ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Στη δεξιά στήλη με ην ονομασία ''ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ'' βλέπετε τις λέξεις κλειδιά (ετικέτες) που η κάθε μια σε παραπέμπει (αφού την επιλέξετε) σε κάθε ενότητα (Θεματολογία)

πχ Κάνοντας ΚΛΙΚ στη λέξη "ΝΟΥΒΕΛΕΣ" αυτόματα θα έρθουν στο προσκήνιο όλες οι αναρτήσεις αυτού του είδους (μόνο οι τίτλοι)

Φυσικά η σελίδα δεν χωρά όλες τις αναρτήσεις γιαυτό, στο τέλος της σελίδας καντε κλικ στη φράση ''Παλαιότερες αναρτήσεις'' μέχρι να φτάσετε στην τελευταία

Επιλέγοντας με ένα κλικ πάνω στον τίτλο, ανοίγει όλο το κείμενο για να το διαβάσετε.

Καλή ανάγνωση

25/2/17

Η ‘’Βίλα’’ του Θείου (Διήγημα)

Η ‘’Βίλα’’ του Θείου.

Ο θείος εκείνα τα χρόνια γύρω στο ’60 είχε καταφέρει να κουρνιάσει τη φαμίλια του σε μια ξύλινη παράγκα στα προσφυγικά στο Γαλάτσι, ένεκα ότι ήταν καλός ξυλουργός και είχε μεροκάματα καλά που του επέτρεπαν εύκολα ν΄ αγοράσει τα απαιτούμενα υλικά για την κατασκευή. Δεν ήταν λοιπόν ο τυχαίος βιοπαλαιστής στη γειτονιά. Μεγάλο πράμα η ιδιοκατοίκηση. Ούτε νοίκια, ούτε αηδίες. Και του πήγαν τόσο καλά τα πράγματα, που εκτός των άλλων, κατόρθωσε και πήρε ένα οικοπεδάκι, φυσικά εκτός σχεδίου, παραθαλάσσιο στη Λούτσα, αλλά την θάλασσα την έβλεπες φυσικά με τα κιάλια. Γραμμάτιο κάθε μήνα και με προοπτική για φώς ...νερό...τηλέφωνο όπως έλεγαν τότε οι διαφημίσεις. Ήρθαν βέβαια όλα αυτά αλλά με μικρή καθυστέρηση....50 ετών. 
Φέτος το καλοκαίρι η οικογένεια μας αποφάσισε να πάει για διακοπές. Μας είχε καλέσει ο θείος που μιας και τον ευλόγησε ο θεός να έχει τον τρόπο του, νοιάζονταν και για το σόι. Αυτό του προσέδιδε ιδιαίτερη χαρά αφού του άρεσε να ακούει μετά τις φιλοφρονήσεις του τύπου
Νάναι καλά ο άνθρωπος κι ο θεός να του το ανταποδίδει. Που να μπορούσαμε εμείς να αξιωθούμε να πάμε διακοπές. Να εδώ πέρα θα λιώναμε στον Κολωνό. Εμείς οι μεγάλοι τα αντέχουμε, τα μαξούμια (τα μικρά παιδιά) όμως το περιμένανε πως και πως. 
Θα αφήναμε τις ανέσεις της αυλής λίγο πιο κάτω από την Ομόνοια, τον Κολωνό και θα το παίζαμε τουρίστες στην παραλία της Λούτσας. Τρελή χαρά μας έπιασε όλους. Είχαμε βαρεθεί τα μπάνια στη Βάρκιζα με το φορτηγάκι του κυρ’ Χαράλαμπου. Σκόνη, ζέστη, τράκα τρούγκα κι άδειασμα μετά τα λιμανάκια. Κορακιάζαμε όλη μέρα από τη δίψα και κατά τις πέντε σαν θείο δώρο βλέπαμε το φορτηγάκι που ερχόταν να φορτώσει ξανά την πραμάτεια του. Ετούτο όμως το μικρό ταξίδι ήταν άλλο πράγμα. Πρώτα-πρώτα θα πηγαίναμε με το λεωφορείο, αλλά η ιδέα για το που θα πάμε, μας ανέβαζε το ηθικό.
Και να που ήρθε η ώρα. Κι η περιπέτεια αρχίζει. Με τα μπαγκάζια ανά χείρας μπήκαμε στο λεωφορείο σπρωχτοί. Ο οδηγός να φωνάζει και ο εισπράχτορας να έχει γίνει και αυτός σαρδέλα και να προσπαθεί να κόψει εισιτήρια....
- Πόσο είναι ο μικρός μαντάμ;
- Ούτε πέντε καλέ, λέει η μάνα για να γλυτώσει το εισιτήριο.
- Μα αυτός είναι έτοιμος να πάει φαντάρος.
- Τι λες καλέ. Έχει ανάπτυξη το παιδί.
Τέλος πάντων, απόκανε βαριεστημένα ο εισπράκτορας, ο επόμενος.
- Δυο κανονικά.
- Τι δυο κανονικά και το παιδί;
- Α βαλτός είσαι σήμερα κύριε εισπράκτορα να βλέπεις όλα τα παιδιά μας μεγάλα. Έλα σε παρακαλώ κόψε μου τα δυο εισιτήρια και μη μας σκας.

Τώρα ποιος έσκαγε τον άλλον, άλλο πράγμα. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, φτώχεια και των γονέων. Το κόλπο στα λεωφορεία γνωστό. Σιγά την πρωτοτυπία, αλλά το ίδιο σενάριο παίζονταν και ξαναπαίζονταν σε κάθε ευκαιρία σε όλα τα λεωφορεία. Ξέρεις τι είναι να εξοικονομήσεις δυο δραχμές στο πήγαινε και δυο δραχμές στο έλα από το εισιτήριο ενός παιδιού; Ο προϋπολογισμός μιας εβδομάδας. Μ΄αυτά τα λεφτά θα αγόραζε στα παιδιά από ένα παγωτό και θα έκανε το μπάνιο στη Λούτσα αξέχαστο. Για τέτοιες χαρές μιλάμε. Όχι πως το λεωφορείο ξεκίνησε άδειο αλλά αφού ανεβήκαμε την Διονυσίου Αρεοπαγίτου αγκομαχώντας από τα πρώτα μέτρα της διαδρομής, είπαμε δόξα το θεό, καλά θα μας πάει. Μόλις προσπεράσαμε το Χίλτον και μπήκαμε στη Μεσογείων, γινόταν το αδιαχώρητό. Το κέλευσμα του εισπράκτορα μόνιμο που λέγονταν μάλλον από κακή συνήθεια κι όχι γιατί θα άλλαζε κάτι στον ανύπαρκτο ελεύθερο χώρο.
- Προχωρείτε μπροστά παρακαλώ, προχωρείτε, 
Αλλά που να πας; Αμ εκείνο το έρημο το συρτάρι με τα ψιλά, κουδούνιζε όλη την ώρα είτε το όχημα πάταγε σε λακκούβες είτε όχι. Κάποιος παρακάλεσε τον εισπράκτορα να το κλείσει αλλά σιγά μην έπιασε το παρακάλιο.
- Τι λέτε κύριε που θα μου υποδείξετε τη δουλειά μου.
- Ποια δουλειά σου μωρέ, το συρτάρι σου είπαμε να κλείσεις, είναι δύσκολο;
- Κι εγώ σε κάθε στάση θ’ ανοίγω και θα κλείνω.
- Σιγά μην πιαστείς καλέ
- Κύριος, δουλειά σου και πατώντας ένα κουμπί ακούγεται ….. Παρασκευή, θα κατέβει κανείς; Φαίνεται πως τη λέξη Αγία την έφαγε η χρονοκαθυστέριση.
Μετά το Γέρακα που η ταχύτητα μεγάλωσε, όλο κι έμπαινε λίγο αεράκι από τα παράθυρα, αλλά τον μικρό τον ενοχλούσε το φρενάρισμα σε κάθε στάση. Έτριζε ο τόπος κάθε φορά που έπρεπε αυτό το θεριό να σταματήσει. Έκανε τέτοιο γρύλισμα βρε αδερφέ μου, που έλεγες ουφ επιτέλους, όταν τελικά ακινητοποιούταν. Και μέσα σ’ όλα αυτά είχαμε και το συρτάρι του εισπράκτορα που συγχρονίζονταν με την όλη φασαρία και νόμιζες πως όπου νάναι τα φραγκοδίφραγκα και οι δεκάρες θα πάρουν των ομματιών τους και θα φύγουν απ΄τη θέση τους. Σε μια ελικοειδή στροφή στα Σπάτα εκεί στο πλάι από την εκκλησιά του Χριστού μέχρι την επόμενη εκκλησιά, πεντακόσια μέτρα δρόμος δηλαδή, όλοι πιστέψαμε πως τέλος, μέχρι εδώ ήταν το ταξίδι μας. Η πρώτη ταχύτητα δεν έμπαινε με τίποτα μέσα στο χρονικό περιθώριο που είχε ο οδηγός. Σ΄όλο το όχημα ακούστηκε ένα παρατεταμένο κρ κρ κρ κρ κρ αργά και βασανιστικά, σαν ηχητικό εφέ από ταινία τρόμου. Αυτό σήμαινε πως δέσαμε χειρόφρενο.
Αμ δεν θα με σκάσεις εσύ σήμερα, άρχισε να μαλώνει ο σοφέρ το όχημα. Εγώ θα σε πάω στον προορισμό μας κι εσύ φάε τα λυσιακά σου Και πατά νευριασμένα δυο μαρσαρισιές ενώ με το κάτω μέρος της παλάμης του, ρίχνει κάτι σαν μπουνιά στο λεβιέ κι η πρώτη αναπαύονταν θριαμβευτικά μέσα στο σασμάν. Το επόμενο κρ κρ κρ κρ κρ όταν ο παλαιστής οδηγός έλυσε το χειρόφρενο δεν πολυακούστηκε γιατί το κατάπιαν οι υψηλές στροφές της μηχανής. Και να που σε λίγα λεπτά το θεριό έκανε στάση στα πρώτα σπίτια της Λούτσας. Στην επόμενη εμείς θα κατεβαίναμε. Η δόλια η μάνα είχε αναλάβει τα παιδιά. Τι κι αν ακούστηκε να λέει εκατό φορές το ‘’συγνώμη θα κατέβω’’ ήταν σαν να μιλούσε σε αγάλματα. Ο πατέρας από πίσω εκμεταλλεύονταν το εκτόπισμα της μάνας με τα δυο παιδιά κι ακολουθούσε με ότι συμπράγκαλα κουβάλαγε κι ο ίδιος.
- Σιγά κυρά μου, μας  ξενύχιασες, είπε νευριασμένα ένας κύριος.
- Καλύτερα να σας ξενυχιάσω, παρά να κατεβώ χωρίς να το θέλω στο τέρμα, αυθαδίασε η μάνα, δίνοντάς του μάλιστα και μια χαριστική βολή.

Και να που φτάσαμε επιτέλους. Εκεί που κατεβήκαμε μας περίμενε ο θείος. Μας σύστησε κουράγιο και ξεκινήσαμε για το "εξοχικό" Μετά από καμιά ώρα ποδαρόδρομο, φτάσαμε. Ερείπια σωστά. Μικροί μεγάλοι σερνόμαστε. Ο θείος όλο καμάρι μας έβαλε στην παράγκα, άλλο ερείπιο κι αυτή. Εδώ δεν είχε περιθώρια για ειδικές κατασκευές. Η φτήνια τρώει τον παρά που λέει κι ο λαός. Άλλωστε τι τα ‘θελε τα μεγαλεία, αφού δεν θα ξεχειμώνιαζε ποτέ εδώ. Καλή σκιά χρειάζονταν και κρύο νερό. Τίποτε άλλο.
- Όλοι οι καλοί χωράνε, μας είπε για να μας φτιάξει τη διάθεση.
Ήταν και ο παππούς εκεί και τα ξαδέλφια και η θεία. Θα μου πεις και το δωμάτιο της αυλής στο σπίτι μας δεν ήταν μεγαλύτερο αλλά μέναμε λιγότεροι. Το βράδυ ο παππούς σηκωνότανε προς νερού του στην ορεινή τουαλέτα και άκουγες.
-Σιγά πατέρα πρόσεξε πού πατάς γαμώ το στανιό μου.
-Παππού με πάτησες κι εμένα, τσίριζε ο ξάδελφος.
Και το πρωί το γέλιο για τα χθεσινά άφθονο. Το εγερτήριο νωρίς-νωρίς σχεδόν υποχρεωτικό. Αντιλαλούσε όλη η πλαγιά κάθε μέρα καθώς μια τρίκυκλη μηχανή, λάφυρο της Γερμανικής κατοχής, ανηφόριζε το λόφο κι ακούγονταν από μακριά μια και μόνο λέξη. 
Πάγοοοοοοοοοος. 
Που την έβρισκε τόση φωνή ο άνθρωπος. Κι όλο το μελισσολόι του οικισμού σαν τους φαντάρους που περνούν να τους επιθεωρήσουν, στέκονταν στις αυλόπορτες. Τα πιτσιρίκια πρώτα απ’ όλα ξεχύνονταν πάνω στον άνθρωπο γιατί τους άρεσε πολύ να χαϊδολογάνε τις κολώνες του πάγου και να γλύφουν μετά τα δάκτυλά τους. Το καλύτερο απ’ όλα όμως ήταν όταν τους επέτρεπε να μαζέψουν τα θραύσματα του πάγου όταν αυτός τον έκοβε σε μικρότερα κομμάτια. Όποιος πετύχαινε το μεγαλύτερο, ποιος τη χάρη του. Το απολάμβανε σαν να έτρωγε την πιο καλή γρανίτα. Γρανίτα από πάγο δηλαδή.
Το πρωινό έμοιαζε σαν όπως κάνουν οι μέλισσες. Πάνε τσιμπάνε και φεύγουνε. Δεν είχε στρωσίδια. Το γάλα ήταν μόνο για τον παππού, κι αυτό που το εύρισκε εκεί στην ερημιά, χαμπάρι δεν πήρα. Για τα πιτσιρίκια, άχνιζε μια καραβάνα με τσάι που σχεδόν κανείς δεν πλησίαζε, αλλά την κομμάτα με το ζυμωτό ψωμί και τη θρυψίνη από πάνω με λάδι και λίγο ζάχαρη ανά χείρας και δρόμο για τα πεύκα. Εκεί οργανώναμε τα παιχνίδια της ημέρας, μέχρι να μας φωνάξουν για να πάμε για μπάνιο. 

Μετά ξεκινούσαμε για μπάνιο.....καλά πήγαινες ξεκούραστος....πώς γύριζες όμως, σέρνοντας.... Στο πήγαινε, κατηφόρα ήτανε κι όλοι μες την τρελή χαρά. Μωρέ καλά τον κατάλαβα εγώ τον παππού την πρώτη μέρα που δεν έλεγε με τίποτα να πειστεί από τα παρακάλια του θείου μας.
- Έλα βρε άνθρωπε, μη με σκας, ο γιατρός είπε πως τα μπάνια θα σου κάνουν καλό, έλα
- Εσύ με σκας γιέ μου. Τα μπάνια μπορεί να με γιάνουν, η ανηφόρα όμως θα με στείλει αδιάβαστο. 
Η πιτσιρικαρία πάντως, όλα τα ‘κανε γιορτή. Από ποια πόρτα δεν περνούσαμε και δεν βγαίνανε να μας δούνε. Μια μέρα όμως άκουσα κάτι και μου κακοφάνηκε.
- Να περνάει ο Καραγκιόζ΄ μπερντές. Αγησίλαε έλα να δεις την παράσταση.
Την επόμενη μέρα κιόλας, πήρα την εκδίκηση μου. Παρατήρησα πως δεν βγήκε κανείς να δει την παράσταση και μ’ ένα σάλτο στη μάντρα, έκοψα ένα μεγάλο τριαντάφυλλο, σαν ήλιος, που το ‘χαν μάλιστα δεμένο το κλωνάρι του στο συρματόπλεγμα για να μην πάση από το βάρος. Το πρόσφερα στην ξαδερφούλα μου που είχε απ’ ότι είχα προσέξει μια αδυναμία σ’ αυτά. Την επόμενη μέρα, η κυρά από τέτοια βγήκε στη βεράντα, αλλά δεν ξανακούστηκε να κάνει σχόλιο. Ότι υπήρχε στο δρόμο και δεν ζύγιζε πάνω από μισό κιλό, το κλωτσούσαμε παρ’ ότι οι μανάδες μας φώναζαν απεγνωσμένα
- Μπα που να σας πάρει ο διάολος. Με τι λεφτά μωρέ θα σας πάρω παπούτσια άμα τα ξεσολιάσετε. Αχ αλίμονο σας, ξυπόλυτα θα περπατάτε κακορίζικα.
Γιατί εδώ που τα λέμε ήθελε πολύ να γίνει το κακό. Εγώ σε λίγες μέρες έμεινα όντως ξυπόλυτος. Επιστρατεύτηκαν κάτι πάνινα σαράντα νούμερα μεγαλύτερο από το πόδι μου και ηρέμισα. Η   κατηφόρα τελείωνε εκατό μέτρα από τη θάλασσα και τελευταίο εμπόδιο ήταν ο δημόσιος δρόμος. Πολλά αυτοκίνητα δεν περνούσαν αλλά αυτά που περνούσαν ήταν δημόσιος κίνδυνος. Εκεί υπήρχε ανασύνταξη δυνάμεων. Για τα μικρά υπήρχε ρητή απαγόρευση. Δεν περνάμε ποτέ απέναντι αν δεν έχουμε συγκεντρωθεί όλοι κι αν δεν ακούσουμε κάποιο σινιάλο, συνήθως του θείου που έπαιζε το ρόλο του. 
Το πέρασμα προς τη μεριά της θάλασσας ήταν η ατραξιόν της Λούτσας. Να μη σας πω πως μερικοί παρατρεχάμενοι των γύρω μαγαζιών πέρνανε θέση κάθε μέρα για να δούνε το σόου. Ο θείος κατ’ αρχάς λες κι ήταν βγαλμένος από Ελληνική ταινία. Είχε εφοδιαστεί για τον σκοπό αυτό μια ναυτική σφυρίχτρα και μ’ αυτή έδινε τα σινιάλα του. Λίγο πριν φτάσουμε στο επίμαχο σημείο απ’ όπου ο Μωυσής θα περνούσε το λαό του προς την Ερυθρά θάλασσα, έβγαζε από το σακούλι του ένα κατακίτρινο παλιό πουκάμισο και το φορούσε γιατί το είχε ακούσει από τους προσκόπους, όταν πήγαινε παλιά, πως πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να φαίνεται, να ξεχωρίζει από τους άλλους. Παρίστανε δε τόσο σοβαρά το ρόλο του που δεν δίσταζε να μαλώνει ακόμα και τη γυναίκα του, αν δεν εκτελούσε σωστά τις εντολές του. Μερικές φορές δε μάλλον σαν να το έκανε κι επίτηδες για να κορδώνεται καταμεσής του δρόμου και να δίνει στους περαστικούς την εντύπωση για το ποιος κάνει κουμάντο εδώ πέρα.
- Βαγγέλη, φώναζε στον ξάδελφο μου, αν σε δω άλλη φορά να απομακρύνεσαι από τη μάνα σου θα σου τα κόψω τα ποδάρια. 
Και δώστου να σφυρίζει και να ξανασφυρίζει μέχρι να περάσει κι ο τελευταίος. Όταν τέλειωνε το πέρασμα έπρεπε όλοι να είμαστε συγκεντρωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον για να μπορέσει να κάνει την καταμέτρηση. Μια μέρα από αυτές που ο παππούς επέλεγε λόγο τεμπελιάς να μην κατέβει για μπάνιο, ήταν αφορμή να του ‘ρθει ταμπλάς του θείου, γιατί είχε την εντύπωση πως του έλειπε από το μέτρημα. Χωρίς να μπει στον κόπο να ρωτήσει τους άλλους που ήδη ξεροστάλιαζαν απέναντι, γιατί ήταν σίγουρος πως ο παππούς σήμερα ξεκίνησε μαζί τους, άρχισε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Πριν αρχίσει να αναστατώνει τον κόσμο αποφάσισε να ρίξει μια ματιά στον δρόμο που κατέβαιναν μήπως και τον δει να χαζολογάει πουθενά. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για πάνω από πεντακόσια μέτρα, άφαντος όμως ο παππούς. Θα του ‘ρθε σκέφτηκε καμιά ζάλη και τώρα  θα τον κουράρουν σε καμιά αυλή ξένοι άνθρωποι. 
- Παππού! Παππού! Άρχισε να φωνάζει. Λεωνίδα βρε Λεωνίδα που είσαι, δοκίμαζε να τον καλεί και με τ’ όνομα του, αλλά πουθενά απόκριση.
Ρώτησε και κάτι κυράδες που άκουσαν τις φωνές και βγήκαν στους μαντρότοιχους και έκαναν χάζι με τον θείο που έκανε σαν αλλοπαρμένος, αλλά σπολλάτη ούτε κι εδώ βρήκε σημάδι από τα ίχνη του παππού.
Μπα που να του ‘μπαινε ο διάολος μέσα του, αύριο κιόλας θα τον κάνω πακέτο και θα τον στείλω πίσω στο σπίτι να κάθεται μόνος του, να βάλει μυαλό ο ξεμωραμένος.
Και συνεχίζοντας πόρτα-πόρτα την αναζήτηση, ξαναβρέθηκε στον κεντρικό δρόμο, εκεί όπου απέναντι περίμεναν καρτερικά οι υπόλοιποι να περάσει κι αυτός για να φτάσουν επιτέλους στις θημωνιές (έτσι τη λέγαν την παραλία στο μέρος που πήγαιναν) και να δώσουν επιτέλους την άδεια στα παιδιά να παίξουν ελεύθερα.
- Έλα βρε Χαράλαμπε, που είσαι. Μια ώρα σε περιμένουμε. Πέρνα από εδώ μα το θεό σήμερα.
Κι αφού δρασκέλισε πεταχτά το δρόμο, ρώτησε ασθμαίνοντας με αγωνία.
- Τι μου φωνάζεις, γαμώ το κέρατο σου κι εσύ. Δεν πήρες χαμπάρι ότι χάσαμε τον παππού, μου φωνάζεις κι από πάνω;
- Ποιόν χάσαμε;
- Τον παππού καλέ, χωρατό μου κάνεις, μπα σε καλό σου, τα νεύρα μου πας να μου σπάσεις σήμερα. Τον παππού, που είναι ο παππούς;
- Ποιος παππούς καλέ, ο παππούς ακόμα θα κοιμάται στο σπίτι. Δεν τον άκουσες που είπε πως δεν θα ‘ρθει σήμερα;
- Σε ποιόν το είπε, γαμώ το κέρατο μου, σε ποιόν;
- Σε μένα, αλλά δίπλα ήσουν δεν άκουσες;
- Το κέρατό μου’ σαν ανέβω επάνω θα τον πνίξω. Άλλη φορά να μάθει να μη μασάει τα λόγια του κάτω από τις μασέλες. Άιντε ξεκουμπιστείτε και προχωράτε.
Και τ’ αρχοντολόι έφτασε επιτέλους για σήμερα στις θημωνιές και τα παιδιά πήραν το ελεύθερο να αρχίσουν το παιχνίδι.

Για τον μπάρμπα Χαράλαμπο το μπάνιο για σήμερα ήταν περιττό. Μετά το χνέρι που έπαθε με τον παππού τα νεύρα του ήτανε στην τσίτα. Απλά πήγε λίγο παράμερα και κολοκάθισε αρχίζοντας να καπνίζει σαν αράπης. Η μάνα μου κι η θειά μου με την αρωγή της  ξαδερφούλας μου, άπλωσαν τα στρωσίδια που έφερναν πάντα μαζί για αυτή τη δουλειά και τοποθέτησαν επάνω τα καλούδια μας για να τσιμπήσουμε κάτι, ειδικά εμείς τα παιδιά, μετά το μπάνιο. Οργανωμένα πράγματα, όχι παίξε γέλασε. Κάναμε κανονικό πικ νικ κι άμα η τσιγκουνιά των γονιών μας είχε εκείνη τη μέρα ρεπό, μας έπαιρναν και κανένα παγωτό. 
Το παιχνίδι στις θημωνιές ήταν για μας τα παιδιά ο παράδεισος. Καμιά σχέση με τις κλασικές παραλίες που ξέρετε. Τέτοιο σκηνικό ούτε σε ταινία δεν το συναντούσες. Κατ’ αρχάς παντού ήτανε άμμος. Τόση άμμο που ρούφηξα εκεί από παιδί που ακόμα και σήμερα άμα τιναχτώ, άμμο θα βγάλω από τα ρούχα μου. Το πλάτος της παραλίας ήταν πάνω από εκατό μέτρα και το τοπίο πουθενά επίπεδο αλλά άνισο αφού κυριαρχούσαν παντού μικροί αμμόλοφοι που στις παρυφές τους ήταν αλμυρίκια, θίνες και κάτι σαν βούρλα. Ένα τοπίο ιδανικό για παιδιά και για ελεύθερο παιχνίδι χωρίς την επιστασία των μεγάλων που με τα πρέπει και τα μη τους καταστρέφουν συνήθως τη μαγεία της περιπέτειας. Το παιχνίδι μας σχεδόν το ίδιο καθημερινά. Οι Γερμανοί με τους Έλληνες, σ´έναν ανελέητο πόλεμο. Μάχες κανονικές σώμα με σώμα και με όπλα κάτι καλάμια που κρύβαμε αφού φεύγαμε στους θάμνους. Το σενάριο πάντα το ίδιο. Αφού καταλαμβάναμε την κορυφή έρποντας, αιφνιδιάζαμε τον εχθρό που αν μας έπαιρνε χαμπάρι αγκαλιαζόμασταν σώμα με σώμα κι έτσι κουτρουβαλώντας από την κορυφή καταλήγαμε κάτω. Αφού επαναλαμβάναμε την ίδια σκηνή άπειρες φορές, αποφασίζαμε να βουτήξουμε στη θάλασσα για να ξεπλυθούμε κιόλας. Μετά πέφταμε με λύσσα στο ψωμοτύρι και τις διάφορες πίτες που μας τρατάριζε η φροντίδα των γονιών μας. Ε λοιπόν πιστέψτε με. Μέχρι σήμερα που έχοντας τον τρόπο, κολύμπησα στις καλύτερες παραλίες της Ελλάδας, τέτοιαν αίσθηση όμως δεν έχω ξανααπολαύσει. 
Μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις εκείνων των παιχνιδιών στην παραλία ήταν και η πρώτη μου αίσθηση από το σμίξιμο και την πρώτη μου επαφή με το γυναικείο σώμα. Ντρέπομαι που θα το πω αλλά η ξαδερφούλα μου ήταν αυτή που με έκανε πρώτη φορά στη ζωή μου να νοιώσω το σκίρτημα, στο πρώτο άγγιγμα, στην πρώτη επαφή. Λίγο μεγαλύτερη από εμένα κι είχε αρχίσει κατά το πρόσταγμα της φύσης να σχηματίζεται σαν γυναίκα και μέσα από το βαμβακερό μπλουζάκι της, άρχισαν σαν μικρά δαμάσκηνα να σχηματίζεται το στήθος της. Προσωπικά εντελώς ασυναίσθητα, έτυχε να είναι αυτή ο εχθρός Γερμανός επάνω στο ύψωμα και βρεθήκαμε να κατρακυλάμε αγκαλιά προς τα κάτω. Φαίνεται όμως πως δεν είχαμε αρκετή φόρα και μετά από δυο κολοτούμπες σταματήσαμε το κατηφόρισμα και νάμαστε η ξαδερφούλα από κάτω ανάσκελα κι εγώ από πάνω της και μάλιστα με τα δυο μου τα χέρια να χουφτώνω τα στηθάκια της.
- Στεφανία μου συγνώμη δεν το ‘θελα
- Ποιο μου απαντά απονήρευτα το κορίτσι
- Τίποτα-τίποτα της λέω και τη βοήθησα να σηκωθεί και να την κατεβάσω από το ύψωμα.
Το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ σκεφτόμουνα την πράξη μου και με κυρίευε μια αίσθηση ντροπής. Την άλλη μέρα όμως διαπίστωσα πως η Στεφανία παρ’ ότι δεν συμμετείχε καθημερνά στο παιχνίδι μας, γιατί κατά κύριο λόγο θεωρούταν παιχνίδι αγορίστικο, λύσσαξε να είναι με τους Γερμανούς και νάσου να επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό. Κάθε μέρα μέχρι που φύγαμε από τη Λούτσα, η αφεντιά μου με τη Στεφανία σκάλωναν στο ίδιο σημείο. Αλλά και το μυαλό βαθειά σκάλωσε αυτή η ιστορία. Κάποτε εντελώς συμπτωματικά μετά από τριάντα περίπου χρόνια βρέθηκα ακριβώς απέναντι από τις θημωνιές σε μια καφετέρια που είναι εκεί ακόμα και σήμερα. Κι όπως έπινα τον καφέ μου και ρέμβαζα προς τη θάλασσα φυσικό ήταν να θυμηθώ εκείνο το περιστατικό. Στα χέρια μου πήρα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό της Στεφανίας.
- Έλα μου απάντησε χαρούμενη που με άκουγε.
Πάντα ήμουν η αδυναμία της κι όπου κι αν βρίσκονταν έλεγε για μένα τα καλύτερα λόγια. Μην της πει κανείς για μένα κακό λόγο, σε σκότωνε.
- Μ’ αγαπάς βρε ξαδερφούλα, τη ρώτησα.
- Άκου εκεί, θέλει και ρώτημα. Τι σου ‘ρθε όμως και με ρωτάς;
- Ξέρεις που βρίσκομαι τώρα που μιλάμε;
- Που με ρωτά περίεργα.
- Στη Λούτσα. Πίνω καφέ σε μια καφετέρια απέναντι από τις θημωνιές. Τις θυμάσαι τις θημωνιές;
- Είσαι ένα μεγάλο παλιόπαιδο το ξέρεις; Γιαυτό και θα έχεις πάντα μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, αγαπημένε μου ξαδερφούλη.

Ο δρόμος της επιστροφής για τη βίλα του θείου δεν είχε καμιά σχέση με την πρωινή κατηφοριά. Αποκαμωμένοι όλοι από τη ζέστη, ντάλα μεσημέρι κι ας ήταν η ώρα τέσσερις με πέντε και καλά μετά από λίγο υπνάκο μετά το μπάνιο, για να μη περπατάμε μεσημεριάτικα. Ποιόν υπνάκο όμως. Παρ’ ότι η παράταση του ωραρίου είχε αποφασιστεί για μας τα παιδιά, μόνο υπνάκο δεν είχαμε. Οι ζουζουνιές και τα πειράγματα δεν έλειπαν ούτε στιγμή. Στο τέλος του δρόμου λίγο πριν στρίψουμε αριστερά ήταν ένα μικρό εκκλησάκι. Εκεί κάναμε την πρώτη στάση για ν’ ανασάνουμε λιγάκι και να πιούμε λίγο νερό από τη βρύση της εκκλησούλας, της Αγίας Κυριακής. Ήταν το έσχατο σημείο που μπορούσε να φτάσει ο πολιτισμός. Λογάριαζε φαίνεται κι αυτός την ανηφόρα και δεν το αποφάσιζε για παραπάνω. Από εκεί και πέρα είπαμε, φως, νερό τηλέφωνο, συνομολόγησαν να απέχουν των δραστηριοτήτων τους για αρκετά χρόνια, στερώντας από τη φτωχολογιά βασικές ανάγκες για την επιβίωση τους. Στην αρχή το νερό μπορεί να έρχονταν έως και καυτό, αλλά έτσι ξεπλέναμε λίγο τα πόδια μας γιατί για μπάνιο και ντουζ στο σπίτι ούτε συζήτηση. Το νερό μας το έφερνε νερουλάς και φυσικά πολυτέλειες για μπανιαρίσματα, ούτε να το φανταστείς. Οι γείτονες συχνά πυκνά μας διαολόστελναν γιατί μετατρέπαμε καθημερινά το χώρο της εκκλησίας σε τόπο αναψύξεος, αλλά και δεν τολμούσε κανείς να τα βάλει με τον θείο μου που έδειχνε από μακριά άνθρωπος δυνατός. Ήταν βάλσαμο στα μέσα της ανηφόρας η Αγία Κυριακή, γιατί από εκεί και πέρα, μόνο δια του μακρόθεν η χάρη της θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Τέρμα τα χαμόγελα κι εμπρός βήμα ταχύ. Κι επειδή όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος η επόμενη απόλαυση ήταν μια βυσσινάδα που μας τρατάριζε όλους η θεία μου κάτω από το μεγάλο πεύκο της αυλής, που σήμαινε το τέλος του μαρτυρίου. Ευτυχώς που λίγη από την αύρα της θάλασσας έπαιρνε κι αυτή την ανηφοριά για να δροσίσει λιγάκι και τη φτωχολογιά πάνω στα φτωχικά τσαρδάκια που ήταν πνιγμένα όμως μες το πεύκο. Μια περίεργη σιωπή απλώνονταν από τις έξη και μετά σ’ όλο το συνοικισμό. Η εξήγηση είναι απλή. Χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνα κι εν γένη χωρίς ηλεκτρισμό, οι δραστηριότητες των ανθρώπων λιγοστεύουν. Κάποιες ετοιμασίες γίνονταν από τους μεγάλους για το φαγητό της επόμενης μέρας και τέλος. Μόνο εμείς τα παιδιά σκαρώναμε κάποιες σκανταλιές, γρήγορα όμως μας μαντρώνανε στις αυλές γιατί το βράδυ που πλησίαζε, σκέπαζε εκτός από τον ήλιο και τις ορέξεις των ανθρώπων. 

Μη νομίζετε όμως πως η φτωχολογιά παραδίνεται τόσο εύκολα στα δύσκολα. Πάντα κάποια αφορμή θα βρει για να σπάσει τις σιωπές που μερικές φορές στραγγαλίζουν τον κόσμο. Έτσι και τύχαινε κάποιος να γιορτάζει,  όλος ο συνοικισμός έπαιρνε φωτιά. Καλεσμένοι ήταν όλη η γειτονιά. Βέβαια τα γλέντια γίνονταν τη μέρα, αλλά ήτανε γλέντια με καρδιά. Τα φαγητά και τα μεζεκλίκια που γεύτηκα εκείνη τη χρονιά, δεν τα πέτυχα στη ζωή μου ως σήμερα. Ποια θεία χέρια ετοίμαζαν τέτοιες απολαύσεις. Παρ’ ότι για μας τα παιδιά έμοιαζε να ήταν απαγορευμένη η προσέγγιση στα τραπέζια, συνήθως όμως, λίγο που θα κλέβαμε, λίγο που θα μας έδινε ο παππούς και λίγο από τη μάνα, την κάναμε ταράτσα. Ασε που ήτανε και για μας η ευκαιρία να μεγαλώσει ο κύκλος των γνωριμιών μας με άλλα παιδιά που έμεναν κάπως μακρύτερα από εμάς, μιας  και οι μεγάλοι δεν μας άφηναν να ξεμακρύνουμε με τα παιχνίδια μας σε άλλες γειτονιές. Και ξέρετε ποια είναι η πλάκα τώρα που το σκέπτομαι; Παρ’ ότι σήμερα καραδοκούν χίλιοι κίνδυνοι, ιδιαίτερα για μικρά παιδιά, τότε όλος ο κόσμος κοιμόταν στις αυλές κι είχαν τις πόρτες τους ανοιχτές. Μόνο το άγνωστο είναι αυτό που φόβιζε κυρίως τις μανάδες μας και τσίριζαν τα απογεύματα, εντελώς στα ξαφνικά κι ακούγονταν σ’ όλη τη γειτονιά.
- Βαγγελάκη γύρνα γρήγορα πίσω γιατί άμα σε λάβω, θα σε μεταλάβω. 
Λέγανε βαριές κουβέντες συνήθως οι μανάδες εκείνα τα χρόνια στην προσπάθειά τους να κουλαντρίσουν την αγριάδα των παιδιών τους. Είχαν όμως τόση αγάπη μέσα τους που κανένα παιδί δεν κάκιωνε ποτέ με τις φωνές τους.  Το μεγάλο πανηγύρι όμως γίνονταν το δεκαπενταύγουστο. Στη γιορτή της Παναγίας. Το λένε και σήμερα πως είναι το Πάσχα του καλοκαιριού, αλλά άλλο είναι να το λες και άλλο να το ζεις. Ετοιμασίες δουλειές ασβεστώματα, νηστεία και στο τέλος, ανήμερα δηλαδή, ένα μεγάλο πανηγύρι. Ο θείος μας είχε υποσχεθεί πως αν είμασταν καλά παιδιά, μετά την εκκλησία θα μας πήγαινε στο λούνα παρκ που είχανε στήσει πίσω από την Αγία Μαρίνα στη μεριά της θάλασσας. Ήταν η μοναδική μέρα απ’ όσες έμεινα στη βίλα του θείου, που δεν με κούρασε καν η ανηφοροκατηφόρα από και προς το σπίτι. Εκείνο που φάνταξε στα μάτια μου ήταν ο γύρος του θανάτου. Και μόνο στο άκουσμα της λέξης θάνατος, αγρίευα. Ήθελα όμως τόσο πολύ να το δω από κοντά. Κατάπια όμως την αναπνοή μου όταν κάποια στιγμή μια από τις δυο μηχανές ανέβηκε πολύ ψηλά. Τα ξαδερφάκια μου ξόδεψαν το δικό τους χαρτζιλίκι στις περιστρεφόμενες κούνιες, αλλά εγώ δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου.

Στο σπίτι το μεσημέρι όλα ήταν γιορτινά. Τραπέζια στη σειρά με τα καλά τραπεζομάντηλα στρωμένα περίμεναν τα πλούσια εδέσματα να έρθουν. Φτώχεια-φτώχεια αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έλειπε τίποτα. Η παρέα μας είχε αυξηθεί κατά μια οικογένεια. Ήταν καλεσμένοι από το θείο μου. Από την Αθήνα κι αυτοί αλλά από άλλη γειτονία. Το κοριτσάκι που ήρθε μαζί τους, σχεδόν ίσα με την ξαδέρφη μου, μου είπε πως ήταν από το Αιγάλεω και πως δεν ήταν και πάρα πολύ μακριά από τον Κολωνό. Είχε έρθει κανα δυο φορές στα μέρη μας γιατί εκεί μένουν άτομα από το δικό της σόι και θα χαιρόταν πολύ αν τύχαινε να ξανασυναντηθούν.  Τι ήταν αυτό να ξανασυναντηθούν. Τι θέλει να πει το κορίτσι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι. Τι δουλειά έχει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Και τι να κάνουμε μαζί στον Κολωνό. Να βγούμε στους δρόμους να παίζουμε κυνηγητό; Στον Κολωνό δεν  τα ξέρουμε αυτά. Ρεζίλι θα γίνω στα παιδιά. Μου έλεγε κι άλλα ακαταλαβίστικα για τη  γειτονιά της αλλά δεν την άκουγα καλά γιατί δίπλα μου έπαιζε ένα πικαπ με μπαταρίες, που είχε επιστρατευτεί δεν ξέρω από που και για πολλοστή φορά ακούγονταν ό δίσκος του Καζαντζίδη «έλα βγρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε» ένεκα που ακούγονταν το όνομα του θειού μου, κατάλαβες. Από τότε μέχρι σήμερα γιατί ακόμα ακούγεται αυτό το τραγούδι όταν το ακούω, θυμάμαι με νοσταλγία εκείνες τις θαυμάσιες μέρες α και ακόμα πως το κορίτσι έμενε στου Λιούμη. Έτσι έλεγαν τη γειτονιά της. Τα όσα άλλα μου έλεγε τα σκέπαζε ο Καζαντζίδης. 

Ο δεκαπενταύγουστος σήμαινε για τους περισσότερους και το τέλος του καλοκαιριού. Στις λίγες μέρες που απέμειναν μέχρι το Σεπτέμβριο έπρεπε να ετοιμαστούν πολλά πράγματα στις οικογένειες και πάνω απ’ όλα η επιστροφή των παιδιών στο σχολείο.
Και όμως όταν γυρίζαμε από τις "διακοπές" στην γειτονιά του Κολωνού, είμαστε δακτυλοδεικτούμενοι, γιατί τέτοια χάρη, ποιος να είχε εκείνα τα χρόνια. Ακούς εκεί, μπράβο τους. Διακοπές στη βίλα του θείου. Μωρέ μπράβο τους χίλιες φορές. Εμείς που τέτοια χάρη.

Μαντζούρης Κων/νος
Ιούλιος 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: