά  απάντηση παρ´ ότι καλούσε κανονικά. Σήμερα ήταν που άρχισαν κάποια  πράγματα να της φαίνονται όχι μόνο περίεργα αλλά και ανεξήγητα. Αλήθεια τι είδους σχέση μπορεί να είχε η φίλη της με έναν καλοστεκούμενο πενηντάρη στις τρείς τα ξημερώματα σ´ ένα ξενοδοχείο; Κι εκείνο το ειρωνικό σχόλιο από το αγόρι της μόλις άκουσε πως η Δώρα είναι καθηγήτρια, κάτι σημαντικό έκρυβε. Δεν ήθελε να παραδεχθεί με το μυαλό της πως αυτό που άρχισε να υποψιάζεται μπορεί να είναι και αλήθεια.
Την τρίτη μέρα Η Δώρα ήρθε στο φροντιστήριο κανονικά.
- Έλα βρε κορίτσι μου, ανησύχησα για σένα. Που χάθηκες, της είπε η Ηλιάνα την ώρα που την πήρε αγκαλιά.
- Μην ανησυχείς, θα τα πούμε, απάντησε ήρεμα η Δώρα. Έλα τώρα να κάνουμε το μάθημα μας και μετά αν θέλεις πάμε να τα πούμε στο μικρό caffe που είναι εδώ πιο κάτω.
Θα τα πούμε; Και τι ήταν αυτό που υποχρέωνε τη φιλενάδα και καθηγήτρια της να της πει; Δεν άντεχε, έσκαγε από αγωνία. Αν δεν ήταν κάτι σημαντικό, δεν υπήρχε λόγος να της κάνει αυτή την πρόταση. Να δεις πως έχει να κάνει με αυτό που φοβάμαι. Εμ βέβαια. Ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά με τον γραβατωμένο κύριο τρείς τα ξημερώματα στο «Πεντελικό», ε, τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Κι εγώ ο βλάκας που βιάστηκα να το θεωρήσω σύμπτωση.

Τα δυο κορίτσια ανέβηκαν στο μικρό πατάρι και βρήκαν τραπέζι μπροστά στη τζαμαρία με θέα τον κεντρικό δρόμο. Μόλις ήρθε ο καφές που παρήγγειλαν, η Δώρα άναψε τσιγάρο και πρόσφερε ένα και στην Ηλιάνα. Η Ηλιάνα το πήρε κι η Δώρα κατάλαβε πως ήταν η πρώτη φορά που το δοκίμαζε. 
     -  Ω! Με συγχωρείς κορίτσι μου που σου το πρόσφερα παρ´ ότι ήξερα πως δεν καπνίζεις.
- Δεν πειράζει Δώρα, αργά ή γρήγορα θα το δοκίμαζα. Δεν γίνεται με τη ζωή που κάνουμε εμείς να μην το γευτούμε κι αυτό.

Η Δώρα γέλασε στο άκουσμα της λέξης ζωή. 
- Γιατί γελάς, τη ρώτησε η Ηλιάνα
- Να μου φάνηκε παράξενο. Τι ξέρεις εσύ από ζωή; Είσαι μικρή ακόμα. Νομίζω πως μόλις μπήκες στα δεκαοκτώ.
- Κι εσύ είσαι στα εικοσιπέντε, αντιμίλησε η Ηλιάνα. Δεν απέχουμε και κανέναν αιώνα.
- Όχι κούκλα μου της είπε και την χάιδεψε όντως σαν μεγαλύτερη στα μαλλιά. Επτά χρόνια διαφορά για να ξέρεις είναι ακριβώς το όριο που όπως λένε οι ειδικοί αλλάζει μια γενιά. Εγώ επι παραδείγματι που μπορεί να μην με χωρίζει από εσένα καμιά άβυσσος, έχω τελειώσει τις σπουδές μου και ήδη ανήκω στο εργατικό δυναμικό αυτής της χώρας. Είμαι δηλαδή οικονομικά ανεξάρτητη, αλλά δεν μου λες, ήρθαμε εδώ για να λύσουμε το χάσμα των γενεών;
- Έλα ντε, απάντησε αμήχανα η Ηλιάνα 
- Λοιπόν καλή μου φιλενάδα, εσένα σου χρωστάω μιαν εξήγηση γιατί δεν θέλω να γνωρίζεις για μένα όσα σου λένε οι άλλοι. 
- Ποιοι άλλοι ρώτησε περίεργα η Ηλιάνα. 
- Έλα μη μου κρύβεσαι. Τον είδα εγώ το φίλο σου, πως τον λένε;
- Μάκη
- Τον είδα λοιπόν τον Μάκη πως με κοιτούσε περίεργα και είμαι σίγουρη πως εφ´ όσων γνώριζε τον κύριο Τέλη, θα ξεφούρνιζε και σ´ εσένα τι σόι σχέση μπορεί να είχα εγώ μαζί του.
- Σε πληροφορώ πως κανένας δεν μου είπε τίποτα, ύψωσε λιγάκι τη φωνή της η Ηλιάνα.
Δεν ήταν άλλωστε απαραίτητο. Από μόνη της συνδέοντας το πάζλ είχε ήδη δώσει κάποιες απαντήσεις. Έπρεπε όμως να αβαντάρει το λόγο της φίλης της και να την αφήσει να της αποκαλύψει μόνη της το μυστικό, γιαυτό συμπλήρωσε
- Πίστεψε με καλή μου Δώρα, κανένας δεν μου είπε για σένα. Βέβαια από μόνη μου ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω τι δουλειά μπορείς να είχες εσύ με αυτόν τον κύριο.
- Άκουσε να δεις Ηλιάνα. Θυμάσαι που με ρώτησες μια μέρα για το πως τα καταφέρνω κι έρχομαι πάντα με καινούργια ρούχα και μάλιστα πρόσεξες πως ήταν όλα από τα πιο ακριβά. 
- Θυμάμαι αλλά τι σχέση έχει.
- Έχει και παραέχει. Μου είπες μάλιστα πως θα το ´θελες κι εσύ πάρα πολύ να είχες αυτή τη δυνατότητα αλλά δεν μπορούσες να γίνεσαι φόρτωμα στο αγόρι σου να σου αγοράζει πανάκριβα ρούχα γιατί θα σε περνούσε για καμιά που πηγαίνει με πλούσιους για αυτόν το λόγο. 
- Άμα θέλουν να έχουν στο πλάι τους κορίτσια πανέμορφα σαν κι εσένα ή σαν κι εμένα ας πούμε, ε ας τις πληρώσουν.
- Άντε γεια σου. Έτσι σκεφτόμουν κι εγώ όταν ήμουν στα δεκαοκτώ. Έλα όμως που το χρήμα κι η καλή ζωή μου έγινε συνήθεια και έφτασα αυτό που είδες προχθές, να το κάνω επαγγελματικά.
- Τι, κατάφερε να ψελλίσει η μικρή. Μη μου πεις ότι πηγαίνεις σε πληρωμένα ερωτικά ραντεβού. Αυτό δεν είναι; Έτσι δεν το λένε;
- Ναι Ηλιάνα μου έτσι ακριβώς. Και τώρα που έμαθες την αλήθεια αποφασίζεις εσύ αν θέλεις ακόμα να είμαστε φίλες, ή όχι.
Η Ηλιάνα δεν κώλωσε ούτε στιγμή και της απάντησε ορθά κοφτά και ξεκάθαρα
- Δεν είσαι με τα καλά σου που θα χαλάσω τη φιλία μας γιαυτό το λόγο. Άλλωστε εδώ που τα λέμε, καλή πουτανίτσα είμαι κι εγώ. 
- Μα τι είναι αυτά που λες.
- Α, μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια.
Κι άρχισε να της εξιστορεί τους λόγους και τους τρόπους που την έκανε να επιλέγει τους συντρόφους της τον τελευταίο χρόνο ειδικά. Σιγά μην τους κάνω τη χάρη να κυκλοφορούν με το ωραιότερο τεκνό της Αθήνας, χωρίς κόστος.
- Κορίτσι έτοιμο για όλα δηλαδή. Μου θυμίζεις εμένα στα δεκαοκτώ, στο ξαναείπα.
- Αμέ. Και δε μου λες πως κατάφερες και μπήκες στο κύκλωμα γιατί δεν λειτουργείς μόνη σου, έτσι δεν είναι;
- Ναι ένας πρώην φίλος μου με σύστησε σ´ ένα ειδικό γραφείο που μου κλείνει τα ραντεβού και……
Και στη συνέχεια της ανέλυσε όλες της λεπτομέρειες της δουλειάς αφού δεν είχε πια καμιά αμφιβολία πως η μικρή της φίλη, ήταν πια ένα ώριμο φρούτο, για να περάσει με άριστα στο κλάμπ και να γίνει μια  εξαιρετική συνοδός κυρίων, αποδίδοντας σε αυτήν που βρήκε και συνέστησε τέτοιο κελεπούρι, μια καλοπληρωμένη αμοιβή.

Στις πανελλήνιες εξετάσεις η Ηλιάνα που είχε ήδη τις προδιαγραφές της καλής μαθήτριας πέρασε όπως ήθελαν οι γονείς της στη Φαρμακευτική σχολή της Θεσσαλονίκης. Λαχείο γιαυτήν μεγάλο γιατί θα ζούσε αναγκαστικά μακριά από το σπίτι χωρίς άμεση κηδεμονία. Η Δώρα παράτησε το φροντιστήριο και τα ιδιαίτερα, τα οποία αναγκαστικά έκανε απλά για να έχει μια ασφαλιστική κάλυψη και προϋπηρεσία για το «αύριο» και άρχισε με την Ηλιάνα να κυνηγούν το προσοδοφόρο και χρυσοπληρωμένο «σήμερα». Φυσικά και η Ηλιάνα ούτε που πάτησε καθόλου στη σχολή της και να το ´θελε κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, αφού τα ραντεβού που κλείνονταν μέσω του γραφείου που συνεργάζονταν περιλάμβανε και πάρα πολλά ταξίδια. Το δίδυμο Δώρα, Ηλιάνα είχε γίνει το νούμερο ένα στον Βορειοελλαδικό χώρο αλλά και στα γειτονικά κράτη. Τα κορίτσια ήταν σίγουρα από τα πιο ακριβοπληρωμένα coll girls, αλλά όπως λένε και οι Αμερικάνοι (γιατί αν το πούμε Ελληνικά θα μας πέσει λίγο βαρύ), easy come, easy go. Σχεδόν πάντα, έτσι γίνεται σ´ αυτές τις περιπτώσεις. Χλιδάτη ζωή, ακριβά αυτοκίνητα και λούσα, ανέμελα χρόνια χωρίς πρόβλεψη για το αύριο κι ένας κύκλος ζωής που σε αυτόν τον τομέα δεν κρατά πάνω από δέκα με δεκαπέντε χρόνια.
Κάποια στιγμή, τσάκισε ο διάολος το πόδι του και αποκαλύφθηκε το μυστικό για την κρυφή ζωή της Ηλιάνας, που καλύπτονταν πίσω από τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη.  Μάλλον φυσικό επακόλουθο ήταν γιατί ήταν τόσες οι ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά προς τους γονείς της, που αποφάσισαν οι άνθρωποι να ανέβουν στη συμπρωτεύουσα για να δουν τι συμβαίνει με τη μοναχοκόρη τους. Στη σχολή της δεν την γνώριζε κανείς. Εκεί απλά διαπίστωσαν από τη γραμματεία ότι έγινε η εγγραφή της. Η διεύθυνση κατοικίας που της έδωσαν δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
- Έλα να την πάρουμε ένα τηλέφωνο 
- Μα βρε Στέλιο μου σπάνια μας απαντά.
- Αυτή τη φορά θα απαντήσει, θα δεις. Μόνο που δεν πρέπει να της πούμε ότι είμαστε Θεσσαλονίκη.
- Γιατί;
- Έχω το λόγο μου.
Το τηλέφωνο απάντησε στο τρίτο χτύπημα.
- Έλα μπαμπά μου τι κάνεις;
- Καλά κορίτσι μου, που είσαι;
- Τι που είμαι καλέ μπαμπά, Θεσσαλονίκη είμαι.
- Ναι κορίτσι μου. Δε μου λες, μένεις ακόμα εκεί που μας είπες;
- Ναι γιατί ρωτάς;
- Να θέλω να σου στείλω κάποια πράγματα.
- Άσε καλέ, δεν είναι ανάγκη.
- Επειδή είναι και παρά είναι ανάγκη, σου τα έφερα μόνος μου. Είμαστε με τη μαμά σου Θεσσαλονίκη.
- Τιιιιι;
- Να πάρω ένα ταξί και να έρθω στη διεύθυνση που μας είπες;
- Όχι, όχι. Θα έρθω εγώ να σας βρω, που είστε τώρα;
Ο έρημος ο πατέρας δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα έτσι κι αλλιώς. Της περιέγραψε το σημείο που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή και περίμενε στην καφετέρια. Περίμενε ν´ ακούσει πολλά από την κόρη του, σίγουρα περίεργα πράγματα, αλλά δεν μπορούσε να πάει ο νους του σε τίποτα συγκεκριμένο. Η Ηλιάνα δεν άργησε να φτάσει. Η αρχική χαρά κι οι αγκαλιές, γρήγορα μετατράπηκαν σε αμηχανία. Κάθε της λέξη έκρυβε αινίγματα και τα πολλά κι αναπάντητα ερωτηματικά, έκαναν τελικά την Ηλιάνα να ξεσπάσει σε αναφιλητά. Έχει μπροστά της τους γονείς της και δεν μπορεί να τους καλέσει σπίτι της αφού έμενε μαζί με τη Δώρα σ´ ένα πολυτελές διαμέρισμα. Η μαμά της η Βαλεντίνη την αγκάλιασε στοργικά.
- Σώπα κορίτσι μου, θα γίνουμε ρεζίλι. Όλοι μας κοιτάζουν. 
Η Ηλιάνα σκούπισε τα μάτια της. Έμεινε πάνω από λεπτό σιωπηλή κι έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Έδειχνε καθαρά πως ζορίζονταν να πάρει τη μεγάλη απόφαση, αλλά ακόμα δεν είχε μέσα της ξεκαθαρίσει ποια θα ήθελε να είναι αυτή. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθια, πήρε στα χέρια της νευρικά την τσάντα της και τους απήφθηνε μια και μόνο πρόταση. 
- Ακούστε να σας πω. Κάνατε πολύ άσχημα που ήρθατε έτσι στα ξαφνικά Θεσσαλονίκη. Εγώ τώρα θα φύγω και δεν έχω να σας δώσω καμία εξήγηση. Μην ψάξετε να με βρείτε. Πείτε πως η κόρη σας χάθηκε, πείτε ότι θέλετε τέλος πάντων αλλά εγώ δεν υπάρχω. Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Αυτά δεν τα είχα υπολογίσει. Ξέρω πως είναι σκληρό για εσάς αλλά δεν υπάρχει γυρισμός. Αντίο.
Κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε έκανε μεταβολή και χάθηκε από μπροστά τους. ΟΙ γονείς της αποσβολωμένοι δεν πρόλαβαν ούτε να κουνηθούν. Μόλις μυρίστηκαν το κακό που τους βρήκε ήταν πλέον αργά.

Έμειναν στη Θεσσαλονίκη μια εβδομάδα, ψάχνοντας τα ίχνη της. Η περίπτωσή τους όμως, έμοιαζε σαν της γοργόνας που ρωτούσε επίμονα τους περαστικούς αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Σαν να άνοιξε η γης και την κάταπιε. Πολύ αργά θα μάθουν την αλήθεια αφού θα ξοδέψουν ένα σκασμό λεφτά αναθέτοντας την υπόθεση σε ντέντεκτιβ. Μια έξυπνη κίνηση του ήταν να ελέγξει στο Δήμο που είχαν την οικογενειακή τους μερίδα αν ζητήθηκε κάποιο πιστοποιητικό. Όντως κάτι τέτοιο είχε γίνει γιατί η Ηλιάνα χρειάστηκε να εκδώσει διαβατήριο κι από εκεί (παρ´ ότι απαγορεύεται) βρήκε την πραγματική διεύθυνση κατοικίας που είχε δηλώσει και τα άλλα ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν δοκίμασαν όμως να την πλησιάσουν γιατί τους κατατρόμαξαν γνωστοί και φίλοι ότι μέσα σ´ αυτά τα κυκλώματα δρουν μπράβοι της νύχτας, προστάτες, νονοί κι όλος ο παλιόκοσμος.
- Άσε βρε γυναίκα. Μπλέξαμε. Η τύχη μας φύλαξε πικρό ποτήρι να πιούμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, κατάλαβέ το. Δεν γίνεται να δεχθεί το κορίτσι μας να έχουμε σχέσεις και να εξακολουθεί να κάνει αυτή τη δουλειά. Δεν γίνεται
- Και τι θα κάνουμε Στέλιο μου;
- Βαλεντίνη μη με σκας. Είπα τίποτα. Κάποτε θα το δεις θα γυρίσει με το κεφάλι σκυμμένο. Θα το δεις θα γυρίσει.

Αυτό το κάποτε κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια. Το αστέρι της Ηλιάνας άστραψε, φώτισε, μεσουράνησε και τώρα παίρνει να σβήσει. Στην εποχή της δόξας έφτασε η χάρη της να δραστηριοποιείται ακόμα και στην Ιταλία. Έμεινε άλλωστε εκεί σχεδόν μια πενταετία. Μετά γύρισε και πάλη Θεσσαλονίκη παρά την αντίθετη άποψη της Δώρας που επέμενε να μετακομίσουν στην Αθήνα.
- Μην είσαι χαζή. Τα πόστα στην Αθήνα είναι σίγουρα πιασμένα. Μπορεί να έχει όπως λες  περισσότερες ευκαιρίες αλλά μην ξεχνάς Δώρα μου πως δεν είμαστε πια είκοσι χρονών. 
- Μπορεί να έχεις δίκαιο.
- Και βέβαια έχω. Εδώ μας ξέρουν και οι πέτρες και μην ξεχνάς πως οι Σκοπιανοί έχουν ακόμα πολλά λεφτά να χαλάσουν στην Ελλάδα.
Έτσι εξακολουθούσαν τα δυο κορίτσια να βλέπουν τη ζωή τους. Δεν υπολόγισαν όμως το μαγικό ραβδάκι της που ξέρει να κρατά η άτιμη κι άλλους να τους ανεβάζει στα ουράνια κι άλλους να τους κατεβάζει στα τάρταρα, όπως έλεγε και η χηρευάμενη κυρία, στη γνωστή Ελληνική ταινία. Και το κακό είναι πως δεν κάνει εξαιρέσεις. Έρχεται ξαφνικά κι ακάλεστη χωρίς καν να σου χτυπήσει την πόρτα. Εδώ είμαι σου λέει και θες δε θες, είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις τις προσταγές της. 

Για την Ηλιάνα το σενάριο δεν ήταν δα και τόσο δραματικό. Μάλλον φιλικά της φέρθηκε η ζωή. Κανείς δεν μπορεί να πει πως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα δυσάρεστο γεγονός. Κάτω από τις συνθήκες όμως που προέκυψε στη ζωή της Ηλιάνας ήταν τουλάχιστον ξαφνικό κι ανεπάντεχο. 
- Τι θα κάνεις Ηλιάνα θα το κρατήσεις; Τη ρώτησε με πραγματική αγωνία η Δώρα 
Και είχε ιδιαίτερο λόγο η Δώρα να έχει αγωνία για το τι μέλει γενέσθαι, γιατί ας μην ξεχνάμε πως ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερη και στην ηλικία που βρίσκονταν σήμερα η ίδια, η δουλειά την είχε ήδη  απορρίψει και είχε από καιρού περιέλθει σε πλήρη αδράνεια. Ζούσε όμως μαζί με την Ηλιάνα κι όταν λέμε «ζούσε» το εννοούμαι απόλυτα, γιαυτό και η πρεμούρα της για τις επιλογές της φίλης της.
- Δεν είμαι ακόμα σίγουρη αλλά τείνω να καταλήξω στην απόφαση να το κρατήσω το παιδί. Έτσι όπως την έκανα τη ζωή μου δε νομίζω να μου συμβεί τίποτα πιο καλό από τη γέννηση ενός παιδιού. 
- Και ο πατέρας του παιδιού ποιος είναι, τον ξέρεις; 
Της έβαλε επίτηδες αυτό το δίλλημα η Δώρα,  γιατί προσωπικά η ίδια προέβλεπε μαύρα σύννεφα στη συνέχεια της δική της ζωής, γιατί αυτονόητο ήταν η συγκατοίκηση να τερματιστεί και θα πρέπει στο εξής να χρειαστεί να ζει με δικούς της πόρους. Ποιους όμως. Αυτούς που κατασπατάλησε στα λούσα και τις ανέσεις. Στο ένα και μοναδικό οικόπεδο που αγόρασε στον Πλαταμώνα να υπάρχει σε ώρα ανάγκης; Θα ήταν αρκετό να το ρευστοποιήσει και να ζήσει; Τι κρίμα. Έτσι καταλήγουν εννέα στις δέκα περιπτώσεις αυτών των κοριτσιών. Θα ακούσεις πολλές από αυτές να αναθεματίζουν τα ομορφοκόριτσα που παρελαύνουν στη λεγόμενη show biz και βρίσκουν τους καλύτερους γαμπρούς κι εξαφανίζονται. Ναι αλλά εθελοτυφλούν και κρύβονται σαν τη στρουθοκάμηλο γιατί ξεχνούν πως αυτά τα κορίτσια δεν ήταν πόρνες πολυτελείας όπως η αφεντιά τους. Μπορεί να κάνουν του κόσμου τις βλακείες τα πλουσιόπαιδα αλλά δεν θα ρισκάρουν να βάλουν στο πλάι τους γυναίκα με τέτοιο παρελθών.
- Μου φαίνεται πως είσαι κουτή, απάντησε κάπως θυμωμένα η Ηλιάνα στη φίλη της. Εσύ μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Εσύ;
- Δεν καταλαβαίνω προς τι η απορία; Σε ρώτησα αν γνωρίζεις τον υποψήφιο πατέρα, που το περίεργο;
- Με τόσους ερωτικούς συντρόφους που αλλάζουμε εμείς, που θες να ξέρω; Κι αν θέλεις να μάθεις, δεν με νοιάζει. Καλύτερα έτσι, γιατί δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα στις εκατό να γνωρίζω ας πούμε το ποιος είναι και να δεχθεί αυτός ο κύριος να το αναγνωρίσει. Ούτε μια στις εκατό το ακούς;

Νομοτελειακά τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς θα μπορούσε να τα προβλέψει ακόμα κι ένα μικρό παιδί. Το μωρό γεννήθηκε κι ήταν αγόρι. Τα πρώτα έξοδα καλύφθηκαν από τις οικονομίες και με το παραπάνω. Η Ηλιάνα μετακόμισε σε ένα απλό και φτηνό δυάρι, φυσικά χωρίς την μέχρι τώρα μόνιμη συγκάτοικο της τη Δώρα και μια ημέρα των ημερών εκεί που είχε στην αγκαλιά της το μωρό, κάτι ξύπνησε μέσα της και έκανε τη ματιά της να βουρκώσει από δάκρυα. Απέναντί της ακριβώς επάνω στο ψυγείο, είχε κολλήσει μια και μόνη φωτογραφία που είχε από την παιδική της ζωή. Αυτή που την έδειχνε καβάλα σ´ ένα ηλεκτροκίνητο μικρό αυτοκινητάκι την ημέρα της βάπτισής της  και δίπλα της, τον μπαμπά και τη μαμά της. Ποτέ δεν την είχε βγάλει στην επιφάνεια κι αν τύχαινε να τη δει κατά τύχη, απλά τη χάζευε σαν ένα τυχαίο περιστατικό, ακόμα και τη μέρα που σκέφτηκε να την  κολλήσει φάτσα μόστρα στην πόρτα του ψυγείου. Σήμερα όμως η καρδιά της την πλάνεψε. Άφησε την κεκρόπορτα ανοιχτή και πλημύρισε η ψυχή της από συναίσθημα και αναμνήσεις. Σηκώθηκε από τον καναπέ, πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της και σαν να κρατούσε το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή της, μονολόγησε. ¨Αχ βρε μάνα, γιατί να καταντήσουμε έτσι¨ και ξέσπασε σ´ ένα γοερό αναφιλητό, τόσο έντονο που πρώτη φορά στη ζωή της απ´ ότι θυμάται της συνέβαινε κι έτσι όπως ήταν ντυμένη, έγειρε στον καναπέ και την πήρε ο ύπνος. Κοιμήθηκε τόσο βαθειά λες και μόλις είχε λύσει όλα της τα προβλήματα και δεν της απόμεινε τίποτε άλλο από έναν καλό υπνάκο. Από το ανοιχτό παράθυρο, ένα απαλό αεράκι της χάιδεψε τα μαλλιά για να της υπενθυμίσει ότι είναι η ώρα να σηκωθεί. Έφτιαξε καφέ κι άναψε τσιγάρο. Από ώρα τώρα στριφογύριζε μέσα στο μυαλό της μια ιδέα αλλά κάθε λεπτό που περνούσε αυτοαναιρούταν. Έμεινε εκεί για αρκετές ώρες. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και το παίδευε σαν να έπαιζε κορώνα-γράμματα. Είχε σχεδόν ξεχάσει ότι είχε ένα παιδί κι έπρεπε να ετοιμαστεί για να πάει να το πάρει από μια φίλη της που της το είχε αφήσει να της το προσέχει για λίγες ώρες με το πρόσχημα ότι δεν αισθάνεται καλά. Τι κι αν το πρωί το είπε αυτό σαν δικαιολογία, απλά γιατί βαριόταν. Τώρα όμως σίγουρα δεν αισθάνονταν καλά μιας κι ένας κόμπος είχε δέσει το στομάχι της κι ένοιωθε απαίσια. Ήταν κι αυτό το κολοτσίγαρο που αντί να το ελαττώσει, του έδινε και καταλάβαινε, που την έκανε να παραπαίει. Πήρε στα χέρια της το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό της φίλης της
- Έλα Αντιγόνη, κάνε μου μια χάρη.
- Τι είναι κοπέλα μου τι σου συμβαίνει;
- Είμαι κομμάτια. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Κάνε μου τη χάρη να κρατήσεις στο σπίτι σου απόψε το μικρό.
- Μη μου στεναχωριέσαι. Εσύ να είσαι καλά, έγινε.
Εντάξει, σκέφτηκε, πάει κι αυτό, τακτοποιήθηκε. Με το άλλο όμως τι θα κάνω; Ακόμα δεν μπορώ ν´ αποφασίσω. Αν είναι να τηλεφωνήσω στη μάνα μου πρέπει να το κάνω τώρα πριν περάσει η ώρα. Μεγάλωσαν πια και λογικό είναι να κοιμούνται νωρίς. Ποιος θα μου πει όμως αν είναι σωστό. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας από τη ζωή τους, να τους αναστατώσω ξανά; Το έχω το δικαίωμα; Δεν χρειάστηκε όμως να δώσει απάντηση στον εαυτό της. Σχεδόν αυτόματα κινήθηκε προς το τηλέφωνο και ήδη σχημάτιζε τον αριθμό. Αλήθεια πόσα χρόνια έχει να καλέσει σ´ αυτό το νούμερο. Υπάρχει όμως μέσα της και τον θυμάται όπως θυμάται το όνομα της.
- Εμπρός;
- Μαμά, εγώ είμαι.
Δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τίποτε άλλο και μεσολάβησε μια σιωπή που κράτησε πάνω από δέκα δευτερόλεπτα. Η Ηλιάνα σαν να το περίμενε. θεώρησε λογικό επόμενο τη σαστιμάρα της μαμάς της κι όσο γλυκά μπορούσε μετά τη σιωπή, συμπλήρωσε
- Μαμά μου, είσαι καλά;
- Κορίτσι μου, άρχισε να ψελλίζει σιγά-σιγά η Βαλεντίνη.
- Μαμά μου μήπως δεν έκανα καλά; Μήπως δεν έπρεπε να πάρω.
- Μα τι είναι αυτά που λες;
- Ξέρω, έχετε κάθε δικαίωμα να μου κλείσετε την πόρτα. Το ίδιο άλλωστε δεν έκανα κι εγώ και σας πίκρανα τόσο;
- Όχι κορίτσι μου, δεν μας πίκρανες. Άμα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις πως το παιδί σου είναι πάντα ο θησαυρός σου κι αυτό δεν αλλάζει ποτέ.
- Μα έγινα ήδη μάνα γιαυτό και βλέπω πια τη ζωή μου με άλλα μάτια. Γιαυτό κι ο λόγος που σας πήρα τηλέφωνο.
Δεύτερη μακρόχρονη σιωπή στη συνομιλία τους. Δεν είναι βλέπεις εύκολο για την έρμη τη Βαλεντίνη να ξαναθυμηθεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το ρόλο της μάνας που επιπρόσθετα πλέον έγινε και γιαγιά.
- Τι μου είπες κοριτσάκι μου; Έγινες μαμά;
- Ναι πάει τώρα πάνω από χρόνος.
- Και……. Να ρωτήσω, αγοράκι ή κοριτσάκι;
- Αγοράκι μαμά κι επέτρεψε μου αν μπορώ μετά από τόσα χρόνια να σου κάνω μια ευχάριστη έκπληξη. Θα το βαφτίσω και θα του δώσω το όνομα του μπαμπά.
- Τι θα πει θα το βαφτίσεις. Μόνη σου θα το κάνεις; Εμείς δηλαδή…….;
- Σώπα-σώπα καλέ. Δεν θα έπαιρνα τηλέφωνο για να σας δώσω ακόμα μια πίκρα. Μαζί θα το βαφτίσουμε, μαζί.
 Τι είναι ετούτο που ζω σήμερα, σταυροκοπιόταν η Βαλεντίνη. Να που και οι μεγαλύτεροι εφιάλτες γίνονται καμιά φορά αγέρας. Φεύγουν ξαφνικά από τη ζωή σου και δεν προκάνουν ούτε την πόρτα να κλείσουν πίσω τους. Είπαν κι άλλα πολλά οι δυο γυναίκες. Μιλούσαν πάνω από μια ώρα στο τηλέφωνο, αφού άμα τις άκουγες και τις κατέγραφες, θα μπορούσες να γράψεις και βιβλίο με τα όσα είπαν. Ρυθμίσανε κι όλες τις λεπτομέρειες για το μετά κι ας μην ήταν παρών ο σύζυγος. 

Μια καινούργια σελίδα άρχισε να γράφεται για την οικογένεια του Στέλιου και της Βαλεντίνης. Η Ηλιάνα μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε σ´ ένα μικρό ημιυπόγειο δυαράκι στο Κουκάκι, κληρονομιά της μαμάς της από τους γονείς της κι αυτό. Στην αρχή όλα πήγαιναν ρολόι. Οι γονείς της Ηλιάνας ξανάνιωσαν. Το εγγονάκι τους χάρισε ζωή. Στη βάπτιση του μικρού Στέλιου το γλέντησαν με την καρδιά τους. Αυτό το νέο ξεκίνημα λειτούργησε σαν βάλσαμο σε όλους. Κάποια απλά πράγματα όμως, κάποιες Κεκρόπορτες που αφήνουμε ανοιχτές στη ζωή μας, λειτουργούν σαν τροχοπέδη και σου μειώνουνε τη φόρα που σου είναι απαραίτητη για να κάνεις το άλμα.  Όση αγάπη κι αν είχανε να δώσουν ο Στέλιος και η Βαλεντίνη στην κόρη και το εγγόνι τους, μάλλον δεν ήταν αρκετό για να καλύψουν και τις πραγματικές ανάγκες για την επιβίωσή τους. Βλέπεις ο Στέλιος δεν ήθελε με τίποτα να αφήσει τη γυναίκα του να δουλέψει όταν την πρωτογνώρισε και φυσικά δεν δούλεψε ποτέ της, ώστε να έχουν σήμερα μια βοήθεια στα οικονομικά τους. Η Ηλιάνα από τη μεριά της, η πρώτη, η άριστη μαθήτρια, δεν πήρε τελικά κανένα πτυχίο και τώρα με ένα μωρό στην αγκαλιά δεν είναι δυνατόν να ελπίζει σε κάποια εργασία. Με αυτά τα δεδομένα αποδεκατίστηκαν και οι όποιες μικρές οικονομίες τόσο της μικρής όσο και των γονιών της. Όταν ήρθε δε και η ώρα της συνταξιοδότησης του Στέλιου, τα πράγματα έγιναν έως και τραγικά.
- Τι θα κάνουμε βρε γυναίκα, τι θα κάνουμε;
- Σώπα Στέλιο μου, σώπα, έχει ο θεός.
- Τι έχει ο θεός βρε γυναίκα, όλες το ίδιο λέτε. Εγώ λύση γυρεύω κι άσε το θεό στην άκρη.
- Φοβάμαι κορίτσι μου μήπως το παιδί μας, διαισθανόμενη το πρόβλημα κάνει καμιά καινούργια κουταμάρα. Να το ξέρεις ε, κάτι τέτοιο αυτή τη φορά δεν θα το αντέξω.
- Σώπα Στέλιο μου, μη μου πάθεις τίποτα, σώπα και θα δούμε.

Η λύση βρισκόταν στη διπλανή πόρτα από το δυαράκι της Ηλιάνας στο Κουκάκι. Τον λέγανε Λευτέρη. Από τη μέρα που εγκαταστάθηκε η κοπέλα εκεί, του Λευτεράκη του τρέχανε τα σάλια. Μπορεί οι μετοχές της Ηλιάνας για τη δουλειά που έκανε να είχαν αγγίξει το μηδέν, δεν έπαυε όμως να είναι μια δίμετρη υπέροχη σαραντάρα που έκανε στράκες σαν έβγαινε στην αγορά. Μια σαραντάρα όμως άνεργη και ανεπάγγελτη και  με τις ευθύνες ενός παιδιού αγνώστου πατρός. Κακές, πολύ κακές περγαμηνές για να ελπίζει σε κάποια μελλοντική σχέση ή γάμο με υποψήφιο γαμπρό καλύτερο από έναν Λευτέρη. Ο Λευτέρης, μοναχογιός κι αυτός, τη βόλεψε καλά μέχρι τα σήμερα. Ξεκοκάλιζε τρείς μισθούς, τον δικό του, διόλου ευκαταφρόνητο αφού ο πατέρας του τον έχωσε αμέσως μετά το στρατιωτικό του, στον ΟΤΕ και τους μισθούς των δυο γονιών του αφού οι έρημοι δεν ζούσαν για τίποτε άλλο από το να βλέπουν τον κανακάρη τους να περνά καλά. Κι αφού λοιπόν περνούσε ζωή και κότα ο Λευτεράκης, απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι να βάλει νταλκά στη ζωή του και να παντρευτεί. Μετά όμως από τον απροσδόκητο χαμό και των δυο του γονιών, προσγειώθηκε για τα καλά και στα πενήντα πέντε του, μεστό γεροντοπαλίκαρο πια, κούρνιασε κι αυτός στο δυαράκι των γονιών του. Ο ερχομός της Ηλιάνας, έδωσε κίνητρο στη ζωή του. Όλη η γειτονιά τον είχε πάρει χαμπάρι πως έλειωνε για πάρτη της. Είχε γίνει που λένε, το γιουσουφάκι της. Η Ηλιάνα, όχι πως το έκανε επίτηδες κι εκμεταλλεύονταν την καλή του διάθεση αλλά, ο Λευτεράκης ήταν τόσο πρόθυμος και καταδεκτικός που δεν σου άφηνε περιθώρια να αρνηθείς την προσφορά του. Είχε ρίξει άγκυρα για τα καλά μέσα στα πόδια της κοπέλας και σε μερικές περιπτώσεις που οι περιστάσεις το έφερναν έτσι, όπως πχ όταν για κάποιο λόγο η Ηλιάνα έπρεπε να απουσιάσει για ώρες έριχνε και κανέναν υπνάκο στον καναπέ της για να προσέχει το παιδί. Και κατά τον ρουν των γεγονότων όπως λέει και η γνωστή ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου, έπρεπε ο Λευτεράκης να πάρει μια μεγάλη απόφαση για τη ζωή του και αυτόν τον προβληματισμό ούτε που σκέφτηκε να τον μοιραστεί με κανέναν άλλον εκτός από την Ηλιάνα. Όχι πως δεν είχαν ξαναβγεί παρέα είτε σε κανένα ταβερνάκι είτε για να δουν κάποια θεατρική παράσταση, αλλά τώρα ίδρωνε στη σκέψη μήπως για ασήμαντο λόγο του αρνηθεί την πρόταση για γεύμα και μάλιστα σε λουσάτο ρέστωραντ στο Τουρκολίμανο. Σκόπιμα της απέκρυψε τον προορισμό και επικέντρωσε την πρόταση απλά στο να δεχθεί να βγούνε μια βόλτα. Ο σκοπός επετεύχθηκε και η έξοδος ορίστηκε για τις εννιά, αφού ο μικρός θα παραδίδονταν για φύλαξη στους γονείς της. 
- Που πας από εδώ. Τι δουλειά έχουμε στο Τουρκολίμανο;
- Σώπα. Σήμερα θα μας κάνει το τραπέζι ο ΟΤΕ
- Τι παλαβά είναι αυτά; Είσαι με τα καλά σου;
- Σώπα  είπααααααα, θα δεις.
Κάθισαν ακριβώς δίπλα από το κύμα. Μια βαρκούλα ένα μέτρο στο πλάι τους, λικνίζονταν στο αμυδρό κυματάκι του Φαλήρου, σαν να τους γνέφει σαγηνευτικά να την πάρουν και να τους πάει βαρκάδα γύρω-γύρω στο μικρό λιμανάκι, απόψε ειδικά που είχε και πανσέληνο. Η Ηλιάνα γατούλα από τα παλιά, άρχισε να υποψιάζεται πως κάποιο ειδικό λόγο είχε απόψε αυτό το τελετουργικό. Μπορούσε ακόμα να ορκιστεί πως κατάλαβε με ακρίβεια το τι «θέλει να πει ο ποιητής» Αυτό όμως που τη ζόριζε, ήταν πως δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για να απαντήσει, για να μην κάνει βιαστικά άλλο ένα λάθος στη ζωή της. Ο Λευτέρης, δεν άργησε μετά την παραγγελία που έδωσαν στο γκαρσόνι να πάρει το σοβαρό του ύφος, πρωτόγνωρο στα μάτια της Ηλιάνας, αφού συνέχεια στο σπίτι με κάτι αστεία, πολλές φορές άνοστα, έκανε αισθητή την παρουσία του.
- Σου αρέσει εδώ Ηλιάνα μου, σου αρέσει;
- Ωραία είναι Στέλιο μου αλλά…..
- Πολύ ωραία. Μείνε όμως εσύ στο Στέλιο μου και σε παρακαλώ πολύ άσε τα άλλα.
- Εντάξει, να μείνω όπως είπες στο Στέλιο μου, κι ο λόγος όμως;
Επίτηδες έδωσε την ατάκα αυτή στον Στέλιο καθώς έμπειρη όπως ήταν δεν ήθελε να τον βλέπει να τον λούζει κρύος ιδρώτας τον έρμο. Τι έμεινε λοιπόν. Να συμπληρώσει μετά την τελευταία λέξη της Ηλιάνας τον πραγματικό λόγο που τον έκανε να οργανώσει αυτό το ακριβοπληρωμένο τετ-α-τετ. Ο Λευτέρης όμως, άρχισε πάλη να απεραντολογεί και να προσπαθεί να πιάσει το μίτο της Αριάδνης από την αρχή, σαν τον μεθυσμένο που δεν βρίσκει το σωστό κλειδί για να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του. Η Ηλιάνα παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια στο να τον βοηθήσει να επανέλθει η συζήτηση, εκεί που πρέπει. Μαθημένη από ατέρμονες συζητήσεις, και μ´ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι, έχει ακούσει (τρόπος του λέγειν δηλαδή) του κόσμου τις ιστορίες. Από ερωτικές και γλυκανάλατες ερωτικές εξομολογήσεις μέχρι ιστορίες για αγρίους. Το ίδιο έκανε και τώρα. Πήρε το ποτήρι της με το κρασί στο χέρι και το ρουφούσε γουλιά-γουλιά. Ο Λευτέρης είχε την εντύπωση πως τον κοιτούσε στα μάτια. Που να ´ξερε όμως ο δόλιος πως το αντικείμενο του πόθου του, η ματιά της Ηλιάνας στην προκειμένη περίπτωση, χάνονταν πίσω από την ιδρωμένη φατσούλα του, πέρα προς τη θάλασσα, εκεί που κάποιος ιδιοκτήτης θαλαμηγού, εδώ και αρκετά λεπτά, ετοίμαζε το σκάφος του για απόπλου. Μα κι η καρδιά της Ηλιάνας, έτοιμη να σαλπάρει ήτανε. Είχε κι αυτή κάποτε όνειρα που παρ´ ολίγο κάποιο να το πραγματοποιήσει. Ξεκίναγε κάπως έτσι, λύνοντας τους κάβους από κάποιο λιμανάκι στη Μπολόνια της Ιταλίας. Με τον καπετάνιο του καραβιού σκόπευε να τον κάνει καπετάνιο στην καρδιά της, έτσι και πιάνανε Ελλάδα. Το γραμμωμένο κορμί του παλληκαριού που έλυνε τα σχοινιά, της θύμιζε εκείνον, τον Εντζο, και η φωνή του, τι κρίμα που δεν μπορούσε να ακούσει και τη φωνή του αφού τη σκέπαζε η εναγώνια προσπάθεια του Λευτέρη που πάσχιζε να φέρει την κουβέντα εκεί που ήθελε.
- Ηλιάνα, δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλά είμαι ερωτευμένος μαζί σου, κατάφερε να ψελλίσει ο Λευτέρης πάνω που δευτερόλεπτα πριν  η Ηλιάνα αναπολούσε στο μυαλό της την πρόταση του Εντζο όταν της είπε  ‘’Θέλω να γίνεις γυναίκα μου’’
Σωστό βραχυκύκλωμα θόλωσε τα μάτια και τη σκέψη της κοπέλας. Το σκαρί άρχισε σιγά-σιγά να βγαίνει από το λιμάνι αλλά η Ηλιάνα συνειδητοποιούσε πως έπρεπε το δικό της, να το δέσει καλά στο αγκυροβόλιο γιατί άλλα ταξίδια δεν θα κάνει πια. Όχι δεν είναι μια παραίτηση σκέφτηκε. Ίσως τα άλλα που έζησε να ήταν ουτοπίες. Και τι απέμεινε τέλος πάντων από όλο αυτό το παραμύθι; Και γιατί χρειάζεται σήμερα ένας Λευτέρης για να φέρει τα πράγματα στη σωστή τροχιά; Ποιος πανούργος σεναριογράφος κρατούσε ρόλο για το τέλος για έναν Λευτέρη; Το σενάριο αυτό έπρεπε να είχε κλείσει με Happy end, εκεί στη Σαντορίνη, στη δική τους Ιθάκη όπως την αποκαλούσε το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, για να κάνει τη Σταχτοπούτα του να κοντεύει να τρελαθεί από την έπαρση. Αν τέλειωνε εκεί η ιστορία λοιπόν, δεν θα χρειάζονταν να πάρει μετά από τρείς μέρες το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη και δεν θα έφτανε σήμερα να βιώνει την απέλπιδα προσπάθεια του Λευτέρη, που εδράζονταν στην προσπάθεια να ξεστομίσει επιτέλους την πρόταση.
- Ηλιάνα, θέλεις να με παντρευτείς;
Το ποτήρι της έχει αδειάσει από ώρα. Έγνευσε στο Λευτέρη να της το γεμίσει. Αυτός αμήχανα υπάκουσε και το της πρόσφερε. 
- Στην υγεά σου, του λέει όσο πιο απλά μπορούσε. Σαν να μιλούσε σε ένα φτερό που θα πέταγε μακριά, αν του μιλούσε πιο δυνατά.
- Δεν θα μου απαντήσεις, παραπονέθηκε σαν μικρό παιδί ο Λευτέρης.
- Στην υγειά μας, του ανταπάντησε και του πρότεινε για τσούγκρισμα το ποτήρι. Κι εκεί που τα ποτήρια συναντήθηκαν, του έπιασε το χέρι και του το έσφιξε. 
Τη βόλεψε αυτή η κίνηση. Δεν ήθελε με τίποτα στον κόσμο να επισφραγιστεί αυτή η ιδιότυπη σχέση με φιλί. Με φιλιά και αγκαλιές είχε στο παρελθόν γιορτάσει αμέτρητες ιστορίες που χάθηκαν όμως όλες σαν τον άνεμο στο διάβα του χρόνου. Άλλωστε κακά τα ψέματα, έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι από κάποια χρόνια και μετά αυτά που σου μένουν να κάνεις, δεν μπορεί να είναι ακόμα νέο ξεκίνημα αλλά ξεκαθάρισμα λογαριασμών και ρύθμιση εκκρεμών υποθέσεων. 

Θα πάρει καιρό, η χαραμάδα που άνοιξε στον Λευτέρη να γίνει πόρτα ανοιχτή. Κακά τα ψέματα και δεν είναι ο πρώτος στο ντουνιά ο Λευτεράκης που πρέπει να περιμένει πότε το ψυχρό ναι, θα δώσει όλα αυτά που απαιτεί μια σχέση, για να ζήσει και να πάψεις να λαμβάνεις υπ όψιν σου ότι τόσοι και τόσοι άλλοι, έπαιρναν αυτό που ήθελαν, εν μια νυκτί. Αλλά και για πολλούς άλλους, ο χρόνος είναι απαραίτητος για να αντιληφθούν τι ακριβώς άλλαξε μετά την πρόταση γάμου. Ας πούμε ο Στέλιος με την Ισμήνη. Ένα περίεργο χαμόγελο έμεινε ζωγραφισμένο στα χείλη τους. Πιο περίεργο κι από αυτό της Τζοκόντας. Ο γυρισμός του παιδιού σου στο σπίτι δεν είναι δα κάτι το ασήμαντο. Είκοσι χρόνια ήταν αυτά. Είκοσι χρόνια που ούτε ο θάνατος δεν προκαλεί τόση θλίψη. Και τώρα, το παιδί τους, το σπλάχνο τους, μ´ ένα εγγονάκι, να παιχνιδίζει μέσα στα πόδια τους, που να το κατατάξεις τέτοιο συναίσθημα; Στη χαρά ή στη λύπη; Σχεδόν κάθε βράδυ στην κρεβατοκάμαρα, εκεί που ο κοσμάκης εξομολογείται τα μυστικά του άλλοτε στον θεό ή στο σύντροφό αν η χημεία τους το επιτρέπει, ο Στέλιος αναρωτιόταν.
- Θα βγει σε καλό βρε γυναίκα ετούτη η ιστορία;
- Θα βγει Στέλιο μου, απαντούσε η μάνα που πάντα μόνο το καλό ονειρεύονταν και ποτέ το κακό. Και γιατί δηλαδή, προκομμένο παιδί ο Λευτέρης. Τίποτα δεν θα της λείψει, γιατί εδώ που τα λέμε εμείς  οι τρείς σε λίγο δεν θα μπορούμε να έχουμε ούτε τα απαραίτητα.
- Για μια εξασφάλιση δηλαδή να σκλαβωθεί το παιδί μας βρε γυναίκα; Εμείς για μια εξασφάλιση παντρευτήκαμε Βαλεντίνη μου; Κι ο έρωτας; Αυτός είναι που μας κρατάει τώρα στα γεράματα ορθούς, ο έρωτας. Το παιδί μας χωρίς αυτόν πως θα ζήσει;

Έτσι το έβλεπε ο Στέλιος αλλά δεν το ομολογούσε πουθενά. Μόνο στη γυναίκα του και μόνο στην κρεβατοκάμαρα, πουθενά αλλού. Φως φανάρι ήταν άλλωστε και η πεσμένη αυτοπεποίθηση της Ηλιάνας. Από εκείνη την μέρα δυο εικόνες γυρίζουν ατέρμονα στο μυαλό της και διχάζουν τη σκέψη της. Η μια είναι το τσούγκρισμα και το ‘’Στην υγειά μας’’ με τον Λευτέρη και η άλλη το ταξίδι με το κότερο στη Σαντορίνη. Δυο εικόνες που σηματοδοτούν δυο κόσμους διαφορετικούς, αλλά τόσο απόμακρους τον έναν από τον άλλον. Σαν να λέμε η ανατολή με τη δύση κι άιντε εσύ να βρεις ποιος είναι ο σωστός για να διαλέξεις και να τον διαβείς. Η ζωή όμως δεν περιμένει. Παίρνει σαν δεδομένο την πρώτη σου άποψη και προχωρά ακάθεκτη. Δεν κάνει διάλογο μαζί σου, τρέχει μπροστά. Ακόμη κι εσένα θα προσπεράσει. Γιατί βιάζεται τόσο πολύ, κανείς δεν ξέρει. Δείχνει πάντως πως θέλει να ξεμπερδεύει μ´ αυτό το ταξίδι, από το μαιευτήριο, μέχρι τον Αχέροντα ποταμό. Αλλιώς δεν εξηγείται. 

Για πότε ο Λευτέρης έγινε ο κύρης του σπιτιού, κανείς δεν το πήρε χαμπάρι. Έγινε βέβαια και ο γάμος, αλλά έτσι όπως έγινε, πέρασε στα ψιλά που λένε. Ένα απογευματάκι Παρασκευής, με μόνο διάκοσμο μια ανθοδέσμη με ζουμπούλια κι ένα κλασικό, εντάξει, ωραίο ντύσιμο της νύφης, στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα, έκλεισε και το τυπικό μέρος της υπόθεσης. Η καθημερινότητα δέρνει τώρα αλύπητα και τους τέσσερις αντάμα αφού ο καθένας με τη σειρά του έκρυψε κάτω από το χαλί ότι παράταιρο δεν ταίριαζε με αυτή την ιστορία. Τι να λέμε τώρα ότι ο έρωτας του ζευγαριού ξεχείλιζε από τα παντζάκια ή ότι ο Στέλιος με την Βαλεντίνη δεν γνώριζαν πως αυτή η αγάπη στεγάστηκε κάτω από μια τρύπια ομπρέλα. Και θέλετε την αλήθεια παρακαλώ. Περισσότερο τους φόβιζε πιθανή αντίδραση της κόρης τους, παρά από τον γαμπρό τους τον Λευτέρη. Αυτός παραδόθηκε ψυχή τε και πνεύματι κι έκανε ότι μπορούσε για να περνά καλά η πριγκηπέσα του. Ακόμα και δεύτερη δουλειά βρήκε για να μη τους λείψει τίποτα. Κι όπως ήταν φυσικό. Όπως δηλαδή συμβαίνει εννέα στις δέκα παρόμοιες περιπτώσεις, η άλλη πλευρά, δεν θα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα μεγαλώσει, με την αγάπη που του αξίζει βέβαια, ένα παιδί που δεν γεννήθηκε από το δικό του DNA. Η γέννηση ενός δικού του παιδιού μπαίνει πάντα ως απαράβατος όρος για να μη φανεί κιόλας πως ο άνθρωπος παραδόθηκε αμαχητί. Η Ηλιάνα δεν είχε με το μέρος της καμία μα καμία δικαιολογία να το αρνηθεί κι έτσι ένα γλυκύτατο κοριτσάκι προστέθηκε σε λίγους μήνες στο πάζλ. Όλοι όσοι παροικούσαν τούτη την Ιερουσαλήμ, θαύμαζαν την προκοπή και τον ήσυχο βίο του ζευγαριού. Τι περίεργο με αυτά τα κριτήρια που βάζει ο λαός στις λαϊκές γειτονιές και όχι μόνο. Όποιος δεν ακούγεται, όποιος δεν φαίνεται να κυκλοφορεί στο πέρα δώθε της γειτονιάς, όποιος με λίγα λόγια ζει αναμεταξύ μας σαν να μην υπάρχει, είναι ο καλύτερος άνθρωπος. Το καλύτερο όνομα στη γειτονιά, για να μην πούμε ότι μέχρι που τους ζήλευαν κιόλας. 

Ο Λευτέρης είχε σκαρώσει μαζί με τον πεθερό του ένα ωραίο καρότσι που έφτιαχνε μαλλί της γριάς και ο Στέλιος με κάτι γλειφιτζούρια, όργωναν όλα τα πανηγύρια του νομού Αττικής στην αρχή κι αργότερα η χάρη τους επεκτάθηκε και παραπέρα. Γιαυτό που να ακουστεί στη γειτονιά. Σαν πως ήτανε καθόλου στο σπίτι του. Τις καθημερινές δεν άφηνε υπερωρία για υπερωρία στην υπηρεσία του και τα Σαββατοκύριακα στα πανηγύρια. Η Ηλιάνα μουρμούραγε συχνά πυκνά αλλά τα επιχειρήματα του Λευτέρη ατράνταχτα.
- Κοίτα βρε κουτό πόσα βάλαμε στην τράπεζα.
- Τι να το κάνω ρε Λευτέρη. Εγώ εδώ μαραζώνω. Δυο παιδιά, σπίτι, και κλεισούρα.
- Υπομονήηηηηη. Σε κάνα δυό χρόνια ακόμη που θα χτίσουμε το εξοχικό μας, θα είσαι όλη μέρα στη θάλασσα. 
- Καλά Λευτέρη. Ζήσε Μάη μου που λένε.
Και κύλαγε ο χρόνος ήσυχα, αλλά βαριεστημένα. Η μόνη σκιά που τσίγκλαγε τον Λευτέρη ήταν η μονίμως επαναλαμβανόμενη φράση της γυναίκας του, αυτό το ‘’ρε Λευτέρη’’. Θα ήθελε ο έρμος να ακούσει και κάτι διαφορετικό στις προσφωνήσεις της, κάτι πιο ερωτικό, αλλά μάταια. Προσπάθησε να της το απαγορεύσει αλλά διαπίστωσε ότι μάλλον την εξαγρίωνε και με το θάρρος που είχε αποκτήσει ήδη μαζί του προστίθονταν με τον καιρό κι άλλα ‘’Γαλλικά’’ μαργαριτάρια κι έτσι έδινε τόπο στην οργή. Το πήρε χαμπάρι και η μάνα της και της χωνότανε αρκετά συχνά.
- Μωρή μη του μιλάς έτσι του ανθρώπου. Άντρας σου είναι, μπα σε καλό σου
- Κάνεις λάθος μάνα. Αν ήταν άντρας μου, σήμερα θα ήταν εδώ να πάμε καμιά βόλτα. Εγώ δεν παντρεύτηκα το εξοχικό στη Σαλαμίνα που θέλει να αγοράσει αυτός για να μονάσει όταν βγει στην σύνταξη.
Κι έτσι σταγόνα-σταγόνα το ποτήρι γέμιζε από φαρμάκι. Η εκτόνωση βρίσκονταν στα ατέλειωτα τσιγάρα κι σε τηλεφωνήματα με τις ώρες, τα περισσότερα σε μια φιλενάδα από τα παιδικά της χρόνια που πρόσφατα το έφερε η τύχη να μένουν κοντά. Καλός καψοκαλύβας και ε λόγου της, παντρεμένη με παιδιά, από το πρωί μέχρι το βράδυ επιδίδονταν οι δυο τους σ’ ένα ανελέητο κουτσομπολιό βοτάνι και διέξοδος στην πλήξη τους, που δεν ήταν δυνατόν να εκφραστεί με κάτι ουσιαστικό και πολιτισμένο. Κατάντια με λίγα λόγια. Το σπίτι στη Σαλαμίνα, δεν άργησε να τελειώσει. Μάλλον το χρειάστηκε πρώτη για να μονάσει η κυρία Ηλιάνα παρά ο σύντροφος της όπως της άρεσε να τον κατηγορεί. Κι επειδή εκατό μέτρα πιο κάτω αγόρασε και η κολλητή της, επενδύοντας το εφ’ άπαξ του συζύγου της, προφανώς μετά από υπόδειξη της Ηλιάνας, το ντουέτο της συμφοράς έριξε τώρα άγκυρα στο νησί. Η επένδυση στα γλειφιτζούρια και το μαλλί της γριάς, έφεραν κι άλλους μόνιμους παραθεριστές στη Σαλαμίνα, τους γονείς της Ηλιάνας, ευτυχώς όχι σε εκατό μέτρα απόσταση αλλά σε μια λογική ακτίνα, ώστε να παρατάνε εκεί τα παιδιά και να παίρνουν τους δρόμους. Οι δυο κυρίες το έπαιζαν επαναστάτες χωρίς αιτία αλωνίζοντας την περιοχή, ειδικά τα καλοκαίρια, που κοιμόντουσαν σε όποια παραλία ξέπεφταν, μιας και τα χρόνια τότε ήσαν πιο αθώα και ο φόβος ανύπαρκτος. Όχι πως οι κινήσεις τους έκρυβαν κάτι το πονηρό, κάθε άλλο, αφού ο έρωτας και για τις δυο κυρίες, έχει ρίξει προ πολλού άγκυρα και δεν τις απασχολούσε πια ούτε στα όνειρα τους. Η κυρία Μαίρη, σύζυγος αξιωματικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας, εξαργυρώνει τώρα την αγάπη της στον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο σύντροφό της, που της  παρείχε εξασφάλιση, κι ένα καλό όνομα στην κοινωνία κι ας αντικατέστησαν κι οι δυό τους κάθε μορφή του έρωτα με την έννοια ‘’Έλα μωρέ, αρκεί να περνάμε καλά’’ Η Ηλιάνα είχε πιο βαθιές αιτίες για να βάλει νωρίς-νωρίς ταφόπλακα στον έρωτα. Πρώτα-πρώτα δεν ήταν ο Λευτεράκης η αβίαστη επιλογή της. Ήταν (κι ας μη το κατάλαβε από την αρχή) το διαμέρισμα για να στεγάσει αυτή και το παιδί της, το ασφαλιστικό της βιβλιάριο που της εξασφάλιζε ισοβίος υγειονομική περίθαλψη. Ήταν η ίδια της η επιβίωση, γιατί αν έφευγαν μια μέρα από τη ζωή οι γονείς της, τι θα γινόταν; Αυτός ο συμβιβασμός καταρράκωνε την προσωπικότητα της γυναίκας και σιγά-σιγά ακόμα και η μικρή συμπάθεια που έτρεφε τουλάχιστον στην αρχή στο πρόσωπο του Λευτέρη, γινόταν μίσος που της έκαιγε την καρδιά.
- Αμ θα σου τον κάνω εγώ τον κύριο Λευτέρη, να λέει το Δεσπότη Παναγιώτη, εκμυστηρευότανε στη φιλενάδα της.
 Φυσικά, αυτή που τη γνώριζε καλύτερα από τους άλλους και ήξερε όλα της τα μυστικά, δεν παραξενευότανε καθόλου που άκουγε τη φιλενάδα της να διανθίζει πια το λόγο της με όλο και περισσότερες περιθωριακές εκφράσεις. Αυτό το γλυκό κορίτσι εκφράζεται πια με μια επιθετική μαγκιά που καμιά σχέση δεν έχει με ότι γνώριζε κανείς από το παρελθών. 
- Γιατί βρε Ηλιάνα μου τον θάβεις έτσι τον άνθρωπο. 
- Άσε βρε, το Βούδα, που θέλει να έχει στο κρεβάτι του δυο μέτρα γυναίκα. Πολύ του πέφτω.
- Ε ας μην έπεφτες τότε που σε ζήτησε σε γάμο. Φταίει κι από πάνω δηλαδή;
- Μαιρούλα, άιντε να μη σε πάρει ο διάολος κι εσένα τώρα, άιντε.
- Μωρή, άντε σταμάτα. Εμένα ο δικός μου έχει να μου πει ‘’σ’ αγαπώ’’ προ αμνημονεύτων ετών κι εσύ μου τρώγεσαι;
- Βρέ άντε παράτα μας και μη με συγχύζεις.
Κι έτσι πέρναγε ο καιρός στοιβάζοντας μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο πλήξη που στραγγάλιζε κάθε ελπίδα να ξημερώσει ένα αύριο, καλύτερο από το χθες. 

Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από αυτόν τον περίφημο γάμο κι αυτό το δίμετρο κορίτσι, όπως αυτάρεσκα της άρεσε να αυτοχαρακτηρίζεται, έγινε μια κακάσχημη πενηνταπεντάρα, δίμετρη μεν, αλλά όπως λέει ο λαός, ‘’ψηλή κι άχαρη’’ Η ίδια η ζωή, σαν να την πέρασε από δίκη, όπου καταδικάστηκε να της αφαιρεθούν όλες οι χάρες και η ομορφιά, που της είχαν απλόχερα χαρίσει στα νιάτα της. Ακόμα κι ο Λευτεράκης, έπαψε να ασχολείται μαζί της. Αυτόν θα τον συναντήσεις εκεί στο εξοχικό στη Σαλαμίνα να παιδεύεται άνευ λόγου και αιτίας με μαστορέματα, με τον κήπο του, με ένα ασταμάτητο ράβε ξήλωνε σε κατασκευές και στην αποθήκευση κάθε χρήσιμου ή άχρηστου υλικού που είχε κατακλέψει από τότε που εργάζονταν στον ΟΤΕ. Σήμερα του είναι όλα αχρείαστα αλλά σύμφωνα με τη δική του λογική, βάλτο κάπου γιατί δεν ξέρεις, κάποτε μπορεί να χρειαστεί. 
Η εποχή των παχιών αγελάδων έχει τελειώσει και σήμερα ακόμα και η προμήθεια ενός πακέτου με τσιγάρα επίσημα έχει απαγορευτεί από τον άντρα του σπιτιού, τη μόνη άλλωστε πηγή εσόδων που υπάρχει. Το τι κατάρες όμως έχει εισπράξει αυτό ο άνθρωπος γιαυτό το λόγο, δεν μπορείτε να φανταστείτε.
- Άκου τον κοντοπίθαμο που θα μου απαγορεύσει εμένα να καπνίζω. Μωρέ θα τονε πνίξω κάνα βράδυ εκεί που κοιμάται. Δεν κατάλαβε καλά με ποια έχει να κάνει.
- Σίγουρα όχι με αυτή που κάποτε της ζήτησε το χέρι για να την παντρευτεί, πήγε να την πειράξει η Μαιρούλα για να εισπράξει μεγαλοπρεπός ένα
- Αι στο διάολο κι εσύ. Βαλτή είσαι;
Κι έτσι σιγά-σιγά το δηλητήριο που άφηνε να στάζει στην καρδιά της χωρίς εδώ που τα λέμε κανείς να την πειράζει, χωρίς κάτι να της πηγαίνει αρκετά στραβά, έγινε μίσος αβυσσαλέο, που έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Κάτι έπρεπε να κάνει για να πετάξει από πάνω της αυτή τη στιγμή αδυναμίας στο να δεχθεί αυτόν το γάμο που της μαράζωσε την ψυχή και να νοιώσει όπως παλιά, ελεύθερη και κυρίαρχος του εαυτού της. Για να το κάνεις όμως αυτό πρέπει να έχεις μια κάποια δύναμη δική σου για στήριγμα και η Ηλιάνα δεν φρόντισε ποτέ να προσφέρει στον εαυτό της αυτή την απαραίτητη πηγή ενέργειας. Καλά ήτανε τα χρόνια της νιότης, αλλά αυτά δεν εξασφαλίζουνε τα γηρατειά. Τον τελευταίο καιρό μια αμυδρή ελπίδα φωτός άρχισε να φαίνεται από το βάθος του μυαλού της. Κι αυτή η σανίδα σωτηρίας λέγονταν, Στέλιος ο νεότερος. Ο γιός της δηλαδή, που παλληκαράκι πια, γύρω στα είκοσι, μετά από διετή φοίτηση στη σχολή εμποροπλοιάρχων, μπαρκάρισε σε ένα  μεγάλο καράβι. Καθημερινά σχεδόν, μέσω Skype, είχε επικοινωνία μαζί του και ήταν αυτό η νέα της ενασχόληση που της γέμιζε την κάθε μέρα. Έκοψε και την καλημέρα με την φιλενάδα της τη Μαίρη. Της έφτανε που επικοινωνούσε με τον γιό της. Δεν θα είχε κλείσει ο μικρός ένα χρόνο στα καράβια κι ενημερώνει τη μάνα του πως μέσα στο καράβι γνώρισε μια μικρή που είχε την ειδικότητα του ασυρματιστή και πως σκέφτονται να εγκατασταθούν στον Άγιο Δομίνικο πατρίδα καταγωγής της κοπέλας.
- Και πως θα ζήσετε γιέ μου στον Άγιο Δομίνικο. Απ’ όσα γνωρίζω, είναι μια πολύ φτωχή χώρα. Τι θα κάνεις εκεί
- Έχει μάνα τον τρόπο της η οικογένεια. Θα μας βοηθήσουν.
- Καλά γιέ μου. Να προσέχεις και να με ενημερώνεις.
- Ναι μαμά, μην ανησυχείς.
Για άλλο όμως ανησυχούσε η μαμά όμως. Να βρει την ευκαιρία να επισπευτεί τον Άγιο Δομίνικο και να μην ξαναγυρίσει στην Ελλάδα.
- Στέλιο μου τι λες θα τα καταφέρουμε;
- Θα έλεγα πως σε χρειάζομαι κιόλας. Ο πεθερός μου θα μας ανοίξει μια μικρή επιχείρηση που ασχολείται με τον τουρισμό. Λίγο πριν από τα εγκαίνια, θα είσαι εδώ.
Τότε ήταν που ξαναθυμήθηκε τη φιλενάδα της τη Μαίρη. Αλλού πουθενά δεν είχε μούτρα να ζητήσει δανεικά για τα ναύλα της μιας κι ο γιός της δεν είχε ακόμα τίποτα στα χέρια του.
- Τι λες βρε φιλενάδα, θα το κάνεις το ψυχικό; Χίλια πεντακόσια ευρώ θέλω, θα τα βολέψουμε;
- Δηλαδή αν θα τα βολέψω εγώ παλιοκαθίκι ρωτάς και μη λες αν θα τα βολέψουμε. Τι να σε κάνω όμως, το αίμα νερό δεν γίνεται αν και δεν ταιριάζει στην περίπτωση, αλλά να δω τι θα κάνω. Δεν σε αντέχω άλλο.
Σε ένα μήνα η Μαιρούλα έστειλε μήνυμα στην Ηλιάνα πως την καλεί για καφέ.
- Μωρή παλιορουφιάνα, δεν το περίμενα πως θα τα καταφέρεις να μου βρεις τα λεφτά.
- Καλά τότε μην τα παίρνεις
- Δεν είσαι καλά. Και μην την είδατε την Ηλιάνα από τη Σαλαμίνα.
Μέσα στον επόμενο μήνα η Μαιρούλα αποχαιρετά με δάκρυα στα μάτια τη φιλενάδα της στο αεροδρόμιο. Εκτός από τη συγκίνηση της στιγμής δεν παρέλειψε να της υπενθυμίσει
- Και πρόσεξε καλά παλιορουφιάνα. Αν δεν μου στείλεις γρήγορα τα λεφτά πίσω, θα έρθω στον Άγιο Δομίνικο να σε γαμήσω.
Ένας τελευταίος ασπασμός ήταν αυτός που επισφράγισε τη συμφωνία και η Ηλιάνα χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.

Από τις πρώτες ημέρες της άφιξης της εκεί τα μαντάτα που μετέφερε στη φίλη της, πάντα μέσω skype, ήταν ευχάριστα.
- Να δεις Μαιρούλα μου ομορφιές άλλο πράμα. Σε λίγο θα γίνουν και τα εγκαίνια μιας μικρής τουριστικής μονάδας και αντίο φτώχια. Μεγάλο τυχερό ο γιός μου Μαιρούλα, πολύ μεγάλο.
- Μωρή στείλε μου εμένα τα χίλια πεντακόσια που μου χρωστάς και τα άλλα φάτα μόνη σου.
- Μόνο αυτά, κι άλλα τόσα για να έρθεις να μείνεις εδώ όσο θές. Καληνύχτα και σ’ αγαπώ πολύ.
Πράγματι τα πράγματα πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Έγιναν και τα εγκαίνια και η Ηλιάνα είχε αναλάβει ως υπεύθυνη να διαχειρίζεται την καθαριότητα του συγκροτήματος. Μες την τρελή χαρά που λέτε, ώσπου εντελώς ξαφνικά το skype ούτε  καλούσε αλλά και ούτε δεχότανε κλήσεις. Η Μαίρη είχε απογοητευθεί. Το απέδωσε όμως στον ωχαδερφισμό της φιλενάδας της, που μπορεί και να ντρεπότανε να επικοινωνήσει λόγω του γνωστού χρέους γιαυτό έκοψε κάθε επαφή. Αναζήτηση πληροφορίες από τους γονείς της που είχε χρόνια να τους δει, αλλά εκτός αυτού πληροφορήθηκε και το χαμό του μπαμπά της πριν από τρεις μήνες, για την Ηλιάνα όμως και τον εγγονό της, της είπε ότι συνέβη και με αυτούς ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Θα είχε περάσει κανένα εξάμηνο από την τελευταία επικοινωνία. Ένα βράδυ μια κλήση μέσω skype αναβόσβησε στην οθόνη του υπολογιστή της Μαιρούλας και εμφανίστηκε η συμπαθέστατη φατσούλα της γυναίκας του Στέλιου από τον Άγιο Δομίνικο. Η Μαίρη δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί μαζί της. Τσάτρα πάτρα όμως με τα ανύπαρκτα Αγγλικά της κατάφερε να την πείσει να την καλέσει ξανά σε μια ώρα, για να έχει μαζί της τον γιό της, για να καταλάβει τι γίνεται. Όντως σε μια ώρα η μικρή ξανακάλεσε. Ο Λεωνίδας, ο γιός της Μαιρούλας, έμεινε με το στόμα ανοιχτό με αυτά που άκουγε. Από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού η μικρή με τη χαρακτηριστική ψιλή φωνή, για ένα τέταρτο της ώρας μιλούσε ακατάπαυστα και μόνη της. Στο τέλος έστειλε χαιρετίσματα στην κυρία Μαίρη και έκλεισε. Από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η Μαίρη περίπου είχε καταλάβει τι είχε συμβεί αλλά ζήτησε από τον γιό της να της περιγράψει από την αρχή, τι κατάλαβε από όσα του είπε. 
‘’Λοιπόν, ξεκίνησε ο Λεωνίδας, ακούστε τι μου είπε. Πράγματι όλα πήγαιναν μια χαρά ώσπου μια μέρα, η πιο άτυχη στη ζωή της και για αυτή αλλά και για τον άντρα της τον Στέλιο, στις 17 Απριλίου, ο Στέλιος με τη μαμά του, έπρεπε να πεταχτούν με το αυτοκίνητο στην πόλη για να ψωνίσουν. Στο δρόμο, κάποιο έντομο μπήκε στα μάτια του Στέλιου και δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει. Η μαμά του χωρίς να εκτιμήσει τις συνέπειες, μπήκε στη θέση του οδηγού και συνέχισαν. Βέβαια εδώ σ’ αυτή τη χώρα δεν έχει μαζί της κανένα δίπλωμα οδήγησης ή και να είχε δεν ίσχυε. Για κακιά τους τύχη λίγο μετά, εμπλέκονται σε τροχαίο. Ευτυχώς πέρα των άλλων χωρίς τραυματισμούς. Η έλλειψη όμως διπλώματος ανάγκασε την αστυνομία να τους μεταφέρει στο τμήμα. Αυτό όμως που ήταν η καταστροφή μας ήταν το εξής παράδοξο. Την επόμενη ημέρα το πρωί, τους ανακοινώνουν οι αστυνομικοί, ότι στο αυτοκίνητο τους βρέθηκε αρκετή ποσότητα ναρκωτικών και θα δικαστούν με αυτόφωρη διαδικασία. Στη δίκη όσο κι αν ισχυρίστηκαν ο Στέλιος με την Ηλιάνα ότι δεν είχαν ιδέα για το πώς βρέθηκε αυτή η ποσότητα των ναρκωτικών στο αυτοκίνητο τους, δεν έγιναν πιστευτοί και καταδικάστηκαν με δέκα χρόνια ο καθένας κι οδηγήθηκαν στη φυλακή. Εκτός από το κράτος όμως, δεν τους πίστεψαν ούτε οι γονείς της που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τελευταία τις κινήσεις του Στέλιου και σχεδόν καταναγκαστικά υποχρέωσαν την κόρη τους, να ζητήσει διαζύγιο. Κι έτσι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, χωρίς τη συμπαράσταση κανενός. Τελευταία μετέφερε μια ύστατη παράκληση της Ηλιάνας να μη μαθευτεί το γεγονός στους γονείς της, αλλά και σε κανέναν. Εγώ όμως έκρινα πως τουλάχιστον σε εσάς, που σας είχε αδυναμία, έπρεπε να τα πω’’

Σε δέκα χρόνια ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, πρόλαβε να ψελλίσει η Μαιρούλα και χάθηκε σαν αστραπή στο μέσα δωμάτιο για να κλάψει με την ψυχή της αυτό το άδοξο τέλος της φίλης της Ηλιάνας.

Μαντζούρης Κων/νος
Φεβρουάριος 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: